ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ
1
Απ’ τη νεκρή
μήτρα της νύχτας
γεννιέται η
προαιώνια οργή του σκλάβου·
το φλογερό του
μίσος -
μεγαλειούχο.
Βαθιά, μες σε
σκοτάδι και κατάχνια.
Μέσ' από
σκοτεινές κοιλάδες
- πριν από την αυγήν
απ’ όλα τα υψώματα
απ’ όλα
τα έρημα
θαμνοτόπια α-
πό πεινασμένες
πεδιάδες
από χωριά
λασπωμένα α-
πό πόλεις
απόμερες αυλές
γιατάκια και
καλύβες
σιδηροδρομικούς
σταθμούς και σταύλους
σιταποθήκες
υποστατικά
αλευρομύλους
υφαντήρια
εργοστάσια
σε δρόμους κι ατραπούς
ψηλά α-
πό βάραθρα πλαγιές τροχάλους
πό βάραθρα πλαγιές τροχάλους
σε διάσελα και ράχες
μέσα από βουερά
θαμνοτόπια
και φθινοπωρινά
κιτρινόφυλλα δάση
μέσα μέσα πέτρες
και νερά
ρέματα φουσκωμένα
λιβάδια
περιβόλια
χωράφια
αμπέλια
στάνες
βάτα
μέσα από θερισμένα
σταροχώραφα τσουρουφλισμένα
αγκάθια
και βάλτους:
κουρελιασμένοι
λασπωμένοι
πεινασμένοι
κατάχλωμοι
κάτισχνοι από το
μόχθο
ψημένοι από την κάψα
και την παγωνιά
χοντρονούσηδες
σακάτηδες
μέσα στη βρώμα α-
κούρευτοι
ξυπόλυτοι
γιομάτοι ουλές
άξεστοι α-
δάμαστοι ορ-
δάμαστοι ορ-
γισμένοι
μανιασμένοι
- δίχως ρόδα
και τραγούδια δίχως
μουσική και νταούλια
πίπιζες και κλαρίνα
τρομπέτες βούκινα η τρομπόνια
με
κουρελιασμένους τορβάδες στην πλάτη
και στα χέρια -
αστραφτερά σπαθιά όχι
μα κοινά ραβδιά
μαγκούρες
ρόπαλα
βουκέντρες
πελέκια
κασμάδες
δικράνια
τσεκούρια
σκαλιστήρια
δρεπάνια
κ’ ηλιοτρόπια oι
χωριάτες - νιοι
και γέροι – ορ-
μούσαν από παντού
- ένα
αμολυμένο κοπάδι
από ζώα τυφλωμένα
αναρίθμητοι
εξαγριωμένοι ταύροι
-
με καλέσματα
με χλαλοή
(πίσω τους - ένας
μαύρος ουρανός πετρωμένος)
πετούσαν κατά
μπρος
δίχως τάξη α-
συγκράτητοι
τρομεροί
μεγάλοι: Ο
ΛΑΟΣ!
2
Τα υψώματα όπως
στιλβώνονταν η
νύχτα
διαλύθηκε.
Κατά τον ήλιο
τα ηλιοτρόπια
στραφήκανε!
Μισοκοιμάμενη η
αυγή
ξύπνησε από κακάρισμα
τουφεκιών.
Από τις μακρινές
ράχες -
το ένα πίσω από τ’
άλλο -
σφυρίξανε
ξεφρενιασμένα
βόλια -
μολυβένια. Οι
ελεφαντένιες
σιαγώνες
των κανονιών μουγκρίσανε...
Ένα
τρεμούλιασμα
φόβου.
Τα ηλιοτρόπια
κύλησαν
στη σκόνη.
3
Φωνή λαού:
φωνή Θεού.
Με χιλιάδες
μαχαίρια
τρυπημένος
ο λαός -
αποβλακωμένος
ταπεινωμένος
κι από ζητιάνο πιο
πένης
απομένοντας
δίχως μυαλό
δίχως νεύρα -
ξεσηκώθηκε μέσα απ’
το αγωνιώδες
σκοτάδι
της ζωής του
και
με το αίμα του: Ε-
ΛΕΥθΕΡΟΣ!
έγραψε: Κεφάλαιο
πρώτο:
ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ.
- Φωνή λαού -
- φωνή θεού -
Θεέ μου,
βοήθησε το ιερό έργο
των ροζιασμένων
μαυρισμένων
χεριών: φύσηξε
θάρρος
στη βογκούσα
καρδιά μας: ότι
δεν θέλεις
κανένας να ‘ναι σκλάβος -
κι άκου - στον
ίδιο μας τον τάφο
τ’ ορκιζόμαστε -
εμείς
θ’ αναστήσουμε
ελεύθερο
τον άνθρωπο επάνω
στην γη. Όλοι
στον θάνατό μας
προσβλέπουμε. Είθε! Ότι
πιο πέρα ανθίζει
η
Γη Χαναάν η
Γη της Αλήθειας
η υποσχεμένη
σε μας -
άνοιξη αιώνια
ζωντανών ονείρων...
Το πιστεύουμε! Το
ξέρουμε! Το λαχταρούμε!
Ο Θεός μαζί μας!
4
Σεπτέμβρη!
Σεπτέμβρη! Ω
του αίματος
της εξαγοράς
και της σφαγής
μήνα!
Το Μαγλίζ πρώτο
μετά η Στάρα
κ’ η
Νόβα Ζαγκόρα
το Τσιρπάν
το Λομ η
Φέρντιναντ η
Μπερκοβίτσα
το Σαράμπεη
τδ Μέντκοβετς
(με τον παπά Αντρέϊ)
- χωριά και πολιτείες.
5
Καί ξεσηκώθηκε o λαός
- σφυρί
κρατώντας,
καπνιά σπίθες και
στάχτες σκεπασμένος,
- δρεπάνι
κρατώντας
από την παγωνιά
και το υγρό χώμα μουδιασμένος,
γιοι και θυγατέρες
του μαύρου μόχθου
με σιωπηλήν
εγκαρτέρηση - (όχι
μεγαλοφυείς
ιδιοφυείς
νέοι
ζηλωτές
συζητητές
δημαγωγοί
έ-
πιχειρηματίες
πιχειρηματίες
αεροπόροι
σχολαστικοί
συγγραφείς
στρατηγοί
ί-
διοκτήτες
καφέ
και μπαρ
και
λεσχών μέλη
κι
άνδρες
της
Μελαίνης Φρουράς)
μα
χωριάτες
εργάτες
λαουτζίκος
ακτήμονες
αγράμματοι α-
γροίκοι - ένα
κοπάδι αγριογούρουνα:
χιλιάδες
μάζες
ο λαός:
χιλιάδες πίστεις
- μια πίστη για τη
λύτρωση του λαού,
χιλιάδες θελήσεις
- μια θέληση για
πιο φωτεινή ζωή,
χιλιάδες αγριεμένες
καρδιές
- και σε κάθε
καρδιά μια πυρκαγιά αναμμένη,
χιλιάδες
μαυρισμένα χέρια
στον κόκκινο
κύκλο του ορίζοντα
φλογερά υψώνοντα
κόκκινες
παντιέρες
που απλώνονται
ψηλά
πλατιά
πάνω από τη
συναγερμένη ε-
παναστατημένη
χώρα. Οπώρα
της ανεμικής
άγρια:
χιλιάδες –
μάζες –
ο λαός.
6
Έλαμψε πάνω
στα πατρικά βουνά
που υψώναν
τον αφαλό τους
κατά τον ουρανό
και τον αιώνιον
ήλιο,
αστραπή
βροντή
κεραυνός
χτύπησε
στην καρδιά
τη γιγαντένια ε-
κατοχρονίτικη
βαλανιδιά.
Λόφος τον λόφο α-
ντιλάλησε ως μακριά
την ηχώ
πάνω από κρέστες
και κορφές
σε μουσκεμένες
κοιλάδες
όπου στις
χαραμάδες
της πέτρας οχιές
κείτουνται
ναρκωμένες
στις ζεστές
τους κειτιές
κουλουριασμένες,
στων φιδιών τις
φωλιές
και στων δράκων τις
σπηλιές
και στων μαγισσών
τα κουφαλόδεντρα άντρα.
- Σμίξαν οι ήχοι
με την ηχώ τη μακρινή: ή-
χοι, υπόκωφη βοή
καταραχτών
χειμάρρων
φουσκονεριασμένων ποταμών
που κυλούνε
και βροντώντας μανιακά
κατρακυλούνε
στην άβυσσο.
7
Ή τραγωδία αρχίζει!
-
8
Οι πρώτοι
στο αίμα κυλήσαν.
Καταιγισμός πυρός
ανταμώθηκε με την
ορμή
της ανταρσίας.
Φρικιάσαν
τρυπημένες
οι σημαίες.
Βροντά
το βουνό. Ψηλά οι
κοντινές και μακρινές
κορυφές
σκοτείνιασαν απ’
τις πυκνές
ανθρώπινες αράδες
- σε γραμμές
σκοτεινές
πύκνωναν: οι
ταχτικοί
μισθοφόροι
στρατιώτες κ’ η χωροφυλακή
η
πάντα αγριεμένη -
καθένας τους όλο-όλο
καθένας τους όλο-όλο
γνωρίζει
πως τώρα: «Η
πατρίδα
σε κίνδυνο
βρίσκεται!» Ωραία:
Αλλά
- τι ‘ναι η Πατρίδα;
κι άγρια γαυγίζει
το
μυδραλιοβόλο...
Οι πρώτοι
στο αίμα κυλήσαν.
Πέρ’ απ’ τα μακρινά
υ-
ψώματα
βροντούσε
το πυροβολικό.
Πολιτείες
και χωριά
τρεκλίζανε
σα μεθυσμένα.
Πλαγιές
χαντάκια
και στράτες
με πτώματα ε-
στρώνονταν αι-
ματωμένα.
Με ξεθηκαρωμένα
σπαθιά τους
χωριάτες
τμήματα ιππικού
κυνηγήσαν
νικημένους
- χτυπώντας τους
αποτελειώνοντάς τους
με όλμους και μύδρους
καθώς
φεύγανε
τρομαγμένοι
κατά δω κατά κει
καταδιωγμένοι ως
στα σπίτια τους
κ’ εκεί
κάτω απ’ τα χαμηλά
πρόστεγα
κυλισμένοι
στα χώματα μ’ ένα
χτύπημα από
ματοβαμμένα
μαχαίρια μες
στις
διαπεραστικές κραυγές
αλαλιασμένων
παιδιών γυναικών
και μανάδων...
9
Ο στρατός
προχωρούσε.
Κάτω από το
κροτάλισμα των πολυβόλων
κι ο τολμηρότερος
όλων
δεν τολμούσε
να πάει πιο πέρα.
Α-
πελπισμένα
πελπισμένα
χέρια γυμνά στον
αέρα
υψώνονταν. Τρόμος
άδοξος
είχε σ’ όλα τα πρόσωπα
παγώσει –
μάτια χωρίς πόνο.
«Ο σώζων εαυτόν
σωθήτω!»
Τώρα από κάθε
δρόμο
σύνταγμα σύνταγμα
ακλουθεί
- πεζικό
κανόνια
ιππικό.
Τύμπανα σημαίνουν
την έφοδο. Ο
πανικός
πετά πιo ψηλά α-
πό τις σκισμένες
σημαίες τα φλογερά
μαστιγώματά τους
οδηγώντας.
Κ’ εκεί
μέσα στη γενική
σύγχυση σαν
τρελός
ο παπά-Άντρέϊ
επικά τολμηρός
έριχνε απανωτά
απ’
το φημισμένο
κανόνι του -
ώσπου πια
με την κραυγή:
«Στον Σατανά
θάνατος!»
και με μανία
μεγαλειώδη
γυρνώντας το
κανόνι του:
έστειλε το
στερνό του βλήμα
κατά πάνω
- στον Οίκο του θεού όπου α-
κόμ’ αντηχούσαν οι
ψαλμοί του...
Κ’ ύστερα
παρεδόθη.
«Στην κρεμάλα ο
Κόκκινος Παπάς.
Χωρίς σταυρό και χωρίς
τάφο!»
Σε τηλεγραφικό
σ
τ
ύ
λ
ο
ο
τ
ο
ν
στήσανε. Κοντά
του ο
δήμιος κι ο
λοχαγός
κ’ ετοιμασμ
έ ί.
ν ν
ο ι
τ ο
ο κ
σ
Κάτω από τον πικρό
παγωμένο ουρανόν
ο Αίμος
σκυθρώπαζε. Ο
παπάς στεκόταν όλος
ύψος,
συμπαγής μορφή
του άντρα ο-
λόκληρος
ήρεμος σα
γρανίτης –
χωρίς λύπη
χωρίς αναμνήσεις -
στο στήθος του ο
σταυρός
του Χρίστου
τα μάτια του
καρφωμένα στις κορφές
των μακρινών υψωμάτων
ή στο μέλλον...
«Σταυρωτήδες!
»Χαμηλώνετε τ’
άναντρά σας μάτια
»την ώρα του
θανάτου ε-
»νός ανθρώπου.
Πλην
»- αν ένας πεθάνει
–
»τι σημαίνει; Α-
»μήν!»
Ύστερα
σφίγγοντας τα χείλη
του έσφιξε και
γοργά
πέρασεν ο ίδιος τη
θηλιά
στον λαιμό του
και δίχως να
κοιτάξει
κατά τον ουρανόν
κρεμάστηκε
δαγκώνοντας
τη γλώσσα:
μεγαλειώδης
εξαίσιος
ασύλληπτος!
10
Το φθινόπωρον
ώρμησε μέσα απ’
άγριαν ερήμωση απ’
οδυρμούς ανεμικές
και βαθιά νύχτα.
Στα σκοτεινά υψώματα
βράζανε τα νέφη
της θύελλας -
σκοτάδι
κι αστραπές
και κρωγμοί από κοράκια
που πετούσαν -
Η ράχη της γης
ίδρωσε αίμα. Κάθε
καλύβα κάθε σπίτι
μαζεύτηκε α-
πό φόβο από τρόμο.
Ήττα.
Βροντή έσκισε
στα δυο
τον ουράνιο θόλο.
11
Τότε ήρθε η
χειρότερη απ’ τις
φρίκες
φρίκη. Μανιακά
κουρασμένη η
συναγερμική
καμπάνα
σήμανε στις
καρδιές τους
- χτύπησεν ήχησε
αντήχησε...
Η νύχτα
χαμηλά πολύ εκύλησεν
ολούθε
περίκλειστη
άφθογγη
τρομερή. Ο
Θάνατος
- αιμοδιψής
δράκος που ενεδρεύει
σε κάθε γωνιά
καταχνιασμένην –
ούρλιαζε απλώνοντας
μέσα απ’
τη νύχτα
τ’ - απέραντα
μακρά -
μαραμένα του
χέρια
για ν’ αδράξει να
σφίξει
πίσω από κάθε
τοίχο
τις καρδιές
τις περίφοβες.
Ω νύχτα ανώνυμων
μυστηρίων!
- φανερών και κρύφιων!
Πλατείες βαμμένες
άλικες. Ξεφωνητά
επιθανάτια
καταπνιγμένα σε
κομμένα
λαρύγγια. Απαίσιος
πάταγος από αλυσίδων
σούρσιμο,
γιομάτες
οι φυλακές.
Και μες στις
πολυθόρυβες αυλές
φυλακών και στρατώνων
ομοβροντίες και προσταγές,
Πόρτες
μανταλωμένες
που ξένοι
σκοτεινοί τις
βροντούνε. Ο
γιος στο κατώφλι
πεσμένος
μ’ ένα πιστόλι
στο χέρι
σκοτωμένος.
Κρεμασμένος ό
κύρης.
Βιασμένη η
αδερφή. Κι
αρπαγμένοι
από τα χωριά
χωριάτες ν’
ακολουθούνται
από στρατιώτες
ζοφερή συνοδεία
για να
τουφεκιστούνε:
Προσταγή:
Στόπ!
«Επί σκοπόν!» -
Σκανδάλες
που κροταλάν:
Κου
Κλουξ
Κλίαν -
«Πυρ!»
- Όμοβροντία.
Δέκα κορμιά
βαριά
μες στα νεκρά τα ζοφερά
πλατσούρισαν νερά
απ’
τον όχτο πεταμένα
του Μαρίτσα
και ματωμένος
κύλησε ο
λυπημένος
πατρικός ποταμός
τα νερά του.
Σε δρόμους μακρινούς
κ’ έρημους
βροντούσαν
τύμπανα καθώς
παιάνιζε η μπάντα:
«Ο Μαρίτσα,
ο ποταμός
φλοισβίζει...» -
ματωμένος...
Στα ποδοπατημένα
χωράφια τ’
αγκαθόσπαρτα όπου
θρασομανούνε
τ’ αγριόχορτα
άλικα κεφάλια απ’
τα μαχαίρια
παραμορφωμένα
κυλούνε.
Κρεμάλες
(σκιάχτρα σ’ ομίχλη
θανάσιμη) απλώνουν
τα μαύρα
μπράτσα τους. Και
το εμβατήριο
του πελεκιού πάνω
στο κόκκαλο ανελέητο
να μην παύει.
Στον ορίζοντα
πέρα
χωριά μες στις
φλόγες. Το αίμα
να χειμαρρίζει. Η
γλώσσα
των θανάσιμων
πυρσών
ιερόσυλη να γλείφει
τα ιερά πόδια
του θρόνου
του Θεού. Κνίσα
ζωντανής σάρκας.
Ψηλά
με φρίκη οι ουράνιοι
κάτοικοι φωνή
μεγάλην - ένα
ωσαννά άγριο
στον Θεόν - αφήσανε.
Το τέλος.
Έπαψε η ανεμοζάλη,
η
καταιγίδα
στέρεψεν επιτέλους:
όλη τη χώρα
σκέπασε ει-
ρήνη
και σιγή. Αι-
ματηρή
σπονδή
στους Θεούς.
12
Μήνιν άειδε Θεά
Αχιλλήος
Ο Αχιλλεύς, η κτηνώδης
δύναμη, ο
δαίμονας του
πολέμου.
Επί χρόνια και χρόνια
στρατηγός
της A.M. του
Βασιλιά
'Αγαμέμνονα. Ο
Αχιλλεύς, ο ήρως
με τα πολλά
παράσημα
και τούς σταυρούς
και τα διάσημα...
Στύλος
τάξης κ’ ειρήνης
για τον τόπο...
Μα σήμερα εμείς
δεν πιστεύουμε πια
σε ήρωες
- ξένους ή δικούς
μας.
Η Τροία
πυρπολήθηκε ερημώθει.
Χάθηκαν ο Πρίαμος
κ’ η Εκάβη.
Θριάμβευσε ο Αχιλλέας...
«Τι του ‘ναι η Εκάβη;»
Η
άγρια κτηνώδης
καρδιά του
δεν αγροικά τον θρήνο
των αλαλιασμένων
μανάδων
πάνω από ανώνυμους
τάφους
ποτισμένους μ'
αίμα
τόσο πολλούς
που δε
μετρούνται.
«Τι του ‘ναι η Εκάβη;»
Ο
Αχιλλεύς ήταν
ήρως.
Ό Αχιλλεύς ήταν
μέγας.
Θεομηνία
σταλμένη α-
πό τον Θεό.
Πλην
Ο Αχιλλεύς θα χαθεί
κάτω α-
πό την οργή και την
κατάρα.
- Χάθηκε. Η
πτώση του ήταν
αισχρή πτώση. Ο
δολοφόνος
πληρώνεται επάξια:
Ο
Αγαμέμνων σκότωσε
την Ιφιγένεια
- και χάθηκε: η
Κλυταιμνήστρα
σκότωσε τον Αγαμέμνονα
- και χάθηκε: ο
Ορέστης κ’ η 'Ηλέκτρα
σκότωσαν
την Κλυταιμνήστρα
- και χάθηκαν...
Δεν έμεινε
παρά μόνο η
μάντισσα
Κασσάνδρα
που ζει και θα
ζει
μέσ’ από τούς
αιώνες
την εκδίκηση
να ευαγγελίζεται
- κι όλα
θ’ αληθέψουν.
Των θεών
παιγνίδια,
ιδιοτροπίες, διασκεδάσεις
αναλλοίωτες.
Θείας μανίας
αειθαλής άνθηση
που ο κάθε
θάνατος
της είναι
μια φωτοβολίδα
κάθε οιμωγή
της είναι
ένα γλέντι.
Θάνατος έγκλημα
αίμα -
πλην: ως πότε;
Παντοδύναμε Δία
Γιούπιτερ
Αουρα Μάζντα
Ίντρα
Τοτ
Ρα
Γιεχωβά
Σαβαώθ:
αποκρίσου!
Μέσ' από τον καπνό
των πυρκαγιών
υψώνονται
κρούοντας τ’ αυτιά
σου
οι κραυγές των
σκοτωμένων
τα μουγκρητά
των αμέτρητων
μαρτύρων
επάνω στις πυρές.
Ποιός ξεγέλασε
την πίστη μας;
Αποκρίσου!
Δε λες τίποτα;
Δεν ξέρεις;
- Ξέρουμε εμείς!
Κοίτα:
μ’ ένα άλμα
μέσα στον Ουρανό
πηδούμε:
ΚΑΤΩ Ο ΘΕΟΣ!
- Ρίχνουμε βόμβα
στην καρδιά σου
και καταχτούμε
τον Ουρανό εξ εφόδου:
ΚΑΤΩ Ο ΘΕΟΣ!
Από τον θρόνο σου
νεκρό
σε γκρεμίζουμε
στ’ άναστρα
θωρακισμένα
βάθη
της μεγάλης αβύσσου
των κόσμων -
ΚΑΤΩ Ο ΘΕΟΣ!
Από τις άπειρα
ψηλές
ουράνιες γέφυρες
με σκοινιά και λοστούς
θα κατεβάσουμε
τον Ουρανό -
γη της ελπίδας
μας -
κάτω
στη θλιμμένη αι-
ματόλουστη
γη.
Θ' αληθέψουν
τα λόγια
ποιητών και φιλοσόφων!
- Δίχως θεό!
Δίχως Κύριο!
Ο Σεπτέμβρης Μάιος
θα γίνει, η
ζωή που ανθρώπους
σημαίνει
από τούτη τη μέρα
μ’ ατέρμονη ανάβαση
θα ’ναι
ολοένα ψηλότερα ολοένα
ψηλότερα: η γη
θα γίνει Ουρανός -
ΘΑ ΓΙΝΕΙ!
από την "Ανθολογία Βουλγαρικής Ποιήσεως" του Αρη Δικταίου (1971, εκδόσεις Δωδώνη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου