Απόσπασμα από το δοκίμιο «Η γυναίκα και η νέα φυλή», του 1920 της Margaret Sanger.
«Οι μετανάστες ή τα παιδιά τους συνιστούν την πλειοψηφία των εργατών που απασχολούνται σε πολλές από τις βιομηχανίες μας. «Επτά στους δέκα απ΄ αυτούς που εργάζονται στα εργοστάσια σιδήρου και ατσαλιού προέρχονται από αυτήν ακριβώς την τάξη», σημειώνει το Εθνικό Γεωγραφικό Ένθετο (Φεβρουάριος του 1917), «επτά στους δέκα από τους ανθρακωρύχους ανήκουν σε αυτήν. Τρεις στους τέσσερις εργάτες απ΄ όσους απασχολούνται στον τομέα της συσκευασίας γεννήθηκαν στο εξωτερικό ή είναι παιδιά μεταναστών. Τέσσερις στους πέντε που απασχολούνται στον τομέα υφάσματος, επτά στους οχτώ από όσους απασχολούνται στις βαμβακοβιομηχανίες, εννέα στους δέκα απ΄ όσους εργάζονται στην επεξεργασία πετρελαιοειδών και δεκαεννέα στους είκοσι απ΄ όσους συμμετέχουν στη διαδικασία παραγωγής ζάχαρης είναι μετανάστες ή παιδιά μεταναστών.» Ανάλογα, υψηλά ποσοστά παρατηρούνται και στους τομείς του έτοιμου ενδύματος, στους σιδηροδρόμους και τις δημόσιες, κατασκευαστικές επιχειρήσεις των λιγότερο εξειδικευμένων εργατών, καθώς και σε έναν ικανό αριθμό άλλων επαγγελματικών δραστηριοτήτων.
Είναι γεγονός πως αυτοί οι ξένοι που κατακλύζουν σε ορδές τη χώρα μεταφέρουν παράλληλα μια καθολική άγνοια γύρω από τους κανόνες υγιεινής και το σύγχρονο τρόπο διαβίωσης, ενώ ταυτόχρονα δεσμεύονται από θρησκευτικές προλήψεις. Όμως φέρνουν ακόμη μες στις καρδιές τους την επιθυμία για ελευθερία απ΄ όλες τις μορφές τυραννίας που δοκιμάζουν πολλά μέρη του κόσμου. Δεν θα βρίσκονταν εδώ αν δεν χαρακτηρίζονταν από μια βαθιά αίσθηση πρωτοπορίας. Διαθέτουν την απλή και στέρεη πίστη πως στην Αμερική θα βρουν επιτέλους την ισότητα, την ελευθερία, την ευκαιρία για μια αξιοπρεπή διαβίωση. Αυτά τ΄ ανθρώπινα κύτταρα μεταφέρουν την πιο σπουδαία δυναμική ενός παλιού, για μας πια, πολιτισμού. Προέρχονται από χώρες με πλούσια παράδοση στο θάρρος, την τέχνη, τη μουσική, τη φιλοσοφία και την επιστήμη. Οι ίδιοι οι Αμερικάνοι δεν μπορούν να θεωρηθούν καλλιεργημένοι αν δεν επισκεφτούν αυτές τις χώρες αποκτώντας πρόσβαση στους θησαυρούς αυτών των εθνοτήτων. Ο μετανάστης φέρνει στις ακτές μας όλες αυτές τις πιθανότητες. Όμως υπάρχει ακόμη η ευκαιρία να γεννηθούν οι σπουδαίες αξίες της παλιάς εποχής μες στον Νέο Πολιτισμό;
Ας αναλογιστούμε τις ευκαιρίες που παραχωρούμε σ΄ αυτούς τους ανθρώπους προκειμένου να εμπλουτίσουν τον πολιτισμό μας. Τους έχουμε αποδώσει όλη την άγνοια του κόσμου, τους κλωτσάμε, τους χτυπάμε, τους φωνάζουμε. Οι βιομηχανίες μας εκμεταλλεύονται την ανάγκη τους, απασχολώντας τους με μισθούς πείνας. Τους έχουμε αναθρέψει στις πιο άθλιες συνθήκες, για να νοσήσουν, να αποτελέσουν περιθώριο, να πεθάνουν. Τους μεταχειριζόμαστε, όπως τα κουνέλια, δίνοντάς τους την ευκαιρία να πολλαπλασιάζουν τον αριθμό και τη δυστυχία τους. Αντί λοιπόν να μιλούμε για την αμερικανοποίησή τους, ας παραδεχτούμε καλύτερα πως τους αποκτηνώνουμε. Η μόνη ελευθερία που τους παραχωρούμε είναι εκείνη που θα καταστήσει τις αλυσίδες τους βαρύτερες, ασφαλέστερες για μας. Ποια ελπίδα υπάρχει λοιπόν για τη φυλετική πρόοδο αυτού του ανθρώπινου υλικού; Ενός υλικού που «απολαμβάνει» την πιο απρόσεκτη και σκληρή μεταχείριση, μια διαχείριση χειρότερη και από εκείνη του κατώτερου, βιομηχανικού υλικού.»
Ετούτο το απόσπασμα από το δοκίμιο του 1920 της σπουδαίας Αμερικανίδας Μάργκαρετ Σάνγκερ επιβεβαιώνει την υποψία ενός φόβου. Μιας τάσης που με κάθε τρόπο αποκαλύπτεται μες στην ιστορική πορεία του δυτικού πολιτισμού. Η χώρα της ευκαιρίας θα γίνει ο εφιάλτης για πολλούς απ΄ όσους καταφτάνουν εκεί, με την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής. Η ιλιγγιώδης Αμερική της πρωτοπορίας και του διαρκώς, μεταβαλλόμενου, πολιτισμικού υλικού δεν θα αποτελέσει ποτέ τη φιλόξενη γη των κυνηγημένων. Η σύγχρονη Μέκκα του πολιτισμού θα μετασχηματίσει τα πολυφωνικά, πολιτισμικά στοιχεία, τα οποία εισάγονται αθρόα μες στα όρια της αμερικανικής κοινωνίας, αφήνοντας λιγοστές μόνο ευκαιρίες για την ενσωμάτωση του μεταναστευτικού δυναμικού στο δυτικό τρόπο ζωής. Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης, οι διαρκείς «γκετοποιήσεις» ολόκληρων περιοχών που διαμορφώνουν το σημερινό περιθώριο θα αποτελέσουν τα βασικά χαρακτηριστικά της αμερικανικής υποδοχής. Οι επόμενες γενιές μεταναστών θα διαμορφώσουν μια ολότελα αντιαμερικανική συνείδηση. Η εκδήλωση αντικοινωνικών συμπεριφορών μες στο σύγχρονο, αμερικανικό περιθώριο αντλεί την καταγωγή της από μια παλιά, σκληρή εποχή. Μια εποχή που στοίχισε στην Αμερική μια ευλογημένη αλλά και επικίνδυνη ανομοιογένεια. Ικανή να αποδώσει σπουδαία, πολιτιστικά αποτελέσματα, αλλά και βασική αφορμή για μια ταραγμένη και αδιαμόρφωτη και αντιφατική αυτοσυνείδηση, όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο Τζον Ντος Πάσος στη δοκιμιακού χαρακτήρα, αμερικανική τριλογία.
Οι διαπιστώσεις αυτές ερμηνεύουν κατά πολύ τη σύγχρονη Αμερική. Συνιστούν άσβηστα χνάρια για όλα εκείνα τα στοιχεία που τελικά η αμερικανική κοινωνία οικειοποιήθηκε, μα και για τ΄ άλλα, εκείνα που αποτέλεσαν διαχρονικά ένα σπουδαία, αλλά περιθωριακό υλικό στην πρόσληψή του. Η Αμερική των εθνικών μειονοτήτων, των απελπισμένων παιδιών του Χάρλεμ και του σκληρού Μανχάταν οφείλει να ευλογεί τις σπασμωδικές φωνές όσων ήρθαν πέρα απ΄ τη θάλασσα ή σκαρφάλωσαν για πάντα, κόντρα σ΄ ανέμους και δικτατορίες τις λατινικές κορυφές. Ποιητές και ζωγράφοι, μεταρρυθμιστές κατ΄ ουσίαν της τέχνης και της συλλογιστικής, Ευρωπαίοι ολότελα κατεστραμμένοι από τη μανία του πολέμου. Όλοι αυτοί θα συμβάλλον αποφασιστικά στον εμπλουτισμό της αμερικανικής σκέψης και ακόμη, στην περίπτωση των μεταναστών από τη λατινική Αμερική, στην επιδίωξη της αποκατάστασης της ενότητας μιας ολόκληρης ηπείρου. Το ίδιο, αυτό περιθώριο θ΄ αποτελέσει στα χρόνια που θ΄ ακολουθήσουν μια κιβωτό αναμόρφωσης του αμερικανικού, πολιτιστικού υλικού. Ο Ρεϊνάλντο Αρένας, πολιτικός, αυτοβιογραφικός, εκφραστής ενός δοκιμαζόμενου κόσμου, ο Έλληνας Νικόλαος Κάλλας, κοινωνός της υπερρεαλιστικής τάσης στο δυτικό κόσμο, οι σπουδαίοι, Αφροαμερικάνοι καλλιτέχνες που στόχευσαν αδιάκοπα στην ανάδειξη της ρίζας και του χαμένου ονείρου δεν αποτελούν παρά μάρτυρες των κοινωνικών περιθωρίων, λαμπρές στιγμές μες στην αμερικανική, καλλιτεχνική ιστορία, κραυγές που έστρεψαν οριστικά την αμερικανική διανόηση στο δανεισμό εκείνων των στοιχείων που θα μπορούσαν να συμπληρώσουν την απαίτηση για μια τέχνη βαθιά ανθρώπινη, κοινή, ανταποκρινόμενη στην κοινωνία, τη φύση και τους ανθρώπους της. Η Αμερική που επιτέλους αναγνωρίζει το τέλος του μεροβίγγειου μύθου και στρέφει το βλέμμα της λυτρωμένη στ΄ αποκλεισμένα παιδιά της. Ο Ντος Πάσος, καθορίζοντας την Αμερική των πρώτων δεκαετιών του περασμένου αιώνα, προφητεύει πως μες στην ανθρώπινη λαλιά, στη γλώσσα και το σφυγμό, την ατμόσφαιρα την ίδια, στο βαθύ και ακέραιο, λαϊκό αίσθημα όλων των εθνικών συνιστώσεων ενυπάρχει η γνήσια και ευλογημένη Αμερική της Διακήρυξης. Η Αμερική δεν θα αποστρέψει ποτέ το πρόσωπό της απ΄ το θρυλικό και σιωπηρό κοιμητήριο του Άρλιγκτον. Όμως θ΄ αποδεχτεί κάποτε μια ταυτότητα λιγότερο μοναχική. Μια έμμεση αναγνώριση όλων εκείνων των χαρακτηριστικών που συμπληρώνουν τον ιστορικό κύκλο της αμερικανικής εμπειρίας. Η Νέα Αμερική που αναγνωρίζει πια την αίσθηση της χίμαιρας, μια έκτη αίσθηση, προικισμένη με τα σύμβολα, τις αρχές και τις οδύνες μιας ασύμμετρης, πολυσυλλεκτικής και γι΄ αυτό καταδικασμένης κοινωνίας να διεκδικεί την πρωτοπορία. Σε μια εποχή εγχώριας αναταραχής γύρω από τους μετανάστες και το μέλλον τους στην Ελλάδα της κρίσης, η ανάδειξη του ανανεωτικού ρυθμού με τον οποίο προικίστηκε η αμερικανική ζωή θα μπορούσε να σταθεί υλικό αισιοδοξίας και συνύπαρξης, μια δύναμη ακατάβλητη, ικανή να ακυρώσει τις εποχιακές, πολιτικές παραφωνίες.
Αυτή η Αμερική πορεύεται πάντα με τις αγωνίες και τα οράματα των παιδιών απ΄ τους δρόμους της Αβάνας και του Μαριέλ. Αναγνωρίζει στα σκληρά πρόσωπα των γυναικών του ναρκωμένου Μεξικού, όλον εκείνο το φόβο και την απελπισία της ερήμου. Φορτία απ΄ την Κίνα, το Βιετνάμ, το Ελ Σαλβαδόρ, την Μπραζίλια, τη Δομινικανή Δημοκρατία ριζωμένα στα σπίτια και τις αριθμημένες λεωφόρους της Νέας Υόρκης. Σ΄ αυτήν την πόλη συνωστίζονται ποσότητες ζωντανές, εκείνο δηλαδή το υλικό που πρέπει να συλληφθεί, όταν μιλούμε για το πολυφωνικό μυθιστόρημα της Αμερικής. Ετούτος ο κόσμος είναι φτιαγμένος από νησιά, ανθρώπους που διέσωσαν για πάντα τη φύση των πραγμάτων, τις μελωδίες της πατρίδας, τη σκιά των ονομάτων και τη βαθιά της πίστη. Ετούτος ο κόσμος, ο αμερικανικός δεν είναι άλλο από το προαύλιο των τρελών, όπως ζωγραφίστηκε από τον Ισπανό Γκόγια, μια επιβεβαίωση της ασήμαντης παρουσίας του ανθρώπου που αποκτά κάποτε μυθικές διαστάσεις, όπως μας εμπιστεύτηκε ο ύστερος, εφιαλτικός Μπείκον. Η Αμερική του αιώνα που ολοκληρώθηκε αποδέχτηκε για πάντα πως η πρωτοπορία της βασίζεται σε κάτι περισσότερο από τη σημαία, την ευημερία και την ασφάλεια. Στηρίζεται πια σ΄ ένα μεγάλο ποσοστό στη δημιουργία, σε μια άλλη, στέρεα και αντικειμενική μετάφραση του αμερικανικού κόσμου, του δοσμένου στην καθ΄ ημέραν θρησκεία της εξέλιξης και των αιώνων.
Μιγκέλ Πινιέρο. Ο Παράνομος.
Ανάμεσα σ΄ εκείνους που μετέφρασαν την Αμερική του δεύτερου μισού του περασμένου αιώνα και κατέγραψαν με σαφήνεια την εθνική τους προέλευση, ανάμεσα σ΄ εκείνους που διαμόρφωσαν για πάντα την πολυφωνική Αμερική, είναι ο Μιγκέλ Πινιέρο, ο απροσδόκητα πετυχημένος νεαρός από το Πουέρτο Ρίκο. Ο εμπνευστής του πρώτου λατινοαμερικάνικου καφέ ποιητών στην Νέα Υόρκη, ο τέως καταδικασμένος για ένοπλη ληστεία, ο συγγραφέας του Short Eyes που μετέφερε στην κοινή γνώμη τη σκληρή και αδυσώπητη ηθική των ποινικών, συνιστά σήμερα μία απ΄ τις πιο σημαίνουσες μορφές της πειραματικής, καλλιτεχνικής σκηνής. Ο Μιγκέλ Πινιέρο, επαναστατικός, εξομολογητικός, αυτοκαταστροφικός και συνειδητός θιασώτης του αμερικανικού περιθωρίου κατέθεσε την κραυγή του μες στην εξελικτική ατμόσφαιρα της Νέας Υόρκης. Αν ο Μπόρχες αποδίδει στον Έζρα Πάουντ τ΄ απόφωνα ολόκληρων εποχών, απ΄ την πυραμίδα ως τη Σφίγγα και τον καινούριο, κολομβιανό κόσμο, τότε ο Πινιέρο αναπαράγει τον παλμό ανάμεσα στο δοξαστικό πανηγύρι του 20ου αιώνα και την οριστική εξέγερση ενός κάποτε ηθικού κόσμου, δοσμένου πια απόλυτα στα βογγητά και τον τρόμο μιας καθαρά, ψυχικής νύχτας.
Ο Ρόμπερ Μάρκεζ, στην Επιθεώρηση των Πορτορικανών Ποιητών, δημοσιευμένη το 2007, σημειώνει. «Ο Μιγκέλ Πινιέρο υπήρξε η διασημότερη και ίσως η πλέον αναγνωρίσιμη μορφή της καλλιτεχνικής, πορτορικανής κοινότητας. Υπήρξε εκφραστής του πορτορικανού, μεταναστευτικού στοιχείου, συγγραφέας, ποιητής και ηθοποιός. Η μορφή του Πινιέρο υπήρξε το αντικείμενο του φιλμ που γυρίστηκε από τον Λεόν Ικάσο, επικεντρωμένο στο συγγραφέα του Short Eyes, του θεατρικού έργου που με τόσο πρωτοποριακό και ειλικρινή τρόπο, παρουσίασε τη ζωή, τον κώδικα και την ηθική των ποινικών. Γεννημένος στο Γουράμπο του Πουέρτο Ρίκο και μεγαλωμένος στο ανατολικό τμήμα της Νέας Υόρκης, υπήρξε ένας αντικοινωνικός έφηβος. Ο Πινιέρο ξεκίνησε την εκπληκτική, συγγραφική του καρριέρα την περίοδο κατά την οποία εξέτειε την ποινή του στις σκληρές φυλακές του Σινγκ Σινγκ, καταδικασμένος για ένοπλη ληστεία. Ο Μιγκέλ Πινιέρο αποτέλεσε την προσωποποίηση του Λατινοαμερικάνου, περιθωριακού καλλιτέχνη μ΄ ένα σπουδαίο ταλέντο και μια φυσική, επαναλαμβανόμενη ροπή προς την αυτοκαταστροφή. The Sun Always Shines for the Cool, Midnight Moon at the Greasy Spoon, Eulogy for a Small Time Thief, είναι μερικά από τα έργα που δημοσιεύτηκαν σχεδόν ταυτόχρονα μετά το 1984. Έργα που ακολούθησαν την ασύλληπτη επιτυχία του Short Eyes. Αυτοπροσδιορίστηκε ως «αυτοκαταστροφικός, πρόβλημα για τούτη τη γη, φιλόσοφος της εγκληματικής σκέψης, αγωνιστής των δρόμων, ένας άνθρωπος για τον οποίο οι προστάτες, οι πόρνες, οι τοξικομανείς, οι ταπεινοί έμποροι, οι φονιάδες και οι διωγμένοι στάθηκαν το αγαπημένο υλικό. Ένα υλικό που τον γοήτευσε με την αδυναμία και την ανικανότητά του να σταθεί ακέραιο και δυνατό μες στο σώμα της κοινωνίας. Είναι μες σε αυτήν ακριβώς την ατμόσφαιρα και σ΄ αυτό το πανόραμα ζωής και ιδεών που θα πρέπει κανείς να αντικρίσει τη μόνη, δημοσιευμένη ποιητική συλλογή του Πινιέρο. Με τον τίτλο «La Bodega sold dreams» ο Πινιέρο αναγάγει την εμβληματική εικόνα ενός παντοπωλείου, ως διαχρονικό σύμβολο της αποπλάνησης, του παραλογισμού, των δαντικών σχεδόν σκηνογραφιών, του μοντέρνου καπιταλισμού όπως εξελίχθηκε μες στην αμερικανική κοινωνία. Το νησί των αγνών, τροπικών χωριών και της αγροτικής ζωής αναδύεται ως μια αρχετυπική εικόνα του Πουέρτο Ρίκο. Πάντα μέσα απ΄ την ατμόσφαιρα και τις συνθήκες του Μανχάταν του 1980.»
«Δεν θέλω να θαφτώ στο Πουέρτο Ρίκο,
Δεν θέλω ν΄ αναπαυθώ στο αχανές, ήσυχο κοιμητήριο του νησιού.
Θέλω να βρίσκομαι πάντα δίπλα στο θάνατο του μαχαιριού,
Ο θάνατος της σφαίρας και οι χαρτοπαικτικές νύχτες,
Εκεί που πρωτοκλαίει η καινούρια ζωή.
Λοιπόν, σας εκλιπαρώ,
Όταν πεθάνω μην με πάρετε μακριά,
Αφήστε με εδώ,
Σκορπίστε τις στάχτες μου
Στον άνεμο της ταπεινής, ανατολικής πλευράς. («Lower East Side», Piniero)
[...] Μπορώ άραγε να θυμηθώ,
Όσα ποτέ δεν άκουσα;
Μπορώ αλήθεια να θυμηθώ,
Όσα ποτέ δεν έχω αντικρίσει;
Μπορώ να θυμηθώ,
Ό,τι ποτέ δεν απέκτησα;
Εκείνο που ποτέ δεν υπήρξα;
Θέλω στ΄ αλήθεια να θυμηθώ,
Αυτό που ποτέ δεν υπήρξα. («This is not the place I was born», Piniero)
Ο Nicolas Kanelos, στην εργασία του για τον Μιγκέλ Πινιέρο επιβεβαιώνει τον αντισυμβατικό τρόπο ζωής του. Παράλληλα επισημαίνει τον πολιτικό και κοινωνικό χαρακτήρα με τον οποίο προικίζεται το ποιητικό του έργο, επιβεβαιώνοντας τη βαθιά συναίσθηση με την οποία πλησίασε, όχι μόνο τους ομοεθνείς του αλλά και ολόκληρο εκείνο το πλήθος που ζει, εξελίσσεται και τελειώνει μες στο σύγχρονο, καπιταλιστικό κόσμο των αμερικανικών μεγαλουπόλεων. Ο συγγραφέας του «Outlaw», σημειώνει σχετικά. «Ειδικός και θιασώτης κάθε είδους ναρκωτικού και σεξουαλικής παρέκκλισης, ο Πινιέρο, αυτοδίδακτος, τοξικομανής, κάποιος που έχει διαπράξει κάθε είδους αμάρτημα, υψώνεται από το εθνικό του περιθώριο για να ξεσκεπάσει την υποκρισία του κυρίως, κοινωνικού ρεύματος, να επιτεθεί στο σύγχρονο καπιταλισμό και τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, τάσεις εξίσου υπεύθυνες για τα περιθωριακά μορφώματα, όπως εκείνο των Πορτορικανών μεταναστών.Τα ποιήματα του Πινιέρο προορίζονταν πάντα για τις γειτονιές, τους ανθρώπους τους, ικανά να ερμηνεύσουν τους δεσμούς ανάμεσα στον καπιταλισμό, το ρατσισμό και την εργασιακή εκμετάλλευση. Για τον ασυνήθιστο Πινιέρο ο Θεός ευθύνεται για ολόκληρη την ασχήμια του κόσμου. Ο Θεός είναι ο πιο σπουδαίος καπιταλιστής και ένας αρχι- υποκριτής. Στη βασική μεταφορά της ποιητικής συλλογής, για την οποία ήδη πραγματοποιήσαμε μια αναφορά, ο Θεός είναι ο μεγάλος bodega, εκείνος που ευλογεί την πώληση κάθε αγαθού, εκείνος που ευλογεί τους εμπόρους και τις πρακτικές τους. Εκείνος που εμπορεύεται τις ουσίες και τη σάρκα είναι ο μεγάλος καπιταλιστής Θεός. Ο Πινιέρο στο μεταίχμιο δύο κόσμων, δυο αυτοτελών, πολιτιστικών σωμάτων, αναπτύσσει μια καινούρια γλώσσα, μια καινούρια ζωή, μια νέα τέχνη. Δεν επέμεινε σε μια λαογραφική ποίηση του Πουέρτο Ρίκο, αλλά παρέμεινε επίκαιρος, ανταποκρινόμενος στην ουσία και τη δυναμική της ποπ κουλτούρας, προσπαθώντας να εισάγει κάθε καλλιτεχνική τάση και κάθε ρεύμα μες στο ποιητικό του σύμπαν.Ο Μιγκέλ Πινιέρο στάθηκε πάντα εραστής των προφορικών, αυτοσχέδιων blues. Ίσως σ΄ αυτά να βρήκε κάτι κοινό με τη μελαγχολία του για τη ζωή που ακολούθησε. Η αποξένωση, η μοναξιά, η αληθινή αγάπη που ποτέ δεν βρήκε, η πορνεία στην οποία ενέδωσε, το ακυρωμένο, αμερικανικό όνειρο, συνθέτουν το βασικό υλικό των «New York City Hard Time Blues.» Μέσα σε μια διεφθαρμένη και υποκριτική κοινωνία, το περιβάλλον της αθλιότητας στάθηκε το πιο οικείο για τον Μιγκέλ Πινιέρο.Προστάτες, πόρνες, παιδόφιλοι, κατάδικοι και κάθε είδους περσόνα έξω από τα όρια της νομιμότητας γοήτευσαν τον Πινιέρο περισσότερο απ΄τους όρους του συρμού. Είναι ο ίδιος ο Πινιέρο ο εκφραστής αυτής της ασχήμιας, πρωταγωνιστής στο «The Ballad of the freaks», όπου πλήθος ηρώων της βιομηχανίας κόμικ επιδίδονται σε κάθε είδους ανωμαλία, μες στους δρόμους της ίδιας πόλης που φιλοξενεί τους «συγγενείς» του.
Η αναφορά μας στον Πινιέρο δεν θα μπορούσε να μην περιλαμβάνει τις συστάσεις με τις οποίες ο ίδιος μας γνωρίζει τον εαυτό του.
Εγώ, στα 17,
Και όλα τα θεραπευτικά ρήματα, ουσιαστικά και απαρέμφατα
Που εξαπολύουν οι ψυχολόγοι, οι κοινωνιολόγοι
Και όλες οι ειδικότητες με παρόμοια κατάληξη.
Ακόμη και η γριά τους επιδίδεται στην άλλοτε
Κομψή, φροϋδική ορολογία,
Πασχίζοντας ν΄ αλλάξει ετούτη την αξιοθρήνητη,
Τοξικομανή, ανεπαρκή προσωπικότητα.(«The High don’t Equal the Low»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου