Το κείμενο που ακολουθεί υπάρχει ως εισαγωγή στη μελέτη του Ernst Cassirer, με τίτλο: "Η Παιδευτική Αξία της Τέχνης".
ΟΜΟΡΦΙΑ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
[η παιδευτική αξία της μορφής]
Τι είναι αυτό που μας είπε ο Πλάτων, αυτός ο «μεγάλος καλλιτέχνης ανάμεσα στους φιλοσόφους», τι είναι αυτό που μας είπε ο Λέων Τολστόι, αυτός ο μεγάλος ηθικολόγος ανάμεσα στους καλλιτέχνες; Τούτο: Το ζήτημα της ομορφιάς δεν είναι τόσο να την ορίσουμε. Το ζήτημα δεν είναι καν το πώς στεκόμαστε εμείς απέναντι της. Το ζήτημα είναι κυρίως να δούμε το π ώ ς ο φ ε ί λ ε ι ε κ ε ί ν η να στέκεται απέναντι μας. Κατά κανόνα οφείλει να αποσύρεται καθ’ ότι «μολυσματική», όσο πιο γοητευτική τόσο πιο μολυσματική. Συντάσσοντας λίγες γραμμές για έναν πρόλογο θυμίζω στον αναγνώστη του παρόντος δοκιμίου τις αποστολικές επιφυλάξεις που είχαν αυτές οι δυο εξαιρετικές μορφές μπροστά στα μάγια της ομορφιάς, διότι η παιδευτική αξία της τέχνης έγκειται αντίθετα — για τον Κασσίρερ — στα μάγια της. Απ’ τη μια μεριά είναι κατασκηνωμένος στη ζωή, λέει ο Κασσίρερ, ένας πουριτανικός φιλοσοφισμός στον οποίο υποχρεώνεται να συνταχθεί και η τέχνη, απ’ την άλλη ένας πουριτανισμός «έκφρασης» κι «ηδονικότητας» τον οποίο υποχρεώνεται να υπηρετήσει και η τέχνη (σε τελευταία ανάλυση, αυτό το αίτημα συνιστά την αισθητική του Κρότσε). Ο Κασσίρερ θα σταθεί στο σταυροδρόμι, όχι για ν’ αποφασίσει ποιον δρόμο θα πάρει, αλλά για να δείξει ότι υπάρχει ένας τόπος που περιέχει κι απαρτιώνει όλους τους δρόμους.
Με τα παραπάνω δεν εννοώ την πρωτοτυπία της «φιλοσοφικής» πρότασης του Κασσίρερ — διότι εξαιτίας των διαφορετικών μεριμνών της παιδείας μου δεν μπορώ να την κρίνω. Όταν όμως ο στοχαστής Κασσίρερ έρχεται να συζητήσει τον Σαίξπηρ ή τον Μιχαήλ Άγγελο, μια φούγκα του Μπαχ ή ένα ποίημα του Γουέρντσγουορθ, προβαίνει σε ενός είδους πρόκληση που μας υποχρεώνει όχι μόνο να αναγνωρίσουμε σ’ έναν πυρήνα προτάσεων τις πηγές των αισθητικών μας επιλογών εδώ και σαράντα περίπου χρόνια, άλλα και να ξαναθέσουμε για τον εαυτό μας ένα ερώτημα το όποιο κάποτε, για πολιτικούς λόγους, μας έμπαινε επιτακτικά· το οποίο αργότερα, για αισθητικούς λόγους, παρήκμασε μέσα μας· και που σήμερα, εξ αιτίας του συναγερμού που χτυπάει πια η ψυχή μας μπροστά στην πολιτική κι αισθητική αθλιότητα που μας περιστοιχίζει, αφυπνίζεται και πάλι. Τι είδους γυμνάσιο είναι η τέχνη, τι παιδαγωγική άξια μπορεί να έχει στη ζωή μας – αν έχει;
Σχετικά με την πρόκληση του νεοκαντιανού στοχαστή Κασσίρερ θα τολμούσα να πω ότι τίποτα σημαντικό δεν γράφτηκε περί τέχνης ανάμεσα στα διαβάσματα που καλλιέργησαν το γούστο της γενιάς μου (εχτός φυσικά από την τέχνη την ίδια), που να μην είχε λίγο ή πολύ μια καντιανή αφετηρία. Λύτη η αφετηρία, η οποία συνοψίζεται στη λέξη υπέρβαση κι απ’ την οποία ξεκινούσαν όχι μόνο ιδεαλιστές βασιλικοί άνδρες όπως ο Κωνσταντίνος Τσάτσος αλλά και αφανείς μέντορες όπως ο Μανόλης Λαμπρίδης, αναπλήρωνε μέσα στα σταλινικά (:και τα εξ ίσου σταλινικά μετασταλινικά) χρόνια την απλοϊκότητα τόσο της τότε «μαρξιστικής» αισθητικής — υπερβολικά αντικειμενικής — όσο και της τότε «ψυχαναλυτικής» αισθητικής — υπερβολικά υποκειμενικής. Η πρώτη απλοϊκότητα ήταν τα ελληνικά προσωπεία του Ζντάνωφ, η δεύτερη τα ελληνικά προσωπεία της πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη. Κατά το μέτρο των ιστορικών ευκαιριών τους κι οι δύο απλοϊκότητες έδειχναν τα δόντια τους. Αλλά η καντιανή αφετηρία, αν και δεν διέθετε μεγάφωνα ή «χωνί», έθετε το ζήτημα της αυτονομίας των καλλιτεχνικών μορφών και των a priori αισθητικών κριτηρίων, των ενσωματωμένων στο ανθρώπινο υποκείμενο (όπως είναι ενσωματωμένη κι η γλώσσα) αισθητικών υποδοχών. Και μέσα στον ορυμαγδό των «πρέπει» και των «αρκεί» εκείνων των σκοτεινών χρόνων έθετε κι ένα ζήτημα άλλο: πως υπάρχει βέβαια μια φυσική κλίση του ανθρώπου προς το ωραίον αλλά υπάρχει και μια παίδευση αυτής της κλίσης, μια καλλιέργειά της, όπως όταν ξύνει κανείς το μολύβι που του δόθηκε. Διότι το χωράφι είναι μεν μια δυνατότητα της σποράς (ενώ η έρημος λ.χ. δεν είναι), αλλά δεν περιέχει αυθόρμητα και τα σπαρτά του. Το συμπέρασμα ήταν πως η αισθητική αγωγή, παρά το γεγονός ότι υφίσταται ως προδιάθεση — και μάλιστα ως προνομιακή προδιάθεση του ανθρώπου —, δεν έχει ξεδιπλώσει τα φτερά της αυτονόητα, μόνο και μόνο επειδή έχεις δηλώσει μαρξιστής ή επειδή έχεις διαβάσει με προσήνεια τα Εισαγωγικά Μαθήματα στην Ψυχανάλυση. Η αισθητική παιδεία είναι παίδευσις προς το ωραίον — παίδευσις με την έννοια που απαντάμε στον Νίτσε ότι χαρούμενη γνώση δεν υπάρχει. Το υποκείμενο πρέπει να διατρέξει στάδια για να συναντήσει την ομορφιά, έστω κι αν μ’ αυτό τον τρόπο δεν πρόκειται να συναντήσει άλλο τι απ’ αυτό που συναντά η γνωσιολογία ταξιδεύοντας στη γνώση, δηλαδή τον εαυτό του.
Στις γενικές της γραμμές (αν και με περισσότερο δουλεμένα λόγια) αυτή η ιδέα είναι διατυπωμένη στα νεοελληνικά γράμματα από τον Κ. Τσάτσο, αλλά την επικυρώνει και την προωθεί κάθε διανοητής που, είτε το ξέρει είτε δεν το αντιλαμβάνεται, ξεκινάει από τον Κάντιο. Απ’ την επιμονή εν άλλοις λόγοις σε μια δέσμη a priori αρχών του πνεύματος που δεν συμψηφίζονται με την εμπειρία καθ’ όσον είναι υπερβατικές ως προς την εμπειρία. Κι απ’ την επιμονή επίσης στον παιδευτικό χαρακτήρα αυτών των αρχών — μια παίδευση που αναγνωρίζει την αυτονομία της καλλιτεχνικής «μορφής»: πώς θα μπορούσαμε αλλιώτικα να διακρίνουμε στη ζωή μας ανάμεσα στο υψηλόν και το κεραμεούν και φαύλον; «Η αίσθηση από μόνη της είναι ένας δούλος χεροδύναμος μα χωρίς μυαλό» έγραφε ο Τσάτσος. Το μυαλό αφ’ ετέρου είναι ένας παντοδύναμος ηλίθιος» είπε ο Ταρκόφσκι (ταυτίζοντας το μυαλό — αυτός ο υποτιθέμενος θρήσκος που δεν ήταν παρά ένας αντίθρησκος — με το Θεό). Η εξαντικειμενικευτική διάνοια είναι μια «πανίσχυρη αναίσθητη» όσο η υποκειμενοποιούσα αισθηματικότητα είναι μια ισοδυνάμως πανίσχυρα αναίσθητη. Βλάπτουν την Συρία εξ ίσου κι οι δύο. Η πρώτη προάγει την τέχνη ως μια «μίμησιν» της φύσεως, πράγμα που δεν είναι χαρακτηριστικό της τέχνης, η δεύτερη μένει προσηλωμένη σε μιαν ανάγκη υποκειμενικής «έκφρασης», που μπορεί να τελειώνει την ψυχοθεραπεία μα δεν τελειώνει την τέχνη, διότι η τέχνη είναι απλούστατα κι οι δύο ενέργειες. Και το π έ ρ α ν ταυτόχρονα, η υπέρβαση και των δύο ενεργειών.
Μ’ αυτή την αλλεπάλληλη αναγωγή φτάνουμε τώρα σ’ αυτό που διερευνά ο Ερνστ Κασσίρερ ως παιδευτική αξία της τέχνης — ένα προφανώς «διαφωτιστικό» ενδιαφέρον που δεν έχει όμως τα συνήθη ελαττώματα του διαφωτισμού. Παιδευτική αξία ως προς τι; Όχι φυσικά στο να γίνεις συμμορφωμένος πολίτης μιας ηγεμονικής σειράς πλατωνικών φιλοσόφων, ούτε στο να γίνεις καλός χριστιανός πολίτης, νεκρή ψυχή ηθικών αφεντικών. Παιδευτική άξια της τέχνης, αν δεχτούμε μέσα στα διάφορα δόγματα της τέχνης για την τέχνη πως η τέχνη έχει πράγματι μια παιδευτική αξία, είναι ότι το καλλιτεχνικό φαινόμενο δεν είναι μια μορφή της εμπειρίας αλλά μια πρωτοφανής εμπειρία της μορφής. Της «Μορφής». Παιδευτική αξία της τέχνης, όπως διαβάζω εγώ αυτόν τον σπουδαίο διανοητή που κατάφερε να εξηγήσει τον άνθρωπο χωρίς τον συνήθη νερόβραστο ουμανισμό (Βλ. το Δοκίμιο για τον Άνθρωπο στην έκδοση — εν μέσω Χούντας — του «Κάλβου») και που κατάφερε να εξηγήσει το κράτος του Νόμου χωρίς λαϊκισμό (Βλ. τον Μύθο του Κράτους στη φιλοσοφική σειρά των εκδόσεων «Γνώση»), παιδευτική αξία, λέω, είναι να μας πείσει ότι χωρίς την τέχνη δεν θα είχαμε στο μέλλον μας παρά μια ζωή πιθήκων. Οπότε ισχύει τούτο: Δια της σύμπλεξης που επιφέρει ανάμεσα στις αξιώσεις της διάνοιας και τις αξιώσεις της αίσθησης (... της ύλης, της ηδονής) η τέχνη, η εκπαιδευτική αξία της συνίσταται στο να «μαθαίνεις «συναισθανόμενος» το είναι ωραίο. Όπως θα δείξει ο Κασσίρερ, απελευθερωτικά ωραίο. Να συγκατατεθούν δηλαδή σε μιαν αμοιβαία συνύπαρξη ο λογισμός και το όνειρο, το εν φαντασία και λόγω.
Να αναχθούν αμφότερα — η αποστολή της γνώσης κι η αποστολή της αίσθησης — όπως θα ‘λεγε ο Ελύτης στο «αλλιώς ωραίο». Πράγμα που με κάνει να σκέπτομαι πόσο παραμελήσαμε όλοι οι νεοέλληνες, φιλόλογοι και μη φιλόλογοι, την εναρμόνιση των αξιώσεων του νου και των αξιώσεων της αισθαντικότητας, μιαν αναγωγή δηλαδή των εθνικών μας ποιητών στον Κάντιο. Ενώ φάνηκε για παράδειγμα πως ο Χέγκελ του τα πήρε από ένα σημείο τουλάχιστο και πέρα όλα του Σολωμού, αγνοήσαμε την επίδοση του Σολωμού στη φοροδιαφυγή. Με το να τα παραχωρήσει όλα, συγκράτησε τα απαραίτητα. Εκείνα ήταν το χρέος του, αυτά εδώ η ελευθερία του. Μήπως απ’ αυτή την άποψη το μικρό δοκίμιο του Κασσίρερ που εκδίδει ο «‘Ερασμος» συνιστά για μας κάτι περισσότερο απ’ ό,τι φαίνεται, μια νέα εισαγωγή στις σολωμικές μας και τις καβαφικές μας σπουδές — πάνω στο νόημα τουλάχιστο της Ελευθερίας; Αν μη τι άλλο ο Κασσίρερ μας διδάσκει τη διδακτέα ύλη ως ένας αληθινός δάσκαλος, κι ο Διονύσιος Σολωμός είναι γνωστό πως εκνευριζόταν με τους κακούς μαθητές του σαν ένας ζοχαδιασμένος ακριβώς δάσκαλος. Ήξερε τι στερεότητα ανήκει δικαιωματικά στον νου, αλλά και τι ιαματική ρευστότητα οφείλει να υιοθετήσει ο νους από την αίσθηση. Πρώτα πρέπει να συλλάβει το μυαλό, έλεγε, κι έπειτα να γράφει η καρδιά τα ποιήματά της. Και στο τέλος το π ρ ώ τ α και το έ π ε ι τ α συντίθενται σ’ ένα άξιο του ονόματός του ποίημα. Ένα ποίημα δηλαδή που βαθμολογείται κατά το μέτρο που χαράζει το «ανθρώπινο τοπίο» μέσα στο αδιάφορο είναι των πραγμάτων.
Ο Έρνστ Κασσίρερ, δια των ευρωπαϊκών του χρεών, προτού δηλαδή εκχωρήσει τον εαυτό του όπως κι η περιώνυμη σχολή της Φραγκφούρτης στη χώρα των μπουνταλάδων καουμπόηδων, έχει για μας την άξια ενός διττού ερωτήματος: Λογική επεξεργασία ή συναίσθημα; Ψυχραιμία και «μίμησις» των γεγονότων της φύσεως ή αντιθέτως θερμόαιμη έκφρασις των εσωτερικών μας ψυχοσυγκρούσεων ως ανθρωπίνων πλασμάτων; Απαντά με ένα ν α ι σε όλα, και προσθέτει ένα ε π ι π λ έ ο ν σε όλα. Ένα ε π ι π λ έ ο ν που ονομάζεται καλλιτεχνική μορφή και που προσλαμβάνει και για μας τον χαρακτήρα απάντησης στις εθνικές μας εκκρεμότητες δύο τουλάχιστον χιλιάδων χρόνων. Και δείχνει ότι η παιδευτική άξια της τέχνης συμπίπτει με τις υπαγορεύσεις της ανθρώπινης ελευθερίας, ίσως μάλιστα η τέχνη είναι το μόνο δυνατό μονοπάτι ελευθερίας.
Μάριος Μαρκίδης
1994
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου