ΤΑ ΒΑΓΙΑ
Είχε ένα πρόσωπο χαραγμένο. Έμοιαζε με εκείνα τα απροσδόκητα, τερατώδη σχέδια του ζωγράφου Δημήτρη Λαλέτα. Ή πάλι, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως καθώς οι γραμμές εντείνονταν κοντά στα μάτια και βάθαιναν απεριόριστα, αποκτούσαν μια φυτολογική όψη. Ο γέρος σαν να ταράχτηκε, στάθηκε εμπρός του και τον περιεργάστηκε. Έψαξε και ίσως να απάντησε τα μάτια του νεαρού άνδρα έτσι όπως άναβαν σαν τα μακρινά φώτα της οδοποιίας. Εννοούνται εκείνα που ελίσσονται πέρα μακριά από τα ορεινά χωριά. Μια τέτοια απόσταση δοκίμασε να ξεπεράσει ο γέρος. Έκανε έπειτα ένα βήμα πίσω και έγνεψε στη γριά που κρατούσε την ανάσα της παράμερα. Ο νεαρός άνδρας κάθισε. Ένα μεγάλο φύκι από εκείνα που ζουν στα σπουδαία βάθη σύρθηκε μέσα από το σώμα του και έπεσε στο χώμα. Ο νεαρός άνδρας σαν να έκλαψε και σαν να είπε κάτι. Έπειτα πέθανε. Σωριάστηκε στη γη, βαρύ σίδερο, επάνω του έπεσε εκείνο το κομμάτι του ουρανού που του αναλογούσε. Ο γέρος έτρεξε στη χωροφυλακή. Εξιστόρησε τα γεγονότα. Έμοιαζε με εκείνους τους ανθρώπους που έχουν λυμένα πάθη και κανείς δεν υποψιάζεται τον τρόμο που τους καταδιώκει. Όταν δόθηκαν οι εξηγήσεις περπάτησαν μαζί προς το σπίτι. Ήρθαν οι νεκροκομιστές, ιδρωμένοι, βρωμούσαν ούζο, κοίταγαν το νεκρό άνδρα και γελούσαν. Ο ιατρός της εισαγγελίας βεβαίωσε το θάνατο. Κατέγραψε μάλιστα μια πολύ επίσημη και επιστημονική εκδοχή του. Έπειτα έφυγε και εκείνος, απέμειναν οι γείτονες, όλο περιέργεια ρωτούσαν το γέρο τι τάχα είχε συμβεί, τους συμβούλευαν να μην ανακατώνονται σε ξένες υποθέσεις. Έπειτα αφού επισήμαναν μεταξύ τους τον κίνδυνο του πράγματος, κλείστηκαν όλοι στα σπίτια. Σβήσαν τα φώτα, ακούστηκε ένας φοβερός τριγμός, μες στη νύχτα κατεβήκαν νερά. Ο δρόμος ησύχασε και ακουγόταν μόνον ο σιδερένιος ήχος του μεγάλου ανεμοδείκτη. Πρόκειται για μια κατασκευή μεταλλική και βαριά. Τοποθετήθηκε πριν χρόνια στο δημαρχιακό μέγαρο. Η συνδρομή του είπαν, στις εκτιμήσεις των καιρικών φαινομένων στάθηκε αποφασιστικής σημασίας. Τώρα είναι σκουριασμένος, γυρίζει μονάχα στις μεγάλες κακοκαιρίες και τα παιδιά σημαδεύουν με βαριές πέτρες για να τον ρίξουν. Απόψε δεν θα φανεί, είπαν και η γριά ξέσπασε πάλι σε λυγμούς. Μέρα τη μέρα πια μιλούσε όλο και λιγότερο. Καμιά φορά την έπαιρνε το παράπονο, έβγαινε μες στη νύχτα, παραπατούσε στην πάροδο των σιδηροδρομικών γραμμών, ανέμιζε ολόκληρη καθώς περνούσε το χάραμα το ιλιγγιώδες εμπορικό. Μια πολύ απόκοσμη φιγούρα, σχεδόν θεατρική, κρατιόταν από τον εαυτό της και χόρευαν, γέρικα φίδια τα μαλλιά της σαν περνούσε ταχύτατο το εμπορικό. Έπειτα σώπαινε η αναστάτωση, σώπαιναν τα σκυλιά, αλυχτούσαν ώσπου τα βαγόνια να χαθούν μες στον ορίζοντα. Ύστερα ησύχαζαν, εκείνη καμιά φορά ακουμπούσε με τα χέρια της τις σιδηροτροχιές που καίγαν, μάζευε λευκούς λίθους μες στην ποδιά της. Πάει να πει καταπιανόταν με πράγματα αλλόκοτα και ετούτο ήταν βεβαίως μια ένδειξη καταπτώσεως της λογικής της δυνατότητας. Το πρωί μια αντιπροσωπεία των πιο ευυπόληπτων ανθρώπων του συνοικισμού φάνηκε στο σπίτι. Έδειχαν σκεφτικοί, μίλησαν στον γέρο για τα γεγονότα της νύχτας. Κάποιοι που την είδαν σκέφτηκαν πως είναι επικίνδυνο για έναν άνθρωπο να δοκιμάζεται έτσι, τόνισαν μάλιστα πως ούτε και εκείνος μπορούσε πια να την βοηθήσει. Έτσι όπως είχε έρθει το πράγμα θα ήταν αδύνατο, είπαν διστακτικά να παραμείνει η γριά έξω από τις μάντρες του ψυχιατρείου. Εκεί θα την πρόσεχαν, ίσως να συνερχόταν και έτσι να μπορούσε να επιστρέψει στο χαμηλό σπίτι. Ο γέρος τους αποπήρε. Ζήτησε να φύγουν, τους έδιωξε με φωνές και χτυπήματα, ταράχτηκε πολύ ο γέρος και όλο κοίταγε το μαχαίρι που σκούριαζε πάνω στο τραπέζι και έβλεπε τον εαυτό του σφαγμένο, τέτοιον εξευτελισμό δεν θα τον άντεχε. Βγήκε, γύρεψε τη γριά, την έφερε στο σπίτι. Κλαίγανε και οι δυο τους, ο θρήνος τους ένα βήμα προς μια αγάπη βαθύτερη, ένας θρίαμβος της λύπης. Ύστερα τηλεφώνησαν στη χωροφυλακή. Έμαθαν για τον νεαρό άνδρα, θα κηδευόταν λέει το απόγευμα, δίχως δεήσεις και άλλα τέτοια χριστιανικά. Δεν τον αναζήτησε κανείς και είπαν στον γέρο πως αργά τη νύχτα σημειώθηκε ένα παράξενο γεγονός που ίσως κάποια σχέση να έχει με το θάνατο του άγνωστου άνδρα. Ήρθαν λέει τα άγρια σκυλιά που καραδοκούν σε αγέλες, ήρθαν και στάθηκαν έξω από το κτίριο του νεκροτομείου, γονάτισαν και έμοιαζαν να κλαίνε, έτσι σιωπηλά και ακίνητα με τα γυάλινα μάτια τους. Μείναν εκεί ως το πρωί, έπειτα απομακρύνθηκαν. Τα βρήκαν όλα πνιγμένα κάτω στο λιμάνι. Κείτονταν το ένα πάνω στο άλλο, άγριοι θάνατοι, απαίσιες σκηνοθεσίες, τι να πει κανείς για τέτοια πράγματα. Οι πιο προληπτικοί μάλιστα κατέφυγαν στο ναό, εξήγησαν στον αρχιμανδρίτη την αιτία του φόβου τους. Εκείνος προβληματίστηκε και όλοι μαζί συμφώνησαν να πάψουν να μιλούν για το γεγονός. Ο ιερέας επέρριψε την ευθύνη για το αποτρόπαιο γεγονός σε κοινωνιολογικής φύσεως επισημάνσεις. Και προσδιόρισε πως την επομένη Κυριακή το ζήτημα θα σχολιασθεί εκ μέρους της εκκλησίας και έτσι θα πάψουν οι φήμες και όλοι οι τυχοδιωκτικοί δαυλοί θα σιγάσουν. Η φαινομενική ερμηνεία του δράματος στηρίχτηκε δε στην επισήμανση κοινωνικών φαινομένων, τα οποία αλλοιώνουν τη δυνατότητα και την προοπτική της πίστης. Οι κενόδοξοι κοσμοπολιτισμοί, οι δολοπλοκίες, η περιφρόνηση του δόγματος, ίσως μια γενετική εντροπία, ένας μαρασμός της εσωτερικής ζωής να κόστισαν στον άνθρωπο τη μεταφυσική του οπτική. Το ζήτημα σχολιάστηκε για λίγη ώρα και ύστερα όλοι αποχώρησαν, κρατώντας βαθιά μέσα τους, μυστική και ανομολόγητη την εικόνα των νεκρών σκυλιών, τις άγριες μέρες τους που πέρασαν πια. Το γηραιό ζευγάρι, σε πείσμα των συμβουλών και των απαγορεύσεων, νωρίς το απόγευμα αναχώρησε για το κοιμητήριο. Η γριά έμοιαζε να έχει αποκαταστήσει το ταραγμένο πνεύμα της, μιλούσε και έλεγε κάτι για τον καιρό. Πώς σκόρπισε, πώς πέρασαν τόσα ζεστά και ευτυχισμένα χρόνια, πώς μας κυκλώνει η μοίρα και έτσι, υφαντά προχωρούμε μες στο βίο. Έφτασαν το απόγευμα. Οι γυναίκες φρόντιζαν τους τάφους, έπλεναν με άφθονα νερά τους τάφους, πετούσαν τα σπασμένα βάζα, φρόντιζαν για το φως του νεκρού, γέμιζαν λάδι τα καντήλια. Ήταν πουλιά μαύρα σκορπισμένα μες στα άσπρα σπίτια, ήταν πουλιά που έχουν το πρόσωπο ενός νεκρού. Οι γυναίκες τους είδαν, ρώτησαν, έμαθαν πως έρχονταν για να γαληνέψουν την ψυχή εκείνου του παράξενου αγοριού που σκοτώθηκε μες στο συνοικισμό και είχε άγριες τομές ως απάνω στα μάτια και θα μπορούσε να είναι ένας φονιάς, κάποιος που επιθυμούσε το κακό τους. Η γριά περιεργάστηκε τη σωρό, ζήτησε να ανοίξουν, να δει την όψη. Χάιδεψε τα μαλλιά του, οι πληγές του είχαν πια το ρόδινο χρώμα του μικρού παιδιού και ήταν παράξενη, σχεδόν τρυφερή η όψη του σκοτωμένου. Τον θάψαν δίχως τιμές ή λόγια επαινετικά, καθώς συμβαίνει στους καθημερινούς νεκρούς. Έριξαν χώμα και τον έψαξαν, μήπως είχαν απομείνει τίποτα τιμαλφή, ανοίξαν το στόμα του αλλά τρόμαξαν και ανασηκώθηκαν, αναθεμάτισαν. Ολόκληρο το στόμα του ήταν μια πληγή, αίμα πολύ την είχε θρέψει, τώρα διακρινόταν το πέταλο ενός τριαντάφυλλου. Ένα πέταλο σαν εκείνο του ήλιου. Φύγαν. Είχε πέσει η νύχτα. Τέτοια ώρα αρχίζουν οι έρωτες, οι ύποπτοι φόνοι, οι παράξενες συναλλαγές. Φώτιζαν τα καντήλια, φώτιζαν ίσαμε πέρα, όλα οι νύχτες βρίσκονται μακρύτερα, πέρα η πόλη τελειώνει και αρχίζουν τα νερά. Η γριά έκλαιγε. Ο γιος μου, ο γιος μου, έλεγε και έχωνε βαθύτερα τα νύχια της στο χώμα και όταν τρεμόπαιζε το καντήλι έπαυε και έλεγε πως τώρα βλέπει και γνωρίζει τους τόπους και όλους τους πεθαμένους φίλους μας. Στο κοιμητήριο πλανιόταν μια περίεργη μυρωδιά. Σαν νεαρή λεμονιά ή σαν τη μυρωδιά δυο πολύ ερωτευμένων ανθρώπων. Κατά το ξημέρωμα, οι καντήλες σβήστηκαν. Η γριά τινάχτηκε, ο γέρος την κράτησε σφιχτά, δυο αρρώστιες που σμίγουν, στον ορίζοντα η νύχτα είχε τώρα ένα επισκοπικό χρώμα, αυτά δεν συνηθίζονται. Το φως αυτό ευωδίαζε πορτοκάλι, ακούστηκαν δυνατοί χτύποι σαν τσεκουριές, σαν σίδερα και καινούριες πηγές που ανοίγονταν χίλια μίλια κάτω από τον καημό τους. Χτυπούσε σαν καρδιά ολόκληρη η πόλη, ένας άνθρωπος ερχόταν από πέρα, είχε ένα γνώριμο βήμα, τα μαλλιά του ήταν απεριόριστα λευκά, ερχόταν από πολύ γερούς και άσχημους χειμώνες. Τώρα μήτε γραμμές, μήτε βαθιά αυλάκια, μήτε σιωπή. Εν μέσω ποδοβολητών και σαλπισμάτων πίσω του ακολουθούσαν αρκετά, νεκρά παιδιά. Ο νεαρός γιος του σιδηρουργού, ο Κωνσταντίνος που αυτοκτόνησε με το κυνηγετικό οπλισμό και ετάφη με ρωμαϊκά μαλλιά, καθώς απαίτησε, ένα κορίτσι ολίγων Μαΐων με το άσπρο του φουστάνι, δίχως χώματα, ρούχο πλυμένο από ένα χέρι καλοσυνάτο. Ετούτοι οι αόρατοι εξεγερμένοι, μια φρουρά ξεχασμένη και απροσδόκητη, είναι ο σπόρος που έδωσε η καλή γη. Οι γέροι κοιτούσαν ευτυχισμένοι την πεδιάδα από τα παιδιά και τα ζεστά, χωμάτινα σώματα και τις ιαχές που έσκιζαν τον αέρα και οι δυο τους ολοένα και πιο νέοι και ο γιος τους στη μεγάλη γιορτή, ελεύθερος πια από τη σιωπή του ύπνου. Τα μάτια που κάποτε λείψαν, τα ωραία χρώματα, όλα φτάσαν απόψε στο πλάι τους, σαν λέξεις που βρήκαν πια τα στόματα. Μίλησαν και χάρηκαν ώσπου ο ήλιος άρπαξε την πόλη και τη φίλησε. Όσοι τους γύρεψαν δεν βρήκαν παρά ένα σπίτι βρώμικο, σαν φωλιά. Δεν είδαν, δεν κοίταξαν πως μέσα, πίσω από παλαιά πράγματα και πίσω ακόμη από τις φόρμες των σπιτιών, υπήρχαν όλα, στην πιο ζεστή γωνιά της ανθρώπινης αγκαλιάς. Υποψιάστηκαν μόνον πως κάτι παράξενο είχε συμβεί, όταν εβρέθησαν στην αυλή τους όλα τα κλεμμένα σύνεργα του ήλιου.
Πέρασαν χρόνια από τότε. Το συμβάν λησμονήθηκε. Φέτος, ανήμερα των Βαΐων, καταφτάνει λεν στην πόλη το πλοίο των τρελών, ένα ενεννηντάχρονο σκαρί που αναβιώνει μια παλιά παράδοση, θεατρική. Τεράστιες, ανώνυμες γέφυρες θα τους οδηγήσουν με αγάπη στην ακτή. Το συμβάν, λένε θα αποτελέσει αντικείμενο θεατρικής αναπαράστασης. Το πλήθος θα συρρεύσει συγκινημένο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου