Canción
Llueve en este poema
Eduardo Carranza.
Llueve. La tarde es una
hoja de niebla. Llueve.
La tarde está mojada
de tu misma tristeza.
A veces viene el aire
con su canción. A veces
Siento el alma apretada
contra tu voz ausente.
Llueve. Y estoy pensando
en ti. Y estoy soñando.
Nadie vendrá esta tarde
a mi dolor cerrado.
Nadie. Solo tu ausencia
que me duele en las horas.
Mañana tu presencia regresará en la rosa.
Yo pienso cae la lluvia
nunca como las frutas.
Niña como las frutas,
grata como una fiesta
hoy está atardeciendo
tu nombre en mi poema.
A veces viene el agua
a mirar la ventana
Y tú no estás
A veces te presiento cercana.
Humildemente vuelve
tu despedida triste.
Humildemente y todo
humilde: los jazmines
los rosales del huerto
y mi llanto en declive.
Oh, corazón ausente:
qué grande es ser humilde
Τραγούδι
Βρέχει σε τούτο το ποίημα
Εντουάρντο Καρράνσα
Βρέχει. Τούτο τ’ απόβραδο
Είναι ένα φύλλο στην ομίχλη. Βρέχει.
Υγρό τ’ απόβραδο, στην ίδια του
Τη θλίψη.
Κάπου-κάπου φτάνει η μελωδία
Του τραγουδιού. Κάπου-κάπου
Νιώθω την ψυχή μου σφιγμένη
Στην απούσα φωνή σου.
Βρέχει. Κι εγώ σε στοχάζομαι.
Κι ύστερα ονειρεύομαι.
Κανείς δεν θάρθει απόψε
Στον κλειδωμένο μου καημό.
Κανείς. Μονάχα η απουσία σου
Που με πονάει στις ώρες.
Αύριο η παρουσία σου θα γυρίσει στα ρόδα.
Και λέω μέσα μου, νάτη! η βροχή που πέφτει
Μα ποτέ σαν τα φρούτα.
Κοριτσάκι σαν τα φρούτα,
Ποθητό σαν τη γιορτή
Απόψε τ’ όνομά σου βασιλεύει
Στο ποίημά μου.
Πού και πού το νερό τρέχει
Πάνω στο παράθυρο
Αλλά εσύ δεν είσαι εδώ
Κι όμως σε νιώθω πού και πού κοντά.
Δειλά-δειλά γυρνάει
Το θλιμμένο σου αντίο.
Δειλά-δειλά και τόσο
Αδύναμα: τα γιασεμιά
Και οι τριανταφυλλιές του κήπου
Κι εγώ θρηνώ δίχως αίγλη.
Αχ! απούσα καρδιά:
Πόσο μεγάλο είναι να είσαι ταπεινή.
Poema desde un caracol
Yo he visto el mar. Pero no era
el mar retórico con mástiles
y marineros amarrados
a una leyenda de cantares.
Ni el verde mar cosmopolita
-mar de Babel- de las ciudades,
que nunca tuvo unas ventanas
para el lucero de la tarde.
Ni el mar de Ulises que tenía
siete sirenas musicales cual siete islas rodeadas
de música por todas partes.
Ni el mar inútil que regresa
con una carga de paisajes
para que siempre sea octubre
en el sueño de los alcatraces.
Ni el mar bohemio con un puerto
y un marinero delirante
que perdiera su corazón
en una partida de naipes.
Ni el mar que rompe contra el muelle
una canción irremediable
que llega al pecho de los días
sin emoción, como un tatuaje.
Ni el mar puntual que siempre tiene
un puerto para cada viaje
donde el amor se vuelve vida
como en el vientre de una madre.
Que era mi mar el mar eterno,
mar de la infancia, inolvidable,
suspendido de nuestro sueño
como una Paloma en el aire.
Era el mar de la geografía,
de los pequeños estudiantes,
que aprendíamos a navegar
en los mapas elementales.
En el mar de los caracoles,
mar prisionero, mar distante,
que llevábamos en el bolsillo
como un juguete a todas partes.
El mar azul que nos miraba,
cuando era nuestra edad tan frágil
que se doblaba bajo el
peso de los castillos en el aire.
Y era el mar del primer amor
en unos ojos otoñales.
Un día quise ver el mar
-mar de la infancia- y ya era tarde.
Ποίηση από ένα κάστρο
Είδα τη θάλασσα. Μα δεν ήταν
Η θάλασσα η ρητορική με τα κατάρτια
Και τους δεμένους ναύτες
Σ’ ένα μύθο τραγουδιών.
Μήτε κι η πράσινη θάλασσα η
Κοσμοπολίτικη – θάλασσα της Βαβέλ-
Των πόλεων,
Που ποτέ δεν είχε παράθυρα
Για τον έσπερο του απόβραδου.
Ούτε η θάλασσα του Οδυσσέα που είχε
Εφτά σειρήνες τραγουδίστριες ή εφτά
Νησιά από παντού κυκλωμένα απ’ τη μουσική.
Ούτε το ασύμφορο πέλαγο που επιστρέφει
Κατάφορτο από τοπία
Για νάναι πάντα Οχτώβρης
Στον ύπνο των πελεκάνων.
Μήτε η τσιγγάνικη θάλασσα με το λιμάνι
Και το ναύτη που παραμιλάει
Χάνοντας την ψυχή του σε χαρτοπαίγνιο.
Μήτε κι η θάλασσα που σκάει στην αποβάθρα
Ένα τραγούδι αγιάτρευτο
Που φτάνει στο στέρνο των ημερών
Χωρίς συναίσθημα, σαν τατουάζ.
Μήτε κι η θάλασσα στην ώρα της, που πάντα έχει
Ένα λιμάνι για κάθε ταξίδι
Όπου ο έρωτας γίνεται ζωή
Όπως μέσα στην κοιλιά μιας μάνας.
Αχ! τί ήταν θάλασσά μου, θάλασσα αιώνια,
Θάλασσα της παιδικής μου ηλικίας, αξέχαστη,
Αιωρούμενη μες το όνειρό μας,
Σαν ένα περιστέρι στον αέρα.
Ήταν η θάλασσα της γεωγραφίας,
Των μικρών φοιτητών,
Που πάνω της, σε κείνους τους χάρτες πάνω
Μάθαμε να αρμενίζουμε.
Στη θάλασσα των κάστρων,
Τη θάλασσα των φυλακών, τη μακρινή θάλασσα,
Που φέραμε στην τσέπη
Σαν παιχνιδάκι παντού.
Η θάλασσα η γαλάζια που μας έβλεπε,
Τότε που ήμαστε μικρά παιδάκια
Σε μια ηλικία τόσο εύθραυστη
Και που όλο λύγιζε κάτω απ’ το βάρος
Των φρουρίων στον αέρα.
Κι ήταν η θάλασσα της πρώτης αγάπης
Σε κείνα τα φθινοπωρινά μάτια.
Μια μέρα θέλησα να δω τη θάλασσα
-θάλασσα από τα παιδικά μου χρόνια-
Μα ήταν ήδη αργά.
Πηγή πρωτότυπων: zendalibros.com/5-poemas-gabriel-garcia-marquez/
Llueve en este poema
Eduardo Carranza.
Llueve. La tarde es una
hoja de niebla. Llueve.
La tarde está mojada
de tu misma tristeza.
A veces viene el aire
con su canción. A veces
Siento el alma apretada
contra tu voz ausente.
Llueve. Y estoy pensando
en ti. Y estoy soñando.
Nadie vendrá esta tarde
a mi dolor cerrado.
Nadie. Solo tu ausencia
que me duele en las horas.
Mañana tu presencia regresará en la rosa.
Yo pienso cae la lluvia
nunca como las frutas.
Niña como las frutas,
grata como una fiesta
hoy está atardeciendo
tu nombre en mi poema.
A veces viene el agua
a mirar la ventana
Y tú no estás
A veces te presiento cercana.
Humildemente vuelve
tu despedida triste.
Humildemente y todo
humilde: los jazmines
los rosales del huerto
y mi llanto en declive.
Oh, corazón ausente:
qué grande es ser humilde
Τραγούδι
Βρέχει σε τούτο το ποίημα
Εντουάρντο Καρράνσα
Βρέχει. Τούτο τ’ απόβραδο
Είναι ένα φύλλο στην ομίχλη. Βρέχει.
Υγρό τ’ απόβραδο, στην ίδια του
Τη θλίψη.
Κάπου-κάπου φτάνει η μελωδία
Του τραγουδιού. Κάπου-κάπου
Νιώθω την ψυχή μου σφιγμένη
Στην απούσα φωνή σου.
Βρέχει. Κι εγώ σε στοχάζομαι.
Κι ύστερα ονειρεύομαι.
Κανείς δεν θάρθει απόψε
Στον κλειδωμένο μου καημό.
Κανείς. Μονάχα η απουσία σου
Που με πονάει στις ώρες.
Αύριο η παρουσία σου θα γυρίσει στα ρόδα.
Και λέω μέσα μου, νάτη! η βροχή που πέφτει
Μα ποτέ σαν τα φρούτα.
Κοριτσάκι σαν τα φρούτα,
Ποθητό σαν τη γιορτή
Απόψε τ’ όνομά σου βασιλεύει
Στο ποίημά μου.
Πού και πού το νερό τρέχει
Πάνω στο παράθυρο
Αλλά εσύ δεν είσαι εδώ
Κι όμως σε νιώθω πού και πού κοντά.
Δειλά-δειλά γυρνάει
Το θλιμμένο σου αντίο.
Δειλά-δειλά και τόσο
Αδύναμα: τα γιασεμιά
Και οι τριανταφυλλιές του κήπου
Κι εγώ θρηνώ δίχως αίγλη.
Αχ! απούσα καρδιά:
Πόσο μεγάλο είναι να είσαι ταπεινή.
Poema desde un caracol
Yo he visto el mar. Pero no era
el mar retórico con mástiles
y marineros amarrados
a una leyenda de cantares.
Ni el verde mar cosmopolita
-mar de Babel- de las ciudades,
que nunca tuvo unas ventanas
para el lucero de la tarde.
Ni el mar de Ulises que tenía
siete sirenas musicales cual siete islas rodeadas
de música por todas partes.
Ni el mar inútil que regresa
con una carga de paisajes
para que siempre sea octubre
en el sueño de los alcatraces.
Ni el mar bohemio con un puerto
y un marinero delirante
que perdiera su corazón
en una partida de naipes.
Ni el mar que rompe contra el muelle
una canción irremediable
que llega al pecho de los días
sin emoción, como un tatuaje.
Ni el mar puntual que siempre tiene
un puerto para cada viaje
donde el amor se vuelve vida
como en el vientre de una madre.
Que era mi mar el mar eterno,
mar de la infancia, inolvidable,
suspendido de nuestro sueño
como una Paloma en el aire.
Era el mar de la geografía,
de los pequeños estudiantes,
que aprendíamos a navegar
en los mapas elementales.
En el mar de los caracoles,
mar prisionero, mar distante,
que llevábamos en el bolsillo
como un juguete a todas partes.
El mar azul que nos miraba,
cuando era nuestra edad tan frágil
que se doblaba bajo el
peso de los castillos en el aire.
Y era el mar del primer amor
en unos ojos otoñales.
Un día quise ver el mar
-mar de la infancia- y ya era tarde.
Ποίηση από ένα κάστρο
Είδα τη θάλασσα. Μα δεν ήταν
Η θάλασσα η ρητορική με τα κατάρτια
Και τους δεμένους ναύτες
Σ’ ένα μύθο τραγουδιών.
Μήτε κι η πράσινη θάλασσα η
Κοσμοπολίτικη – θάλασσα της Βαβέλ-
Των πόλεων,
Που ποτέ δεν είχε παράθυρα
Για τον έσπερο του απόβραδου.
Ούτε η θάλασσα του Οδυσσέα που είχε
Εφτά σειρήνες τραγουδίστριες ή εφτά
Νησιά από παντού κυκλωμένα απ’ τη μουσική.
Ούτε το ασύμφορο πέλαγο που επιστρέφει
Κατάφορτο από τοπία
Για νάναι πάντα Οχτώβρης
Στον ύπνο των πελεκάνων.
Μήτε η τσιγγάνικη θάλασσα με το λιμάνι
Και το ναύτη που παραμιλάει
Χάνοντας την ψυχή του σε χαρτοπαίγνιο.
Μήτε κι η θάλασσα που σκάει στην αποβάθρα
Ένα τραγούδι αγιάτρευτο
Που φτάνει στο στέρνο των ημερών
Χωρίς συναίσθημα, σαν τατουάζ.
Μήτε κι η θάλασσα στην ώρα της, που πάντα έχει
Ένα λιμάνι για κάθε ταξίδι
Όπου ο έρωτας γίνεται ζωή
Όπως μέσα στην κοιλιά μιας μάνας.
Αχ! τί ήταν θάλασσά μου, θάλασσα αιώνια,
Θάλασσα της παιδικής μου ηλικίας, αξέχαστη,
Αιωρούμενη μες το όνειρό μας,
Σαν ένα περιστέρι στον αέρα.
Ήταν η θάλασσα της γεωγραφίας,
Των μικρών φοιτητών,
Που πάνω της, σε κείνους τους χάρτες πάνω
Μάθαμε να αρμενίζουμε.
Στη θάλασσα των κάστρων,
Τη θάλασσα των φυλακών, τη μακρινή θάλασσα,
Που φέραμε στην τσέπη
Σαν παιχνιδάκι παντού.
Η θάλασσα η γαλάζια που μας έβλεπε,
Τότε που ήμαστε μικρά παιδάκια
Σε μια ηλικία τόσο εύθραυστη
Και που όλο λύγιζε κάτω απ’ το βάρος
Των φρουρίων στον αέρα.
Κι ήταν η θάλασσα της πρώτης αγάπης
Σε κείνα τα φθινοπωρινά μάτια.
Μια μέρα θέλησα να δω τη θάλασσα
-θάλασσα από τα παιδικά μου χρόνια-
Μα ήταν ήδη αργά.
Πηγή πρωτότυπων: zendalibros.com/5-poemas-gabriel-garcia-marquez/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου