21 Φεβρουαρίου 2016

Μεταπολεμική Ποίηση: Ακαταστασία και Διευθετήσεις [Τόλης Καζαντζής]

Από τις "Σημειώσεις" (τεύχος 25, Ιούνιος 1985) του Στέφανου Ροζάνη.

ΜΕΡΟΣ 3 από 3 για τη λεγόμενη δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά
(εδώ: Μέρος 1 και Μέρος 2)

ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΚΑΤΑΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΕΙΣ

I

Στο τεύχος 24 των «Σημειώσεων» και στα μελετήματα του Βύρωνα Λεοντάρη, «Η ακαταστασία της μεταπολεμικής ποίησης» και του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου «Σχόλιο για μια γενιά που δεν υπήρξε» υποβόσκει μια διάθεση συζήτησης. Έκρινα πως τα προς συζήτηση θέματα είναι άκρως ενδιαφέροντα κι εδώ θα πρέπει να τοποθετηθεί και η αιτιολογία αυτής της παρέμβασης. Ταυτόχρονα όμως το ενδιαφέρον μου διακλαδώνεται, καθώς με την παρέμβαση μου, εκφράζω και μιαν ευχή˙ να υπάρξουν κι άλλοι, που θα επιχειρήσουν να φωτίσουν τα θιγόμενα ή να τα εμπλουτίσουν. Κι αξίζει, νομίζω, τον κόπο. θα ήθελα όμως να δηλώσω, μιας εξ αρχής, πως μ’ αυτό το κείμενο δεν σκοπεύω να διατυπώσω αποκλειστικά συμφωνίες ή διαφωνίες στις επιμέρους απόψεις των δύο παραπάνω συγγραφέων. Εκείνο που επιζητώ είναι μέσα από μια γενική θεώρηση του πνεύματος, κυρίως, των κειμένων τους, να καταδείξω πόσο αναγκαίες είναι κάποιες διευθετήσεις μέσα στον ευρύτερο χώρο της μεταπολεμικής μας ποίησης, παρέχοντας άλλα ή κι άλλα πιο σοβαρά κριτήρια από τα υπάρχοντα, που δημιούργησαν κυριολεκτικά ένα «κομφούζιο». Κι αυτό, πάλι, κατά έναν τρόπο εντελώς ενδεικτικό.

II

Θα ήταν ανόητο αν δε συμφωνούσα, ότι ο όρος «ποιητικές γενιές» έχει κυριολεκτικά χρεοκοπήσει. Η αιτία είναι διττή˙ αφ’ ενός το ύποπτο παρελθόν του και, αφ’ ετέρου η πρόχειρη ή ενίοτε κατά «το δοκούν» σημασιοδότησή του. Με αποτέλεσμα ο ίδιος ο όρος, να εμφανίζει αυτή την εικόνα του μεθοδολογικού, κυρίως, «κομφούζιο» που λέγαμε, και που συχνότατα μεταμορφώνεται και σε εννοιολογικό. Κι απ’ αυτές τις ατασθαλίες, η ζημιωμένη είναι η ποίηση ή ορθότερα οι αληθινές ταξιθετήσεις, που με τρόπο εντελώς φυσικό υπάρχουν επάνω στον κορμό της. Γιατί θα πρέπει να τονιστεί˙ οι ταξιθετήσεις αυτές, θέλουμε δε θέλουμε, υπάρχουν. Μόνο που γίνονται, είπαμε, κατά το δοκούν και κατά τα μυαλά μας. Όπως και να έχει, εκ προθέσεως, εξ αμελείας ή κι εξ ευηθείας ακόμη, συμβάλλουν αυτές οι στρεβλώσεις στην πλαστή φιλοτέχνηση της λογοτεχνικής μας πραγματικότητας και στην περιφρόνηση κάθε αξιοκρατίας.

Συμφωνώ ακόμη ότι ο όρος μεταπολεμική ποίηση εξ αίτιας των ποικίλων, συνήθως άστοχων ή σχηματικών ερμηνειών, που δόθηκαν έχει καταντήσει να μην έχει μια καθολικά παραδεκτή έννοια. Σ’ εκείνο, όμως, που με βρίσκουν απόλυτα σύμφωνο οι απόψεις του Βύρωνα Λεοντάρη, είναι οι θεωρητικές νύξεις του για την ποίηση και για τις σχέσεις και τους δεσμούς της προς την πραγματικότητα ή για την έλλειψη αυτών των σχέσεων και δεσμών. Όμως δεν έχει, νομίζω, τόση σημασία η θεωρητική ομοφωνία μας. Σημασία έχει η ίδια η εικόνα της μεταπολεμικής μας ποίησης. Αν, δηλαδή, αυτή η ποίηση κατάφερε να αποκολληθεί απ’ την πραγματικότητα ή να τη μεταγάγει και να τη νομιμοποιήσει ποιητικά σ’ έναν άλλο χώρο, τον ποιητικό, ανεξάρτητα από τις οποιεσδήποτε επιφυλάξεις και αντιθέσεις που μπορείς να διατηρείς απέναντι στην πραγματικότητα. Νομίζω πως ο κατακλυσμός των νέων ιδεών και των αισθητικών ανασκευών και αναθεωρήσεων ήταν μεταπολεμικά τέτοιος, που οι ποιητές δε μπόρεσαν ν’ αποκολληθούν καθ’ ολοκληρίαν απ’ την ίδια την πραγματικότητα. Εκείνο, που οι πιο σημαντικές περιπτώσεις κατάφεραν, ήταν η μεταγωγή, που λέγαμε, αυτής της πραγματικότητας και η ποιητική νομιμοποίηση της σ’ έναν υπερκείμενο, τον ποιητικό χώρο, ένα χώρο, γενικά, απυρόβλητο. Είναι, ακόμη, χαρακτηριστικό πως οι ποιητές της γενιάς αυτής ή τουλάχιστον οι πιο σημαντικοί εκπρόσωποί της, είναι και σαν άτομα, άκρως κοινωνικοποιημένα με ενεργό συμμετοχή στα τεκταινόμενα. Η περιθωριοποίησή τους άρα, είχε διπλή αιτία˙ πρώτα-πρώτα ήταν μια ποινή, πολλές φορές παρεπόμενη αφού η κυρίως ποινή ήταν ανάλογη μ’ εκείνες του κοινού ποινικού δικαίου. Μια ποινή για την κοινωνική και πολιτική θέση και δράση. Δεύτερο, γιατί η ποίηση τους ήρθε ν’ αναταράξει τα νερά μιας λίμνης τεχνητής, που μεταπολεμικά θέλησε να τη διατηρήσει το κρατήσαν καθεστώς. 

Ας δούμε, λοιπόν, την υπόθεση μεταπολεμική ποίηση απ’ τη ρεαλιστική πλευρά της, αφού, έτσι κι αλλιώς, μιλάμε, πια, για θέματα ιστορίας της λογοτεχνίας μας, που πάγια κι αμετάκλητα έχει προκρίνει το ρεαλισμό. Αυτό δεν δέχεται αμφιβολίες. Ούτε, βέβαια, πως η εικοσαετία που ακολούθησε τον πόλεμο, αποτελεί, ίσως, «την πιο ενδιαφέρουσα περίοδο της ελληνικής ποίησης από άποψη ιδεολογικών επιδράσεων και αισθητικών κρίσεων», όπως σημειώνει ο Βύρων Λεοντάρης στο δοκίμιό του, «Η ποίηση της ήττας». Αυτά, για να καθορίσω, μιας εξαρχής εκείνες τις θέσεις, που θ’ αποτελέσουν στη συνέχεια κάποια βάση αυτού του κειμένου.

III

Είναι σκόπιμο να δούμε με κάποια ιστορικότητα τον όρο «ποιητική» και γενικότερα «λογοτεχνική γενιά» αφού, θέλουμε δε θέλουμε, είναι ένα ιστορικό γεγονός για τη λογοτεχνική ζωή του τόπου. Και τα ιστορικά γεγονότα δεν έχουν ευδιάκριτη αρχή και τέλος. Όσο για μας, δεν έχουμε, θαρρώ, δικαίωμα να βάζουμε για όρια αυθαίρετες ή και σκόπιμες χρονολογίες, γιατί έτσι καταλήγουμε στα «γκέτο» ή στα «χρονολόγια», όπως τόσο εύστοχα χαρακτηρίζουν τις γενιές αυτές οι δύο συγγραφείς. Πάντως, απ’ την πλευρά μου, οφείλω να δηλώσω, πώς δεν έχω τη φιλολογική βεβαιότητα, για το από πότε έχει πάρει την έννοια που του δίνουμε σήμερα ο όρος. Εκείνο που μπορώ να ξέρω, είναι η έννοια που πήρε με την εμφάνιση και τη σύμπηξη της λεγόμενης γενιάς του 30. Ακόμη, πως η έννοια αυτή, παρά τις δοκιμασίες, αλλά και τις στρεβλώσεις που έχει υποστεί μέχρι τις μέρες μας, έχει καταφέρει, προς όφελος αυτής της γενιάς, να της δώσει μια πρωτοφανή σε διάρκεια λογοτεχνική ζωή. Μια ζωή που ξεπέρασε ακόμη και τα βιολογικά όριά της. Κάτι περισσότερο˙ σαράντα πέντε χρόνια μετά τη χρεοκοπία της κι ενώ έχουν, στο μεταξύ, εμφανιστεί τρεις ποιητικές γενιές, απ’ τις όποιες οι δυο, τουλάχιστον, έχουν να επιδείξουν πολλά ολοκληρωμένα έργα, η γενιά του τριάντα επιβιώνει, χάρη στις υστεροφημικές της πρόνοιες ή στην πιο καλή περίπτωση, να φέρνει σύγχυση μέσα στη νεώτερη ιστορία της λογοτεχνίας μας.

Ο όρος, λοιπόν, γενιά αν δεν επινοήθηκε, έγινε εξαιρετικά χρήσιμος γύρω στο 1930. Το λεγόμενο «μανιφέστο» της υπήρξε το δοκίμιο του Γιώργου Θεοτοκά το «Ελεύθερο πνεύμα». Το νεανικό αυτό πόνημα ενός πρωτοείσακτου μειράκιου της λογοτεχνίας μας, ακατάβρεχτου απ’ τη θλιβερή μεταμικρασιατική ελληνική πραγματικότητα και αφοσιωμένου διά βίου στον αστικό φιλελευθερισμό, ερμηνεύτηκε με... ευρύτητα και υπήρξε το βολικό έναυσμα για μιαν οργανωμένη συλλογική δραστηριότητα μιας ομάδας αστών, νέων πνευματικών ανθρώπων, που φιλοδόξησαν να μονοπωλήσουν το πνευματικό, καλλιτεχνικό και ιδεολογικό παρόν και μέλλον του τόπου. Ο στόχος αυτός είχε τριπλή απόληξη. Γιατί πρώτα-πρώτα, έπρεπε να υποβιβασθούν, για διάφορους, συνήθως αθέμιτους λόγους, οι αξίες του παρελθόντος. Δεύτερο, έπρεπε να εδραιώσουν τις θέσεις τους στο παρόν, στο λογοτεχνικό προσκήνιο. Εδώ πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες προγραφές με διάφορες αιτιολογίες. Το αποτέλεσμα ήταν να αποψιλωθεί για χάρη τους το πεδίο δράσης. Τρίτο, έπρεπε η παρουσία τους ν’ αποκτήσει μια μακρόχρονη διάρκεια και μια μακρόχρονη υστεροφημία κι ακολούθως να εξασφαλίσουν μια θέση περιωπής μέσα στην ιστορία της λογοτεχνίας μας. Και η γενιά αυτή είχε για συνεπίκουρο και ισχυρό προστάτη το καθεστώς το ίδιο. Επιχείρηση, δηλαδή, με εξασφαλισμένη επιτυχία.

Ευθύς, λοιπόν, με τη δημοσίευση και την κυκλοφορία του «Ελεύθερου πνεύματος» άρχισαν να εκβλασταίνουν πονηρά παρακλάδια, που δεδομένου του εν πολλοίς αγαθού κι αθώου, περί πολλά, χαρακτήρα του Θεοτοκά, είναι αμφίβολο αν ο ίδιος τα στόχευε. Τα παρακλάδια αυτά είναι πιο εμφανή στο χώρο της πεζογραφίας, όπου έπρεπε να ανθοφορήσουν υπέρ μιας ισχνότατης πλειάδας, που έδωσε το μέτρο των δυνατοτήτων της μ’ ένα μόνο βιβλίο του καθενός˙ το πρώτο του. Λιγότερη ανάγκη συνδρομής είχε η ποίηση, αφού ο χώρος από λαμπρές, αλλά μεμονωμένες περιπτώσεις, όπως ο Σεφέρης, ο Ελύτης ή ακόμη κι ο λιγότερο εξαρτημένος και γι’ αυτό και λιγότερο ευνοούμενος απ’ την ομάδα Σαραντάρης. Οι πεζογράφοι όμως της πλειάδας χρειάζονται ισχυρά στηρίγματα για να θεωρηθούν σαν ανανεωτές. Κι οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας μας και οι κριτικοί ομοτράπεζοί τους, χρειάστηκε να πραγματοποιήσουν μιαν επίπονη κι αμφίδρομη αποψίλωση του χώρου από τα ενοχλητικά ή και καταστρεπτικά ζιζάνια. Έπρεπε, λόγου χάρη, ο Ξενόπουλος να ονειδιστεί, να αποσιωπηθούν ο Βιζυηνός και ο Θεοτόκης, να ισοπεδωθεί κοντά σε άλλες μετριότητες ο Παπαδιαμάντης, να υποτιμηθεί η αξία της ηθογραφίας, να αγνοηθούν ο Σκαρίμπας, ο Κόντογλου, ο Δούκας, η Αξιώτη, ο Καστανάκης να κατασυκοφαντηθούν σαν ανοίκειοι για τα ελληνικά δεδομένα οι νεωτερικοί πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης, να απορριφθούν σαν αιρετικοί οι πεζογράφοι της άλλης όχθης˙ εύκολη, αυτή, υπόθεση, αφού η έννοια του «αιρετικού» με το νομικό καθεστώς που υφίσταται προ του 1936 και με τα κρατούντα από τότε και μέχρι τον πόλεμο, εύκολα μετατρέπονταν σε «παράνομου». Το πολύπλοκο, όμως, αυτό έργο επιχειρήθηκε και δυστυχώς τελεσφόρησε. Ο τρόπος ή οι τρόποι δεν ήταν βέβαια θεμιτοί. Μόνη τους δικαιολογία η γνώση τους πως το έργο τους δε θα άντεχε χωρίς τα υποστηρίγματα, στη δοκιμασία του χρόνου. Από κει και πέρα αρχίζει η «λογοτεχνική πολιτική» τους και φυσικά, το πρώτο που είχαν να κάνουν ήταν να συμπήξουν μια ομάδα με σφιχτή, στεγανή, ελεγχόμενη και συντεχνιακή δομή. Θα πρέπει να έγινε, φαντάζομαι, κατανοητό πως όταν μιλώ για «γενιά του 30», εννοώ το «φέουδο», όπως το είπε ο Βάσος Βαρίκας στο δοκίμιο του «Η μεταπολεμική μας λογοτεχνία» από το 1939 κιόλας. Αυτό ήταν το κυρίαρχο «φέουδο», που διέθετε δικό του αποκλειστικά βήμα, το περιοδικό «Τα νέα γράμματα», δικό του κριτικό (επίσημο ή ημιεπίσημο φύλακα των δεξιών ορίων του αστισμού), δικό του μαικήνα —φιλελεύθερο — ατζέντη της φήμης και της υστεροφημίας των μελών της ομάδας, δικούς του επίδοξους, τότε, και νυν κατεστημένους ιστορικούς της λογοτεχνίας μας με διπλό μέλημα. Ένα, το γνωστό, της απόδοσης θέσης περίοπτης μέσα στις δέλτους της ιστορίας της λογοτεχνίας μας κι ένα της εκπαίδευσης ικανών διαδόχων, που εκτός των άλλων, θα εξασφάλιζαν στους γεννήτορες το «του λόγου το ασφαλές» τους. 

Όμως, ο πόλεμος και οι συνακόλουθες νέες ιδεολογικές θέσεις και αισθητικές ανακατατάξεις, η νέα εποχή καθιστούσε τόσο το παρόν, όσο και το μέλλον αυτής της ομάδας αμφίβολο, καθώς η νέα αυτή εποχή αναζητούσε τη δικιά της έκφραση και τους δικούς της, φυσικά, εκφραστές — πνευματικούς ηγέτες˙ ένα ρόλο που η ομάδα ούτε το ανάλογο έργο ούτε τα ανάλογα εχέγγυα παρείχε. Ούτε όμως και ήταν διατεθειμένη να πράξει˙ αντίθετα αποζήτησε με κάθε τρόπο και μέσο, την αναβίωση του προπολεμικού καθεστώτος και κοντά σ’ αυτή και τη μεταπολεμική της αναβάπτιση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: