Ή Εβραία
Να κι αυτοί που ήταν παντρεμένοι
με Οβριές αισχρά ζευγαρωμένοι,
με γυναίκες της κατώτερης φυλής.
Ήταν όλοι παραστρατημένοι
Τώρα όμως με Άρειες παντρεμένοι
ξαναμπήκανε στο δρόμο της τιμής.
(Φραγκφούρτη, 1935. Είναι βράδυ. Μια γυναίκα ετοιμάζει τις βαλίτσες της. Διαλέγει τι θα πάρει μαζί της. Πότε-πότε, βγάζει κάτι μια βαλίτσα και το ξαναβάζει στη θέση του στο δωμάτιο, για να βάλει στη βαλίτσα κάτι άλλο. Για πολύ αμφιταλαντεύεται αν θα πάρει μαζί της μια μεγάλη φωτογραφία του άντρα της, που βρίσκεται πάνω στη σιφονιέρα. Τελικά αφήνει τη φωτογραφία στη θέση της. Κουράζεται να μαζεύει και κάθεται για λίγο πάνω σε μια βαλίτσα στηρίζοντας το κεφάλι στα χέρι της. Ύστερα σηκώνεται και τηλεφωνεί.)
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Εδώ Γιούντιτ Κάιτ. Γιατρέ, εσείς; Καλησπέρα. Είπα γα σας τηλεφωνήσω για να σας πω να ψάξετε να βρείτε τώρα κανέναν άλλον παρτνέρ για το μπριτζ, γιατί εγώ θα πάω ταξίδι. —Όχι, όχι για πολύ, μερικές βδομάδες. —Θα πάω στο Άμστερνταμ.
-Ναι, λένε ότι είναι πολύ ωραία την άνοιξη. —Έχω φίλους εκεί. —Όχι, φίλους, πολλούς, όσο κι αν δεν το πιστεύετε. —Πως θα παίζετε μπριτζ; —Έτσι κι αλλιώς, έχουμε βδομάδες να παίξουμε. —Φυσικά ήταν και το κρυολόγημα του Φριτς. Με τόσο κρύο δεν μπορούμε να παίξουμε μπριτζ, αυτό λέω κι εγώ. —Μα όχι, γιατρέ, γιατί; —Και η Θέκλα είχε τους γονείς της που ήρθαν να την δουν. —Ξέρω. —Γιατί να σκεφτώ κάτι τέτοιο; —Όχι, δεν είναι και τόσο ξαφνικό, μόνο που το ανέβαλλα πολύν καιρό, τώρα όμως πρέπει... Ναι, έτσι δε θα πάμε σινεμά, χαιρετισμούς στην Θέκλα. —Αν του τηλεφωνούσατε την Κυριακή; —Λοιπόν, καλή αντάμωση. —Ναι, βέβαια, ευχαρίστως! —Αντίο!
(Κλείνει και παίρνει έναν άλλο αριθμό):
Εδώ Γιούντιτ Κάιτ. Ήθελα να μιλήσω στην κυρία Σαικ. —Λόττε; Ήθελα να σου πω ένα αντίο, θα πάω ταξίδι για λίγο καιρό. —Όχι, δεν έχω τίποτα, μονάχα που χρειάζομαι λίγη αλλαγή. —Α ναι, τι 'θελα να πω, ο Φριτς έχει καλέσει τον καθηγητή, την Τρίτη το βράδυ, ίσως θα μπορούσατε να έρθετε κι εσείς, όπως σου είπα, φεύγω απόψε. —Ναι, την Τρίτη. Όχι, ήθελα μονάχα να σου πω ότι φεύγω απόψε, δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτό, σκέφτηκα ότι θα μπορούσατε να 'ρθετε κι εσείς. —Ας πούμε λοιπόν: παρ’ όλο που δε θα 'μαι εδώ, έτσι; —Το ξέρω πώς εσείς δεν είσαστε έτσι, μα ακόμα κι αν είσαστε, oι καιροί είν' ανήσυχοι κι όλος ο κόσμος προσέχει, λοιπόν θα 'ρθετε; —Αν μπορεί ο Μαξ; —Σίγουρα θα μπορεί, θα 'ναι κι ο καθηγητής εδώ, πες του το. —Τώρα πρέπει να κλείσω. Λοιπόν, αντίο!
(Κλείνει το τηλέφωνο και παίρνει ένα άλλο
νούμερο.)
Γκέρτρουντ, εσύ; Εδώ Γιούντιτ. Με συγχωρείς που σ’ ενοχλώ. —Ευχαριστώ. Ήθελα να σε ρωτήσω αν μπορείς να 'χεις στο νου σου τον Φριτς. Εγώ φεύγω για μερικούς μήνες. —Νομίζω ότι εσύ, σαν αδελφή του... Γιατί δε θέλεις; —Μα δε θα φανεί -καθόλου έτσι, τουλάχιστον όχι στον Φριτς. —Φυσικά ξέρει ότι,... δεν τα πηγαίναμε και τόσο καλά, όμως... — Τότε θα σου τηλεφωνήσει εκείνος, αν θέλεις. —Ναι, θα του το πω. —Όλα είναι περίπου εντάξει, το σπίτι είναι μόνο λίγο μεγάλο. —Η Ίντα ξέρει τι πρέπει να γίνει στο γραφείο του, ασ’ την να κάνει τη δουλειά της. —Τη βρίσκω πολύ άξια. Κι εκείνος την έχει συνηθίσει.
—Και κάτι ακόμα, σε παρακαλώ μην το παρεξηγήσεις αυτό, δεν του αρέσει να συζητάει πριν από το φαγητό, θα το θυμηθείς; Εγώ πάντα περίμενα... —Δε θα 'θελα να το συζητήσω αυτό τώρα, το τραίνο μου φεύγει σε λίγο, δεν έχω τελειώσει ακόμα τις βαλίτσες μου, ξέρεις. —Ρίχνε καμιά ματιά στα κουστούμια του, και θύμισέ του να περάσει απ’ το ράφτη, έχει παραγγείλει ένα παλτό, και φρόντισε ν’ ανάβει η σόμπα στο δωμάτιό του, κοιμάται πάντα μ’ ανοιχτό παράθυρο, και κάνει κρύο. —Όχι, δε νομίζω ότι του χρειάζεται σκληραγωγία, τώρα όμως σ’ αφήνω. —Σ’ ευχαριστώ πολύ, Γκέρτρουντ, και θα σου γράφω, —Αντίο.
(Κλείνει και παίρνει άλλον αριθμόν.)
Άννα; Εδώ Γιούντιτ, φεύγω τώρα. —Όχι, πρέπει, γίνεται όλο και πιο δύσκολο. —Πιό δύσκολο! —Ναι, όχι, ο Φριτς δε θέλει, δεν ξέρει ακόμα τίποτα, απλώς μάζεψα τα πράγματά μου. —Δεν πιστεύω. —Δεν πιστεύω πως θα πει και πολλά πράγματα. Είναι πάρα πολύ δύσκολο γι’ αυτόν, καθαρά τυπικά. —Δεν συμφωνήσαμε τίποτα γι’ αυτό. —Ποτέ δε μιλήσαμε καν γι’ αυτό, ποτέ! —Όχι δεν ήταν διαφορετικός, το αντίθετο. —Θα ‘θελα να τον κοιτάξετε λίγο, τον πρώτο καιρό. —Ναι, ιδιαίτερα την Κυριακή, και να τον πείσετε να μετακομίσει. —Το σπίτι είναι πολύ μεγάλο γι’ αυτόν. —Θα ‘θελα πολύ να σ’ αποχαιρετήσω από κοντά, όμως ξέρεις, ο θυρωρός! —Λοιπόν, αντίο, όχι, μην έρθεις στο σταθμό, σε καμιά περίπτωση! —Γεια σου και θα σου γράψω. —Σίγουρα.
(Κλείνει το τηλέφωνο και δεν παίρνει άλλον αριθμό. Έχει καπνίσει ένα τσιγάρο. Τώρα καίει το σημειωματάριο με τα τηλέφωνα. Πηγαινοέρχεται μερικές φορές. Ύστερα, αρχίζει να μιλάει. Κάνει πρόβα στο λαγίδριο που θα βγάλει στον άντρα της. Απευθύνεται σε μια ορισμένη καρέκλα.)
Ναι, λοιπόν, τώρα φεύγω, Φριτς. Ίσως να έμεινα ήδη πάρα πολύ, πρέπει να με συγχωρέσεις γι’ αυτό, αλλά...
(Σταματάει και συλλογίζεται, αρχίζει αλλιώς.)
Φριτς, δεν πρέπει να με κρατήσεις άλλο... Είναι φανερό πώς θα σε καταστρέψω, ξέρω, δεν είσαι δειλός, την αστυνομία δεν την φοβάσαι, όμως υπάρχουν και χειρότερα. Δε θα σε πάνε βέβαια εσένα σε στρατόπεδο, αλλά θα σε διώξουν απ’ την κλινική, αύριο, ή μεθαύριο, δε θα πεις τίποτα τότε, αλλά θ’ αρρωστήσεις. θέλω να σε δω να κάθεσαι στο σπίτι και να ξεφυλλίζεις περιοδικά, είναι καθαρός εγωισμός από μέρους μου, που φεύγω, και τίποτ' άλλο...
(Σταματάει πάλι. Αρχίζει ξανά απ’ την αρχή.)
Μή μου πεις πώς δεν άλλαξες, έχεις αλλάξει! Την περασμένη βδομάδα θεώρησες εντελώς αντικειμενικό ότι το ποσοστό των Εβραίων επιστημόνων δεν είναι και τόσο μεγάλο. Πάντα με την αντικειμενικότητα αρχίζετε, και γιατί μου λες συνέχεια ότι ποτέ δεν ήμουνα τόσο εθνικίστρια Εβραία, όσο τώρα. Φυσικά είμαι. Είναι κολλητικό. Ω Φριτς, τι πάθαμε!
(Σταματάει πάλι. 'Αρχίζει ξανά από την αρχή.)
Δε σου είπα πώς θέλω να φύγω, πως από πολύν καιρό θέλω να φύγω, γιατί όταν σε βλέπω, δεν μπορώ να σου μιλήσω, Φριτς. Τότε μου Φαίνονται τόσο άχρηστες oι κουβέντες! Όλα είναι προκαθορισμένα. Μα τί πάθανε; Τι θέλουνε πραγματικά: Τί κακό τους κάνω; Εγώ δεν ανακατεύτηκα ποτέ στην πολιτική. Μήπως ήμουνα με τον Ταίλμαν; Εγώ είμαι μια απ’ αυτές τις μικροαστές που έχουνε υπηρέτριες και τα λοιπά, και ξαφνικά αυτό επιτρέπεται μονάχα στις ξανθιές. Τον τελευταίο καιρό σκεφτόμουνα συχνά αυτό που μου 'πες πριν από χρόνια, πως υπάρχουνε άνθρωπος που αξίζουνε περισσότερα κι άλλοι που αξίζουνε λιγότερα πράγματα, κι έτσι άλλων δίνετε ινσουλίνη όταν έχουν ζάχαρο κι άλλων όχι. Κι αυτό το ‘βρισκα σωστο η ηλίθια! Τώρα κάνανε έναν καινούργιο διαχωρισμό αυτού του είδους, και τώρα εγώ ανήκω σ’ αυτούς που αξίζουν λιγότερα. Καλά να πάθω.
(Σταματάει ξανά. 'Αρχίζει πάλι άπ* την αρχή.)
Ναι φτιάχνω τις βαλίτσες μου. Μην παριστάνεις πως δεν το ‘χες καταλάβει τις τελευταίες μέρες. Φριτς, όλα μπορώ να τα δεχτώ, εκτός από ένα πράγμα: να μην τολμάμε να κοιταχτούμε κατάματα την τελευταία ώρα που μας μένει. Αυτό δεν πρέπει να το πετύχουνε oι ψεύτες, που κάνουν όλο τον κόσμο να λέει ψέματα. Πριν δέκα χρόνια, όταν κάποιος είχε τη γνώμη πως δεν έμοιαζα μ’ Εβραία, έλεγες αμέσως: κι όμως μοιάζει. Κι αυτό μου 'δινε χαρά. Ήτανε σαφήνεια. Γιατί ν’ αποφεύγουμε την αλήθεια τώρα; Φεύγω, γιατί αλλιώς θα σου πάρουνε τη θέση σου στην κλινική. Και γιατί δε σε χαιρετάνε πια στην κλινική και γιατί δεν κοιμάσαι πια τις νύχτες. Δε θέλω να μου πεις «μη φεύγεις». Βιάζομαι γιατί δε θέλω να σ’ ακούσω να μου πεις «φύγε». Αυτό είναι θέμα χρόνου. Ο χαρακτήρας είναι θέμα χρόνου. Κρατάει μόνο για ένα ορισμένο διάστημα, σαν ένα ζευγάρι γάντια. Υπάρχουν καλά γάντια, που κρατούν για πολύν καιρό. Αλλά όχι για πάντα. Πάντως δεν κρατάω κακία. Κι όμως, κρατάω. Γιατί να δείξω κατανόηση; Τι κακό υπάρχει στο χρώμα των μαλλιών μου, στο σχήμα της μύτης μου; Είμαι αναγκασμένη να φύγω απ’ την πόλη που γεννήθηκα, για να μη δώσουν μια μερίδα βούτυρο παραπάνω. Τί σόι άνθρωποι είσαστε, ναι κι εσύ! Βρίσκετε τη θεωρία του κβάντα απ’ τη μια, κι από την άλλη αφήνετε να σας διατάζουν μισοάγριοι να κυριεύσετε τον κόσμο, αλλά και να μη σας αφήνουν να ’χετε τη γυναίκα που θέλετε. Από τη μια τεχνητή αναπνοή, κι από την άλλη «κάθε ντουφεκιά και Ρώσος». Είσαστε ή τέρατα, ή δούλοι τεράτων. Ναι, δεν είναι λογικό από μέρους μου, αλλά σε τι βοηθάει η λογική σ’ έναν τέτοιο κόσμο; Κάθεσαι και βλέπεις τη γυναίκα σου να φεύγει, και δε λες τίποτα. Κι οι τοίχοι έχουν αυτιά, ε; Μα είναι άχρηστα, γιατί εσείς δε λέτε τίποτα! Οι μισοί στήνουν αυτί, κι οι άλλοι μισοί σωπαίνουν. Σιχαίνομαι. Κι εγώ θα ‘πρεπε να σωπαίνω. Αν σ' αγαπούσα θα ‘πρεπε να σωπαίνω! Σ’ αγαπάω πραγματικά. Δώσ' μου εκείνα τα εσώρουχα! Είναι προκλητικά, θα τα χρειαστώ. Είμαι τριανταέξη χρόνων, δεν είμαι ακόμα γριά, αλλά δε μπορώ να κάνω άλλα πειράματα. Στη χώρα που πάω, δεν πρέπει να ξανασυμβεί έτσι. Τον επόμενο άντρα που θα βρω πρέπει να μπορώ να τον κρατήσω. Και μη μου πεις πως θα στείλεις λεφτά, δεν μπορείς. Κι ούτε πρέπει να το κάνεις, σαν να ‘φευγα για τέσσερις βδομάδες. Το ξέρεις και το ξέρω. Μην πεις λοιπόν: Τέλος πάντων, δεν θα ‘ναι παρά τέσσερις βδομάδες, δίνοντας το γούνινο παλτό, που δεν θα το χρειαστώ παρά το χειμώνα. Κι ας μη μιλάμε για δυστυχία. Ας μιλάμε για ντροπή. Ω, Φριτς!
(Σταματάει, μια πόρτα άνοιγε:. Φτιάχνεται βιαστικά. Μπαίνει ο άντρα της.)
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τι κάνεις, συγυρίζεις;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Όχι.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί οι βαλίτσες;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Λέω να φύγω.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τί θα πει αυτό;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Είπαμε αρκετές φορές ότι πρέπει να φύγω για λίγο καιρό. Δεν είναι πια πολύ ωραία εδώ.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αυτά είν' ανοησίες.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Να μείνω;
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Που λες να πας;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Στο Άμστερνταμ. Απλώς για να φύγω.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μα δεν έχεις κανέναν εκεί!.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Όχι.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί δε θες να μείνεις. Σίγουρα δεν χρειάζεται να φύγεις για μένα.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Όχι.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ξέρεις πώς δεν έχω αλλάξει, το ξέρεις, Γιούντιτ;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι.
(Την Αγκαλιάζει. Στέκονται σιωπηλοί ανάμεσα στις βαλίτσες.)
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Και δεν υπάρχει κανένας άλλος λόγος που φεύγεις;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Αυτό το ξέρεις.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ίσως να μην είναι και τόσο κουτό. Χρειάζεσαι μιαν ανάσα. Εδώ είναι ασφυξία. Θα ‘ρθω να σε πάρω. Αν μείνω δυο μέρες έξω απ’ τα σύνορα, θα νιώσω αμέσως καλύτερα.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι, θα ‘πρεπε.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ. Από κάπου θα ‘ρθει η αλλαγή. Είναι σα μόλυνση. Είναι στ’ αλήθεια δυστυχία...
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Ασφαλώς. Είδες τον Σαικ;
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ναι, δηλαδή, διασταυρωθήκαμε στη σκάλα. Νομίζω ότι τελικά μετάνιωσε που μας κάνανε πέρα. Ήταν πολύ αμήχανος. Τέλος πάντων, δεν μπορούν να μας περιφρονούν για πάντα, εμάς τα τέρατα της επιστήμης. Με τομάρια χωρίς σπονδυλική στήλη, ούτε τον πόλεμό τους δεν μπορούν να κάνουν. Οι άνθρωποι δεν είναι τόσο εχθρικοί όταν τούς αντιμετωπίζεις με σθένος. Τί ώρα φεύγεις;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Στις εννέα και τέταρτο,
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Και που θα στείλω τα χρήματα;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ; Ίσως ποστ-ρεστάντ στο κεντρικό ταχυδρομείο του Άμστερνταμ.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: θα πάρω μιαν ειδική άδεια. Τι διάολο, δεν μπορώ ν’ αφήσω τη γυναίκα μου να φύγει με δέκα μάρκα το μήνα! Αηδία όλ' αυτά. Αισθάνομαι απαίσια.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Αν έρθεις να με πάρεις, θα σου κάνει καλό.
0 ΑΝΤΡΑΣ: Να διαβάσει κανείς για μια φορά και μιαν εφημερίδα που να γράφει κάτι!
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Τηλεφώνησα στην Γκέρτρουντ. Θα σε φροντίσει.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δε χρειαζότανε, για λίγες βδομάδες.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ (άρχισε ξανά να ετοιμάζει τις βαλίτσες της): Μου δίνεις το γούνινο παλτό από ‘κει;
Ο ΑΝΤΡΑΣ (της το δίνει): Τέλος πάντων, μόνο μερικές βδομάδες θα ‘ναι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου