30 Σεπτεμβρίου 2017

Η εξήγηση της Τραγωδίας [Ευάγγελος Π. Παπανούτσος]

Από το Αλεξανδρινή Τέχνη - Χρονιά Δ’ - Τεύχος 3ο και 4ο (1930).

Η ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ (Απόσπασμα από το «Περί Τέχνης») 

Ό καλύτερος δρόμος που πάει ίσια προς το ιερό της Τέχνης περνάει πρώτα από το Θέατρο. Εκεί γίνεται η μύηση. Σου αποκαλύπτεται ο θεός και θωρείς την όψη του. Πιο κάτω, σ’ όσους ναούς συναντάς, αντικρύζεις σκοτεινότερα ή φωτεινότερα πρόσωπά του. Δε σε πιάνει όμως φόβος. Δεν απορείς πια. Έχουν συνηθίσει τα μάτια σου το άγιο φως και την καρδιά σου την έχει ανοίξει η αλήθεια. Βαδίζεις με βήματα στερεά, σαν πιστός που κατέχει τα μυστικά τής θρησκείας.

Οι αρχαίοι Έλληνες αν δικαιούνται νάχουν μια θέση τιμητική μέσα στην Ιστορία της Τέχνης, είναι όχι γιατί τελειοποίησαν τη Γλυπτική και τη Ζωγραφική. Οι Αιγύπτιοι τις είχαν φτάσει σε μεγαλύτερη τελειότητα. Ούτε γιατί λάμπρυναν την Ποίηση και τη Μουσική. Τους αρχαίους Εβραίους δεν τους ξεπέρασαν ποτέ σ’ αυτές τις Τέχνες. Ούτε γιατί ανάδειξαν τη Μιμική και το Χορό. Οι Κρήτες φαίνεται ότι τους δίδαξαν τη χάρη των ρυθμικών κινήσεων κι έμειναν σ’ αυτές άφθαστοι Δασκάλοι. Είναι γιατί δημιούργησαν το θέατρο. Πριν απ’ αυτούς θέατρο δεν ύπαρχε. Έπειτα απ’ αυτούς — είναι ζήτημα αν υπάρχει. Πρέπει να συλλογιστεί πολύ κανείς για ν’ απαντήσει, αν του θέσουν ένα τέτοιο ερώτημα. Ίσως με το όχι είναι πιο κοντά στην αλήθεια.

Αυτός ο μικρός λαός, που λάτρεψε την Ομορφιά όπως κανένας άλλος, αγαπούσε με πάθος το Θέατρο. H μια μετά την άλλη, ραγδαίες πέφταν οι συμφορές απάνω στην πόλη των, κι οι Αθηναίοι πλημύριζαν το θέατρο και παραδίνονταν στις συγκινήσεις του.

Ξέρω σήμερα ανθρώπους που περνούν αδιάφοροι μπροστά στο πιο κλασικό ζωγραφικό έργο και δεν υποφέρουν τη Μουσική, την οποιαδήποτε Μουσική. Για το θέατρο παθαίνονται. Ως τώρα δεν γνώρισα άνθρωπο που το θέατρο να τον αφήνει ασυγκίνητο. Να σιχαίνεται έναν ορισμένο τύπο θεάτρου, ναι. Το Θέατρο γενικά, ποτέ.

Υπάρχει για το φαινόμενο αυτό μια εξήγηση. Σ’ ένα άλλο έργο Τέχνης η αισθητική συγκίνηση σού δίνεται σαν έτοιμη, τελειωμένη πια κατάσταση. Αν η ψυχή σου είναι προετοιμασμένη να τη δεχτεί, τη δοκιμάζει. Αν όχι, μένει κλειστή, δεν αισθάνεται τίποτα. Στο δράμα συμβαίνει το αντίθετο. Ξεκινάει από την αρχή και οργώνει πρώτα την ψυχή, για να δεχτεί το σπόρο της Ομορφιάς. Ύστερα με μιαν αδιόρατη κίνηση τον ρίχνει βαθιά μέσα της και, όπως η Αθηνά με την ιερή ελιά τής Ακρόπολης μπροστά στον έκθαμβο Κέκροπα, τον κάνει γρήγορα να ωριμάσει και να βλαστήσει πλούσια, ώστε να τυλίξει με τα κλωνάρια του από παντού την ψυχή. Στο δράμα δηλ. η αισθητική συγκίνηση δε δίνεται σα μια στιγμιαία, τελειωμένη κατάσταση, αλλά μέσα σ’ ένα ολάκερο ψυχικό «γίγνεσθαι» με αισθητή διάρκεια (processus, Vorgang). Και η ψυχή τη δέχεται, γιατί είναι με όλους τους κανόνες τής ψυχικής καλλιέργειας προετοιμασμένη και ώριμη να τη δεχτεί.

Μόνο οι Έλληνες, οι raffirés σε κάθε είδος ηδονής· εκείνοι που βράβευαν σε δημόσιον αγώνα τον έφηβο πούξερε να δώσει το πιο σοφό φιλί (στην Ήλιδα κατά την εορτή τού Φιλησίου Απόλλωνος), μπορούσαν να υψώσουν τη δραματική Τέχνη σε άφθαστη τελειότητα. Και το κατόρθωσαν. Βρήκαν κι εφάρμοσαν όλους τούς κανόνες που ‘πρεπε, για να δώσουν στην αισθητικήν ευχαρίστηση όλη τη δυνατήν ένταση κι έκταση. Τραβούσαν τη δράση έτσι, ώστε να φέρουν την ψυχή με τη διάρκεια σε τόσην αγωνία, που να λαχταρίσει το τέλος ως απολύτρωση. Και σοφίζονταν τέτοιες περιπέτειες, ώστε οι μεταπτώσεις να την κάνουν να δοκιμάσει όσο γίνεται πιο έντονη τη συγκίνηση. Κι ήξεραν πάλι να μην υπερβαίνουν ορισμένα όρια στο πλήθος, στην έκταση και στις αντιθέσεις των επεισοδίων, για να μη την καταπονούν και δοθεί στην αισθητική χαρά με δυνάμεις εξαντλημένες.

Κι όλα αυτά τα σοφά τεχνάσματα δεν τα μάντεψαν μονάχα με το ισχυρό τους ένστιχτο. Δεν τα μεταχειρίστηκαν μόνο με λεπτότητα κι επιδεξιότητα μοναδική. Τα συνειδητοποίησαν κιόλας κι ερμήνεψαν με βάθος και σαφήνεια τη νομοτέλεια τους και τη σχέση των προς τη σύσταση και την κατασκευή τής ανθρώπινης ψυχής. Και δημιούργησαν την πρώτη αισθητική. Είναι η Ποιητική του Αριστοτέλη. Και η Αισθητική αυτή είναι σχεδόν αποκλειστικά: Αισθητική του Θεάτρου. 

Ακριβώς γιατί το δράμα — όπως είπα — δίνει την αισθητική συγκίνηση όχι σαν έτοιμη, τελειωμένη, στιγμιαία ψυχική κατάσταση, καθώς τα περισσότερα έργα Τέχνης, αλλά μέσα σ’ ένα ολάκερο ψυχικό «γίγνεσθαι» που έχει αισθητή διάρκεια, το θέατρο είναι, για την έρευνα τής Τέχνης, λαμπρός τόπος εργασίας. Στο Θέατρο μπορεί να μελετήσει ο ερευνητής τής Τέχνης όλες τις φάσεις που περνά το αισθητικό γεγονός, έως ότου διαμορφωθεί οριστικά και πάρει τον τελικό του χαραχτήρα.

Καλύτερη λοιπόν εισαγωγή στη Φιλοσοφία τής Τέχνης από την ανάλυση τού δράματος δεν υπάρχει. Η «Τριλογία» μου αρχίζει με την εξήγηση της Τραγωδίας. Μάλιστα όχι για λόγους μόνο μεθοδικούς, άλλα και γιατί πραγματικά το Θέατρο με μύησε στο νόημα τής Τέχνης.

Τα συμπεράσματα στα όποια μ’ έφερε η μελέτη τού δράματος είναι τα εξής:
Χωρίς ένα κάποιο σάλο οδυνηρό, η λεπτή ευχαρίστηση τής αισθητικής συγκίνησης δε μπορεί να κερδίσει την ψυχή. Το πρόβλημα λοιπόν για το δραματικό συγγραφέα είναι διπλό:
1. Να βρει τρόπο να ταράξει την ψυχή τού κοινού, κι αφού το σοφιστεί να χειριστεί τόσο επιδέξια το τέχνασμα, ώστε κανείς, κι ο πιο νηφάλιος ακόμα, να μη νιώσει τη στιγμή τής ταραχής, ότι προσπαθούν να τον κάνουν μ’ ένα «ψέμα» να πονέσει.
2. Να κοιτάζει πώς αυτή η ταραχή, χάνοντας σιγά- σιγά τα οδυνηρά στοιχεία της, θα τραπεί, θα μεταπέσει σε γλυκειάν ανατριχίλα που τέρπει απαλά την ψυχή και να το κάνει, μα με πολλή προσοχή, γιατί είναι ευκολότατο ν’ αστοχήσει. Τότε αντί, να ευχαριστήσει το κοινό με τη λεπτή χαρά τής αίθητικής συγκίνησης, θα το τρομάξει ή θα το λυπήσει για μια στιγμή, μα ύστερα θα του φέρει τα γέλια, γιατί το κοινό θα συνέλθει γρήγορα από την πρώτη έκπληξη και θα δει ότι το «ψέμα» δεν είχε κανένα νόημα.

Το 1ο κατορθώνεται με το τραγικό κορύφωμα τού δράματος.

Το Τραγικό είναι μια αιφνίδια κι απρόοπτη καταστροφή. Καταστροφή που προετοιμάζεται ίσως από καιρό κρυφά, μα που στο ξέσπασμά της είναι, για κείνους που συνεπαίρνει, ραγδαία κι απροσδόκητη. Κάτι καταστρέφει τη φυσική, τη συνηθισμένη, την «καθιερωμένη» ροή της Ζωής. Με την καταστροφήν αυτή δημιουργείται ένα τέτοιο φριχτό χάος, που στην αίσθησή του η ψυχή υποφέρει. Οι δυνάμεις της κινούνται άταχτα, ανώμαλα, παράφορα. Διασπάται η συνοχή των. Συγκρούονται. Και σαλεύεται για μια στιγμή ανεπανόρθωτα η ψυχική ισορροπία.

Αυτή την οδυνηρή κατάσταση τής ψυχής ονομάζω πάθος. Είναι η ψυχική θύελλα. Κατάπληξη, τρόμος, φρίκη. Αηδία, οργή, αγανάχτηση. Πίκρα, θλίψη, πόνος, οδύνη. Πάντοτε οδυνηρή ταραχή με ποικιλίες αναρίθμητες μορφής κι έντασης.

Για να κατορθωθεί το 2ο χρειάζεται «κάθαρσις». 

Πρέπει να καθαρθεί το πάθος. Να περάσει σαν μέσα από φωτιά, όπου να καούν όλες οι κακές ουσίες που έχει μέσα του, όλα τα βίαια, ζοφερά, «ακάθαρτα» στοιχεία τους, και να μείνει στο τέλος κάτι αγνό, λεπτό κι αιθέριο — μια ήμερη, απαλή κι ευγενική συγκίνηση. Για να γίνει όμως τούτο, πρέπει να «αρθεί» η αιτία τής ψυχικής θύελλας, η καταστροφή.

Τούτος είναι ο μεγάλος άθλος.

Μέσα στο δράμα πρέπει το τραγικό στοιχεία να «αποροφηθεί», όπως αποροφούνται μέσα στον ισχυρόν οργανισμό οι τοξίνες. Πρέπει να δουλεφτεί έτσι το ομοίωμα τού Πραγματικού, η «μίμησις πράξεως», που μας δίνει το δράμα, ώστε να φανεί ότι η καταστροφή τού τραγικού κορυφώματος είναι βέβαια σάλος, αταξία, ανταρσία, αλλά μόνο φαινομενικά. Κατά βάθος έχει τη θέση της μέσα σ’ ένα Σύνολο με σταθερά εξωτερικά όρια και τάξην εσωτερική ακλόνητη, και πειθαρχεί σ’ ένα αυστηρό Νόημα, στου οποίου τις προσταγές υπακούει κάθε στιγμή τού Συνόλου, γιατί το Σύνολο αυτό είναι κράτος ευνομούμενο, όπου πίσω από δημοκρατικές επιφάσεις κυβερνά ένας αόρατος Μονάρχης — η Ιδέα. Πρέπει να δεχτεί ότι όλα τα γεγονότα τού δράματος είναι — όπως λέω στην «Τριλογία» μου — χαλκάδες που συνέχονται ο ένας με τον άλλον για ν’ απαρτίσουν ένα ολοστρόγγυλο, άψογα λεπτουργημένο βραχιόλι. Το Τραγικό είναι ένα ξαφνικό και βίαιο σπάσιμο, αλλά μόνο της «φυσικής», της συνηθισμένης, της καθιερωμένης σειράς της Ζωής. Δεν καταστρέφει και την αυστηρή συνοχή αυτού του κλειστού, στρογγυλού, πειθαρχημένου Όλου που μας παρουσιάζει το δράμα, γιατί είναι κι αυτό ένας απ’ τούς χαλκάδες τού βραχιολιού, έχει κι αυτό τη σταθερά καθορισμένη θέση του μέσα στο Όλον εκείνο, είναι κι αυτό απαραίτητο για να φανεί, ότι ένα Νόημα, μια Ιδέα διαρρέει το Σύνολο, και μόνος προορισμός του είναι ακριβώς τούτο: να εξωτερικευτεί αυτό το νόημα, να εκφραστεί αυτή η Ιδέα όσο γίνεται πλαστικά κι έντονα, άρτια όσο παίρνει.

Η θύελλα της ψυχής καταπαύει, όταν αισθανθεί τη νέαν αυτή τάξη και πειθαρχία, όταν συλλάβει το Νόημα και νιώσει την Ιδέα που διαρρέει τη δράση. Δεν έχει πια τον ίλιγγο του χάους που πριν της είχε δώσει το τραγικό κορύφωμα. Δεν υποφέρει πια. Οι δυνάμεις της κινούνται τώρα ομαλά, ταχτικά, ήρεμα. Ειρηνεύουν. Επανέρχεται η συνοχή και η ισορροπία των. Από την ταραχή τού πάθους κάτι έχει μείνει. Μια ανατριχίλα, μια μελαγχολία, ένας οίχτος, μια κατάνυξη, ένα δέος. Μα όλες αυτές οι καταστάσεις δεν έχουν τίποτα το οδυνηρό ή το τρομερό μέσα των. Απεναντίας σε όλες κοινή είναι μια λεπτή, γλυκειά, ευγενική ευχαρίστηση που τέρπει βαθειά, απλά, σα χάδι τρυφερό την καταπονημένη, από την αγωνία που πέρασε, ψυχή. 

Αυτές είναι οι φάσεις που περνά μέσα στο δράμα το αισθητικό γεγονός έως ότου διαμορφωθεί οριστικά και πάρει τον τελικό του χαραχτήρα.

Ο αναγνώστης ας προσδέσει μόνος του τα παραδείγματα. Στην «Τριλογία» μου παίρνω ως παράδειγμα τη «Μήδεια». Μα και σε οποιαδήποτε άλλη τραγωδία μπορεί ν’ αποδειχτεί ευκολότατα ότι αυτή είναι η διαδρομή τού φαινομένου. Οι λεπτομέρειες μόνο ποικίλουν, είτε γιατί το απαιτεί η σύσταση τού μύθου, είτε γιατί ο κάθε συγγραφέας έχει τη δική του τεχνική. Η προσπάθεια όμως είναι πάντα η ίδια: να διαλυθεί το χάος που δημιουργεί με την επέμβασή του στην ομαλή εξέλιξη των γεγονότων το τραγικό στοιχείο, δηλ. να δειχτεί με το στρογγύλεμα τής δράσης ότι το Τραγικό, ας φαίνεται πως ανατρέπει ξαφνικά κι απρόοπτα την τάξη των πραγμάτων, υπακούει σε μια τάξη ανώτερη, πειθαρχεί κι αυτό στο νόημα που διαρρέει το σύνολο τού Μύθου, κι ότι ο Μύθος και μ’ αυτήν ακόμα την ανταρσία, ή μάλλον εξαιτίας της, παρουσιάζει μιαν ενότητα και μιαν εσωτερικήν αναγκαιότητα τέτοια που αρτιότατα μια Ιδέα αισθητοποιείται, εκφράζεται μ’ αυτόν. Στο τέλος πρέπει το κοινό να φύγει με τη βεβαιότητα ότι πρόσωπα και γεγονότα μέσα στο Μύθο έχουν μια τόσο βαθειάν εσωτερική συνοχή, που είναι αδύνατο ν’ ανήκουν στον εφήμερο, ασυνάρτητο και σκοτεινό κόσμο τού Πραγματικού. Η θέση των είναι μέσα στον αιώνιο και φως γεμάτο κύκλο των Συμβόλων.

Αυτή η τελευταία λεπτομέρεια μάς εξηγεί την άφθαστη γοητεία τού αρχαίου αττικού δράματος.

Καμιάς τραγωδίας η υπόθεση δε βγαίνει έξω από το μυθικό κύκλο τής μεγάλης Ελληνικής παράδοσης. Μόνη εξαίρεση φαίνεται σε μερικούς ότι είναι μια τραγωδία τού Αγάθωνος, του ωραίου Αθηναίου ποιητή, που στο σπίτι του κάποτε έγινε, καθώς θέλομε να πιστεύομε, το ωραιότερο συμπόσιο, όχι μόνο απ’ όσα αναφέρει η Ιστορία, άλλα και απ’ όσα θα μπορούσε ποτέ να βάλει νους ανθρώπου. Ίσως όμως έχει δίκιο ο Wilamowitz που νομίζει ότι δεν διαβάζομε καλά το σχετικό χωρίο της αριστοτελικής Ποιητικής. Ο τίτλος τής τραγωδίας εκείνης δεν ήταν: άνθος, αλλά Ανθεύς. Και τον Ανθέα τον ξέρει πολύ καλά η ελληνική μυθολογία.

Για τον αρχαίο Αθηναίο όλα τα πρόσωπα της Τραγωδίας ήσαν προαιώνιοι γνώριμοι της φυλής του. Είχε από βρέφος τόσο ζυμωθεί με τις τραγικές περιπέτειες τής ζωής των, και όλες αυτές οι παράξενες ιστορίες τον άγγιζαν τόσο βαθιά στην ψυχή, ώστε είχε αρχίσει να μην ξεχωρίζει πια τη ζωή του από τη δική των. Του φαίνονταν σαν πλευρές τού εαυτού του που δεν πρόσεξε πολύ και που πήραν αίφνης ανεξαρτησία, έκανε η καθεμιά τη δική της ζωή, κι η ιστορία των γύριζε σα θρύλος από στόμα σε στόμα. Μα όλα αυτά τα πράγματα είχαν την ασυναρτησία και την αβεβαιότητα του ονείρου ή του παραμυθιού. Τα πρόσωπα μέσα σ’ αυτό το ατελείωτο παραμύθι χειρονομούσαν, αναστέναζαν, άνοιγαν κι έκλειναν αδιάκοπα το στόμα των — ολοφάνερα κάτι ήθελαν, κάτι γύρευαν, κάτι αγωνίζονταν να πουν. Μα δε μπορούσαν. Ήσαν μέσα σε ζόφο, αοριστία και σύγχυση. Και το παραμύθι έμοιαζε με όνειρο κακό, μ’ εφιάλτη.

Τότε φάνηκε η Τραγωδία κι έκανε ένα θαύμα έδωκε λαλιά σ’ όλα αυτά τα πρόσωπα και μίλησαν. Κι ό,τι είπαν ήταν ένας λαμπρός μύθος με νόημα βαθύ. Στερέωσε και περίγραψε τόσο τις αόριστες μορφές των, έδειξε με τόση σαφήνεια την αυστηρή συνοχή που είχε τα ασυνάρτητο πριν εξωτερικό με το εσωτερικό των, που πήραν ευθύς τη συμμετρία και την πλαστικότητα των αγαλμάτων. Και φάντασαν σαν οντότητες απόκοσμες, σα σύμβολα αιώνια που από μέσα των έβγαινε λαγαρή και άρτια, πάνοπλη σαν Αθηνά η Ιδέα. Έβαλε τέλος τα πρόσωπα εκείνα με τη στρογγυλεμένη δράση που τούς όρισε μέσα σε τέτοιο φως, που χάθηκαν με μιας, έσβησαν σα σκιές, οι διάφορές που ξεχώριζαν τη φυσιογνωμία τού καθενός. Απάνω στη δράση άνοιξε τις ψυχές των και φάνηκαν απαράλλαχτες. Ήταν τέτοια η ψυχική των ταυτότητα και τόσο ίδια η τύχη όλων, που το πλήθος των ήταν σαν ψεύτικος αριθμός. Μια η συνείδηση όλων, και μόνο που η συνείδηση αυτή έπαιρνε όψη διαφορετική μέσα στον καθένα. Κι όλων οι ζωές ήσαν τόσο όμοιες, που θα τις έλεγες παραλλαγές τής ίδιας Ιστορίας. Και σ’ αυτό έμοιαζαν πάλι με τα ελληνικά αγάλματα. Είχαν όλα μια φυσιογνωμία να δείξουν κι ένα μυστικό να εκμυστηρευτούν.

Κι ο Αθηναίος, όταν έβλεπαν τα μάτια τής ψυχής του τούτο το απίστευτο όραμα, λαχταρούσε. Η φυσιογνωμία αυτή ήταν ο ίδιος. Και το μυστικό της το δικό του μυστικό. Καλά θεωρούσε τα πρόσωπα εκείνα πλευρές τού εαυτού του, και τις περιπέτειες των επεισόδια τής ζωής του. Μα όλα αυτά ήσαν πριν σε τέτοιο χάος μέσα του που δε μπορούσε να καταλάβει τίποτα. Χρειαζόταν η δημιουργική πνοή τού αττικού δράματος για να διαλυθεί τούτο το χάος και να πάρουν τα αόριστα και ασυνάρτητα εκείνα πρόσωπα και πράγματα μορφή και σχήμα, τη μορφή και το σχήμα των συμβόλων. Μέσα στην ψυχή του έμπαινε ήδη άφθονο το φως. Κι άδραχνε τώρα ο νους του γενναία και με βεβαιότητα το νόημα τής ζωής του, της Ζωής. Το νόημα που εκείνη είχε βέβαια από πριν, μα που αυτός δε μπορούσε να συλλάβει, γιατί μέσα του κι έξω του ήταν σκότος, σύγχυση κι αοριστία. 

Κι όταν έβγαινε από το Θέατρο ο αρχαίος Αθηναίος ήταν αγνώριστος. Η προσωπικότητά του είχε την πλαστικότητα τού Συμβόλου. Και — όπως τα ήρεμα αγάλματα τής Τέχνης του που κοιτάζουν μα με μάτια αδειανά, που δε βλέπουν τίποτα, γιατί κάτι παρακολουθούν που λέγεται μέσα των — σκύβοντας, κι εκείνος απάνω στην ταραγμένη του ψυχή ν’ αφιγκραστεί, την άκουγε να του ανιστορεί έναν ωραίο μύθο.

Αυτή ήταν η γοητεία τού αττικού δράματος. Άφθαστη όπως και το δράμα εκείνο.

29 Σεπτεμβρίου 2017

Στην Ασίνη οι πορτοκαλιές [Νίκος Καρούζος]


ΣΤΗΝ ΑΣΙΝΗ ΟΙ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΕΣ

γγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την αφή του
πάνω στις πέτρες.
Γιώργος Σεφέρης

Εκεί που σώζονται καλύτερα τα τείχη
φωνάζοντας έφερα τους φίλους κι απομακρύνθηκα
για να τους φωτογραφίσω πάλι
κρατώντας το ανθάκι της καρδιάς
που είχα κόψει πάνω στον αρχαίο λόφο με τη θάλασσα.
Ήτανε δειλινό του έρωτα οπού ανοίγει τα νεφρά
και θραύει τη μοίρα
στα δέντρα ο ήλιος κλαίγοντας
κ’ οι φίλοι σ’ εκτελεστικό απόσπασμα θα ’λεγες εμπρός περιμένουν
με την πλάτη στων τειχών τις μελανές πέτρες
μια φωτογραφίαν ακόμη
στο θάνατο μαχαιριά που δε βυθίζεται ή χτύπημα
εναντίον του χρόνου λένε και χτύπησα με το χέρι
ασώματο σχεδόν
το μέτωπο μου.
Λίγο πριν εγώ ο γράφων μετρούσα χρώματα στο νησάκι
που είναι στη μέση της μικρής θάλασσας
έχοντας την ελάχιστη εκκλησιά – το άσπρο –
γκρίζες οι πόρτες οι κλειστές
πράσινο βαθύ μοβ πορτοκαλί
τα λουλουδάκια κίτρινο η φραγκοσυκιά
έντεκα χρώματα μέτρησα.
Τόσοι μείναν οι Μαθητές
ο συνειρμός του αριθμού
με χρώματα βυζαντινά τους έφερε στη φαντασία μου
και αμπελώνες είδα πορφυρούς όπου ο Δωδεκαετής έβγαινε
γελώντας από μυστική χιλιετηρίδα στο αγγιγμένο
κληματόφυλλο.
Οι σύντροφοι πάνε
συγχέονται οι φωνές τους για τον άρχοντα της Ασίνης
μιλούν
χρωματιστά μικρά κομμάτια
του αρχαίου πηλού γυρεύουν.
Εγώ μονάχος απ’ τη γέννηση πλανήθηκα στο μήκος του γιαλού
τα βήματα έσυρα
ετοιμοθάνατος αντίκρυ πάντα στην ομορφιά
πορτοκαλιές
ο χειμώνας
οι καρποί με τις θελήσεις του θεού
το βλέμμα έστρεφα να ωριμάσει στα σημεία
η μέρα τελειώνει
τελειώνει
τα σπλάχνα βαραίνουν η αναπνοή μου αγωνία
γλυκειά του μετέωρου ανθρώπου.
Εκεί σε είδα πάλι με την προσταγή που έλεγε:
Πράξε τ’ αστέρια
όπως το ψάρι σπαρταρά έξω απ’ τη θάλασσα
ζητώντας να γυρίσει καθώς με λέξεις
η ποίηση σπαρταρά να επιστρέψει.
Γιατί απόσπασες ομορφιά του θεού και την οφείλεις.
Μισεί τη μαύρη φυλακή που είναι κλεισμένη
και θέλει τα φτερά της η ορμή του στήθους.

άσμα της πρώτης νοσταλγίας· έλευση
Τη μνήμη γυρίζοντας αγγίζει
την Αθήνα σκληρή στο σώμα μου
σκληρή στην ψυχή μου
η δύναμη μου που τραγουδά με τ’ αστέρια.
Ζυγιάζεται ο νεαρός αετός εκεί πάνω
οι θεϊκοί σπινθήρες τον περιβάλλουν.
Και της ύλης οι δέσμιοι καίγονται:
Των ρούχων αυτός ο βυθισμένος
κερδίζει τα αθάνατα
δεν έχει πού να κλίνει το σώμα του
με το δέρμα του σκότους
αυτός λοιπόν του ελληνικού λάμποντας
εφήβου λαού την τραχύτητα;
Ουαί φωνή των πιθήκων
έρχομαι απ’ τους κόλπους του Αβραάμ
η καταγωγή μου τα νέφη.
Και πάλι άνοιξαν απάνω οι ουρανοί
στα υπερώα του κόσμου
η αρχαία φωνή που σας παραλύει –
Αυτός είναι που ευδόκησα
και σημείο σας έδωσα τα χέρια του.
Αθήνα σκληρή στο σώμα μου σκληρή στην ψυχή μου.

Του αδειασμένου τώρα θάνατου τις εισπράξεις ο θεός έλαβε
και την εαρινή Ασίνη πλημμυρίζει το αγκάθι του Χριστού
το σφάλαχτρο η ερωτική μολόχα τα σχοίνα
ελιές άγριες απάνω στην άσημη ακρόπολη νεαρές
ελπίζουν βαθιά και τις βλέπω γυρίζοντας απ’ τ’ ακρογιάλι
μ’ έναν ψαλμό στο έρμο στήθος...
Ιδού η πύλη των τειχών κατεστραμμένη
μέσ’ απ’ αυτήν ο ήλιος βουλιάζει στη χλόη
δυο τρία μέτρα μόνο βασιλεύει μακριά μου
λάμψη μοναρχική
το χρώμα της
ωσάν το μήλο.
Βαθύς ηττημένος που έχει την καρδιά του σκήπτρο
κοιτάζω τα πόδια μου καθώς προχωρούν.
Αγκάλη ο τόπος κι ο ήλιος οριζόντια λάγνος
εγκαταλείπεται στα πράσινα τραπεζάκια του καφενέ,
Εκεί ζηλεύω το σίδερο κ’ ήθελα τη μοίρα τους
όλη τη σιωπή των αψύχων.
Ένα φαρδύ μεγάφωνο στον τοίχο κρεμασμένο
ανοίγει λάκκους μέσ’ στα νεύρα:
«Όλα είναι ένα ψέμα
μια ανάσα μια πνοή
σα λουλούδι κάποιο χέρι
θα μας κόψει μιαν αυγή...».
Είναι χρόνια που τραγούδησε
ο έλληνας το μικρό θαλασσάκι
- θεός είχε πάρει τον πηλό της νύχτας
και πλάστηκε ο ποιητής –
την αφή του νεκρού αχαιού δραματίζοντας.

Οι μέριμνες αλλάζουν πάντα στήθος για να κατοικήσουν
όταν αρχίζει η ψυχή
και λιώνουν όλα τα τυφλά σε ηλιακή θερμοκρασία.
Τα σώματα εγείρουν τη φωνή των σπαραγμένων όπως φεύγουν
μέσα στο μαύρο τρένο το ταχύ.
Και λιώνουν όλα τα τυφλά σε ηλιακή θερμοκρασία...
Ποιον βασιλέα ζητούσες απ’ την ερημιά
τι έψαχνες με τα δάχτυλα εδώ
στα ηλιοκαμένα τείχη καλέ γεωργέ;
Σφυρίζει ένας άντρας πέρα στις πορτοκαλιές απαντά
η βορινή και της γυναίκας φωνή των στεναγμών.
Ανοιγμένη στα χώματα εκείνη
δέχεται το πορτοκαλάνθι που πέφτει στην τύχη
έχοντας όπου φυτρώνουν τα νεαρά
κι όμως αδειασμένα σκέλη πηγή θανάτου
το δύσοσμο αίμα που σκλαβώθη ανάμεσα
και μαρμαρυγής
ιδέα χορεύει με τον ήλιο πάνω στα στήθη της.
Κάθε παιδί που γεννιέται μεγαλώνει το θάνατο
μα η ώρα με τα δέντρα ώς το τριζόνι αγκαλιασμένη
όταν ο κύρης θέλει τους πόθους
του κορμιού η λαμπηδόνα πλημμυρά τα μάτια
οι σπόνδυλοι ωθούν τα ρίγη προς τα κάτω
και πλησιάζοντας ο θαλερός
βγάζει το κεφαλοπάνι της γυναίκας του...
Φύσηξε άνεμος.
Εχθρός και φίλος η βροχή
πισθάγκωνα είμαστε δεμένοι στη φλόγα
κακός ο ήλιος γίνεται καιροί αναπάντεχοι τα ζώα
ολάκερη σοδειά κρέμεται στο πεπρωμένο/
Η Ασίνη
η Τροία
να η ζωή
γλυκύτατη
ακούγεται απ’ τα δέντρα με βλαστήμιες.
Ολούθε ο φόνος λαμποκοπά και χαίρει
στα ήρεμα φύλλα γίνεται φθινόπωρο
μεταμορφώνεται σε όργανο αιχμηρό.
Πανταχού ο θεός με τους θαμπούς εσπερινούς
αυτά τα γραΐδια του Παράδεισου
που πηγαίνουν στην εκκλησία συλλογισμένα και
τον ήχο της καμπάνας ακολουθώντας.
Ο που σταυροκοπήθηκε για μια στιγμή
δε χάθηκε στον αιώνα.
Τρέχει παντού ο θεός
από χέρια ορθόδοξα στον τοίχο γραμμένος
νέος παιδίον Αττική
σταυρίς
υπεράνω των ασιναίων υψωμάτων η μοίρα μου
τ’ Ανάπλι.

ειρμός
Το χάρισμα δεν το πόθησα ο ουράνιος έλαμψε βαθιά
ερειπώνοντας τον κόσμο του σώματος
όταν η δύση του ηλίου με κρατούσε απ’ τα χέρια
στο παιδικό Ανάπλι τρυφερό σαν χορτάρι.
Μυθική της νεφέλης αρχαιότητα
η καλή Άνοιξη δε θα ξανάρθει στα χρυσά προσωπεία
κι ο ταξιδιώτης είναι μόνος.

Καπνίζω αυτάρκης ενώ το βλέμμα χρησιμεύει
σαν αφή για ν’ αγγίζω τη λύρα.
Οι σύντροφοι σιωπηλοί
έρχονται από διάφορα σημεία
το δειλινό φέρνουν στα χείλη και το πίνουν
μου δείχνουν τα ευρήματά τους αφήνοντας ένα γέλιο
με τα δάχτυλα σ’ αυτό το θάμνο
ενθύμιο του ανθρώπου στην αφθαρσία των ήχων...
Βρήκα τα χρόνια μας εδώ κρυμμένα τους είπα
μέσ’ στη γυμνή καμπάνα του καλοκαιριού
ασβεστωμένες είναι δυο κολόνες που την υψώνουν ώς την καρδιά
να κυματίζει το χρυσάφι του ώριμου σίτου.
Και φίλησα την εικόνα τη σκαφτή
καμωμένη στο φλαμούρι.
Χαίρετε οι ταπεινές
παρουσίες απ’ τα έγκατα του πράγματος
άσπρη ελευθερία των φοβουμένων αληθώς
όπως ο αγρότης ιερέας φορώντας μονάχα το αντερί
φαίνεται πέρα στο δρόμο επιστρέφοντας με το βυθισμένο ήλιο
απάνω στο πουλάρι του όνου φιλέορτος –
έχει τελειώσει τον κάματο της ημέρας μακριά
και το καλυμμαύχι ποτίζει απ’ τον ιδρώτα στο μέτωπο του.
Χαίρεται αναπλιώτικα χώματα έψαλλε η καρδιά μου
κι αν ο κόσμος τούτος χαθεί ανεβαίνουμε στα ύψη.

άσμα της δεύτερης νοσταλγίας· επάνοδος
Λαός ο μιαιφόνος άλλοτε και πάλι
συλλογιέται σήμερα Τον καρπό να σπαράξω.
Άγρια μεσημβρινά ζώα μοιράζουν μηχανές
ανακινείται ο βόρβορος
μ’ απελπισμένα γρανάζια στα σωθικά τους:
Βαραββάν Βαραββάν –
αυτός είναι ο ήχος άλλοτε και πάλι.
Να σφάξουμε τον αμνό κράζουν μέσ’ στην Αττική τα ένστικτα
είθε να βλέπαμε τα θρύψαλλα του ευγενούς.
Η αγέλη τρέχει
το ιερό χώμα
με χτυπήματ’ αναρίθμητα ταράσσοντας.
Όταν θ’ αναληφθώ θαλάσσιος απ’ την αιθρία
βάρβαρα ζώα συλλογιούνται τον καρπό
και τ’ ανθρώπινο στήθος προδίδουν.

Ξανθές είναι οι γυναίκες που τραγουδούν
με μια βαθειά συγκίνηση φθινόπωρου
«όλα είναι ένα ψέμα» κ’ η φράση μυρίζει
μέσα στην ψυχή
βερνίκι για ποδήματα
ώσπου ο Αλέξαντρος φωνάζει πως αναχωρούμε.
Μικρά χιλιόμετρα λοιπόν αποστηθισμένα
ώς την πατρίδα ξετυλίγονται
και ιδού το δειλινό των υδάτων
υψώνει φλόγες οδυνηρές
ανεβαίνουν απ’ τα νερά και πλατύνονται
οι ανταύγειες ολόγυρα σαν μεγαλοφυΐα.
Ο δρόμος είναι μοβ απ’ το ηλιοβασίλεμα
όμως εγώ απ’ το κάστρο δεν επέστρεψα της Αρχαίας Ασίνης
έχω σταθεί εκεί άυλος να βλέπω
το παλιό μοναστήρι της Κοιμήσεως
εμπρός ολοφυρόμενο
μέσ’ στου καιρού τη φιλότητα
την ταπεινή καμπάνα που βρίσκετ’ ανάμεσα στην πύλη
των τειχών και στις βρόμικες φωνές του καφενέ.
Με αγγίζει ένας άγγελος
τόσον σκοτεινός
όπως ο κάκτος του βραδινού χειμώνα
ώσπου το αίμα
μου θυμίζει – νερό κερί ρετσίνι των πεύκων.
Όλη τη μοίρα δείχνει το σβησμένο κάρβουνο
και με τα χέρια μαυρισμένα
πιάνοντας το λαμπερό ποτήρι
στην αίθουσα του «Αμφιτρύονα» της πόλεως
τι ωραίος που είναι, σκέφτομαι, ο πάγος μέσα στο κονιάκ...
Τη νύχτα ο ύπνος γέμισε γοργά το κεφάλι μου.

28 Σεπτεμβρίου 2017

Άνω Τούμπα [Ντέμης Κωνσταντινίδης]


Άνω Τούμπα

Κάθε χρόνο
με κλάδο ελαίας
γαλάζια κορδέλα
και ποδήρη χιτώνα
την έντυναν Ελλάδα.
Βλοσυρές φάτσες
σημαιούλες χιαστί
λόγοι επετειακοί 
κάδρα ηρώων του ‘21.
Ο πατέρας της
σχολικός επίτροπος
και ταγματασφαλίτης.

27 Σεπτεμβρίου 2017

Ερωτηματικά - ΧΧΧΙV


στη ράχη Καπή
και στη Δρέσδη οι κάλπες
για αίμα διψούν;
(26.09.2017)

26 Σεπτεμβρίου 2017

Μονεμβάσια [Απόστολος Θηβαίος]

Μονεμβάσια.

Δεν έχω κανέναν για να του γράψω. Τις λεπτομέρειες για το καλοκαίρι, τις φωτογραφίες απ΄ τη Μονεμβασιά, τις υδατογραφίες σου, όλα τα κρατώ για μένα Η καρδιά μου γερνά όπως το δέντρο και τ΄ αστέρι. Γεμίζω αδιάκοπα μπουκάλια μ΄ απελπισμένα σημειώματα. Δίχως στοπ, μπροστά από ένα χαλασμένο ασύρματο, όπως φθαρμένη τοιχογραφία, εγώ, έξω απ΄ τα ρεύματα, σαν ένα δυνατό και ολοζώντανο σύννεφο από πουλιά και από πιθανότητες στην άκρη του βράχου, στην κόψη του ποιήματος. Ο χρυσός δρόμος φθάνει ως το σύνορο. Στις μάντρες του καιρού διαγράφονται όλες οι μυστικές ταυτότητες και οι καιροί. 
Αγαπημένη μου, κορίτσι της πέτρας και του ερειπωμένου θρόνου, με το σπασμένο πρόσωπο, τρεις χιλιάδες χρόνια, παραδομένη στην ολέθρια παραβολή. 
Δεν έχω κανέναν τρόπο πια για να σου γράψω. Μια αρρώστια της ψυχής και της φαντασίας, μια συνοδεία από εμβληματικά έγχορδα, μια φιλοδοξία αγγελική που κάνει όλα τα πρόσωπα ν΄ αγαπιώνται με δυναστεύει. 
Φθάσε λοιπόν μέσα απ΄ τα χαρακώματα του καιρού μ΄ ένα απροσμέτρητο, ειδικό βάρος, συνθλίβοντας κάτω απ΄ τα βήματά σου το κάστρο μ΄ όλες ανεξαιρέτως τις ξεχασμένες ντάπιες και τις σκηνές του φανταστικού.
Δεν έχω πια τρόπο. Όλα ταξιδεύουν κοντά σου και το παλιό ατελιέ λάμπει, λάμπει μες στους φωτισμούς με τις προτομές του και τα αρχαία φετίχ για μια τελευταία παράσταση. Στα πόδια μου χιτώνες απ΄ άδεια σώματα που τράβηξαν ίσια προς τον ύπνο. Ελαστικά, ανοιχτά παράθυρο στους ανέμους, σίδερα, στίχοι, απρόοπτες ρωγμές του παράξενου. Κούκλες ζαχαρένιες. 
















(φωτογραφία: Γιώργος Πρίμπας από την Άνω Πόλη της Μονεμβασιάς)

25 Σεπτεμβρίου 2017

24 Σεπτεμβρίου 2017

Αριάδνη Πορφυρίου - Καρφί





















Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το εκατοστό ογδοηκοστό πέμπτο βιβλίο της σειράς "εν καινώ" των 24Γραμμάτων, την ποιητική συλλογή με τίτλο: "Καρφί" της Αριάδνης Πορφυρίου.

----------------------------------------------------------------------

ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΣΤΟ ΕΝΕΧΥΡΟΔΑΝΕΙΣΤΗΡΙΟ


“Don’t cling so hard to your possessions
For you have nothing if you have no rights”

Ναι, εκεί τα περάσαμε, σύντροφε.
Δεν με πείραξε, όμως, τ ‘ακούς;
Δεν με πείραξε.
Ελαφρώσαμε κάπως
(ίσως και από τις μνήμες).
Θα τα διαβάσουμε όλα με κλειστά μάτια.
Μόνο που, να, σκεφτόμουν
Ασύλληπτη η βουή της τηλεόρασης (όλα ιδανικά).
Μαχαίρι, μαχαίρι – μα είναι;
Στο κάτω κάτω
Τώρα προσεγγίζει η ιδεολογία την τάξη
Αναμφιβόλως. 




ΑΓΩΝΑΣ


Je suis une femme qui se bat
Mais tu m’ aimerais pour ça

Οι τοίχοι με έχουν συνθλίψει
Μείναν τα μάρμαρα και τα κείμενα
Στοχάζομαι
Θλίψη
Κραυγές
Ασύμβατες εικόνες.
Κάτι φταίει
Πήγε λάθος (;)
‘Η ίσως εγώ το έκανα.
“Σύνελθε ”
Όχι, ποτέ
Μόνον μπροστά
Εκεί με έταξαν.
Μιλώ μόνο με πεθαμένους
Αυτοί με σμίλεψαν.
Μονόδρομος.

(Πατέρα,  με ακούς; )



ΛΑΞΕΜΕΝΗ ΠΕΤΡΑ

Γιατί να μην αγαπηθούμε πάνω σε μια πέτρα
Αρχαία, λαξεμένη;
Οι σπασμοί των προσώπων μας θα ταίριαζαν
Στα κύματα του χρόνου της. 
Δεν ξέρω.
Σκέψου όμως τη Σελήνη
Να αχνοφέγγει και να σιωπά
Πάνω απ΄ τη λαξεμένη πέτρα της αγάπης,
- στοιχείο αρχέγονο-
Μα και κατόπιν
Που θα’ χουμε επιστρέψει
Στη μάνα Γη.





ΑΣΒΕΣΤΟΣ ΓΕΛΩΣ


«ἄσβεστος δ’ἄρ’ ἐνῶρτο γέλως μακάρεσσι θεοῖσιν»

«Είμαστε σαν αδέλφια». 
Βαθιά κουβέντα, αντρίκεια.
Τη θυμόσουν, άραγε,
Τη στιγμή που ό,τι υπήρχε το εκφύλιζες;
Κι όμως
Ηρωισμούς ποτέ δε ζήτησα.
Τους βρήκα πάντα μες στις λέξεις
Τους έψαυσα στους κίονες
Στις λαξεμένες πέτρες
Στη διύλιση του φωτός
Στη λάμψη της φωτιάς.
Κουρέλια αρχαίου πολιτισμού.
Ικμάδα.
Όραμα.
Πού πήγαν όλ’ αυτά, πες μου.
«Ο Επιστήμων»
«Ο Δάσκαλος»
«Ο κασίγνητος»
Έρεβος.
Σκουλήκι!
ΣΚΟΥΛΗΚΙ!
Δε θα πω τι μου χρώσταγες.
Ό,τι έγινες δεν με ένοιαξε.
Δεν με αφορούν τα επίγεια.
Θα τραγουδήσω μόνο
Το σαρκαστικό γέλιο των θεών
Όταν σε βλέπουν απ’ τον Όλυμπο
Να ξεπουλάς ό,τι πρέσβευες
Και να εξαργυρώνεις.

23 Σεπτεμβρίου 2017

Το «Τίποτα» και το «Όλα» [Γιάννης Καλιόρης]

Το «Τίποτα» και το «Όλα».

(πρόκειται για το τελευταίο κεφάλαιο του άρθρου «Ο αντίλογος ως συ-ζήτηση» του Γιάννη Καλιόρη, στα πλαίσια της συνομιλίας του, μέσω κειμένων, με τους Φώτη Τερζάκη, Κώστα Λιβιεράτο και Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο, το οποίο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «σημειώσεις», τεύχος 83, Απρίλιος 2017, εκδ. Έρασμος) 

Επιδιώκοντας την ανατροπή του καπιταλισμού εν ονόματι ενός ιδεόπλαστα υψηλόπνοου σκοπού, που δεν είναι καν διευκρινισμένος ομόγνωμα στο εσωτερικό της πολυτασικής αντιεξουσιαστικής συνομοταξίας, η τάση των φορέων, εκτός από κάποιες γενικές αφηρημένες αρχές υψηλής τάσεως, χαμηλής ευκρίνειας και μηδενικής ορατότητος, συγκλίνει σ’ έναν σαρωτικό αρνητισμό εφ’ όλης σχεδόν της ύλης, με πράξεις αντικοινωνικές, βίαιες και καταστροφικές, που φιλοδοξούν να πλήξουν το Σύστημα κλπ., αλλά στην πραγματικότητα επιδεινώνουν ακόμα πιο πολύ την κοινωνική ζωή στην καθημερινότητά της, επιδιώκοντας μεταξύ άλλων να την απορρυθμίσουν στο εδραίο της consensus, χωρίς ούτε να μπορούν αλλ’ ούτε και να ενδιαφέρονται για προεκτάσεις και συνέπειες, για ένα οποιοδήποτε μετά: δεν πρόκειται καν για τακτικισμό που ήδη προϋποθέτει το στρατηγικό βάθος ενός terminus ad quem, αλλά για σκόρπιες κι ασυνάρτητες τακτικές κινήσεις, εξαντλούμενες αυταξιωτικά στην καταστροφική αποτελεσματικότητα της στιγμής, χωρίς καμιάν έμπρακτη θετικότητα και προοπτική. Κι εκείνο που τελικά επιδιώκουν είναι να πλήξουν γενικά την έννοια της Auctoritas, μιας οποιασδήποτε υπερκειμένης Αρχής, μιας Αυθεντίας, ενός συναπτικού Υπερεγώ ως βασικής προϋποθέσεως για τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή της συντεταγμένης εν κοινωνία ζωής, ωθώντας σέ καταστάσεις χαοτικές όπου τίποτα δεν πρέπει πλέον να λειτουργεί κανονικά, δηλαδή με κανόνες, και όπου όλα θα επιτρέπονται, νομιμοποιώντας την ασυδοσία της ατομικής παραβατικότητος στο πλαίσιο μιας συλλογικά πλέον οργανωμένης ά-νομίας που - με άλλοθι μιαν ανεύρετη Επανάσταση -, θα αποδιοργανώσει όλη την κοινωνία, εκμηδενίζοντας τις πιο στοιχειώδεις προϋποθέσεις της με ιδιο-νομία, αυτοδικία, αυτογνώμονα αφαίρεση και «επιστροφή στην ομορφιά των άγριων ενστίκτων» της προ-πολιτισμικής εποχής: «Πιστεύω στην επαναστατική αυτοδικία και στην προσπάθεια τού κάθε ανθρώπου να λύσει μόνος του τούς λογαριασμούς του μακριά από τη διαμεσολάβηση των μπάτσων, των δικαστών, των νόμων, των φυλακών, της επιστημονικά μελετημένης καταστολής, της τεχνοκρατικής ασχήμιας πού λερώνει την ομορφιά των άγριων ενστίκτων της ελεύθερης βούλησης» (Ν. Ρωμανός: Ρέκβιεμ και απολογία - συντάκτις Άννα Ψαρά). Και δεν είναι το μόνο δείγμα ενός «μετα-αριστερίστικου» αναρχισμού. Πλήθος άλλων βλέπουν καθημερινά το φως από αντίστοιχους φορείς: «Σε τροχιά σύγκρουσης», «Ιστοσελίδα parabellum» {«Εγχείρημα αντιπληροφόρησης του διάχυτου μηδενισμού και της Νέας Αρχής») και η διάδοχή της Inter Arma, όπου και τα μανιφέστα της «Μαύρης Αναρχίας», της «Συνωμοσίας των Πυρήνων της Φωτιάς F.A.I./FIRE» που με πεποίθηση γρανιτένια αλλά και δύναμη συγγραφική όσο και ποιητική διάθεση, καλούν «να γίνουμε μια χαοτική μεταβλητή... και με τις ένοπλες επιθέσεις, τις εκτελέσεις, τις βόμβες, τις φωτιές, τα σαμποτάζ να εξαπλώσουμε την αταξία και να βραχυκυκλώσουμε το σύστημα», ενώ ταυτόχρονα ομολογούν ότι «δεν ξέρουμε πώς θα «λειτουργήσει» ένα απελευθερωμένο αύριο. Γι’ αυτό ακριβώς θα είναι απελευθερωμένο, γιατί δεν θα έχει οδηγίες χρήσης» (1.8.15).

Η πτήση προς το σωτηριολογικό ιδανικό ενός υπερμείζονος μέλλοντος (που όσες φορές επιχειρήθηκε η πραγμάτωσή του χρειάστηκε να «εκκαθαριστούν» κάμποσα εκατομμύρια ανθρώπινων εμποδίων για να αποδειχθεί τελικά πως είναι όντως υπερμέγεθες), δίνει το δικαίωμα στον πράττοντα να απαξιώνει ολοκληρωτικά το συγκριτικά έλασσον τού παρόντος, ήτοι κάθε θετικό ιστορικό κεκτημένο, ακολουθώντας την αρχή πως δεν αξίζει τίποτα απ’ αυτό που ζούμε εδώ και τώρα. Όμως, το ενθαδικό νυν, το «τίποτα», έχει κι αυτό τα δικαιώματα του όχι απλώς σαν μεταβατικότητα προς το «όλα», αλλά και ως εμμένεια νοήματος και σκοπού στο εστιακό έδαφος της «μικρής ιστορίας» όπου παίζεται πριν απ’ όλα η ζωή μας εν όλω και στα καθέκαστά της. Κι όπως γράφω και στο βιβλίο, η μακροσκοπική αφήγηση της Μεγάλης Ιστορίας δεν πρέπει να παραγκωνίζει τον βραχύ χρόνο της «μικρής», την ενεστωτική και ενθαδική ανάγκη για ζωή των ατομικών υπάρξεων της κάθε γενιάς, που δεν ζουν υπό το πρίσμα της αιωνιότητος αλλά πρωτίστως ελπίζουν και πράττουν στο πλαίσιο της δικής τους διάρκειας, βιώνοντας ό,τι αξιακό κεκτημένο έχει αποταμιευτεί. Γιατί οι άνθρωποι δεν μπορούν να τρέφονται μονάχα με άρνηση, έχουν ανάγκη κι από θετικότητα που να δίνει κάποιο νόημα ζωτικό στις στιγμές της υπό προθεσμίαν ζωής τους. Έτσι, μπορεί η πολυεπίπεδη σημερινή κρίση να πλήττει θεσμούς και αξίες και να διαψεύδει τις μεταπολεμικές προταγματικές επαγγελίες για διάρκεια σταθερή, και το όλον οικοδόμημα να βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης υπερφαλαγγιζόμενο από την «επανάσταση των αγορών» και τα αδιέξοδα τής παγκοσμιοποίησης, ωστόσο ανθίστανται και παραμένουν ορισμένες βασικές οργανικές θετικότητες, αρχές δικαίου και θεσμοί πολιτειακοί, ελευθερίες πολιτικές και δικαιώματα ατομικά και συλλογικά, πολύτιμα αξιακά, κατόπιν σκληρών αγώνων, κεκτημένα, που αφ’ ενός παρέχουν ζωτικές δυνατότητες ανάσας και ζωής, αφ’ ετέρου αποτελούν βατήρες για αγώνες κοινωνικούς μιας κοινωνίας πολιτών, που διεκδικεί και αντιστέκεται απέναντι στον παραλογισμό τού οικονομικού συστήματος και τις αυταρχικές τάσεις του βαθέος κράτους, και φυσικά επαγρυπνεί και υπερασπίζεται αυτά τα αγαθά, που δεν τα εκτιμούμε ενόσω τα κατέχουμε ως αυτονόητα. Και μόνον όταν χάνονται ή κινδυνεύουν συνειδητοποιούμε την ανεκτίμητη αξία τους. Μέχρι τότε, εν ονόματι της ιδέας του απόλυτου απαξιώνουμε και το ήδη κεκτημένο πολύτιμο σχετικό.

22 Σεπτεμβρίου 2017

Οι δύο όψεις της Μεταδημοκρατίας [συντακτική ομάδα περιοδικού «σημειώσεις»]

Οι δύο όψεις της Μεταδημοκρατίας.

Μετά τα αποτελέσματα των αμερικανικών εκλογών η ιριδίζουσα φούσκα των ψευδών αντιθέσεων κατέλαβε, ακόμη μία φορά, τον χώρο των πραγματικών, αναπαράγοντας φαντασμαγορικά το  
ί δ ι ο  ω ς  ν έ ο. εκείνοι που εξακολουθούν να εκπλήσσοντααι θλιβόμενοι ή να θλίβονται εκπλησσόμενοι από την αναφαινόμενη μετάβαση των δυτικών δημοκρατιών προς μια νεόκοπη μορφή ολοκληρωτισμού είναι εκείνοι ακριβώς που η ίδια η ύπαρξή τους – η λειτουργία τους, η σκέψη τους, η πολιτική τους – συμβάλλει αποφασιστικά σ’ αυτή την εφιαλτική πολιτισμική μετάλλαξη.

Οι διαχειριστές, εκπρόσωποι και υπέρμαχοι του παγκόσμιου «δημοκρατικού τόξου», ερμηνεύοντας τον εκλογικό θρίαμβο του τηλεοπτικού αρλεκίνου τους στην Αμερική, μιλούν για «υπερίσχυση του συναισθήματος επί της λογικής», του («ανεύθυνου») θυμικού επί του («υπεύθυνου») λογιστικού, χωρίς να διανοούνται το μέγεθος της ύβρεως τους προς τους χαμένους της παγκοσμιοποίησης που τους τσουβαλιάζουν πολύ βολικά στην «αντισυστημική» εφεδρεία του συστήματος τους – ενώ οι ίδιοι βέβαια κρατάνε για τον εαυτό τους τον χολλυγουντιανά φωτογενή ρόλο του «δημοκράτη».

Αυτή η επικερδής εθελοτυφλούσα ελίτ δεν θα μπορούσε να φτάσει σε διαφορετικά συμπεράσματα και σε διαφορετικούς ισχυρισμούς από αυτούς που συνήθως προέβαλλε, θέλοντας να παγιδεύσει και να ακινητοποιήσει τη σκέψη μας ανάμεσα στα δύο «άκρα» ή, εντελώς πρόσφατα, ανάμεσα στη συστημική Σκύλλα του ολοκληρωτικού οικονομισμού και την «αντισυστημική» Χάρυβδη του εθνολαϊκιστικού ολοκληρωτισμού.

Το «απροσδόκητο» αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών δεν φάνηκε να ραγίζει τη «δημοκρατική» αυταρέσκεια ενός συστήματος το οποίο είχε φροντίσει προηγουμένως – τορπιλίζοντας την υποψηφιότητα του μη αρεστού Σάντερς – να αποκλείσει κάθε άλλη εναλλακτική: τα εξαθλιωμένα θύματα του είχαν να διαλέξουν ανάμεσα στο αύθαδες και ασύστολα προκλητικό πρόσωπο της ελίτ και στο «αρνητικό» της. Και διάλεξαν τον γνωστό εκείνο μεταμοντέρνο «αρχαϊσμό» που σταδιοδρομεί και στη χώρα μας και στην Ευρώπη υπό ποικίλες μορφές ενός εργαλειοποιημένου «αντισυστημικού» φολκλόρ.

Αν θέλαμε να περιγράψουμε με άλλους όρους αυτό που συμβαίνει στους κειρούς μας – μια εικόνα χάους και διάλυσης – θα κάναμε λόγο για έναν βαθύτερο μηδενισμό, έναν εκφυλιστικό  ι δ ι ω τ ι σ μ ό  που εκρέει από τα σπλάχνα της «Προόδου» ως προδοσία και διάψευση της ουμανιστικής επαγγελίας της. Ούτως ή άλλως, γνήσιο είτε νόθο τέκνο του Διαφωτισμού, η «Πρόοδος» αυτή, ως μια διαδικασία άνευ άλλου αξιακού κριτηρίου πλην της οικονομικής αποτελεσματικότητας, κατέληξε στον σημερινό ηθικό μηδενισμό του αέναου άκοπου κέρδους και της σκόπιμης «δημιουργικής καταστροφής»: η «Πρόοδος» σημαίνει πλέον γεωμετρικό πρόοδο της ανισότητας και της δυστυχίας.

Οι κερδισμένοι αυτού του συστήματος είναι φυσικό και λογικό να το υπερασπίζονται επαναλαμβάνοντας το διάσημο ευφυολόγημα του Τσόρτσιλ (: «Η αστική δημοκρατία είναι το χειρότερο πολίτευμα, αν εξαιρέσουμε όλα τα υπόλοιπα») διασκευασμένο στον τρέχοντα κυνικό ισχυρισμό: «There Is no Alternative».

Δεν υπάρχει, όντως, άλλος δρόμος. Ο ισχυρισμός αυτός παραμένει, αλλοίμονο, ακλόνητος αφού η αδικία στην οποία στηρίζεται μπορεί να διατηρεί την όψη του αναγκαίου και αυτονόητου. Γι’ αυτό καλύτερα ας μη μιλάμε πια για Δημοκρατία.    

Απρίλιος 2017.

Από το περιοδικό «σημειώσεις», τεύχος 83, Απρίλιος 2017, εκδ. Έρασμος.            



20 Σεπτεμβρίου 2017

[Στην Ακρόπολη της Αρχαίας Ασίνης 16.09.2017]

Ασίνην τε.

Ο αρχαιολογικός χώρο της Ακρόπολης της Αρχαίας Ασίνης και της παρακείμενης Κάτω Πόλης (όπως ονομάστηκε από τους Σουηδούς αρχαιολόγους, οι οποίοι ερευνήσανε το χώρο πριν έναν περίπου αιώνα), βρίσκεται σε ένα λόφο – χερσόνησο, ένα περίπου χιλιόμετρο ανατολικά του παραθαλάσσιου οικισμού της Αργολίδας Τολό. Οι περισσότεροι εκτιμώ ότι τον πληροφορηθήκαμε εξ αφορμής του κορυφαίου ποιήματος του Γιώργου Σεφέρη: ο Βασιλιάς της Ασίνης. Ενός πεσιμιστικού ποιήματος – αναλογισμού του Σεφέρη πάνω στο εφήμερο της ανθρώπινης ζωής και το φόβο (ή τη διαπίστωση ίσως) πως, μετά την επέλευση του θανάτου, δεν απομένει τίποτα από τις πράξεις, τα έργα, τις σκέψεις και τα συναισθήματα του ανθρώπου, το οποίο έγραψε επηρεασμένος από την επίσκεψή του στο χώρο, όπως ήταν τότε, το καλοκαίρι του 1938.
Ο αρχαιολογικός χώρος, τον οποίο επισκεφτήκαμε το πρωινό της 16ης Σεπτέμβρη 2017, είναι εξαιρετικά προσεγμένος και ανταμείβει τον επισκέπτη του. Διαφέρει σίγουρα από το χώρο που περπάτησε ο Γιώργος Σεφέρης αφού τότε
αφενός δεν υπήρχανε ούτε τα, διακριτικά ως προς την παρουσία τους αλλά με εξαιρετικό υλικό, κτίρια της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας ούτε ο πεζόδρομος, που περνάει από τα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος προσβάσιμα σημεία και επίσης διατρέχει περιμετρικά το λόφο ανταμείβοντας σε και με την υπέροχη θέα προς τον αργολικό κόλπο
αφετέρου δεν είχε αφήσει το στίγμα του ο φασίστας κατακτητής, ο οποίος, την περίοδο 41-44, για να κατασκευάσει πολυβολεία και στρατιωτικές εγκαταστάσεις, πάνω στο λόφο, κατέστρεψε ανεπανόρθωτα μέρος των αρχαιοτήτων (σ.σ. κάτι που αποτελεί σταθερή πρακτική των κάθε είδους φασιστών). Αρχαιοτήτων που, στα λίγες δεκάδες στρέμματά του λόφου, καλύπτουν μια περίοδο 5.500 χρόνων ιστορίας.
Οι φωτογραφίες, από το εσωτερικό του αρχαιολογικού χώρου, που ακολουθούνε, τραβηχτήκανε από το μονοπάτι για τους επισκέπτες κατά μήκος της προτεινόμενης πορείας και είναι ένα πολύ μικρό δείγμα των εικόνων που θα αποκομίσει ο επισκέπτης. Οι όποιες από το εξωτερικό μέρος αφορούν την οχύρωση και, πλην της πρώτης και της τρίτης, που προέρχονται από το βόρειο και βορειοδυτικό μέρος του λόφου, προστεθήκανε με αυτές, από το εσωτερικό του αρχαιολογικού χώρου, από το αντίστοιχο σημείο των σωζόμενων μερών της οχύρωσης, το οποίο βρίσκεται στο ανατολικό και βορειοανατολικό μέρος του λόφου. Τα κείμενα που ακολουθούν, από τις κατατοπιστικές πινακίδες.

Σημειώσεις;
1. στην Ιλιάδα υπάρχει μία και μόνη αναφορά του Ομήρου στην Ασίνη, στον 560ο στίχο της Β’ Ραψωδίας της Ιλιάδας, η οποία (Β’ Ραψωδία) περιλαμβάνει κατάλογο των πλοίων τα οποία προσφέρανε οι φιλικές στις Μυκήνες πόλεις για την εκστρατεία στην Τροία. Κατάλογος η γνησιότητα του οποίου, ως προς τον συγγραφέα, αμφισβητείται. 
2. συντομογραφίες: (δεξ): δεξαμενή - (πολ): πολυβολείο - (πιεστ): - (πιεστήριο): - (πηγ): πηγάδι.



















Η αρχαία Ασίνη

Η αρχαία Ασίνη ήταν κτισμένη στην κορυφή και τις πλαγιές βραχώδους χερσονήσου, μήκους 330 μ., πλάτους 150 μ. και ύψους 52 μ, Ο λόφος, γνωστός στους ντόπιους ως Καστράκι ή Παλιόκαστρο, βρίσκεται στα νότια του σύγχρονου χωριού με το όνομα Ασίνη και απέχει 10 χλμ. Νοτιοανατολικά της πόλης του Ναυπλίου και 1 χλμ. ανατολικά του παραθεριστικού οικισμού του Τολού. Τα στρατηγικά πλεονεκτήματα της θέσης, σε συνδυασμό με την παρουσία φυσικού, απάνεμου λιμένα, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξή της ανά τους αιώνες. Η πόλη μνημονεύεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο στον «κατάλογο νηών», τον κατάλογο των πόλεων που συμμετείχαν με πλοία στην τρωική εκστρατεία, ως μέρος της αργολικής αποστολής υπό την αρχηγία του αργείου βασιλιά Διομήδη.

Τη δεκαετία του 1920, Σουηδοί αρχαιολόγοι πραγματοποίησαν τέσσερεις αποστολές στην αρχαία Ασίνη, κατά τις οποίες έγιναν εκτεταμένες ανασκαφές στην κορυφή της χερσονήσου (ακρόπολη), τη βορειοδυτική πλαγιά της (Κάτω Πόλη) και στον απέναντι προς τα βορειοδυτικά λόφο (Μπαρμπούνα). Ευρήματα από τις παλιές και νεώτερες ανασκαφές εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου.

Τα ανασκαφικά δεδομένα τοποθετούν την εμφάνιση των πρώτων κατοίκων στο Καστράκι κατά την Πρωτοελλαδική περίοδο, την 3η χιλιετία π.Χ. Στη Μεσοελλαδική περίοδο ο οικισμός που αναπτύσσεται στην Κάτω Πόλη είναι πυκνός, καταλαμβάνοντας στο τέλος της περιόδου και τμήμα του απέναντι λόφου. Τα ευρήματα από τον οικισμό και το νεκροταφείο θαλαμωτών τάφων της Μυκηναϊκής περιόδου παρουσιάζουν μια ακμαία εγκατάσταση, η άνθηση της οποίας οφείλεται στην ενασχόληση των κατοίκων με το διαμετακομιστικό εμπόριο μεταξύ των ανακτόρων της Αργολίδας και των κέντρων πέρα από το Αιγαίο. Η κατοίκηση στην περιοχή συνεχίστηκε σχεδόν αδιάλειπτα έως και το 700 π.Χ., όταν σύμφωνα με τον Παυσανία, ο οικισμός καταστράφηκε από το γειτονικό Άργος και οι κάτοικοί του μετακινήθηκαν στη Μεσσηνία. Από το τέλος του 4ου αιώνα π.Χ., η Ασίνη ακμάζει ξανά και ενισχύεται με ισχυρά τείχη, τα οποία χτίστηκαν πιθανότατα από τους Μακεδόνες του Δημητρίου του Πολιορκητή. Ο οικισμός της Κάτω Πόλης της ύστερης αρχαιότητας, στο τέλος του 4ου - αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ., περιελάμβανε το μικρό λουτρό που διατηρείται σήμερα στα δυτικά της εκκλησίας της. 

Στους Βυζαντινούς χρόνους, επισκευάζεται το ελληνιστικό τείχος ενώ στα τέλη του 17ου αιώνα μ.Χ., την περίοδο της Β' Ενετοκρατίας, η χερσόνησος μετατρέπεται σε ενετικό φρούριο. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η περιοχή καταλήφθηκε από τα ιταλικά στρατεύματα, τα οποία χρησιμοποίησαν οικοδομικό υλικό από τα αρχαία χτίσματα που είχαν αποκαλυφθεί μερικά χρόνια πριν, προκειμένου να οργανώσουν την οχύρωση της ακρόπολης. Αποτέλεσμα της δράσης τους ήταν η καταστροφή μεγάλου μέρους των αρχαιοτήτων, κυρίως στην περιοχή της Κάτω
Πόλης.

Κατά τη διάρκεια του προγράμματος «Ασίνη, Ακρόπολη Αρχαίας Ασίνης: Αναμόρφωση Αρχαιολογικού Χώρου Καστράκι» με προϋπολογισμό 933.000,00 € (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Δυτική Ελλάδα - Πελοπόννησος - Ιόνιοι Νήσοι 2007-2013»), στον αρχαιολογικό χώρο πραγματοποιήθηκαν επεμβάσεις, οι οποίες αφορούσαν τη διαμόρφωση νέας εισόδου και τη χάραξη πορείας περιήγησης στην ακρόπολη και την Κάτω Πόλη, την κατασκευή και οργάνωση χώρων ενημέρωσης και έκθεσης, τη λειτουργία νέου εκδοτηρίου, τη δημιουργία χώρων στάσης και θέασης, τη σύνταξη και τοποθέτηση ενημερωτικών πινακίδων κ.ά.

(πολ)

(πολ)














Η Κάτω Πόλη

Η σχετικά ομαλή βορειοδυτική πλαγιά του λόφου της Ασίνης, η οποία ονομάστηκε από τους Σουηδούς ανασκαφείς Κάτω Πόλη, αποτέλεσε πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη οικισμών και τη χωροθέτηση νεκροταφείων κατά τους προϊστορικούς και ιστορικούς χρόνους, καλύπτοντας μια περίοδο σχεδόν 3.000 χρόνων. 

Μετά την απομάκρυνση μερικών χιλιάδων κυβικών μέτρων χώματος και κάτω από διαδοχικά κατάλοιπα κατοίκησης, ήρθαν στο φως ταφές και θεμέλια αψιδωτών οικιών της Πρωτοελλαδικής περιόδου. Ο επόμενος οικισμός των Μεσοελλαδικών χρόνων είναι ιδιαίτερα εκτεταμένος και καταλαμβάνει τμήμα του απέναντι λόφου, ανταποκρινόμενος στις ανάγκες ενός πληθυσμού 380-500 ατόμων. Οι οικίες, αρχικά απλής κάτοψης και αργότερα, από το 1700 π.Χ., σύνθετης διαρρύθμισης με μικρές αυλές, χωρίζονταν από στενούς διαδρόμους. Από την ίδια περίοδο, διατηρούνται ταφές σε κιβωτιόσχημους τάφους, λάκκους και αγγεία. Ο μυκηναϊκός οικισμός της Κάτω Πόλης ακμάζει κυρίως το 12ο αιώνα π.Χ., στο τέλος δηλαδή της περιόδου. Ανάμεσα στα απλής μορφής σπίτια, ξεχωρίζει η «οικία G», στον τύπο της μεγαροειδούς κατασκευής με κεντρική υπόστυλη αίθουσα και προθάλαμο, λοιπούς βοηθητικούς χώρους και δωμάτια. Στη βορειοανατολική γωνία της αίθουσας υπήρχε ένα λίθινο θρανίο με τελετουργικά αντικείμενα πάνω και γύρω από αυτό, μεταξύ των οποίων και η πήλινη κεφαλή ειδωλίου, γνωστή ως ο «Άρχοντας της Ασίνης», που σήμερα εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου. 

Στους Γεωμετρικούς χρόνους η Κάτω Πόλη χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως νεκροταφείο καθώς για τον οικισμό επιλέχθηκαν οι περιοχές στα ανατολικά της ακρόπολης και στη νοτιοανατολική πλαγιά του λόφου της Μπαρμπούνας. Μετά την ερήμωση της Ασίνης από τους Αργείους, γύρω στο 700 π.Χ., η περιοχή της Κάτω Πόλης φαίνεται πως εγκαταλείπεται και χρησιμοποιείται ξανά για κατοίκηση από το τέλος του 4ου αιώνα π.Χ. και εξής. Τότε χρονολογούνται συγκροτήματα κατοικιών με ενσωματωμένες εργαστηριακές εγκαταστάσεις αγροτικού χαρακτήρα και μια μεγάλη δεξαμενή συλλογής νερού. Γύρω στο 400 μ.Χ., ο οικισμός απέκτησε ένα μικρό λουτρό. 

Η Κάτω Πόλη ανασκάφηκε τη δεκαετία του 1920 από τις σουηδικές αποστολές. Το μεγαλύτερο μέρος των καταλοίπων καταστράφηκε κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

(δεξ)















Η ύδρευση στην Ασίνη.

Η εξασφάλιση επαρκούς ποσότητας νερού για την κάλυψη των αναγκών μιας αρχαίας πόλης αποτελούσε πάντοτε βασικό μέλημα των κατοίκων. Στις περιπτώσεις που μια περιοχή δε βρισκόταν κοντά σε φυσικές πηγές, όπως η Ασίνη, η διάνοιξη πηγαδιών και η κατασκευή δεξαμενών συλλογής και αποθήκευσης νερού ήταν συνήθεις τρόποι αντιμετώπισης του προβλήματος σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Στα Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά χρόνια, όταν η πόλη προστατευόταν με ισχυρό τείχος, κατασκευάστηκαν μεγάλες υδατοδεξαμενές, οι οποίες προμήθευαν τους κατοίκους με νερό για μακρό χρονικά διαστήματα, κατά τη διάρκεια μιας πολιορκίας ή σε περιόδους παρατεταμένης ξηρασίας. Οι ίδιες δεξαμενές δεν αποκλείεται να χρησιμοποιούνταν για την άρδευση καλλιεργειών εσωτερικά των τειχών.

Ιδιαίτερης μορφής και επιμελημένης κατασκευής είναι η μερικώς λαξευμένη στο βράχο ρωμαϊκή δεξαμενή, που βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της Κάτω Πόλης, χωρητικότητας περ. 23 κ.μ. Η δεξαμενή, συνολικού μήκους 9.40 μ. και μέγιστου πλάτους 1.70 μ., αποτελείται από τρεις χώρους. Ο κεντρικός ορθογώνιος θάλαμος, βάθους 5.00 μ., διέθετε στόμιο για τη συλλογή του νερού στην οροφή και λεκάνη καθίζησης για τη συγκέντρωση της ιλύος στο βοτσαλωτό δάπεδο. Η χωρητικότητά του αυξήθηκε με την προσθήκη δύο μικρότερων θαλάμων στις στενές πλευρές, βάθους 1.70 μ. Ένα παχύ στρώμα υδραυλικού κονιάματος εξασφάλιζε τη στεγανότητα των τοιχωμάτων της δεξαμενής. Στην επιφάνεια και σε επαφή με το στόμιο είχε κτιστεί ορθογώνια λεκάνη.

Κατά τη διάρκεια της Ιταλικής Κατοχής, πολλές δεξαμενές χρησιμοποιήθηκαν για την αποθήκευση στρατιωτικού υλικού. Στη δεξαμενή της Κάτω Πόλης ανοίχτηκε δίοδος προς το γειτονικό χαράκωμα, η οποία κατέστρεψε το δυτικό πλευρικό θάλαμο.



(πολ)
(πολ)

















Οι αρχαιότητες στην Αργολίδα κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Απόκρυψη αντικειμένων από το Μουσείο Ναυπλίου

Λίγες ημέρες μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, στις 11 Νοεμβρίου 1940, η Διεύθυνση Αρχαιολογίας του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, διαπιστώνοντας τον κίνδυνο που διέτρεχαν οι αρχαιότητες ανά την επικράτεια, απέστειλε εγκύκλιο στις κατά τόπους Εφορείες Αρχαιοτήτων με τίτλο «Γενικοί τεχνικοί οδηγίαι δια την προστασίαν των αρχαίων των διαφόρων Μουσείων από τους εναέριους κινδύνους».

Στο Ναύπλιο συγκροτήθηκε Επιτροπή Εγκιβωτισμού, η οποία από τις 21 Δεκεμβρίου ανέλαβε τον εγκιβωτισμό των αντικειμένων του Αρχαιολογικού Μουσείου Ναυπλίου σε ξύλινα κιβώτιο και τη μεταφορά τους στο σπήλαιο που βρίσκεται δίπλα από την εκκλησία του Αγ. Ιωάννη. Τα αντικείμενα από χαλκό και ημιπολύτιμους λίθους μεταφέρθηκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ενώ τα χρυσά αντικείμενο από το Μυκηναϊκό νεκροταφείο της Ασίνης αρχικά φυλάχτηκαν στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας Ναυπλίου και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο κεντρικό κατάστημα τηs Τράπεζας της Ελλάδος στην Αθήνα. Το 1947 οι αρχαιότητες αποκαλύφθηκαν ξανά και το Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου επαναλειτούργησε.

Καταστροφές αρχαιοτήτων στην Αργολίδα

Το 1946, το Υπουργείο Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας συνέταξε την έκθεση με τίτλο «Ζημίαι των αρχαιοτήτων εκ του πολέμου και των στρατών κατοχής», όπου περιλαμβάνονταν οι μέχρι τότε καταγεγραμμένες περιπτώσεις ζημιών, καταστροφών, κλοπών, παράνομων ανασκαφών και διαρπαγών αρχαιοτήτων από τα γερμανικά, ιταλικά και βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής. Η έκθεση, παρότι ελλιπής, καθώς όπως αναφέρεται στον πρόλογό της «καθ' εκάστην φθάνουν εις το Υπουργείον ειδήσεις περί ζπμιών, πλείσται δε επαρχίαι ακόμη δεν εξητάσθησαν», είναι ενδεικτική της αντιμετώπισης των αρχαιοτήτων την περίοδο 1940-1944.

Στο Άργος αναφέρεται ότι διενεργήθηκαν εκσκαφικές εργασίες στρατιωτικής φύσης από τους Γερμανούς, κατά τις οποίες βρέθηκαν αρχαιότητες, τμήμα μόνο των οποίων επεστράφη μετά τον πόλεμο. Κλοπή αρχαίων αντικειμένων από τις παλαιότερες ανασκαφές του Volgraff καταγράφηκε στο Μουσείο Άργους από τους Ιταλούς. Στο Ναύπλιο, οι Ιταλοί απομάκρυναν ενετικά κανόνια από τον προμαχώνα «5 αδέλφια» με τη δικαιολογία ότι επρόκειτο για παλιοσίδερα. 

Καταστροφές αρχαίων αναφέρονται από τους Γερμανούς στις Μυκήνες ενώ σοβαρότερη φαίνεται πως ήταν η επέμβασή τους στον αρχαιολογικό χώρο της Τίρυνθας, όπου διάνοιξαν καταφύγια και εγκατέστησαν θέσεις για τηλεβόλο και πυροβόλα χρησιμοποιώντας δυναμίτιδα. Από την Τίρυνθα καταγράφεται ακόμα πως οι Ιταλοί συγκέντρωσαν δύο φορτηγά με λίθους για έργα οδοποιίας. Στη Λάρισα του Αργούς καταστράφηκαν από τους Ιταλούς τμήματα των ανασκαφών του Volgraff καθώς και μέρος των ενετικών τειχών.

Καταστροφή αρχαίων στην Ασίνη

Η μετατροπή του αρχαιολογικού χώρου της Ασίνης σε ιταλικό οχυρό είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή μεγάλου μέρους των αρχαιοτήτων είτε κατά την εκτέλεση των εργασιών κατασκευής των στρατιωτικών εγκαταστάσεων (διάνοιξη τάφρων, κατασκευή αποθηκών, πολυβολείων κ.λπ.) είτε μέσω του προσπορισμού οικοδομικού υλικού από τα αρχαία κατάλοιπα, που είχαν έρθει στο φως μερικά χρόνια νωρίτερα.
Εν μέσω της κατοχής, στις 20 Μαρτίου 1942, ο φύλακας του αρχαιολογικού χώρου Ν. Μπικάκης ενημέρωσε την αρχαιολογική υπηρεσία για τις καταστροφές στο χώρο ενώ ο εφορεύων Χρ. Πέτρου απέστειλε ανάλογο έγγραφο στο Υπουργείο. Σ’ αυτό αναφέρεται και η απάντηση του Διοικητή της Ιταλικής Μεραρχίας, σύμφωνα με την οποία «η κατάστασις είναι τοιούτη ώστε να προέχει η ασφάλεια του στρατού έναντι της οποίας δεν είναι δυνατόν να υπολογιστούν τα αρχαία». Το Υπουργείο με τη σειρά του κοινοποίησε το έγγραφο στον επικεφαλής του Ερυθρού Σταυρού στην Τρίπολη Axel Persson, αρχαιολόγο με ανασκαφική δραστηριότητα στην Ασίνη το προηγούμενα χρόνια, προκειμένου να προβεί σε διαβήματα στις στρατιωτικές αρχές κατοχής.

Η καταγραφή της κατάστασης μετά το τέλος του πολέμου στην έκθεση «Ζημίαι των αρχαιοτήτων εκ του πολέμου και των στρατών κατοχής» είναι χαρακτηριστική: «Τελεία, ριζική και ολοκληρωτική υπήρξεν η καταστροφή της αρχαίας Ασίνης υπό των Ιταλών». Η καταστροφή εξετελέσθηκε από ανώτερους και κατώτερους αξιωματικούς, εκ των οποίων κατονομάζεται ως ιδιαιτέρως υπεύθυνος ο λοχαγός Μπανιολέζι εκ Πίζας.








(πιεστ)






(πηγ)
(πολ)













Η οχύρωση.

Η πίεση της απειλητικής πολιτικής του Άργους, στο τέλος του 8ου αιώνα π.Χ., φαίνεται πως οδήγησε για πρώτη φορά τους κατοίκους της Ασίνης στην οχύρωση της περιοχής. Την περίοδο εκείνη τειχίστηκε βιαστικά ο λόφος της Μπαρμπούνας ενώ κατά μερικούς ερευνητές με πρόχειρο τείχος προστατεύτηκε και η ακρόπολη στην ανατολική πλευρά της, ενέργειες που τελικά δεν ήταν αρκετές για να αποτρέψουν την εισβολή των Αργείων.

Γύρω στο 300 π.Χ., το Καστράκι περιβλήθηκε με ισχυρά τείχη, τα οποία περιελάμβαναν την ακρόπολη και τον οικισμό της Κάτω Πόλης. Ο συνολικός σχεδιασμός τους απηχεί ένα σαφή στρατηγικό προσανατολισμό, με πρωτεύοντες στόχους την ενίσχυση της φυσικής προστασίας που παρείχε η βραχώδης χερσόνησος και τη διαφύλαξη της ζωτικής σημασίας πρόσβασης στη θάλασσα. Η κατασκευή των τειχών έχει συνδεθεί με την παρουσία του Δημήτριου Πολιορκητή, εφευρετικού και φιλόδοξου διεκδικητή του Αιγαίου. Έχουν κτιστεί από τοπικό γκρίζο ασβεστόλιθο κατά το πολυγωνικό σύστημα τοιχοποιίας. Στα σημεία που η πρόσβαση ήταν εύκολη, η οχύρωση ήταν ιδιαίτερα ισχυρή. Αντίθετα, στα δύσβατα νότια και δυτικά τμήματα της χερσονήσου, τα τείχη ήταν χαμηλά ή απλώς έκλειναν κενά μεταξύ των βράχων. 

Η κεντρική είσοδος στην πόλη βρισκόταν στα βορειοανατολικά, όπου το τείχος συναντούσε το φυσικό βράχο. Μια δεύτερη πύλη προς την ακρόπολη, προσβάσιμη μέσω λίθινης κλίμακας, υπήρχε στα ανατολικά. Η οχύρωση ήταν ενισχυμένη με πύργους στις γωνίες του τείχους και στις πύλες ενώ ένας ακόμα είχε κτιστεί στην πλευρά της θάλασσας, προσφέροντας στην πόλη τη μέγιστη δυνατή ασφάλεια. Κατά κανόνα είναι συμπαγείς, τετράγωνοι ή ορθογώνιοι στην κάτοψη, με χαμηλό παραπέτο στην κορυφή. Επιβλητικός παραμένει μέχρι σήμερα ο ύψους 9 μ. ανατολικός πύργος. Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Ενετοί και Ιταλοί επισκεύασαν και ενίσχυσαν τα τείχη της Ασίνης, επιβεβαιώνοντας το στρατηγικό χαρακτήρα της θέσης σε κάθε εποχή.









(δεξ)


(δεξ)













Εγκαταστάσεις πιεστηρίων στην Ασίνη.

Η ενασχόληση των κατοίκων της Ασίνης με αγροτικές εργασίες κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο επιβεβαιώνεται από την ανακάλυψη εντός των τειχών της πόλης, κατά τη διάρκεια των παλαιών αλλά και των πρόσφατων ανασκαφών, εγκαταστάσεων μικρών πιεστηρίων. Επτά τέτοιες εγκαταστάσεις, αυτόνομες ή ενσωματωμένες σε οικίες, έχουν εντοπιστεί σε πλατώματα της ακρόπολης, στην Κάτω Πόλη και πιο πρόσφατα στα ανατολικά της εκκλησίας της Κοίμησης της Θεοτόκου. Τα τέσσερα συγκροτήματα στην Κάτω Πόλη αποτυπώνονται αμυδρά στα γενικά σχέδια και τις περιγραφές των Σουηδών ανασκαφέων καθιστώντας επισφαλή οποιαδήποτε περαιτέρω ερμηνεία, καθώς τα υλικά κατάλοιπά τους έχουν πλέον καταστραφεί.

Παρά τις διαφοροποιήσεις, οι σωζόμενες σήμερα εγκαταστάσεις παρουσιάζουν επί μέρους ομοιότητες ως προς τη διάταξη και τον εξοπλισμό τους: απαρτίζονταν από μικρά τετράπλευρα δωμάτια, στο δάπεδο των οποίων υπήρχαν τετράπλευρες ή κυκλικές δεξαμενές για τη συλλογή του παραγόμενου υγρού, που έρρεε προς αυτές μέσω του επικλινούς δαπέδου. Σε δύο διατηρείται η υπερυψωμένη επιφάνεια για την τοποθέτηση του καρπού και η λίθινη βάση με οπές για τη στερέωση του ξύλινου πιεστηρίου. 

Η παραγωγή του υγρού που κατέληγε στις δεξαμενές επιτυγχανόταν με την άσκηση πίεσης στο συλλεγμένο καρπό. Οι εργαστηριακές εγκαταστάσεις της Ασίνης, λόγω της επικάλυψης του επικλινούς δαπέδου με κονίαμα και της απουσίας αυλάκων που θα οδηγούσαν το υγρό προς τις δεξαμενές, προσιδιάζουν με πιεστήρια για την παραγωγή κρασιού. Σε κάθε περίπτωση, η χρήση φορητού εξοπλισμού, συνήθως ξύλινου, θα ήταν απαραίτητη. Σε καλάθια - ληνούς θα γινόταν το πάτημα των σταφυλιών ενώ πρέσες με κοχλία (γαλεάγρες) ή πιεστήρια με μακρύ μοχλό και λίθινα βάρη στην άκρη θα χρησίμευαν για την περαιτέρω σύνθλιψη του καρπού. Η πιθανότητα χρήσης μέρους του εξοπλισμού των πιεστηρίων της Ασίνης για ποικίλες άλλες οικιακές δραστηριότητες δε θα πρέπει να αποκλειστεί.
 (πηγ)


Πρωτοελλαδική οικία
(πολ)

(δεξ)
(δεξ)




















Η χλωρίδα στο λόφο της Ασίνης.

Η γεωγραφική θέση της Ελλάδας και η συνύπαρξη διαφορετικών χλωριδικών περιοχών αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες για την ευδοκίμηση περισσοτέρων των 6.000 ειδών και υποειδών φυτών. καθιστώντας την ελληνική χλωρίδα μεταξύ των πλουσιότερων της Ευρώπης, αναλογικά με την έκτασή της. Παράλληλα, εξαιτίας του ορεινού χαρακτήρα της χώρας και του μεγάλου αριθμού των νησιών δημιουργούνται συνθήκες απομόνωσης, με αποτέλεσμα σημαντικό ποσοστό των φυτών αυτών να είναι ενδημικά. 
Ο συνδυασμός χλωρίδας, πανίδας και εδαφοκλιματικών συνθηκών διαμορφώνουν τα επιμέρους οικοσυστήματα κάθε περιοχής. 0 αρχαιολογικός χώρος της Ασίνnς συγκαταλέγεται στα μεσογειακού τύπου οικοσυστήματα, με χαρακτηριστική μεσογειακή χλωρίδα και πανίδα. Στη χερσόνησο έχει παρατηρηθεί πλήθος μικρών ζώων, όπως φίδια, σαύρες, βάτραχοι, χελώνες, αλεπούδες, τρωκτικά ενώ στα απόκρημνα βράχια και στις σχισμές τους βρίσκει καταφύγιο μεγάλος αριθμός πουλιών.
Οι φωτογραφίες που ακολουθούν παρουσιάζουν αντιπροσωπευτικό παραδείγματα της χλωρίδας που ευδοκιμεί στον αρχαιολογικό χώρο της Ασίνης.
















Καρότο άγριο, δουκί, παστινάκα, χαβούζι, σταφυλινάκι.
Φλωρίς η θαμνώδης,  ασφάκα
Καμπανούλα, κολλιτσίδα, γαλομάνα, γαλατόχορτο
Πεντάνευρο
Αγριόβικος
Ασφόδελος ο καλοκαιρινός, ασφόντυλος, σφέρδουκλας, άρβηκας, καραβούκι, σπερδούλι, ακαρώνι, σουρτούλα κ.λπ.
Κάππαρη η ακανθώδης
Σινάπη,, σινιάβρη, βρούβα, γλυκόβρουβα
Κουφολάχανο
Βαλσαμόχορτο
Μοσχολάχανο, καυκαλίδα, αγριοκουτσουνάδα
Cirillo, κρόμμυο το ναπολιτάνικο, σκορδάκι
Αιγίλωπας, αγριόσταρο, αγριοστάχυ, μακριγένι σιδερόσταρο
Βερμπάσκο το κακρόουρο, μελισσαντρό
Κίρσιο, παλαμίδα, ασπράγκαθο, λιγκαβέτσι
Σπαρτό το βουρλόμορφο
Ευφόρβιο το δενδροειδές, καρναρέζα, φλόμος
Δρακοντία, φιδόχορτο
Νιγέλλα η δαμασκηνή, κουτσουλόχορτο, μουροκούκι, άγριο κύμινο, μαυροσούσαμο
Χαρουπιά, ξυλοκερατιά, κερατσιά, τερατσιά, κουντουρουδιά
Κιστάρι το κρητικό, αλαδανιά, αλίσαρος, κουνουκλιά, ξιστάρι
Εφέδρα
Οξαλίδα
Κέντρανθος, γένι του Δία, κόκκινη βαλεριάνα, ανάλατος, μάης
Αλουμινάκι, βαλλωτή η οξυβαφώδης
Έχιο το αρνογλωσσοειδές
Οροβάγχη η χαρίης, λύκος, μπλε λουλούδι, ρούβαλο
Αναγαλλίς η αρουραία, περικούλια
Ζοχός, τσόχος, σφόγκος
Παπαρούνα κοινή
Ανθέριδα
Ίριδα της Κρήτης
Κονβόλβολος των αγρών, περικοκλάδα























Ο Βασιλιάς της Ασίνης [Γιώργος Σεφέρης] 

Ασίνην τε…
Ιλιάδα

Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω-γύρω το κάστρο
αρχίζοντας από το μέρος τού ίσκιου εκεί πού η θάλασσα
πράσινη και χωρίς αναλαμπή, το στήθος σκοτωμένου παγονιού
μάς δέχτηκε όπως ο καιρός χωρίς κανένα χάσμα.
Οι φλέβες τού βράχου κατέβαιναν από ψηλά
στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύοντας
στ’ άγγιγμα τού νερού, καθώς το μάτι ακολουθώντας τις
πάλευε να ξεφύγει το κουραστικό λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ολοένα.

Από το μέρος τού ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος
και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλα τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωντανό τ’ αγριοπερίστερα φευγάτα
κι ο βασιλιάς τής Ασίνης που τον γυρεύαμε δυο χρόνια τώρα
άγνωστος λησμονημένος απ’ όλους κι από τον Όμηρο
μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη
ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.
Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο μέσα στο φως
σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα·
κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας.
Ο βασιλιάς τής Ασίνης ένα κενό κάτω απ’ την προσωπίδα
παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:
«Ασίνην τε…Ασίνην τε…»
και τα παιδιά του αγάλματα
κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας
στα διαστήματα των στοχασμών και τα καράβια του
αραγμένα σ’ άφαντο λιμάνι·
κάτω απ’ την προσωπίδα ένα κενό.

Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα χείλια τους βοστρύχους
ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα τής ύπαρξής μας
ένα σημείο σκοτεινό πού ταξιδεύει σαν το ψάρι
μέσα στην αυγινή γαλήνη τού πελάγου και το βλέπεις:
ένα κενό παντού μαζί μας.
Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα
με σπασμένη τη φτερούγα
σκήνωμα ζωής,
κι η γυναίκα πού έφυγε να παίξει
με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού
κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο
κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο πού παρασέρνει
ο χείμαρρος του ήλιου
με τ’ αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη.

Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι αναρωτιέται
υπάρχουν άραγε
ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις
αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες
υπάρχουν άραγε
εδώ που συναντιέται το πέταγμα της βροχής του αγέρα
και της φθοράς
υπάρχουν, η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη
ζωή μας
αυτών πού απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με την
απεραντοσύνη τού πελάγου
ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία τού βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας
σαν τα κλωνάρια τής φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη
διάρκεια τής απελπισίας
ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα
μες στο βούρκο
εικόνα μορφής πού μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πίκ-
ρας παντοτινής.
Ο ποιητής ένα κενό.

Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας
κι από το βάθος της σπηλιάς μια νυχτερίδα τρομαγμένη
χτύπησε πάνω στο φως σαν τη σαΐτα πάνω στο σκου-
τάρι.

«Ασίνην τε   Ασίνην τε…». Να ‘ταν αυτή ο βασιλιάς της Ασίνης
που τον γυρεύουμε τόσο προσεχτικά σε τούτη την ακρό-
πολη
γγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την αφή του πάνω
στις πέτρες.

Ασίνη, καλοκαίρι `38-Αθήνα, Γεν. `40