Ελεγεία εις το βυθισμένο θωρηκτό "Πετροπαβλόσκ"
Μάταια κατέβηκεν ο νους
όμως θε φτάνει κάτου
την ησυχία να ιδεί τέτοιου θανάτου!
Βαθύς ο πόνος, μα ο χαμός
βαθύτερός του. Μόνος
τη νύχτα που ο πικρός γιαλός
τ’ αστέρια καθρεφτίζει,
έρχεται κάτου ο ουρανός
και σας αγγίζει.
Και συ, Θυσία περήφανη,
που κύμα κ’ αίμα στάζεις
προς το αιώνιο Δίκαιο κοιτάζεις
με τα κλειστά μάτια των νεκρών
ναυτών που έφεραν κάτου
στα τρίσβαθα της θάλασσας
τη λάμψη του θανάτου.
Ταξιδεμένοι! Επήγατε
πιο πέρα απ’ τους μικρούς μας λογισμούς.
Κ’ έτσι με σκοτωμένους του καημούς
κοιμάστε κάτου από την τρικυμία
στην πηγή της γαλήνης, στο βυθό.
Σαν ένα κάστρο που από καιρό
μες στα νερά έχει γύρει σκορπισμένο,
έτσι και συ θα κοιμηθείς εσύ
που μιαν αυγή επυργώθηκες στο φως
κ’ έπεσες κάτου, ω μέγα φρούριο της σαρκός!
Μάτια των ευσεβών. Είστε κλεισμένα,
ματάκια αθώα, κάτου απ’ το νερό.
Όμως της πίστεως λύχνοι, πάντα φέγγετε
απ’ την καρδιά του πόντου, προς τον ουρανό,
και τα σφαγμένα χέρια τα φαντάζουμαι
πως σταυρωμένα στέλνουν προσευχή
προς κάποιο του σπιτιού θαμπόν εικόνισμα
που τη μανούλα γέρνει και παρηγορεί.
Κι απάνου απ’ τη την πλατειά τη θάλασσα
που αιώνια κύματα τινάζει
δίχως να ξαναφέρνει εσάς στον πόλεμο
μήτε τον καπετάνιο που προστάζει
απάνου απ’ τη την πλατειά τη θάλασσα
μες στη σιωπή και στο μηδέν, το θυμιατήρι
της Μόσχας κρέμεται παρακαλεί
τον ουρανό στον ύπνο σα να ‘ρθεί να γύρει.
Μητέρα! Που στα κύματα έτρεξε
το γάλα σου κι επνίγηκαν τα νανουρίσματα σου.
Απ’ το παιδί ως την ποδιά σου
είν’ ένας πόντος, ένας χωρισμός.
Ναύτης κι αν είναι ο πόνος σου
Δεν ημπορεί να φτάσει εκεί, παρά νεκρός.
Σκλάβα σε πήρε ο πόλεμος κοντά του
για να σκορπίζεις ρόδα θανάτου.
Κάθε στιγμή που τρέμεις κι αγαπάς
τον πόλεμο, τον πόλεμο σφυροκοπάς
και τα νανουρίσματα
της κούνιας και το χάδι
αποκοιμίζουν το παιδί
για να το φέρουν προς τον Άδη,
μητέρα! Και στον κόρφο σου
τον κόρφο που ‘ναι αγάπη, τρόμος
με τα χειλάκια του παιδιού
βυζαίνει του πολέμου ο νόμος!
Χαίρε σπιτάκι ερημικό! Ησυχία,
που η κουρασμένη σκέψη μας θέλει να γίνει
λουλουδάκι στη θύρα του και να σε πίνει!
Χαίρε σπιτάκι ερημικό, ησυχία
βρυσούλα της ζωής, που όταν σ’ ακούω
να τρέχεις σκιάζομαι μήπως χυθείς
μες στον πικρόν ωκεανό του κόσμου!
Ανάμεσα στα ορνίθια και στη χλόη
που ο πετεινός λευκός ψάλλει το φως
ενώ η μητέρα γνέθει, ενώ τα βρέφη
στην πρασινάδα παίζουν και γυρίζει
ο γυιός από των χωραφιών το δρόμο
μ’ αναπαμένο το τσαπί στον ώμο,
έρχεται ο Πόλεμος στην πόρτα και του γνέφει
να πάει κοντά του. Έχε γεια,
σπιτάκι ερημικό, δεν είσαι πια.
Κοιμάται μες στον ήσυχο ελαιώνα
βασανισμένη η ασπροφόρα Ειρήνη.
Χαίρεται η γη που την κρατά, στους κόρφους της
καθ' άνθος χαίρεται ν’ αγγίζει και να σβήνει.
Και των πουλιών κρυμμένες οι φωλιές,
πατρίδες δίχως πόλεμο και μίση,
αφήνουν της αγάπης το μουρμούρισμα
τόσο σκιαγμένο που φοβάται ν’ αντηχήσει.
Άνοιξη – πόθος! Μες στο ματωμένο αγώνα
Ανθεί ο Απρίλης κι απ’ τον κόρφο του
μαζεύουν ανεμώνες οι νεκροί.
Αλλ’ άξαφνα ιερά πομπή
βυθίζεται στον ήσυχο ελαιώνα
και φτάνει από τον κάμπο ανθρώπων πλήθος
κόβοντας κλάδο ελιάς, στολίζοντας το στήθος.
Κάτω από των κλαριών την ησυχία
υψώνοντας τη Βίβλο την Αγία
προς την αρχαία ελιά πηγαίνει
που η ασπροφόρα Ειρήνη ξαπλωμένη
θρηνεί την εξορία της. – Ξύπνα!
ο λαός σου ήρθεν εδώ. Οι ανθρώποι
που ‘ναι λευκοί σαν ανθισμένοι τόποι
και ταπεινοί σα χλόη. Κανένα φως
δε φέρνομε σ’ αυτή τη λιτανεία
άλλο από μια λαμπάδα αιώνια
που την ανάβει μέσα μας ο Εσπερινός.
Η ζωή μας είν’ αργό ρηχό νεράκι
που σιγοκλαίει και σιγοτραγουδεί,
που μόλις φτάνει μες στο περιβόλι
να σκύψει ένα πουλάκι και να πιεί.
Σπαθί δεν εφορέσαμε στη ζώνη,
ο εχθρός φοβάται να μας αντικρύσει
καθώς περνάει στον κάμπο ο χαλασμός
κι αφήνει ορθό το παρεκκλήσι.
Είμαστε μεις οι αδύνατοι. Τραγούδια
παίζουν με μας οι ανέμοι, παιάνες όχι!
Βαρειά δεν περπατούμε, αλλά σταλάζομε
στη γη αυτή καθώς το πρωτοβρόχι.
Κόσμος για μας το φύλλο, όπως το δάσος,
η πεταλούδα όπως κι ο αητός.
Κι αυτά κ’ εμείς κι ο πόνος ταξιδεύομε
στον κύκλο του παντός…
– Κοιμάσαι, Ειρήνη, κάτου απ’ την αρχαίαν
ελιά και σε ζητούμε, σε ζητούν
οι δουλευτάδες που το βράδυ αργά
σκύβουνε στην καλύβα τους μα μπουν.
Το χελιδόνι όταν απ’ τη στέγη μας
– καθώς η σκέψη φεύγει από το νου –
πάει να βυθίσει τα φτερά τα ήσυχα
μες στην αταραξία τ' ουρανού.
Τ’ άστρο που ταξιδεύει και ξανάρχεται.
Ο νεκρός που πάει και δεν ξαναγυρνά.
Στο κύμα ο ναύτης. Ο τραχύς βοσμός
απάνου στα περήφανα βουνά.
Η φωλιά σε θέλει των πουλιών, των ανθρώπων
η πολιτεία, τα φτερά και τα χέρια των
νύχτα και μέρα απλώνονται σ’ εσένα.
Κουρασμένα
τα μάτια κλείνουν, ο ύπνος σε γυρεύει
όταν με την ανύσταχτη παλεύει
φροντίδα απάνου απ’ τ’ άρρωστο κορμί.
Γυρεύει εσένα ύστερ’ απ΄ τη νίκη
το κουρασμένο κρύβοντας στη θήκη
σπαθί του ο ματωμένος μαχητής,
και τελευταίος σε κράζει, αλλά δεν έρχεσαι
να κοιμηθείς μες στην καρδιά του, ο Ποιητής.
– Και τώρα οι σκοτωμένοι σε αναζήτησαν,
που τους κρατεί ο αμίλητος βυθός.
Πόνος δε φτάνει ανθρώπου να τους δει
ενώ τους τρώει το κύμα κι ο καημός.
Έτσι πνιγμένη, αφανισμένη η Δύναμη
κοιμάται και ρωτάει από βαθειά
το κρίμα που τη σκότωσεν απόλεμη,
αλλά ο βαθύς γιαλός δεν απαντά…
Θεριό καράβι, πόσα καλοτάξιδα
πλέεις στο μηδέν! Ειρήνη
στο φλάμπουρο που κύματα το δίπλωσαν
και στ’ άρματα που δε βροντάν. Ειρήνη
στων θυμάτων τα μάτια, στη βουβή καρδιά,
στο στόμα το κλεισμένο που άλμην πίνει!
Τώρα δεν τους κατέχει πλέον ο πόλεμος
και τώρα που στα βάθη της αβύσσου
βαριά κοιμώνται ήσυχοι, αγαθοί,
απόλεμοι, θλιμμένοι, είναι ιδικοί σου.
Είπαν κι η προσευχή μες στην ψυχή τους
έπεσε, την ανέστησε. Με τους κορμούς
των δέντρων το αζωγράφιστο κορμί της
υψώνει κ’ είν’ ωραίο απ’ τους καημούς.
Λάμπει το δάκρυ που στη γης αφήνει
– ευτυχισμένο το άνθος που το πίνει –
Γνέφει στο πλήθος και μαζί του ξεκινά.
Χαμογελάνε κάμποι και βουνά
κ' έτσι καθώς πηγαίνει η λιτανεία
τα μαραμένα ξαναζούν, η άνοιξη
πάει να γενεί αιώνια.
Τόσο δεμένη η μάννα γη με την ψυχή τους είναι,
τόσο τους ανεγνώρισε τους Αδυνάτους, κρίνε,
που κάτασπρος στο διάβα των φεγγοβολάς, και συ
δροσούλα στα χαμόκλαδα που τρέμεις, ως αυτοί.
Στάθηκαν στην ακρογιαλιά και κοίταζαν το κύμα.
Πλατύ το πέλαγος, καθώς του αφανισμού το κρίμα.
Τους βυθισμένους καρτερεί να ‘ρθούν μπροστά της,
Εκείνη, ορθή στον άνεμο που λύνει τα μαλλιά της.
Αχ! οι νεκροί δεν έρχονται υψωμένοι
απάνου στον αφρό, δεν κατεβαίνει
κύμα φουρτούνα, πόνος να τους πάρει,
τον αρχηγό να φέρει καβαλάρη
της τρικυμίας, τους ναύτες του μαζί.
Ο Αφανισμός μονάχα, εκείνος ζει.
Νέρων φωνές, σαλπίσματα, ήχοι,
βροντούν, και τα μεγάλα κύματα
σαν του Ομήρου οι ματωμένοι στίχοι
στο πέλαγος των χρόνων, με χορό φριχτό
από στεριές, πελάγη, ουρανούς χυμούν,
λαχανιασμένα πέφτουνε στα πόδια της,
πεθαίνουν, μα τον Πόλεμο της τραγουδούν.
Πηγή: Ο Νουμάς - Τεύχος 149 (1905)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου