Αναδημοσίευση από τα 24γράμματα (εδώ)
Στα περίφημα «Άσματα» του καταραμένου, Γάλλου ποιητή Ντυκάς, γνωστού ως κόμη Λωτρεαμόν, υφίσταται μια λαμπρή διαπίστωση. Μια έκπληξη, πέρα και πάνω από την πεισιθάνατη γραφή, ικανή να ξεπεράσει τη συνείδηση του κακού, όπως ενυπάρχει, άλλοτε αναίτια και άλλοτε πάλι ως φυσική ροπή του ανθρώπινου είδους. «Ο άνθρωπος είναι ο νικητής κάθε χίμαιρας, η αυριανή καινοτομία, η ομαλότητα από την οποία στενάζει το χάος.» Και είναι ακριβώς σε τούτη τη διαπίστωση, όπου και συντελείται η εσωτερική, η μυστική αλλελεγγύη των ποιητών, η αθέλητη, που σηματοδοτεί την ίδια τη σκοπιμότητα της ποιητικής λειτουργίας ή τουλάχιστον εκπληρώνει έναν σκοπό της. Ο ύμνος προς τον άνθρωπο, η καταγγελία των αντιξοοτήτων, των σκοτεινών τεχνασμάτων της μοίρας. Η ομολογία του Ντυκάς, καθώς δηλώνεται, θαρρείς αναπάντεχη και ασυγκράτητη, συνιστά μια ποιητική στάση, η οποία δεν μπορεί παρά να εκληφθεί ως στάση υπαρξιακή, απέναντι στην παθολογία του πεπρωμένου. Η ποίηση δεν αναιρεί τη μοίρα. Η ποίηση είναι παρηγοριά και ανθρωπιά μαζί, είναι εξομολόγηση, συγκίνηση, αδελφικότητα, δηλώνει, στις πιο λαμπρές στιγμές την κοινή καταγωγή του αίματος και των ανθρώπων.
Το ζήτημα του θανάτου, της προσεχούς αγωνίας, το ανθρώπινο, ετούτο βέβαιο πλήγμα απασχόλησε τώρα και στο παρελθόν πλήθος ποιητικών φωνών. Είτε ανήμποροι να ξεπεράσουν το ενδεχόμενο, είτε πάλι ανίδεοι εμπρός στο θαύμα της ζωής, δύσπιστοι στη μεγαλοσύνη της, οι ποιητές του παρελθόντος ύμνησαν τον πόνο του θανάτου. Η φυσική γραφικότητα του θανάτου ως τελετουργίας και έπειτα ως απώλειας συνέβη σε αρκετές περιπτώσεις, οδηγώντας σε μια συλλογικοποίηση του αισθήματος. Ως άμεσα κίνητρα, το «οριστικό», η απώλεια ως βίωμα στάθηκαν ικανά να παράσχουν στην ποίηση στιγμές ανεπανάληπτου οίστρου, συμπυκνώνοντας αρκετές φορές πετυχημένα και με ακρίβεια το ανθρώπινο αίσθημα, την, κατά Χειμωνά, «αισθητική του θανάτου.»
Η επιφανειακή αυτή προσέγγιση, ίσως θα μπορούσε να εξηγήσει την έκπληξη την οποία προκαλεί το ποίημα του Βολταίρου «Η καταστροφή της Λισαβόνας», το οποίο γράφτηκε με αφορμή την τρομερή και ανεπανάληπτη θεομηνία, που έπληξε την πορτογαλλική πρωτεύουσα το έτος 1755, στοιχίζοντας τη ζωή σε περισσότερους από εκατό χιλιάδες ανθρώπους. Το γεγονός προκάλεσε την παγκόσμια οδύνη, η φιλοσοφία, η θεολογική ηθική, τα υπαρξιακά μοντέλα ετέθησαν σε μια ευθεία αμφισβήτηση. Η λαϊκή πίστη κλονίστηκε σε βαθμό μεγαλειώδη, καθώς η αγάπη του Θεού φάνταζε μια επίφαση, μια συμβατική, διαρρηγμένη πλέον σχέση, μια τυπικότητα δομημένη εκ μέρους των ανθρώπων, η οποία τώρα έβρισκε την καταγγελία της από τον ίδιο τον Δημιουργό. Ο Βολταίρος συλλαμβάνει την αίσθηση της εποχής, τον αντίκτυπο του γεγονότος και εκφράζει πια μια ανταπόκριση με εκείνο που πρόκειται να συμβεί στο μέλλον, διαπιστώνει τη μεταβολή «στα ανθρώπινα», καθώς η αισιοδοξία για τις επόμενες εποχές έρχεται να αντικατασταθεί από μια στωική παραίτηση. Ο ποιητής επιτάσσει μια νέα ηθική, αντίστοιχη με τη χριστιανική, μια ηθική ανθρωποκεντρική, της αδελφοσύνης, η οποία όμως θα εκφραστεί με ένα ύφος κατασταλαγμένο, αναγκαίο, ψύχραιμο και ιδιοφυές. Διότι είναι στο συναίσθημα, στην αίσθηση της αμφιβολίας όπου και φαίνεται να αιωρείται μια νέα συλλογικότητα. Η φιλοσοφική θεώρηση καταδικάζεται με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, καθώς αποδεικνύεται σφοδρά ακυρωμένη, μια ερμηνεία άκομψη, να συντελεί στην ευθύτατη παράφραση και υποκειμενικότητα της ανθρωπότητας, αλλά και του περιβάλλοντός της. Ο Βολταίρος απευθύνεται στον άνθρωπο, με τις διάτρητες βεβαιότητες, με την ολοφάνερη άγνοια. Σε τούτον πρέπει να σταθεί, για εκείνον πρέπει να αρθρώσει το μελλοντικό του λόγο. Με μια θαρραλέα, ανάλογη στόχευση ο ποιητής αποπειράται να αντικρίσει το μέλλον ενός κόσμου συγκλονισμένου, ενός πλήθους βαθιά λυπημένου, παραδομένου σε μια δεσποτική απογοήτευση. Και είναι σαγηνευτικός, έκτακτος εκείνος που μιλά με νοσταλγία, που τέτοια διάσταση δίνει στα τετελεσμένα και μακρυσμένα πια γεγονότα ή πρόσωπα. Όμως, στο βαθύ, ανθρώπινο δράμα, στην οξύτητα και το ερέθισμά του είναι μια κάποια αποφόρτιση, όταν ο λόγος καλεί στο νέο ενδεχόμενο, σε εκείνο που πρόκειται να έρθει και είναι και τούτο, με τη σειρά του ταγμένο να σταθεί πηγή χαράς. Η ελπίδα είναι μια θηριωδία μα στα χρόνια της οργής είναι που την ανακαλούμε με πάθος, που τη ζητούμε, όταν εκείνη, η παράδοξη Κασσάνδρα θέτει την ίδια την επιδεξιότητά της, υπό τελεία αμφισβήτηση. Άλλωστε πάντοτε υφίσταται μια αξιόλογη ευκαιρία για να σωθεί η ανθρωπότητα, για να βρει επιτέλους η παράδοση των παραμυθιών μας μια κατάφαση στο αιώνιο, παιδικό τέλος, εκείνο που πάντα διατυπώνεται με έναν κάποιο δισταγμό ή δεν εκφέρεται ποτέ.
Η ωριμότητα της μετάφρασης, η δομή της, η συνέπεια μητρικού και λόγου μεταφραστικού μπορεί να εκτιμηθεί καλύτερα από έναν έμπειρο με τούτο το είδος κριτή. Σε κάθε όμως περίπτωση, ετούτη η μετάφραση του ποιήματος του Βολταίρου, συνιστά λογοτεχνία, είδος άρτια ποιητικό, το οποίο αξίζει να υφίσταται ως ένα αυτόνομο υλικό μελέτης. Πέρα από την όποια σεβαστή πρόθεση της μεταφράστριας, δεν υπάρχει αμφιβολία πως κατόρθωσε, αν μη τι άλλο, να μεταφέρει τη δυναμική μιας αναπάντεχης φωνής, τη λάμψη ενός λόγου αγνού, ιδεολογικού, ανθρωποκεντρικού, που δεν θα μπορούσε στην εποχή του να υποψιαστεί το ανυπόφορο και πληθωρικό αίσθημα ενός ατελέσφορου, παθητικού πολλές φορές ρεαλισμού, μιας αποτύπωσης, μιας μίμησης πιστής. Ο θάνατος είναι μια διαστροφή, αφήνει να εννοηθεί ο Βολταίρος. Ας τον περιφρονήσουμε, πέρα από την κλίση μας την απρόθυμη, στην οποία θα ενδώσουμε κάποτε. Πιο πολύ στα ζητήματα τα ανθρώπινα είναι που πρέπει κανείς να εστιάζει. Ως εκ τούτου, το ποίημα για τη Λισσαβώνα και τη φυσική καταστροφή της, μπορεί να θεωρηθεί μια τέτοια περίπτωση, βαθιά, συναισθηματικά ανθρωπολογική και τρυφερή, ακόμα και μες στην όποια, εποχιακή, ποιητική λογιοσύνη της.
Απόστολος Θηβαίος.
ΥΓ. Το ποίημα γράφτηκε λίγους μήνες, έπειτα από την καταστροφή της πόλης από τον σεισμό του 1755. Το έργο εκφράζει πλήθος φιλοσοφικών και θεολογικών ζητημάτων, διαρκώς επίκαιρων αιτημάτων του ανθρώπου, για τη ζωή, τη σχέση Θεού και ανθρώπου, την κοινή, ανθρώπινη μοίρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου