Υπάρχει μια βασική διαφορά μεταξύ αφενός μεν της οφθαλμαπάτης στην έρημο, όπου η έντονη διάθλαση του φωτός ευθύνεται/ προκαλεί την ψευδαίσθηση ύπαρξης λιμνών αφετέρου δε ενός φαινομένου που μας ενδιαφέρει για τις ανάγκες του παρόντος και συγκεκριμένα του μεγάλου μεγέθους της σελήνης που φαίνεται να έχει όταν αυτή ανατέλλει σχετικά με το μέγεθος που φαίνεται να έχει λίγες ώρες αργότερα εβρισκόμενη ψηλότερα από τον ορίζοντα. Ένα φαινόμενο που ιδίως όταν το φεγγάρι είναι σχεδόν ολόγιομο ή έχουμε πανσέληνο είναι πολύ έντονο. Στη δεύτερη περίπτωση δεν υπάρχει οφθαλμαπάτη αφού οι μετρήσεις, με κατάλληλα όργανα, δε δείχνουν να υπάρχει διαφορά στο μέγεθος. Μια από τις ερμηνείες που δόθηκαν είναι ότι, όταν η σελήνη βρίσκεται ψηλότερα από τον ορίζοντα, τότε, ο ανθρώπινος εγκέφαλος δε μπορεί να τη «συγκρίνει» με κάτι φαινομενικά δίπλα της, σε αντίθεση με την ανατολή της, και τη βλέπει, ή μάλλον την εντυπώνεται, ως αν μικρότερη.
Στην ταινία του Βιμ Βέντερς, «Με τα φτερά του έρωτα», οι άγγελοι βλέπουν στον υλικό κόσμο ασπρόμαυρα και μόνο με την πτώση τους σε ανθρώπους έγχρωμα. Είμαστε τόσο πολύ εξοικειωμένοι με τα χρώματα ώστε μας είναι δύσκολο να θεωρήσουμε την πραγματικότητα που υπονοείται πίσω από την ταινία αυτή και συγκεκριμένα ότι τα χρώματα δεν υπάρχουν ή μάλλον, για να το εκφράσουμε καλύτερα, ότι η ιδέα των χρωμάτων δημιουργείται στον εγκέφαλο των ανθρώπων, και μερικών ακόμα ζώων, όταν αυτός λαμβάνει το μήνυμα για το φάσμα των φωτεινών ακτινών που προσέπεσαν στο άκρο του οπτικού νεύρου, στο βυθό του ματιού.
Τα δυο προαναφερθέντα παραδείγματα, που ούτε είναι τα μόνα ούτε και αφορούν μόνον την όραση, μας δείχνουν ότι μια από τις λειτουργίες του ανθρώπινου εγκεφάλου είναι να αλλοιώνει/ να μεταπλάθει τις πληροφορίες που του μεταφέρουν οι αισθήσεις από τον κόσμο γύρω του και αυτό συμβαίνει πριν από τη συνειδητοποίηση τους και την εντύπωση τους. Η λειτουργία αυτή δε θα πρέπει να συγχέεται με το φαντασιακό αφού αυτό αναφέρεται στη δημιουργία ως μετάπλαση, εξέλιξη ή (και) σύνθεση ήδη συνειδητοποιημένων εικόνων του κόσμου.
Εκτός από τις αισθήσεις, προϊόν εκατοντάδων εκατομμυρίων χρόνων εξέλιξης που κατ’ αρχήν υπηρετούν τις δυο θεμελιώδεις ανάγκες της ζωής - της επιβίωσης και της αναπαραγωγής, στον άνθρωπο, τις λίγες δεκάδες χιλιάδες χρόνια που υπάρχει, εμφανίστηκε κι έκτοτε εξελίσσεται διαρκώς η ομιλία. Μια διαδικασία δηλαδή επικοινωνίας, αναγκαία για την ικανοποίηση της κοινωνικότητας του, στην οποία εκφέρονται ήχοι που μεταφέρουν μήνυμα. Η μεταφορά βέβαια μηνυμάτων μέσω εκφοράς ήχων είναι γενικευμένη διαδικασία στο ζωικό βασίλειο αλλά, στον άνθρωπο, έχει εξελιχθεί πολύ περισσότερο ώστε, αυτός, να μπορεί να εκφράσει πολύ περισσότερα πράγματα, συγκριτικά με τα υπόλοιπα ζώα, και στον οποίο μπορούμε σίγουρα να μιλάμε για ομιλία.
Οι εν λόγω ήχοι δεν είναι παρά συνδυασμός πρότυπων ήχων (κυρίως των λέξεων) που ανακαλούνται από τη μνήμη. Η μνήμη είναι ο χώρος στον εγκέφαλο (του ανθρώπου) όπου αποθηκεύτηκαν κυρίως κατά τη διάρκεια των δυο πρώτων δεκαετιών της ζωής του με τη δυνατότητα και ικανότητα ανάκλησης τους να εξαρτάται και από το ιστορικό χρήσης των ήχων αυτών.
Έχουμε λοιπόν ένα όν, τον άνθρωπο, στο κέντρο επικοινωνίας του με τον υπόλοιπο κόσμο και κέντρο ελέγχου των λειτουργιών του να υπάρχει μια λειτουργία αποθήκευσης/ συνειδητοποίησης (των) εικόνων του κόσμου που τον περιβάλλει κατά την οποία προηγείται της διαδικασίας απομνημόνευσης τους μια μετάπλαση τους. Μια μετάπλαση που ούτε δεδομένη για όλα τα εισερχόμενα είναι ούτε με τον ίδιο τρόπο. Ταυτόχρονα δε σε αυτό το όργανο βρίσκονται δυναμικά και όχι στατικά αποθηκευμένοι οι ήχοι/ λέξεις ως τα βασικά συστατικά της διεκπεραίωσης της επικοινωνίας του.
Η τελική μορφή ενός ποιήματος εξαρτάται από την έμφυτη φαντασιακή ικανότητα, την ποιητική φλέβα, του δημιουργού, τα γεγονότα, προϊόντα της εμπειρίας του από τον κόσμο του αισθητού, τα οποία θέλει να προσθέσει είτε ρητά είτε συμβολικά επεξεργασμένα, αλλά και την τριβή του με την ποίηση πάντα εντός της περιρρέουσας ποιητικής ατμόσφαιρας (των υφιστάμενων τάσεων έκφρασης) χωρίς να αγνοείται ότι ένας κορυφαίος ποιητής μπορεί να τη μεταβάλλει αλλάζοντας εφεξής τα δεδομένα. Πίσω, όμως, από ένα ποίημα, και ανεξάρτητα από την τελική μορφή που του δόθηκε, υπάρχει ένα κέντρο βάρους που δεν είναι παρά η αρχική στιγμιαία σύλληψη πάνω στην οποία το ποίημα αναπτύχθηκε μετά. Αυτή η αρχική σύλληψη έχει να κάνει με την πρωτότυπη εκείνη πληροφορία που πριν ακόμα συνειδητοποιηθεί από τον ποιητή, προτού δηλαδή γίνει εικόνα του κόσμου μέσα του, τον αναστάτωσε και του προκάλεσε την ανάγκη να ανακαλέσει, από το χώρο της μνήμης, λέξεις για να την πει. Εξ’ αιτίας δε του ταχύτατου και βίαιου χαρακτήρα της ανάκλησης αυτής συνήθως δεν ακολουθείται επακριβώς η κατεστημένη ετυμολογία, που ενίοτε επανακαθορίζεται, που ενδέχεται είτε να γίνεται αίτιο γέννησης λέξεων είτε συμβολισμών.
Στα προηγούμενα δεν εμπεριέχεται κάποιου είδους απόδειξη, ούτε ενδιαφέρθηκε κάτι τέτοιο, αλλά το να ισχυριστούμε ότι οι προαναφερθείσες εγκεφαλικές λειτουργίες σχετίζονται με κάποιον τρόπο φαντάζει φυσιολογικό (που είναι διάφορο του λογικό) και μας υποδεικνύει να δούμε την ποίηση ως μια ανθρώπινη δραστηριότητα η οποία δε θα έπρεπε να σχετίζεται με κάποιες περιορισμένες ομάδες ανθρώπων αν δεχθούμε ότι ο άνθρωπος, ο μη συντετριμμένος από την κυρίαρχη οικονομοκρατία, δεν αρκείται μοναχά στην ικανοποίηση των δυο βασικών αναγκών της ζωής με πρωτογενή ενστικτώδη τρόπο αδιαφορώντας για κάθε μορφή κοινωνικότητας ή έλλογης επικοινωνίας. Ούτε επίσης υπονοείται ότι κάθε ένας μας κρύβει ένα μεγάλο εν δυνάμει ποιητή, αλλά ότι η ποιητική τάση (έπρεπε να) αφορά όλους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου