Χώρος: Ο χώρος της
σκηνής, όπως φαίνεται με το άνοιγμα της αυλαίας, είναι μια πλακόστρωτη αποβάθρα
σταθμού τρένου, πλάτους 3,5-4 μέτρων, κάποιου χωριού, η οποία όμως σχηματίζει
γωνία 45 μοιρών με τις σειρές των καθισμάτων των θεατών. Το αριστερό
μέρος
της αποβάθρας (όπως φαίνεται από το χώρο των θεατών - στο υπόλοιπο, εκτός αν
αναφέρεται διαφορετικά, οι προσανατολισμοί δεξί – αριστερό θα αφορούνε το πώς
φαίνονται από το χώρο των θεατών) βρίσκεται προς τους θεατές και το δεξιό προς
το βάθος της σκηνής. Προς το αριστερό μέρος της σκηνής, πίσω από την αποβάθρα,
υπάρχει ο πέτρινος τοίχος του κτιρίου του σταθμού (που σχηματίζει αντίστοιχα
την ίδια γωνία με τις σειρές των καθισμάτων των θεατών) στον οποίο διακρίνονται:
κάπου μεταξύ του μέσου της σκηνής και του αριστερού άκρου της, σε πρώτο πλάνο
και ελάχιστα πίσω από το άκρο της σκηνής προς τους θεατές ένα λιτό ξύλινο με
μεταλλικά πόδια παγκάκι, το οποίο ακουμπάει στον τοίχο του σταθμού και προστατεύεται,
από τη βροχή, με μεταλλικό στέγαστρο στα 2,5 περίπου μέτρα ψηλά, δεξιότερα και
προς τα πίσω στη σκηνή (λόγω της γωνίας της αποβάθρας) μια ξύλινη πόρτα κλειστή
(η οποία προστατεύεται από τη βροχή με το ίδιο προηγούμενο μεταλλικό στέγαστρο)
και αμέσως δεξιότερα (και ακόμη πιο πίσω στη σκηνή) ένα ξύλινο παράθυρο χωρίς
παντζούρια, με φως να βγαίνει από μέσα. Μεταξύ του παράθυρου και της πόρτας
υπάρχει πίνακας ανακοινώσεων δρομολογίων. Το δεξί άκρο του τοίχου του σταθμού
βρίσκεται μεταξύ μέσου και δεξιού άκρου του πίσω μέρους της σκηνής. Στο δεξί
μέρος της σκηνής διακρίνονται οι σιδηροδρομικές γραμμές που βρίσκονται περίπου
μισό μέτρο κάτω από το ύψος της αποβάθρας. Οι σιδηροδρομικές γραμμές, όπως
φαίνονται από το χώρο των θεατών, ξεκινάνε από το μπροστά μέρος της σκηνής λίγο
δεξιότερα από το μέσο της και κινούνται προς τα δεξιά και πίσω, παράλληλα στην
αποβάθρα. Ψηλά, στα δύο άκρα του τοίχου του σταθμού, διακρίνονται δύο φωτιστικά
σώματα αναμμένα.
Είναι απόγευμα προς
βράδυ και στο παγκάκι κάθονται: αριστερά σε πρώτο πλάνο ένας άντρας μέχρι 30
χρόνων με μια μεγάλη βαλίτσα δίπλα του και αριστερά του (δεξιά και προς τα πίσω
όπως φαίνεται από το χώρο των θεατών) διακρίνεται ένας ηλικιωμένος που αντίθετα
με το νεαρό δεν φωτίζεται καλά.
Ν:
Όχι. Δεν φεύγω ούτε στενοχωρημένος ούτε απογοητευμένος. Προσπάθησα. Μια πίκρα νοιώθω
μόνο, αλλά μετά από λίγες μέρες θα έχει ξεθυμάνει και αυτή. Εξάλλου απ’ την
αρχή το είχα ξεκαθαρίσει πως ούτε ήμουνα ούτε και σκόπευα να γίνω αγρότης. Πάντα
μου άρεσε η γης, μου αρέσει να ασχολούμαι μαζί της, αλλά όχι ως αγρότης. Όχι να
ζω από αυτήν. Με γεμίζει ο χρόνος που περνάω παρατηρώντας τα φυτά να
αναπτύσσονται και να δίνουνε καρπούς. Με ικανοποιεί όσο ελάχιστα πράγματα να
μπορώ να γευτώ καρπούς που φροντίσανε τα ίδια μου τα χέρια, αλλά όχι
επαγγελματικά. Η δουλειά μου είναι άλλη. Και ότι ήρθα πριν πέντε μήνες
οφειλότανε στον απρόσμενο θάνατο του παππού μου. Μου είχε λείψει τα προηγούμενα
χρόνια, που ζούσα έξω. Δυστυχώς για πολλούς λόγους δεν είχα καταφέρει να έρθω
να τον δω. Έλπιζα ότι σύντομα θα έρθω, αλλά όλο κάτι συνέβαινε εκεί και αναβαλλότανε.
Από τότε, δέκα πέντε χρόνια πίσω, που οι γονείς μου με τον μικρότερο αδελφό μου
σκοτωθήκανε σ’ εκείνο τροχαίο, δεν είχα άλλον στον κόσμο.
Μικρή παύση.
Ν:
Αυτός με σπούδασε και αυτός μου είπε με σιγουριά μετά να φύγω για έξω. Και τελικά…
ήρθα για την κηδεία του. Από το νοσοκομείο που είχε μπει την προηγούμενη εκτάκτως
με ειδοποιήσανε για το μοιραίο. Κι όπως συμβαίνει με τα πολύ άσχημα, τα
τραγικά, γεγονότα δεν τα αναβάλλεις. Τίποτα τότε δεν αναβάλλεται.
Σταματά για λίγο
συγκινημένος.
Ν:
Και θα έφευγα ξέρεις αναγκαστικά, μετά από μια δυο βδομάδες αφού πρώτα τακτοποιούσα
τις λίγες εκκρεμότητες που είχε αφήσει, αν δεν με ειδοποιούσανε ότι ήμουνα ένας
από αυτούς που απολυθήκανε. Έτσι ξαφνικά έμαθα, όλοι μας δηλαδή – καλά σίγουρα
κάποιοι θα το ξέρανε ήδη, για τις απολύσεις. Και ξέρεις πώς μας το ‘πανε; Με
ένα μήνυμα στο κινητό! Ούτε καν στο τηλέφωνο. Και μη έχοντας τίποτε άλλο... ευτυχώς
ένας πρώην συνάδελφος κανόνισε και μου έστειλε τα πράγματά μου. Δεν είχα και
πολλά. Αποφάσισα λοιπόν να μείνω εδώ, στο σπίτι του παππού, μέχρι να δω τι θα
κάνω, και στο ενδιάμεσο να κοιτάξω να βγάλω πέρα τις φετινές του καλλιέργειες. Θα
ήτανε το ελάχιστο που του χρωστούσα. Δεν χρειάστηκε πολύ για να καταλάβω τι
γίνεται. Πώς υποχρεώνονται να πληρώνουνε, και πληρώνουνε πολλά!, σε δήθεν
μεσάζοντες για πράγματα που θα μπορούσανε με ελάχιστο κόπο να τα κάνουνε μόνοι
τους. Εξασφάλιση, λέει, δικτύου πελατών. Χωρίς αυτούς λέει πώς θα πουλούσανε
στα μάρκετ και τις αγορές. Να στο πω εγώ: Νταβατζιλίκι! Δεν άντεξα. Τους είπα
τι πρέπει να κάνουνε, αλλά αυτοί εκεί. «Όχι, καλύτερα να πληρώνουμε να έχουμε
το κεφάλι μας ήσυχο». Και να βρίζουμε και να κάνουμε τους πρωθυπουργούς στα
καφενεία και στα ουζερί λέω εγώ... Έμεινα αηδιασμένος να τελειώσω αυτό που είχα
υποσχεθεί και ...
Η:
(του πιάνει στοργικά τα χέρια) Μην
συνεχίζεις αγόρι μου. Είδα τι έκανες και σε ευχαριστώ. Σα να τα ‘κανα εγώ.
Ξέχασες όμως κάτι που σου ‘χα πει πριν φύγεις. Το κατάλαβα ότι δεν το ‘χες
προσέξει, ίσως να μην το είχες πιστέψει τότε και δεν του ‘δωσες σημασία, αλλά
έφτασε να δεις πόσο δίκιο είχα. «Σ’ αυτόν τόπο», έτσι ακριβώς σου ‘χα πει, «σ’
αυτόν εδώ τον τόπο το μόνο που εκτιμάνε είναι αυτό που πληρώνουνε. Όχι αυτό για το οποίο τους πληρώνουνε. Αυτό που πληρώνουνε. Και ιδίως αν τους
κοροϊδεύουνε! Και όσο πιο πολύ τους κοροϊδεύουνε, τόσο περισσότερο το εκτιμάνε».
Ήχος τρένου.
Κλείσιμο αυλαίας.
(20.10.2016)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου