Ο αρχαιολογικός χώρος τού Αμφιάρειου στον Ωρωπό (βρίσκεται στο δρόμο μεταξύ Μαρκόπουλου Ωρωπού και Καλάμου, περί τα 50-55 χλμ από την Αθήνα) είναι από τους σημαντικότερους στην αττική, ανοιχτός στο κοινό, εξαιρετικά προσεγμένος και αξίζει να τον επισκεφτεί κάποιος. Στο παρόν, μετά τα κατατοπιστικά εισαγωγικά κείμενα αφενός του odysseus.culture.gr από την αρχαιολόγο Πηνελόπη Αγαλλοπούλου, αφετέρου των πινακίδων τού χώρου, θα παρουσιάσουμε φωτογραφικά το χώρο τού θεάτρου και μελλοντικά θα επανέλθουμε για τους υπόλοιπους.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Το Αμφιάρειο του Ωρωπού βρίσκεται σε μια μικρή κοιλάδα νοτιοδυτικά της σκάλας Ωρωπού, το Μαυροδήλεσι, που τη διασχίζει ένα ξερό ποτάμι το οποίο οι αρχαίοι ονόμαζαν Χαράδρα. Το Αμφιάρειο ήταν το μεγαλύτερο στην αρχαία Ελλάδα ιερό του χθόνιου θεού και ήρωα του Άργους Αμφιαράου. Σε όλη την περίοδο της λειτουργίας του ήταν το εθνικό ιερό του Ωρωπού, μιας από τις παλαιότερες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας. Το Αμφιάρειο ιδρύθηκε στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. όταν ο Ωρωπός ήταν στα χέρια των Αθηναίων. Ο Αμφιάραος ανήκε στις θεότητες του κάτω κόσμου. Η ευτυχέστερη ίσως περίοδος της ιστορίας του Αμφιαρείου ήταν ο 3ος αιώνας π.Χ. και το πρώτο μισό του 2ου αιώνα π.Χ. (ως το 146 π.Χ.), οπότε ο Ωρωπός ήταν μέλος του Κοινού των Βοιωτών.
Ως λιμάνι με ιδιαίτερη σημασία εξαιτίας της επικοινωνίας του με την Εύβοια ο Ώρωπός υπήρξε αιτία διαμάχης ανάμεσα στους Βοιωτούς και τους Αθηναίους. Κατοίκηση στον Ωρωπό διαπιστώνεται από τη μεσοελλαδική εποχή στη θέση Νέα Παλάτια. Κεραμικά λείψανα της μεσοελλαδικής, της μυκηναϊκής, της πρωτογεωμετρικής, της γεωμετρικής και της αρχαϊκής περιόδου προέρχονται από την ευρύτερη περιοχή του Ωρωπού. Μέχρι και το τέλος της αρχαϊκής εποχής η πόλη πρέπει να βρισκόταν υπό την επίδραση αν όχι κατοχή της Ερέτριας.
Γύρω στο 506 π.Χ. μετά τη νικηφόρα εκστρατεία των Αθηναίων κατά των Βοιωτών ή λίγο αργότερα μετά τα μηδικά, ο Ωρωπός περιήλθε στην κατοχή της Αθήνας. Από κάποιο λόγο του ρήτορα Λυσία μαρτυρείται πως ο Αθηναίος Πολύστρατος ήταν διοικητής του Ωρωπού πριν από το 411 π.Χ. Οι κάτοχοι της πόλης εναλάσσονται για μεγάλο διάστημα ενώ μετά το 367/366 π.Χ. περίπου και για αρκετά χρόνια φαίνεται ότι απέκτησε την αυτονομία της.
Μεγάλο γεγονός για την πόλη υπήρξε η ίδρυση του Αμφιαρείου στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. Από τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. και ως το 338 π.Χ. (μάχη Χαιρώνειας) το Αμφιάρειο οργανώνεται και η φήμη του απλώνεται στην Ελλάδα. Κτίζονται σε αυτό κτήρια και στήνονται αγάλματα.Το ιερό φαίνεται να λειτουργεί με βάση σταθερό κανονισμό. Σύμφωνα με έναν κατάλογο με ονόματα νικητών εκείνης της εποχής κάθε χρόνο διοργανώνονταν αγώνες τα Αμφιάρεια τα Μικρά και κάθε πέμπτο χρόνο τα Αμφιάρεια τα Μεγάλα. Τα Αμφιάρεια τα Μεγάλα περιλάμβαναν μουσικούς, αθλητικούς και ιππικούς αγώνες στους οποίους έπαιρναν μέρος αθλητές λόγιοι και ηθοποιοί από όλη την Ελλάδα, την Ιταλία και τη Μικρά Ασία.
Από το 338 π.Χ. ως τις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. μεσολαβεί περίοδος διαφόρων μεταβολών. Ο Φίλιππος της Μακεδονίας ή ο γιος του Αλέξανδρος παραχωρεί τον Ωρωπό στους Αθηναίους. Οι Αθηναίοι αναδιοργανώνουν τις γιορτές και τους αγώνες του ιερού, προσφέρουν αφιερώματα στον Αμφιάραο και κατασκευάζουν κτήρια. Το 313 π.Χ τον Ωρωπό κυριεύει ο στρατηγός του Αντίγονου του Μονόφθαλμου Πολεμαίος. Το 287 π.Χ. ο Ωρωπός γίνεται μέλος του Κοινού των Βοιωτών και επακολουθεί άνθηση του Αμφιαρείου που διαρκεί ως το 146 π.Χ. Στο ιερό του προσέρχονται τώρα πλήθη ανθρώπων απ' όλα τα μέρη του ελληνικού κόσμου, τα νησιά και τη Μικρά Ασία. Πολλές είναι και οι δωρεές και οι ευεργεσίες που δέχεται το ιερό. Τα λιμάνια του κράτους -Σκάλα και Δελφίνιο όπως ονομάζονται σήμερα - όπου αποβιβάζονταν οι προσκυνητές του ιερού συνέβαλλαν στη αύξηση των εσόδων του Ωρωπού. Μεγάλοι μονάρχες της Ανατολής όπως ο Πτολεμαίος Δ΄ ο Φιλοπάτωρ ευνοούν υλικά την μικρή πόλη - κράτος.
Κατά την Ρωμαιοκρατία (από το 146 π.Χ.) ο Ωρωπός είναι "αυτόνομος". Άνθηση του ιερού κατά τον 1ο αιώνα π.Χ. οφείλεται στην ευεργεσία του Ρωμαίου στρατηγού Σύλλα. Στις αρχές του 1ου αι. μ.Χ. στα χρόνια του Αυγούστου ο Ωρωπός γίνεται πλέον οριστικά κτήση της Αθήνας. Αναθηματικές επιγραφές των πρώτων χριστιανικών χρόνων που βρέθηκαν στο Αμφιάρειο μας πληροφορούν ότι οι Αθηναίοι προσφέρουν αφιερώματα στον τιμώμενο θεό του ιερού. Η λατρεία του Αμφιαράου έσβησε με την επικράτηση του Χριστιανισμού.
Οι νεότεροι περιηγητές έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για το ιερό. Ο Leake, γνώστης του αρχαίου κόσμου έδωσε σωστές πληροφορίες για το Ιερό του Αμφιαρείου. Κατά το 19ο αι. και άλλοι περιηγητές ενδιαφέρθηκαν για την ανακάλυψη και τη μελέτη του ιερού.
Το 1884 ξεκίνησε η συστηματική ανασκαφή του ιερού από την Αρχαιολογική Εταιρεία με τον Βασίλειο Λεονάρδο. Η ανασκαφή διήρκησε με διαλείμματα ως το 1929 και αποκάλυψε τα ερείπια μνημείων στο Μαυροδήλεσι και πολλές επιγραφές που είναι πολύτιμες για τις πληροφορίες που περιέχουν.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Το Αμφιάρειο είναι κτισμένο στις όχθες ενός χειμάρρου, της Χαράδρας, όπως την έλεγαν οι αρχαίοι. Στην αριστερή όχθη βρίσκονται τα επίσημα οικοδομήματα, ο ναός, ο βωμός, η στοά, το θέατρο και στη δεξιά απλώνεται η κατοικίδια συνοικία. Στην κατοικίδια συνοικία, εκτός από γραφεία, καταστήματα και ξενοδοχεία, βρίσκονταν η αγορά και η Κλεψύδρα (υδραυλικό ρολόι). Σήμερα σώζονται τα ερείπια των κτισμάτων του ιερού.
Η είσοδος του ιερού γινόταν στα αρχαία χρόνια από την ανατολική του άκρη όπου βρίσκονται και τα επίσημα κτήρια του ιερού. Το πρώτο κτίσμα που αντικρίζει ο επισκέπτης κατευθυνόμενος προς τα δυτικά είναι τα λουτρά του ιερού. Πρόκειται για τετράγωνο κτήριο του 4ου αι. που δε σώζεται σε καλή κατάσταση. Από αρχαίους συγγράφείς γνωρίζουμε ότι τα λουτρά ήταν φημισμένα κατά την αρχαιότητα και επισκίαζαν ακόμη και τη φήμη του ιερού.
Στα δυτικά των λουτρών βρίσκονται τα ερείπια της «μεγάλης στοάς του ιερού? του 4ου αι και αυτή. Η στοά είναι κτίσμα του 4ου αι. π.Χ. και έχει μήκος 110μ. Στα άκρα της ανατολικό και δυτικό, υπάρχουν δύο δωμάτια, όπου γινόταν η εγκοίμηση όσων ζητούσαν χρησμό από τον Αμφιάραο.
Πίσω από τη ''μεγάλη στοά του ιερού'' βρίσκεται το θέατρο. Το θέατρο με αναστηλωμένη την κιονοστοιχία του προσκηνίου, χρονολογείται στο 2ο αι. π.Χ. Πέντε μαρμάρινοι θρόνοι, στην περιφέρεια της ορχήστρας χρονολογούνται στον 1ο αι. π.Χ. και προορίζονταν για τους ιερείς και τους επίσημους θεατές των θεατρικών δρώμενων. Ένας από αυτούς τους θρόνους σώζεται ακέραιος.
Δυτικά της στοάς βρίσκεται η σειρά των βάθρων των αγαλμάτων, που πλαισίωναν το δρόμο που οδηγούσε στο ναό.
Εμπρός από τα τελευταία βάθρα βρίσκονται τα ερείπια του ''μεγάλου βωμού του ιερού''. Σώζεται μόνο το κάτω μέρος του. Στα αρχαία χρόνια ο βωμός ήταν μνημειακών διαστάσεων.
Προς τη βόρεια πλευρά του βωμού βρίσκονται τα λείψανα τριών ημικυκλικών σκαλιών. Σύμφωνα με επιγραφή του ιερού τα σκαλιά ανήκαν σε κτίσμα που ονομαζόταν μάλιστα Θέατρο το κατά τον βωμόν. Το θέατρο που χρονολογείται στον 5ο ή στον 4ο αι. π.Χ. προορίζόταν για τους θεατές των θυσιών που γίνονταν στο βωμό. Στο σημείο όπου στέκεται το τελευταίο βάθρο σώζονται σε αρκετό ύψος οι τοίχοι ενός μικρού ναού του 4ου αι. π.Χ.
Νοτιοδυτικά του βωμού ήταν κτισμένος ο μεγάλος ναός του ιερού που ήταν αφιερωμένος στον Αμφιάραο. Το ναό που έχει διαστάσεις 38 Χ 14μ. αποτελούσαν ο πρόδομος και ο σηκός. Στον πίσω τοίχο του σηκού υπήρχε μια πόρτα που οδηγούσε σε ένα μικρό δωμάτιο που χρησίμευε ίσως ως θησαυροφυλάκειο του ιερού ή είχε κάποια σχέση με τη λατρεία. Σήμερα σώζεται το άνοιγμα και το κατώφλι αυτής της πόρτας. Το κτίσμα ήταν δωρικού ρυθμού και κτίστηκε τον 4ο αιώνα π.Χ
Στα νότια του βωμού βρίσκεται η ιερή πηγή που το νερό της δεν επιτρεπόταν να χρησιμοποιηθεί για καθαρμούς ή για πλύσιμο χεριών. Όταν κανείς θεραπευόταν έριχνε μέσα στην πηγή ασημένια ή χρυσά νομίσματα γιατί από εκεί πίστευαν ότι βγήκε ο Αμφιάραος ως θεός μετά την καταβύθιση του στη γη από τον κεραυνό του Δία. Το νερό αναβλύζει σήμερα από μια δεξαμενή των ρωμαϊκών χρόνων.
Δίπλα από την πηγή υπήρχαν αντρικά λουτρά από τα οποία σώζονται μόνο μια δεξαμενή, δύο μεγάλες λεκάνες, το δάπεδο και το κάτω μέρος των τοίχων μερικών δωματίων των λουτρών.
Στην άλλη όχθη του ποταμού υπήρχαν κατοικίες και εγκαταστάσεις που ήταν αναγκαίες για τη λειτουργία του ιερού. Ο ξενώνας, στα νοτιοδυτικά η αγορά που περιστοιχίζεται από κολόνες, το μακρόστενο κτήριο στη βορειοανατολική πλευρά της που ίσως ήταν το αγορανομίο. Κοντά στην όχθη του ποταμού υπήρχε ένα μικρό υπόγειο κτίσμα η Κλεψύδρα που διαθέτει εξωτερικά μια στενή σκάλα και έναν διάδρομο. Στο κάτω μέρος της βρίσκεται κρουνός από τον οποίο άδειαζε με πολύ αργό ρυθμό το νερό. Η Κλεψύδρα χρησίμευε ως μεγάλο υδραυλικό ρολόι για το ιερό.
Συντάκτης
Πηνελόπη Αγαλλοπούλου, αρχαιολόγος
Ο ήρωας - θεραπευτής Αμφιάραος ήταν γυιός του Οικλή και εγγονός του Μελάμποδα, σπουδαίου μάντη και θεραπευτή που διδάχθηκε την τέχνη της μαντικής από τον Απόλλωνα. Βασίλευε στο Άργος μαζί με τον εξάδελφό του Άδραστο, ενώ στη νεότητά του είχε λάβει μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία και στο κυνήγι του Καλυδωνίου κάπρου.
Καθώς ο Πολυνείκης, ο γυιός του Οιδίποδα, διωγμένος από τον αδελφό του Ετεοκλή, συγκέντρωνε στρατό για να εκστρατεύσει κατά της πόλης του, της Θήβας, προσέφυγε και στο Άργος για να ζητήσει βοήθεια. Ο Αμφιάραος ωστόσο την αρνήθηκε, διότι ως μάντης γνώριζε πως η εκστρατεία δεν θα είχε επιτυχή έκβαση. Ο Πολυνείκης αφού έπεισε τον Άδραστο, προσεταιρίσθηκε και την αδελφή του Εριφύλη, γυναίκα του Αμφιαράου, προσφέροντάς της το περιδέραιο της Αρμονίας, πολύτιμο δώρο των θεών στους γάμους της με τον Κάδμο, το μυθικό βασιλέα της Θήβας. Ο Αμφιάραος τελικά, εξεστράτευσε εναντίον της Θήβας, υπακούοντας σε χρησμό του μαντείου των Δελφών. Πριν την αναχώρησή του άφησε εντολή στα παιδιά του, τον Αμφίλοχο και τον Αλκμαίωνα να εκδικηθούν τον θάνατό του φονεύοντας τη μητέρα τους. Ο Αμφιάραος αν και προσπάθησε μέχρι την ύστατη στιγμή να πείσει τους πολέμαρχους να αποφύγουν τη μάχη, ωστόσο πολέμησε γενναία. Πριν χαθεί από το χέρι του Περικλύμενου, του γυιού του Ποσειδώνα, ο Δίας έσωσε το μάντη ανοίγοντας ένα χάσμα και εξαφανίζοντάς τον μαζί με το άρμα και τον ηνίοχό του στα έγκατα της γης. Ο ήρωας απέκτησε έτσι τη χθόνια υπόστασή του. Η λατρεία του αναβίωσε στο Αμφιαράειο το εθνικό ιερό του Ωρωπού, αφού παράκμασε το ιερό του στην Θήβα.
Ο Όμηρος (Οδύσσεια, ο) περιγράφει το τραγικό τέλος του ήρωα. Ο Αριστοφάνης στην κωμωδία του «Αμφιάρεως» (415 π.Χ.) σατιρίζει τις πρακτικές των ιερέων του θεού. Η εκστρατεία κατά της Θήβας αποτελεί το θέμα της γνωστής τραγωδίας του Αισχύλου «Επτά επί Θήβας», ενώ η πορεία μέχρι τα τείχη της Θήβας περιγραφόταν στην τραγωδία του Ευριπίδη «Υψιπύλη». Ανάλογη απήχηση είχε ο μύθος και στους αγγειογράφους και στους γλύπτες. Αλλά και στα νεότερα χρόνια καλλιτέχνες εμπνεύσθηκαν από τον Αμφιάραο, όπως ο μεγάλος Αυστριακός μουσουργός Franz Schubert που μελοποίησε ομώνυμο ποίημα του ρομαντικού ποιητή Theodor Korner (1815). Το 1960 το όνομα του Αμφιαράου δόθηκε σε αστεροειδή (κωδ. 10247) που βρίσκεται στην τροχιά του πλανήτη Δία.
ΤΟ ΑΜΦΙΑΡΕΙΟ ΩΡΩΠΟΥ
Το Αμφιάρειο, το μεγαλύτερο στην αρχαία Ελλάδα ιερό του χθόνιου θεού και ήρωα Αμφιαράου ανέσκαψε ο Βασίλειος Λεονάρδος, από το 1884 ως το 1929. Τα κτίριά του είναι κατασκευασμένα στις όχθες ενός χείμαρρου, της Χαράδρας, όπως την έλεγαν οι αρχαίοι. Στην αριστερή άχθη βρίσκονται τα επίσημα οικοδομήματα, η στοά, το θέατρο, ο ναός, ο βωμός και στη δεξιά απλώνεται η κατοικίδια συνοικία.
Η είσοδος του ιερού ήταν στα αρχαία χρόνια από τα ανατολικά. Το πρώτο κτίριο που θα συναντήσουμε, αν πλησιάσουμε το ιερό από τα ανατολικά, είναι ένα τετράγωνο του 4ου αι. π.Χ., που στα χριστιανικά χρόνια μεταβλήθηκε σε θέρμες. Είναι πολύ πιθανό ότι παρόμοιος - δηλαδή λουτρική εγκατάσταση - ήταν και ο αρχικός προορισμός του. Ευθύς μετά βλέπουμε τη μεγάλη στοά, κτίσμα του 4ου αι. π.X. η οποία έχει μήκος 110 μ. Χρησίμευε για τη διαμονή των επισκεπτών του ιερού και των ασθενών. Στα άκρα της, ανατολικό και δυτικό, υπήρχαν δύο δωμάτια εφοδιασμένα με θρανία και τράπεζες. Σ’ αυτά τα δωμάτια γινόταν η εγκοίμηση όσων ζητούσαν χρησμό από τον Αμφιάραο, οι οποίοι μέσα στον ύπνο τους, σε όνειρο, δέχονταν τη συμβουλή του θεού ή ακόμη και τη θεραπεία. Σκηνή εγκοίμησης και θεραπείας εικονίζει το πολύ γνωστό ανάγλυφο που αφιέρωσε στον Αμφιάραο ο Αρχίνος από τον Ωρωπό τον 4ο π.Χ.
Πίσω από τη στοά βρίσκεται το θέατρο του Αμφιαρείου. Το οικοδόμημα της σκηνής και η αναστηλωμένη κιονοστοιχία του προσκηνίου έφεραν δύο επιγραφές, που χρονολογούνται στον 2ο αι. π.Χ. Πέντε μαρμάρινοι θρόνοι, με φυτική ανάγλυφη διακόσμηση, χρονολογούμενοι στον 1ο αι. π.Χ. βρίσκονται στην περιφέρεια της ορχήστρας. Δυτικά της στοάς βρίσκεται η σειρά των βάθρων των αγαλμάτων, που πλαισίωναν το δρόμο που οδηγούσε στο ναό. Πάνω στα είκοσι πέντε βάθρα που σώθηκαν στην αρχική τους θέση, βρίσκονται χαραγμένες γύρω στις 150 επιγραφές (αναθηματικές, επιγράμματα, αγωνιστικοί κατάλογοι, προξενικά ψηφίσματα).
Πρώτο βλέπουμε ένα βάθρο με χαραγμένο αγωνιστικό κατάλογο του 1ου αι. π.Χ. Ακολουθούν δύο βάθρα, των οποίων τα αγάλματα είχε, αναθέσει ο ωρώπιος Καλλιγείτων, γιός του Πύθωνος. Στη συνέχεια το βάθρο σε σχήμα Γ προσφέρει παράδειγμα αναγραφής ψηφισμάτων του Ωρωπού και του Κοινού των Βοιωτών στον ίδιο χώρο. Τα τρία βάθρα που ακολουθούν έφεραν χάλκινα αγάλματα πολιτών του Ωρωπού: 1) της Αριστονίκης και του Πτωίωνος, 2) του ιερέα του Αμφιαράου Θεοδώρου και του ομώνυμου εγγονού του και 3) του επίσης ιερέα Διοδώρου και της γυναίκας του Φανοστράτης. Το βάθρο που ακολουθεί κατασκευάστηκε επί ιερέως Ωρωποδώρου, στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. Η αρχική αναθηματική επιγραφή όμως έχει σβηστεί και στη θέση της χαράχθηκε γύρω στα 50 π.Χ. άλλη, με την οποία τιμήθηκε ο Άππιος Κλούδιος Πούλχερ, ρωμαίος ύπατος. Στην επιγραφή είναι φανερά τα ίχνη από το σβήσιμο της πρώτης ανάθεσης. Περιπτώσεις τέτοιας μετεπιγραφής αγαλμάτων σε ρωμαίους αξιωματούχους θα βρούμε αρκετές σε βάθρα που απομένουν έως το ναό.
Επόμενα βάθρα είναι: των αγαλμάτων των βασιλέων της Αιγύπτου Πτολεμαίου Δ του Φιλοπάτορος και της γυναίκας του Αρσινόης, του τροιζηνίου Διομήδους (βάθρο σε σχήμα τόξου), του Γναίου Καλπουρνίου Πίσωνος και της γυναίκας του (δύο βάθρα), του Βρούτου, δολοφόνου του Ιουλίου Καίσαρος. Σημειώνονται ακόμη τα βάθρα των αγαλμάτων του Γαΐου Σκριβωνίου Κουρίωνος, του Μάρκου Αγρίππα, που τιμήθηκε με μετεπιγραφή μετά το 27 π.Χ. της Αδείας, συζύγου του Αυτοδίκου αδελφού του βασιλιά της Θράκης Λυσιμάχου, του Γναίου Κορνηλίου Λέντλου και το βάθρο του Ποπλίου Σερουιλίου Ισαυρικού, εγγονού του Μετέλλου. Τελευταίο είναι το βάθρο του αγάλματος του Σύλλα, που βρίσκεται έξω από το ναό του Αμφιαράου. Ο Σύλλας, ρωμαίος δικτάτωρ, είχε ευεργετήσει το ιερό το 86 π.X. και τιμήθηκε και αυτός με τη μέθοδο της μετεπιγραφής.
Ο ναός του Αμφιαράου ήταν εξάστυλος δωρικός και κτίστηκε τον 4ο αι. π.Χ. Το νότιο μισό του παρασύρθηκε στα ύστατα χρόνια της αρχαιότητας από το ποτάμι. Μέλη τού θριγκού του ναού εκτίθενται αναστηλωμένα στην αυλή του Μουσείου. Ανατολικά του ναού βρίσκεται ο μεγάλος βωμός του ιερού (4ος αι. π.Χ. Στη θεμελίωσή του βλέπουμε δύο μικρότερους και παλαιότερους βωμούς. Πολύ κοντά στο βωμό, νοτιότερα, βρίσκεται ιερή η πηγή, από την οποία εξακολουθεί να αναβλύζει νερό, όπως τον 5ο π.Χ., όταν ιδρύθηκε το ιερό. Πλάι στην ιερή πηγή βρίσκονται τα λουτρά, κατασκευασμένα τον 4ο αι. π.Χ.
Το ιερά του Αμφιαράου εκτείνεται και στη δεξιά όχθη της Χαράδρας (χειμάρρου), όπου υπήρχαν η κατοικίδια συνοικία, γραφεία, καταστήματα, ξενοδοχεία, η αγορά και η κλεψύδρα, που ήταν υδραυλικό ρολόι.
---------------------------------
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΑΜΦΙΑΡΕΙΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου