13 Νοεμβρίου 2025

Ikto and the Thunders [Teton]

Ο ΙΚΤΟ ΚΑΙ ΟΙ ΒΡΟΝΤΕΣ

Ο Ίκτο κάποτε στεκόντανε στην όχθη ενός χειμάρρου τον οποίο δεν μπορούσε να διασχίσει κολυμπώντας. Στάθηκε στην όχθη και σκέφτηκε. Έπειτα τραγούδησε:
«Στέκομαι,
Σκεπτόμενος συχνά,
Ω, να μπορούσα στην άλλη πλευρά να φτάσω».
Ακριβώς τότε πέρασε Κάτι μακρύ, κολυμπώντας κόντρα στο ρεύμα. Όταν έφτασε στον Ίκτο, είπε:
«Θα σε πάω απέναντι, αλλά δεν πρέπει να σηκώσεις το κεφάλι σου πάνω από το νερό. Αν παρατηρήσεις ακόμα κι ένα μικρό σύννεφο, ειδοποίησέ με αμέσως, καθώς πρέπει να μπω κάτω από το νερό. Αν δεις ένα μικρό σύννεφο, πρέπει να πεις: «Μικρέ αδερφέ, ο παππούς σου έρχεται».
Πριν φτάσουνε στην άλλη όχθη, ο Ίκτο κοίταξε ψηλά. Είδε ένα μικρό σύννεφο και είπε: «Μικρέ αδερφέ, ο παππούς σου έρχεται».
Υπήρξε μια ξαφνική αναστάτωση. Όταν ο Ίκτο ανέκτησε τις αισθήσεις του, τα Πλάσματα τής Βροντής βρυχιόντουσαν και το νερό ορμούσε ψηλά, αλλά το τέρας είχε εξαφανιστεί.


IKTO AND THE THUNDERS

Ikto once stood on the bank of a stream across which he could not swim. He stood on the bank and thought. Then he sang:
“I stand,
Thinking often,
Oh, that I might reach the other side.”
Just then a long Something passed, swimming against the current. When it reached Ikto, it said,
“I will take you across, but you must not lift your head above the water. Should you notice even a small cloud, warn me at once, as I must go under the water. If you see a small cloud, you must say, 'Younger brother, your grandfather is coming.”
Before the other bank was reached, Ikto looked up. He saw a small cloud and said, “Younger brother, your grandfather is coming.”
There was a sudden commotion. When Ikto became conscious again, the Thunder Beings were roaring, and the water was dashing high, but the monster had vanished.




Ikto: Στη μυθολογία των Lakota, το Iktomi είναι ένα πνεύμα αράχνης – απατεώνα και πολιτιστικός ήρωας για τον λαό των Lakota. Εναλλακτικά ονόματα για το Iktomi: Ikto, Ictinike, Ksa, Inktomi, Unktome and Unktomi. Αυτά τα ονόματα οφείλονται στις διαφορές στις γλώσσες μεταξύ των διαφόρων ιθαγενών εθνών, καθώς αυτή η θεότητα της αράχνης ήτανε γνωστή σε πολλές φυλές της Βόρειας Αμερικής.
Η εμφάνισή του μοιάζει με αυτή μιας αράχνης, αλλά μπορεί να πάρει οποιοδήποτε σχήμα, ακόμα και ανθρώπινο. Όταν είναι άνθρωπος, λέγεται ότι φοράει κόκκινο, κίτρινο και λευκό χρώμα, με μαύρους δακτυλίους γύρω από τα μάτια του.
Περισσότερα: en.wikipedia.org

12 Νοεμβρίου 2025

In The Village Of My Ancestors [Vasko Popa]

ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΜΟΥ

Κάποιος με αγκαλιάζει
Κάποιος με κοιτάζει με τα μάτια τού λύκου
Κάποιος βγάζει το καπέλο του
Καλύτερα να τον προσέξω

Όλοι με ρωτούν
Τι συγγένεια έχουμε, αν ξέρω

Άγνωστοι γέροι και γριές
Τα ονόματα οικειοποιούνται
Νέων αντρών και γυναικών από τη μνήμη μου

Ρώτησα έναν απ’ αυτούς
Πες μου για όνομα τού Θεού
Ο Γιώργος ο Λύκος ζει ακόμα;

Εγώ είμαι αυτός, απάντησε
Με μια φωνή από τον άλλο κόσμο

Το μάγουλό του με το χέρι μου ακούμπησα
Και με τα μάτια μου τον παρακάλεσα
Να μου πει αν ζω κι εγώ


IN THE VILLAGE OF MY ANCESTORS

Someone embraces me
Someone looks at me with the eyes of a wolf
Someone takes off his hat
So I can see him better

Everyone asks me
Do you know how I'm related to you

Unknown old men and women
Appropriate the names
Of young men and women from my memory

I ask one of them
Tell me for God's sake
Is George the Wolf still living

That's me he answers
With a voice from the next world

I touch his cheek with my hand
And beg him with my eyes
To tell me if I'm living too

Πηγή: allpoetry.com. 
 

Ο Vasko Popa, ήτανε σέρβος ποιητής με ρουμάνικες ρίζες. Γεννήθηκε, το 1922, στο χωριό Grebenac τής επαρχίας Vojvodina στη σημερινή Σερβία και πέθανε το 1991 στο Βελιγράδι. Σπούδασε φιλοσοφία στα Πανεπιστήμια τού Βελιγραδίου, του Βουκουρεστίου και της Βιέννης. Στα χρόνια τού 2ου ΠΠ πολέμησε στο πλευρό των παρτιζάνων και φυλακίστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Μετά τον πόλεμο σπούδασε στο τμήμα Ρομανικών Σπουδών τού Πανεπιστημίου τού Βελιγραδίου, από το οποίο αποφοίτησε το 1949. Εργάστηκε στον εκδοτικό οίκο Nolit. Εξέδωσε οκτώ ποιητικές συλλογές: Kora (Bark) το 1953, Nepočin polje (No-rest Field) το1965, Sporedno nebo (Secondary Heaven) το 1968, Uspravna zemlja (Earth Erect) το 1972, Vučja so (Wolf's Salt) το 1975, Kuća nasred druma (Home in the Middle of the Road) το 1975, Živo meso (Raw Meat) το 1975 και Rez (The Cut) το 1981 ενώ η υπό τον τίτλο Gvozdeni sad (Iron Plantage) δεν ολοκληρώθηκε. Το 1972 ίδρυσε τη λογοτεχνική ένωση Vrsac ενώ ήταν από τα ιδρυτικά μέλη τής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών τής Vojvodina, που ιδρύθηκε το 1979. Επηρεάστηκε από το σουρεαλισμό και τη λαϊκή σερβική παράδοση. Τιμήθηκε με διάφορα βραβεία ενώ το 1995 καθιερώθηκε στην πόλη Vrsac προς τιμήν του το Βραβείο Ποίησης Vasko Popa στην πόλη Vrsac.

11 Νοεμβρίου 2025

[στη Μεγάλη Ντουσκιά, στα Γεράνεια όρη, 09.11.2025]

Εικόνες από την κορυφή Μεγάλη Ντουσκιά, την πιο ψηλή κορυφή των Γερανείων ορέων, δυτικότερα τής ψηλότερής τους, στο Μακρυπλάγι, πάνω από την Κινέττα, είχανε παρουσιαστεί τον Αύγουστο τού 2022. Τότε είχα ανέβει από βόρεια, από το εκκλησάκι Αγ. Μαρίνας μέσω ενός προβληματικού μονοπατιού, το οποίο πριν τη φωτιά του Απρίλη τού 2021, ανέβαινε από το Σχίνο – για το αν έχει ανοιχτεί πάλι δεν γνωρίζω.
Την Κυριακή 9 Νοέμβρη 2025, με το Χρήστο Καραμήτσο, ανεβήκαμε στη Μεγάλη Ντουσκιά από δυτικά, από το εκκλησάκι Αγ. Αθανάσιος στα Πίσια [σ.σ. Από δυτικά μπορεί κάποιος να ανέβει και από ένα χωματόδρομο – μονοπάτι που ξεκινά δίπλα από τις παλιές κατασκηνώσεις, λίγο μετά από τα Πίσια, που συναντά τη διαδρομή που ακολουθήσαμε λίγο πριν τη Φανερωμένη. Λόγω τής πολλής λάσπης, από τις έντονες βροχές των προηγούμενων ημερών, δεν επιλέξαμε αυτό διότι κινείται παράλληλα σε ρέματα και θα είχε περισσότερες λάσπες από αυτόν που πήραμε.]
Η διαδρομή είναι πολύ όμορφη και το με έντονη υγρασία πρωινό τής Κυριακής 9 Νοέμβρη 2025 ιδανικό!
Ακολουθούνε λίγες εικόνες από τη διαδρομή(σ.σ. συνολικού μήκους με την επιστροφή περί τα 15 χλμ., υψομετρικής διαφοράς 532 μ. ενώ χρειαστήκαμε 3,5 ώρες να ανεβούμε με όλες τις στάσεις και 2 για την επιστροφή), η οποία έχει σημειωθεί στα χάρτη από το Google earth…


… κατά το δυνατόν από σημεία, στην εκτεταμένη περιοχή τής κορυφής, που δεν έχουνε παρουσιαστεί στην προηγούμενη σχετική ανάρτηση.
-Από ένα μικρό δείγμα μανιταριών με έμφαση στα Mycena Seynesii, τα οποία φυτρώνουνε μέσ’ από κουκουνάρια πεύκων (σ.σ. είχα δει ξανά το 2019, στο Αιγάλεω όρος):






























-Από τα ημιάγρια άλογα, τα οποία τούς καλοκαιρινούς μήνες τα συναντά κανείς ψηλά στην κορυφογραμμή Παλιοβούνα – Πίντιζα (βλέπε ανάρτηση - 31.07.2022 και ανάρτηση - 19.05.2024). Τα συναντήσαμε να βοσκούνε στην περιοχή τής Φανερωμένης.:






















-Από ένα παλιό υπαίθριο φούρνο και το Σπίτι τού «Γκίκα», το οποίο δεν έχει εγκαταλειφθεί όπως  και η στάνη δίπλα του, η οποία συντηρείται και έχει ψηλή περίφραξη, αλλά δεν έχει πρόβατα ή κατσίκια. Υποθέτω θα φιλοξενεί τα ημιάγρια άλογα.:




















-Από το μονοπάτι, μες σ’ ένα πυκνό δάσος πεύκων, πλατανιών, κουμαριών, πουρναριών κ.α. δέντρων,  προς τη Μεγάλη Ντουσκιά (σ.σ. Από το Σπίτι τού «Γκίκα» ξεκινάνε δύο χωματόδρομοι που συνεχίζουν ως μονοπάτια προς τη Μεγάλη Ντουσκιά. Συναντιούνται λίγο μετά και συνεχίζουν ως ένα. Το βορειότερο, που ακολουθήσαμε πηγαίνοντας, κινείται ανηφορικά ενώ το άλλο, που πήραμε κατεβαίνοντας, κινείται αρχικά κατηφορικά μέχρι μια λάκκα και μετά, ως μονοπάτι, ανηφορικά με πιο μεγάλη κλίση από το άλλο.):



















Πλησιάζοντας στην ευρύτερη περιοχή τής κορυφής η βλάστηση των δέντρων περιορίζεται σε πουρνάρια, αλλού πυκνά αλλού αφήνοντας περάσματα. Από εδώ και πέρα δεν υπάρχει εμφανές μονοπάτι. Ανεβαίνεις κατά την κρίση σου με τη μικρή βοήθεια διάσπαρτων κούκων και αναποδογυρισμένων πετρών.
-Από τη διαδρομή μετά το εμφανές μονοπάτι προς την περιοχή τής κορυφής.:
Στην πρώτη εικόνα, σε πρώτο πλάνο η Μικρή
Ντουσκιά και πίσω της, οριακά διακρίνεται
δεξιά, η Παλιοβούνα Γερανείων.

Μεταξύ άλλων διακρίνεται η Λίμνη Βουλιαγμένης Ηραίου.

Η κορυφή τής Μεγάλης Ντουσκιάς.



 


















































-Από την κορυφή και την ανατολικότερη από τις δύο προεξοχές βράχου, πάνω από το βόρειο γκρεμό τής κορυφής, με υπέροχη θέα. Διακρίνονται μεταξύ άλλων, ο Παρνασσός, ο Ελικώνας, το Κορομπίλι, ο Κιθαρώνας, το όρος Πατέρας, η ψηλότερη κορυφή των Γερανείων ορέων – το Μακρυπλάγι και κάτω τα Στραβά, ο Σχίνος, οι Αλκυονίδες νήσοι κ.λπ.




Η δυτικότερη από τις δύο προεξοχές βράχου, πάνω από το βόρειο
γκρεμό τής κορυφής, από την οποία είχα πάρει εικόνες
στην προηγούμενη επίσκεψή μου στη Μεγάλη Ντουσκιά.










































10 Νοεμβρίου 2025

Μοναξιά [Rainer Maria Rilke, μετ. Άρης Δικταίος]

ΜΟΝΑΞΙΑ

Η μοναξιά, είναι σαν μια βροχή.
Από τη θάλασσα προς τα βράδια ανεβαίνει﮲
από κάμπους που μακρινοί ‘ναι και χαμένοι
πάει προς τον ουρανό, όπου κατοικεί
πάντα. Κι από τον ουρανό, στην πόλη, σα βροχή
πέφτει. Μες στις αβέβαιες ώρες, προς το πρωί
τα σοκάκια όλα σα γυρίζουν,
κι όταν τα σώματα, που δε βρήκανε τίποτα, χωρίζουν
θλιμμένα κι απογοητευμένα﮲  κι ακόμη, όταν οι
άνθρωποι, που ο ένας τον άλλον μισούνε,
πρέπει, στο ίδιο κρεβάτι, κ οι δυο, να κοιμηθούνε:
πάει, τότε, η μοναξιά, όπου παν κ οι ποταμοί...

09 Νοεμβρίου 2025

Καλλιόπη Νεγιάννη - Στου μπλε το βαθύ

Την Τρίτη 11 Νοέμβρη 2025 στις 19.00, στο βιβλιοπωλείο ΗΛΙΟΣ, Π. Μελά 25β και Ερμού στο Βόλο, θα γίνει παρουσίαση τής ποιητικής συλλογής χαϊκού, της Καλλιόπης Νεγιάννη, "Στου μπλε το βαθύ", για την οποία είχα την τιμή και τη χαρά να γράψω την εισαγωγή.  




08 Νοεμβρίου 2025

To see the Summer Sky [Emily Dickinson]

Να βλέπεις τον Καλοκαιρινό Ουρανό
Είναι Ποίηση, σε Βιβλίο ωστόσο δεν βρίσκεται ποτέ –
Τα αληθινά Ποιήματα πετούν –


To see the Summer Sky
Is Poetry, though never in a Book it lie –
True Poems flee –

1472


Σχόλιo.
Ένα μικρό διαμάντι τής Emily Dickinson, χαρακτηριστικό δείγμα τού πώς έβλεπε την ποίηση η ίδια η κορυφαία αυτή ποιήτρια. Στην εισαγωγή τής έκδοσης τού 2021, από τα 24γράμματα, με μια επιλογή ποιημάτων τής Emily Dickinson σε απόδοση από τον ιστολόγο, αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Η ποίησή της χαρακτηρίζεται από έντονες Μεταφυσικές Αγωνίες, τη Θνητότητα τής κάθε ύπαρξης στη Φύση, την οποία Φύση όμως η ίδια παρατηρούσε μέσ’ απ’ το δωμάτιό της, αλλά τελικά χωρίς κάποια αίσθηση αποστασιοποίησης, από αυτήν την απομόνωση.» και αυτό το ποίημα μεταφέρει ακριβώς αυτή τη μη αποστασιοποίησή της από τον φυσικό κόσμο. Επίσης η επιλογή τού επιθέτου «καλοκαιρινός» μπροστά από τον ουρανό αποσκοπεί αφενός να δημιουργήσει μια όμορφη εικόνα αφετέρου να ξεκαθαρίσει αναμφίβολα ότι δεν αναφέρεται σε κάτι πέρα από το φυσικό κόσμο, κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί αν χρησιμοποιούσε το ουσιαστικό ουρανός σκέτο.

Ποίηση [Αμαλία Τσακνιά]

ΠΟΙΗΣΗ

Σαν τα δακτυλικά του αποτυπώματα
η ποίηση τού καθενός﮲
μικρή ή μεγάλη, αδιάφορο
ολότελα δική του.
Φτιαγμένη από το αίμα του
φτιαγμένη απ' την αγρύπνια
χρόνια δουλεύει μυστικά στα σπλάχνα του
παραμονεύει στην αφή του. 

07 Νοεμβρίου 2025

[στον Υμηττό, 06.11.2025]

Στο παρόν παρουσιάζονται λίγες εικόνες από τη διαδρομή την οποία ακολούθησα, στον Υμηττό το πρωινό τής 6ης Νοέμβρη 2025, πάνω από τη Μονή Καισαριανής. Η διαδρομή έχει σημειωθεί στο χάρτη από το Google earth…


…και οι εικόνες αφορούνε σημεία από τα οποία δεν έχουνε παρουσιαστεί παλαιότερα εικόνες. 
Ξεκίνησα από το χώρο πάρκινγκ, λίγες δεκάδες μέτρα μετά τη Μονή Καισαριανής, και ακολούθησα το χωματόδρομο που ξεκινά από το πέταλο τού δρόμου που κατεβαίνει δυτικά. Στο σημείο που στρίβει βόρεια, πήρα ένα υποτυπώδες, βατό, μονοπάτι στη μικρή ρεματιά δεξιά μέχρι το δρόμο από πάνω, τον οποίο διέσχισα κάθετα ακολουθώντας ένα παλιό, πετρόχτιστο, κατά τόπους δυσδιάκριτο, χωρίς σήμανση, μονοπάτι, το οποίο ανεβαίνει προς το Μνημείο Κυπρίων Ηρώων ενώ περνά από μια παλιά στρούγκα, η οποία βρίσκεται σε μια εν τη γενέσει δολίνη (βλέπε 3η-6η από τις εικόνες που ακολουθούν).























Από εκεί ακολούθησα το μονοπάτι, το οποίο ανεβαίνει στον χωματόδρομο, που ξεκινά από τη θέση Θέα, περνά πάνω από τη Μονή Καισαριανής και συνεχίζει προς τους Κουταλάδες. Στις επόμενες εικόνες δυο μπιβουάκ, ένα τελείως πρόχειρο με ξύλα και ένα πέτρινο.



















Βγαίνοντας στο χωματόδρομο συνέχισα νοτιοδυτικά και περί τα 800 μέτρα μετά πρόσεξα πως αριστερά, προς την πολύ επικλινή πλαγιά (σσ. όπως τη μέτρησα μετά, έχει μέση κλίση 63% περίπου) διακρίνεται υποτυπώδες πέρασμα, το οποίο ακολούθησα, κινούμενος ενίοτε κατ’ εκτίμηση μέχρι τη βάση ενός στεφανιού (σ.σ. ο όρος και συνηθισμένο τοπωνύμιο Στεφάνι αφορά κρημνώδεις κυκλικού σχήματος βράχους). Η εν λόγω περιοχή έχει σημειωθεί στον ανωτέρω χάρτη σε μεγέθυνση. Η πολύ υγρασία καθιστούσε προβληματικά τα πατήματα στα βράχια και απαιτούνταν ιδιαίτερη προσοχή.
Οι βροχές των προηγούμενων ημερών κάνανε δουλειά:



















Ανεβαίνοντας πέρασα από ένα μικρό αρχαίο λατομείο πέτρας.:



















Στο στεφάνι, στη βόρεια εσωτερική πλευρά του, ξεχωρίζει ένα όμορφο επίμηκες βραχοσκεπές με σχισμές και κοιλώματα, στα οποία φωλιάζουνε πουλιά.






















Κατεβαίνοντας προς το χωματόδρομο προτίμησα μια περιοχή τής πλαγιάς καλυμμένη με κόρηματα, κοινώς σάρα, ως πιο ασφαλή από τα γλιστρήματα από τη διαδρομή, μες σε πυκνή χαμηλή βλάστηση και βράχια όλα καλυμμένα με υγρασία, που ανέβηκα.

 

06 Νοεμβρίου 2025

Haiku (3) [Jack Kerouac]

Rainy night, 
     the top leaves wave 
In the grey sky

Βροχερή βραδιά
Τα ψηλά φύλλα πάλουν
Στο γκρι ουρανό


Standing on the end 
     on top of the tree, 
The Big Dipper

Μεγάλη Άρκτος –
Πάνω στέκει στην κορφή
Του ψηλού δέντρου

Για το επόμενο, επέλεξα μια απόδοση στη φόρμα τού τάνκα διότι κάθε μου προσπάθεια να αποδοθεί τηρώντας αυστηρά τον κανόνα των 17συλλαβών, μεταφέροντας όσο πιο πιστά γινότανε την υπέροχη εικόνα τού Kerouac, αποδείχτηκε μάταιη.     

The bird’s still on top 
     of that tree, 
High above the fog

Πάνω στην κορφή
κείνου τού δέντρου
στέκει ακόμα

ένα πουλί – μεταξύ
ομίχλης και ουρανού


Πηγή: terebess.hu.

05 Νοεμβρίου 2025

The two little Outcasts [Greenland’s Eskimos]

OΙ ΔΥΟ ΜΙΚΡΟΙ ΑΠΟΚΛΗΡΟΙ

Κάποτε ζούσανε δυο μικρά αγόρια ορφανά από πατέρα και μητέρα, τα οποία πηγαίνανε καθημερινά να κυνηγήσουνε βουνοχιονόκοτες (σ.σ. βουνοχιονόκοτα: γνωστή στην Ευρώπη ως «Λαγοπόδης των Άλπεων») με μοναδικό όπλο ένα τόξο. Και όταν κυνηγούσανε βουνοχιονόκοτες οι άντρες τής περιοχής ήτανε πάντα πολύ πρόθυμοι να πάρουνε το θήραμά τους.
Μια μέρα βγήκανε για κυνήγι βουνοχιονόκοτων, όπως συνήθως, αλλά δεν υπήρχαν. Στο δρόμο τους, συναντήσανε κάτι άγριους και δύσκολους γκρεμούς, κοιτάξανε, από εκείνο το μέρος, κάτω σε μια χαράδρα και είδανε στο βάθος της κάτι που έμοιαζε με πέτρα. Κατεβήκανε προς αυτήν και όταν πλησίασαν είδανε πως επρόκειτο για ένα μικρό σπίτι. Πλησίασαν ακόμα περισσότερο και φτάσανε μπροστά του. Κατόπιν σκαρφαλώσανε στη στέγη του και όταν κοιτάξανε κάτω, από την τρύπα εξαερισμού, είδαν ένα παιδί στο πάτωμα με μια σανίδα καγιάκ και μια μαγκούρα για κουπί. Του φωνάξανε κάτω και αυτό κοίταξε ψηλά, αλλά μετά κρύφτηκαν. Όταν ξανακοίταξαν κάτω, ήταν εκεί όπως πριν, παίζοντας σαν άντρας σε καγιάκ. Το φωνάξανε για δεύτερη φορά και μετά αυτό έτρεξε να κρυφτεί. Κατόπιν μπήκανε μέσα και το βρήκανε να σιγοκλαίει και να σπρώχνει δυνατά τον εαυτό στον τοίχο.
Το ρώτησαν: «Εδώ μένεις μόνος;»
Το παιδί απάντησε: «Όχι, η μητέρα μου βγήκε νωρίς σήμερα το πρωί και τώρα είναι έξω, όπως συνήθως».
Αυτά είπαν: «Ήρθαμε να είμαστε εδώ μαζί σας επειδή είστε μόνοι».
Και όταν το είπαν αυτό, το παιδί, τόλμησε να ξεκολλήσει λίγο από τον τοίχο.
Το απόγευμα, το παιδί μπαινόβγαινε συνέχεια και, όποτε ήταν έξω, αυτά κοιτάζανε τριγύρω στο εσωτερικό τού σπιτιού, το οποίο ήτανε καλυμμένο με δέρματα αλεπούς, μπλε και άσπρα.
Τελικά το αγόρι μπήκε μέσα και είπε: «Τώρα μπορώ να τη δω, μακριά προς τα νότια».
Αυτά κοίταξαν έξω και την είδαν. Φαινότανε πολύ μεγάλη και κουβαλούσε κάτι στην πλάτη της. Πλησίασε γρήγορα πιο κοντά.
Τότε άκουσαν ένα δυνατό θόρυβο. Ήταν αυτή η γυναίκα που έριχνε κάτω το φορτίο της. Μπήκε μέσα ζεστή και κουρασμένη. Κάθισε κάτω και είπε: «Σας ευχαριστώ, ευγενικά μικρά αγόρια. Έπρεπε να το αφήσω μόνο του στο σπίτι, όπως συνήθως, αλλά τώρα μείνατε μαζί του ενώ εγώ φοβόμουνα γι' αυτό στο δρόμο μου».
Στη συνέχεια γύρισε στον γιο της και είπε: «Δεν έχουνε φάει ακόμα;»
«Όχι», είπε το παιδί και όταν το είπε αυτό, βγήκε έξω και μπήκε μέσα με αποξηραμένο κρέας αλεπούς και ταράνδου και ένα μεγάλο κομμάτι ξύγκι. Και χαρήκανε πολύ που επρόκειτο να φάνε αυτό το φαγητό. Στην αρχή δεν φάγανε καθόλου από το αποξηραμένο κρέας αλεπούς, αλλά όταν το δοκίμασαν, διαπίστωσαν ότι ήτανε πάρα πολύ νόστιμο.
Τώρα, αφού είχανε φάει και χορτάσει, κάθισαν εκεί χαρούμενοι. Τότε το παιδί ψιθύρισε κάτι στο αφτί τής μητέρας του και μετά αυτή γύρισε στα μικρά αγόρια και τους είπε: «Έχει μεγάλη επιθυμία για ένα από τα σετ βελών σας, αν δεν έχετε αντίρρηση να το δώσετε». Και του το έδωσαν.
Το βράδυ, όταν θεώρησαν ότι ήταν ώρα να ξεκουραστούν, τους έβαλαν ένα κρεβάτι κάτω από το παράθυρο, και όταν έγινε αυτό, η γυναίκα είπε: «Κοιμηθείτε τώρα και μην φοβάστε τίποτα κακό».
Κοιμηθήκανε για πολλές ώρες  και όταν ξύπνησαν, η γυναίκα ήταν ήδη ξύπνια από πολύ ώρα πριν.
Και όταν ξεκινήσανε να γυρίσουνε σπίτι τους, τους πλήρωσε για τα βέλη τους με όσο κρέας μπορούσανε να κουβαλήσουν. Και καθώς φεύγανε τούς είπε: «Φροντίστε να μην αφήσετε κανέναν άλλο να έρθει να πουλήσει βέλη».
Στο μεταξύ, οι άνθρωποι τού χωριού είχαν αρχίσει να φοβούνται για αυτά τα δύο μικρά αγόρια, επειδή δεν είχανε γυρίσει σπίτι. Όταν τελικά εμφανιστήκανε, το βράδυ, πολλοί βγήκανε να τα προϋπαντήσουν. Και ήταν ένα μεγάλο φορτίο που έπρεπε να κουβαλήσουν.
«Πού ήσασταν;» ρώτησαν.
«Ήμασταν σ’ ένα σπίτι με κάποιον που δεν ήτανε πραγματικός άντρας».
Δοκιμάσανε το φαγητό που είχανε φέρει και ήτανε πάρα πολύ νόστιμο.
«Αυτό μάς το δώσανε για πληρωμή για ένα σετ βέλη», είπαν.
«Πρέπει, επίσης, οπωσδήποτε να βγούμε έξω να πουλήσουμε βέλη», είπαν οι άλλοι.
Αλλά τα δύο μικρά αγόρια τούς είπαν: «Όχι, δεν πρέπει να το κάνετε αυτό. Γιατί όταν φύγαμε, η μητέρα τού παιδιού, είπε: "Μην αφήσετε κανέναν άλλο να έρθει να πουλήσει βέλη"».
Αλλά παρόλο που τους είχε ειπωθεί αυτό, όλοι άρχισαν αμέσως να φτιάχνουνε βέλη και την επόμενη μέρα ξεκινήσανε, με τα βέλη στις πλάτες τους. Τα δύο μικρά αγόρια δεν θέλανε να πάνε, αλλά αναγκαστήκανε επειδή τα υποχρέωσαν οι άλλοι.
Τώρα, όταν φτάσανε στη χαράδρα, φαινότανε σαν το σπίτι να μην ήτανε πια εκεί. Και όταν κατέβηκαν, δεν φαινόταν ούτε μια πέτρα. Δεν μπορούσανε να δούνε τα μικρό σπίτι ούτε την αποθήκη δίπλα του ούτε τίποτα από αυτά και κανείς δεν μπορούσε πλέον να πει πού είχε πάει αυτή η γυναίκα.
Και αυτή ήταν η τελευταία φορά που βγήκανε να κυνηγήσουν βουνοχιονόκοτες.



THE TWO LITTLE OUTCASTS 

There were two little boys and they had no father and no mother, and they went out every day hunting ptarmigan, and they had never any weapons save a bow. And when they had been out hunting ptarmigan, the men of that place were always very eager to take their catch.
One day they went out hunting ptarmigan as usual, but there were none. On their way, they came to some wild and difficult cliffs. And they looked down from that place into a ravine, and saw at the bottom a thing that looked like a stone. They went down towards it, and when they came nearer, it was a little house. And they went nearer still and came right to it. They climbed up on to the roof, and when they looked down through the air hole in the roof, they saw a little boy on the floor with a cutting-board for a kayak and a stick for a paddle. They called down to him, and he looked up, but then they hid themselves. When they looked down again, he was there as before, playing at being a man in a kayak. A second time they called to him, and then he ran to hide. And they went in then, and found him, sobbing a little, and pressing himself close in against the wall.
And they asked him: "Do you live here all alone?" 
And he answered: "No, my mother went out early this morning, and she is out now, as usual." 
They said: "We have come to be here with you because you are all alone." 
And when they said this, he ventured to come out a little from the wall.
In the afternoon, the boy went out again and again and when he did so, they looked round the inside of the house, which was covered with fox skins, blue and white. 
At last the boy came in, and said: "Now I can see her, away to the south." 
They looked out and saw her, and she seemed mightily big, having something on her back. And she came quickly nearer. 
Then they heard a great noise, and that was the woman throwing down her burden. She came in hot and tired, and sat down, and said: “Thanks, kind little boys. I had to leave him alone in the house, as usual, and now you have stayed with him while I was fearing for him on my way." 
Then she turned to her son, and said: "Have they not eaten yet?" 
"No," said the boy. And when he had said that, she went out, and came in with dried flesh of fox and reindeer, and a big piece of suet. And very glad they were to eat that food. At first they did not eat any of the dried fox meat, but when they tasted it, they found it was wonderfully good to eat. 
Now when they had eaten their fill, they sat there feeling glad. And then the little boy whispered something in his mother's ear. 
"He has a great desire for one of your sets of arrows, if you would not refuse to give it." And they gave him that. 
In the evening, when they thought it was time to rest, a bed was made for them under the window, and when this was done the woman said: "Now sleep, and do not fear any evil thing." 
They slept and slept, and when they awoke, the woman had been awake a long time already. 
And when they were setting off to go home again, she paid them for their arrows with as much meat as they could carry; and when they went off, she said: "Be sure you do not let any others come selling arrows."
But in the meantime, the people of the village had begun to fear for those two boys, because they did not come home. When at last they appeared in the evening, many went out to meet them. And it was a great load they had to carry. 
"Where have you been?" they asked. 
"We have been in a house with one who was not a real man."
They tasted the food they had brought. And it was wonderfully good to eat. 
"That we were given in payment for one set of arrows," they said. 
"We must certainly go out and sell arrows, too," said the others. 
But the two told them: "No, you must not do that. For when we went away, she said: 'Do not let any others come selling arrows.'" 
But although this had been said to them, all fell to at once making arrows. And the next day they set out with the arrows on their backs. The two little boys did not desire to go, but went in despite of that, because the others ordered them. 
Now when they came to the ravine, it looked as if that house were no longer there. And when they came down, not a stone of it was to be seen. They could not see so much as the two sheds or anything of them. And no one could now tell where that woman had gone. 
And that was the last time they went out hunting ptarmigan.

Πηγή: gutenberg.org.