16 Ιουνίου 2012

Stevens Wallace - Prologues To What Is Possible [μετ. Γιώργος Χουλιάρας]


Πρόλογοι Στο Τι Είναι Πιθανόν


Ι


Υπήρχε μια ηρεμία του μυαλού όπως όταν είσαι μόνος σου σε βάρκα στη θάλασσα,
Μια βάρκα που προωθούν κύματα που μοιάζουν στιλπνές πλάτες κωπηλατών,
Σφίγγοντας τα κουπιά τους, λες και ήταν βέβαιοι για τον δρόμο προς τον
προορισμό τους,
Σκύβοντας προς τα εμπρός και κατόπιν όρθιοι κρατώντας τις ξύλινες λαβές,
Υγροί από το νερό και λάμποντας στην ενότητα της κίνησής τους.
Η βάρκα ήταν φτιαγμένη από πέτρες που είχαν χάσει το βάρος τους και καθώς δεν
ήταν πια βαριές
Μια ακτινοβολία μόνον είχε μείνει μέσα τους, ασυνήθιστης καταγωγής,
Έτσι ώστε εκείνος που σηκωνόταν μέσα στη βάρκα γέρνοντας και κοιτάζοντας
μπροστά του
Δεν φαινόταν για κάποιον που ταξίδευε έξω και πέρα από ό,τι είναι οικείο.
Ανήκε στην για τα πολύ ξένα αναχώρηση του σκάφους του και ήταν μέρος της,
Μέρος του κατόπτρου της φωτιάς στην πλώρη του, σύμβολό του, όποιο και αν ήταν,
Μέρος των γυάλινων, νόμιζες, τοιχωμάτων στα οποία γλιστρούσε πάνω από το
λεκιασμένο με αλάτι νερό,
Καθώς ταξίδευε μόνος του, όπως ένας άνθρωπος δελεασμένος από μια συλλαβή
χωρίς κανένα νόημα,
Μια συλλαβή για την οποία ένιωθε, με μια καθορισμένη βεβαιότητα,
Πως περιείχε το νόημα στο οποίο ήθελε να εισέλθει,
Ένα νόημα που, καθώς εισερχόταν μέσα του, θα θρυμμάτιζε τη βάρκα και θα
ηρεμούσε τους κωπηλάτες
Όπως σε ένα σημείο κεντρικής άφιξης, μια προς στιγμήν στιγμή, μεγάλη ή μικρή,
Απομακρυσμένο από κάθε ακτή, από κάθε άντρα ή γυναίκα,και χωρίς να
χρειάζεται κανέναν.


ΙΙ


Η μεταφορά ανακίνησε τον φόβο του. Το αντικείμενο με το οποίο συγκρινόταν
Ήταν αδύνατον να το αναγνωρίσει. Από αυτό ήξερε πως η ομοιότητά του εκτεινόταν
Λίγο μόνον και όχι πιο πέρα, εκτός αν μεταξύ εκείνου
Και πραγμάτων πέρα από ομοιότητα υπήρχε αυτό ή το άλλο με πρόθεση
αναγνώρισης,
Αυτό ή το άλλο μέσα στις περιφράξεις υποθέσεων
Για τις οποίες άντρες διαλογίζονταν το καλοκαίρι μισοκοιμισμένοι.
Ποιον εαυτό, λόγου χάριν, περιείχε που δεν είχε ακόμη ελευθερωθεί,
Γρυλίζοντας μέσα του να ανακαλυφθεί καθώς επεκτείνονταν οι προσοχές του,
Λες και όλα τα κληρονομημένα φώτα του είχαν ξαφνικά αυξηθεί
Από μια πρόσβαση χρώματος, μια νέα και απαρατήρητη,ελαφρά χρωματική
αντιπαράθεση,
Την πιο μικρή λάμπα, που πρόσθετε το δυνατό της τίναγμα,στο οποίο έδωσε
Ένα όνομα και προνόμιο πάνω από την κανονικότητα της κοινοτοπίας του –
Ένα τίναγμα που πρόσθετε σε αυτό που ήταν πραγματικό και στο λεξιλόγιο του,
Με τον τρόπο που κάποιο πρώτο πράγμα που έρχεται στα δέντρα του Βορρά
Προσθέτει σε αυτά ολόκληρο το λεξιλόγιο του Νότου,
Με τον τρόπο που το πρώτο μοναδικό φως στον βραδυνό ουρανό, την άνοιξη,
Δημιουργεί ένα καινούργιο σύμπαν από το τίποτε προσθέτοντας τον εαυτό του,
Με τον τρόπο που ένα βλέμμα ή ένα άγγιγμα αποκαλύπτει τα απροσδόκητα
μεγέθη του.





Prologues To What Is Possible


I


There was an ease of mind that was like being alone in a boat at sea,
A boat carried forward by waves resembling the bright backs of rowers,
Gripping their oars, as if they were sure of the way to their destination,
Bending over and pulling themselves erect on the wooden handles,
Wet with water and sparkling in the one-ness of their motion.
The boat was built of stones that had lost their weight and being
no longer heavy
Had left in them only a brilliance, of unaccustomed origin,
So that he that stood up in the boat leaning and looking before him
Did not pass like someone voyaging out of and beyond the familiar.
He belonged to the far-foreign departure of his vessel and was part of it,
Part of the speculum of fire on its prow, its symbol, whatever it was,
Part of the glass-like sides on which it glided over the salt-stained water,
As he traveled alone, like a man lured on by a syllable without
any meaning,
A syllable of which he felt, with an appointed sureness,
That it contained the meaning into which he wanted to enter,
A meaning which, as he entered it, would shatter the boat and leave
the oarsmen quiet
As at a point of central arrival, an instant moment, much or little,
Removed from any shore, from any man or woman, and needing none.


II


The metaphor stirred his fear. The object with which he was compared
Was beyond his recognizing. By this he knew that likeness of him extended
Only a little way, and not beyond, unless between himself
And things beyond resemblance there was this and that intended to be recognized,
The this and that in the enclosures of hypotheses
On which men speculated in summer when they were half asleep.
What self, for example, did he contain that had not yet been loosed,
Snarling in him for discovery as his attentions spread,
As if all his hereditary lights were suddenly increased
By an access of color, a new and unobserved, slight dithering,
The smallest lamp, which added its puissant flick, to which he gave
A name and privilege over the ordinary of his commonplace –
A flick which added to what was real and its vocabulary,
The way some first thing coming into Northern trees
Adds to them the whole vocabulary of the South,
The way the earliest single light in the evening sky, in spring,
Creates a fresh universe out of nothingness by adding itself,
The way a look or a touch reveals its unexpected magnitudes.

Δεν υπάρχουν σχόλια: