Τι σκεφτόμουν περπατώντας στο πεζοδρόμιο
Μερικοί μας θεωρούν υποκριτές. Άλλοι είναι
πλέον επιεικείς: δειλούς μας λένε. Κι άλλοι, οι
πλέον ακόμα επιεικείς ανάμεσά τους –
ανάμεσα θέλω να πω σ’ εκείνους
που δε μας εννοούν - τυφλούς μας λένε.
Στους τελευταίους αυτούς - δε θέλω
να μιλήσω στους άλλους - απευθύνω
το λόγο μου, και «Συνάδελφοι!», λέω, σήμερα νιώθω
φοβερή τεμπελιά, κι όσο ποτέ είμαι
φιλελεύθερος. Σήμερα, έτοιμος είμαι ν’ απολέσω
έμενα αυτόν, για να βρω εσάς. Έτοιμος είμαι
σήμερα, απ’ το δικό μου πεζοδρόμιο στο δικό σας
να περάσω. Μόνο - έχετε την καλοσύνη,
τουλάχιστον, να μου δανείστε το ραβδί σας;
Φοβούμαι, στο συνωστισμό, μη και σκορπίσω
τις καλές μου διαθέσεις... Κ’ αίφνης νιώθω
πολύ εύθυμος. Απλά μόνο ξεχειλίζω,
βλέπετε, από ευτυχία. Τι ωραία, που ο κάθε δρόμος
έχει δυο πεζοδρόμια: ά-
ριστερό και δεξί. Τι ωραία, που ανάμεσά τους,
σαν γη που δεν ανήκει σε κανέναν,
περνά το κατάστρωμα με τους κυβολίθους... –
Αλήθεια, πόσο είναι ωραία! Έτσι, όσο βαδίζω
προς τα κάτω, σκέφτομαι, κι όλα είναι εν τάξει...
Μα: ο περίπατος, περίπατος είναι: αφού φτάσεις
κάπου, θα γυρίσεις πάλι πίσω, - τότε
δεξί το αριστερό σου πεζοδρόμιο
γίνεται, και το αντίθετο... Μονάχα η μέση
μένει, αμετακίνητη, αυτό που ήταν πάντα,
κι όπως πάντα - στη μέση. H καλή μέση.
Κ’ είναι αυτή - η μέση - που ανησυχεί κι αρχίζει
να προτείνει τη λύση - εν
ονόματι της ενότητας και της ειρήνης!...
Εσείς που αλληλοσπρώχνεστε στα πεζοδρόμια
κ’ επί τυφλότητι αλληλοκατηγοριέστε,
μήπως ακούτε τη φωνή της; Σας φωνάζει:
-Άνθρωποι! Καλοί μου άνθρωποι! Γοργά
να βαδίζετε, από τα πεζοδρόμια! Παρατήστε
τους μικρούς, τεφρούς κυβόλιθους! Κρυφτείτε
στους όμοιους σας ανάμεσα και περιμένε-
τε, περιμένετε ν’ αποσαφηνιστεί μια για πάντα
το αριστερό πεζοδρόμιο ποιό απ’ τα δυο ‘ναι...
Αχ, γιατί να ‘χει ο δρόμος πεζοδρόμια;
Δυο πεζοδρόμια, όπου
ο ένας μας προσπερνά τον άλλο, ευτυχισμένοι
που βαδίζουμε στο αριστερό, δυο πεζοδρόμια
όπου βαδίζουμε παράλληλα, δίχως
να συναντιόμαστε ποτέ...
Εσείς που αλληλοσπρώχνεστε στα πεζοδρόμια
θυμάστε, τάχα, πως, κάποτε, συναντήθηκαν -
έχοντας κατακλύσει, από τον έναν ως τον άλλον
τοίχο, τον φαρδύ δρόμο -, από τη μια ένα κύμα
διαδηλωτών, κι από την άλλη
της έφιππης χωροφυλακής το κύμα;
Τα κακορίζικα τα πεζοδρόμια!
Πως οπισθοχωρούσαν και κολλούσαν στα ντουβάρια!
Πως συνωθούνταν και χτυπιόντουσαν στις πόρτες!
Πως γίνονταν στενά-στενά,
πως, και τα δυο, δεξιά-δεξιά
γίνονταν, όταν, στον φαρδύ δρόμο, συναντιούνταν,
στήθος με στήθος, οι δυο, της εποχής, κατευθύνσεις...
Εσείς, που τυφλούς μας θεωρείτε,
πείτε μας, πείτε μας, αλήθεια: πρέπει
να συναντηθούν, άραγε, στήθος με στήθος,
οι δυο κατευθύνσεις - για να συναντηθούμε
κ’ εμείς - ώμο τον ώμο, ελπίζω.
Ώμο τον ώμο, βέβαια...
Αχ, γιατί κι ο δρόμος μας να ‘χει πεζοδρόμια;
Δυο πεζοδρόμια
που ανάμεσά τους διαβαίνει και ξαναδιαβαίνει
ο χρόνος, και για μας και για τη συνάντησή μας
καθορισμένος... Αυτά σκεφτόμουν,
κάνοντας τον περίπατό μου. Τέτοια
συλλογιζόμουν και δεν ήμουν εύθυμος καθόλου...
από την "Ανθολογία Βουλγαρικής Ποιήσεως" του Αρη Δικταίου (1971, εκδόσεις Δωδώνη)
Μερικοί μας θεωρούν υποκριτές. Άλλοι είναι
πλέον επιεικείς: δειλούς μας λένε. Κι άλλοι, οι
πλέον ακόμα επιεικείς ανάμεσά τους –
ανάμεσα θέλω να πω σ’ εκείνους
που δε μας εννοούν - τυφλούς μας λένε.
Στους τελευταίους αυτούς - δε θέλω
να μιλήσω στους άλλους - απευθύνω
το λόγο μου, και «Συνάδελφοι!», λέω, σήμερα νιώθω
φοβερή τεμπελιά, κι όσο ποτέ είμαι
φιλελεύθερος. Σήμερα, έτοιμος είμαι ν’ απολέσω
έμενα αυτόν, για να βρω εσάς. Έτοιμος είμαι
σήμερα, απ’ το δικό μου πεζοδρόμιο στο δικό σας
να περάσω. Μόνο - έχετε την καλοσύνη,
τουλάχιστον, να μου δανείστε το ραβδί σας;
Φοβούμαι, στο συνωστισμό, μη και σκορπίσω
τις καλές μου διαθέσεις... Κ’ αίφνης νιώθω
πολύ εύθυμος. Απλά μόνο ξεχειλίζω,
βλέπετε, από ευτυχία. Τι ωραία, που ο κάθε δρόμος
έχει δυο πεζοδρόμια: ά-
ριστερό και δεξί. Τι ωραία, που ανάμεσά τους,
σαν γη που δεν ανήκει σε κανέναν,
περνά το κατάστρωμα με τους κυβολίθους... –
Αλήθεια, πόσο είναι ωραία! Έτσι, όσο βαδίζω
προς τα κάτω, σκέφτομαι, κι όλα είναι εν τάξει...
Μα: ο περίπατος, περίπατος είναι: αφού φτάσεις
κάπου, θα γυρίσεις πάλι πίσω, - τότε
δεξί το αριστερό σου πεζοδρόμιο
γίνεται, και το αντίθετο... Μονάχα η μέση
μένει, αμετακίνητη, αυτό που ήταν πάντα,
κι όπως πάντα - στη μέση. H καλή μέση.
Κ’ είναι αυτή - η μέση - που ανησυχεί κι αρχίζει
να προτείνει τη λύση - εν
ονόματι της ενότητας και της ειρήνης!...
Εσείς που αλληλοσπρώχνεστε στα πεζοδρόμια
κ’ επί τυφλότητι αλληλοκατηγοριέστε,
μήπως ακούτε τη φωνή της; Σας φωνάζει:
-Άνθρωποι! Καλοί μου άνθρωποι! Γοργά
να βαδίζετε, από τα πεζοδρόμια! Παρατήστε
τους μικρούς, τεφρούς κυβόλιθους! Κρυφτείτε
στους όμοιους σας ανάμεσα και περιμένε-
τε, περιμένετε ν’ αποσαφηνιστεί μια για πάντα
το αριστερό πεζοδρόμιο ποιό απ’ τα δυο ‘ναι...
Αχ, γιατί να ‘χει ο δρόμος πεζοδρόμια;
Δυο πεζοδρόμια, όπου
ο ένας μας προσπερνά τον άλλο, ευτυχισμένοι
που βαδίζουμε στο αριστερό, δυο πεζοδρόμια
όπου βαδίζουμε παράλληλα, δίχως
να συναντιόμαστε ποτέ...
Εσείς που αλληλοσπρώχνεστε στα πεζοδρόμια
θυμάστε, τάχα, πως, κάποτε, συναντήθηκαν -
έχοντας κατακλύσει, από τον έναν ως τον άλλον
τοίχο, τον φαρδύ δρόμο -, από τη μια ένα κύμα
διαδηλωτών, κι από την άλλη
της έφιππης χωροφυλακής το κύμα;
Τα κακορίζικα τα πεζοδρόμια!
Πως οπισθοχωρούσαν και κολλούσαν στα ντουβάρια!
Πως συνωθούνταν και χτυπιόντουσαν στις πόρτες!
Πως γίνονταν στενά-στενά,
πως, και τα δυο, δεξιά-δεξιά
γίνονταν, όταν, στον φαρδύ δρόμο, συναντιούνταν,
στήθος με στήθος, οι δυο, της εποχής, κατευθύνσεις...
Εσείς, που τυφλούς μας θεωρείτε,
πείτε μας, πείτε μας, αλήθεια: πρέπει
να συναντηθούν, άραγε, στήθος με στήθος,
οι δυο κατευθύνσεις - για να συναντηθούμε
κ’ εμείς - ώμο τον ώμο, ελπίζω.
Ώμο τον ώμο, βέβαια...
Αχ, γιατί κι ο δρόμος μας να ‘χει πεζοδρόμια;
Δυο πεζοδρόμια
που ανάμεσά τους διαβαίνει και ξαναδιαβαίνει
ο χρόνος, και για μας και για τη συνάντησή μας
καθορισμένος... Αυτά σκεφτόμουν,
κάνοντας τον περίπατό μου. Τέτοια
συλλογιζόμουν και δεν ήμουν εύθυμος καθόλου...
από την "Ανθολογία Βουλγαρικής Ποιήσεως" του Αρη Δικταίου (1971, εκδόσεις Δωδώνη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου