Κατωτέρω παρατίθενται οι "Ύμνοι" του ποιητή Ρήγα Γκόλφη από τα τεύχη του Νουμά, υπ' αριθμό 522, 524 και 531 (του 1914):
Ο Νουμάς - Τεύχος 522
Ο Νουμάς - Τεύχος 524
Ο Νουμάς - Τεύχος 531
Εν καιρώ θα αναρτηθούν και οι υπόλοιποι "Ύμνοι" που δημοσιεύτηκαν τα έτη 1915, 1916, 1919 και 1920.
Άλλη πίστη
Ένα ντουφέκι μου ‘δωσαν, μου κρέμασαν σπαθί
και μου ‘παν: «Εμπρός, τράβα
στο πέρασμα σου ουδέ κλαρί ορθό να μη σταθεί,
κάψε, βουλκάνου λάβα.
Κ’ εγώ, με την καρδιά βάρια κι ανέγνωρη, χτυπώ
μπροστά μου ό,τι κι α βρίσκω ˙
σε πολιτείες και σε βουνά τρικύμισμα σκορπώ,
και σαν κατάρα μνήσκω.
Θανάτου αχός με τριγυρνά ˙ προβαίνω μεθυστής.
Όλου του κόσμου η φρίκη
από την όψη μου περνά. Κ' εγώ πολεμιστής
πάω για να βρω τη νίκη!
Εντός μου δεν κρατώ σπλαχνιά ˙ μου πέτρωσε η καρδιά,
το δάκρυ μου ξεράθει.
Σαν αξημέρωτη, μπροστά στα μάτια μου, η βραδιά
στ' ανθρώπινα τα πάθη...
μα σήμερα πουρνό πουρνό, που ανάδευε η κραυγή
και μάνιζε η αμάχη,
το μέτωπο μου αφίλητο αναθέρμανε η αυγή
κι από τον ίδρο εβράχει.
Και το μαντήλι βγάνοντας, με πήρε η μυρουδιά
που μου έβαλες πριν φύγω.
Η ξεχασμένη σου ομορφιά μου αγγίζει την καρδιά
κει που τον Άδη ανοίγω.
Ω! μυρουδιά απαλόπνοη, ψυχή, ρόδου μιλιά,
ξεδίψασμα μιας κρήνης,
όλο τον κόσμο που έχασα, τη θέρμη την παλιά
γλυκά μου ξαναδίνεις.
Κορμιά λυγίζουν γύρω μου. στο χώμα εγώ σκυφτός
μ' απόξενο τουφέκι,
αναθυμούμαι τις στιγμές που ο πόθος σου ο λιτός
στα δίχτυα του μου πλέκει.
Το βλέμμα σου, που δεχόμουν σαν ήλιο της αυγής
με τη χαρά του αρρώστου,
το γέλιο σου το αέρινο, που η μέθη της ζωής
στάλαζε πάντα εντός του.
Ακαταμάχητε καημέ της ζήσης της χρυσής
η δόξα σου μεγάλη!
Νόμοι, πατρίδες, ω θεοί, μια πίστη είσαστε εσείς
μα υπάρχει πίστη κι άλλη.
Ήρωας δεν είμαι ˙ τη ζωή να ζήσω εγώ ποθώ
που μου χαρίζει η πλάση.
και ποια ιδέα πιο γκαρδιακή, ανώτερο αγαθό
τον πόθο μου θα φτάσει;
Αξέχαστη.
Να σ' απολησμονήσω δεν μπορώ.
Θυμούμαι πάντα τον παλιό καιρό,
που σ' έβλεπα στη στράτα κάθε δείλι
μ’ ενός καημού αλαφρόγελο στα χείλη.
Μες στα κορίτσια τ’ άλλα του σκολειού,
με τη δειλή λαχτάρα ενός πουλιού,
το πέρασμα σου μια λυγίστρα χάρη,
μεθυστικό, γερό, κορμιού καμάρι.
Στον κόσμο τάχα βρέθεις μοναχή;
Μητέρας δε σε πόνεσε ψυχή;
Δε γνώρισες μιαν αγκαλιά από σπίτι;
Δεν ένοιωσες το μάγιο ενός μαγνήτη;
Τάχα της αρχοντιάς η αναμελιά
τράβηξε της σκλαβιάς σου τη θηλιά,
ή μη μιας μητριάς το ξένο χέρι
απ’ τη φωλιά σου αλάργα σ' είχε φέρει;
Μ' έρωτα δε σ' αγάπησα ποτές,
μα στην ψυχή μου χάρισες γιορτές,
και μια βαθειά συγκίνηση απομένει
που η θύμησή σου πάντα τη θερμαίνει.
Τάχα και τι ν' απόγινες, μορφή
παρήγορη, του πόνου μου αδερφή;
Στο διάβα του καιρού που μας βαραίνει,
πορεύεσαι γελούσα ή μαραμένη;
Ω ας ήτανε και πάλε μια στιγμή
να μου αναζούσαν οι παλιοί καημοί,
με φλόγα την καρδιά να γείρω πίσω,
να σ’ αιστανθώ, και να σε λησμονήσω...
Φτωχογειτονιά.
Χάρες ξεχωριστές, θάματα μύρια
στις στράτες, στις αυλές, στα παραθύρια
με την αφαιρεμάδα του διαβάτη
σέρνει το μάτι.
Χαμόγελα κρουστά, ματάκια μαύρα
που μέσα τους ανθεί του πόθου η λαύρα,
σε ‘γγίζουνε βαθιά, σε απομεθούνε
και φως σκορπούνε.
Θλιμμένες μαργιολιές και μαραμένες
στα κουρτινάκια απόμερα κρυμμένες,
προσδέχουνται το δάκρυ και το γέλιο
μ’ ένα περγέλιο.
Ακούς γοργό σκοπό από μαντολίνο,
παρέχει ένα αναστέναγμα σα θρήνο,
μια πονηρή ματιά που δε λαθεύει
παραμονεύει.
Στην ίδια στέγη εδώ, χαρές και μίση
πόσες φορές δεν έχουν κατοικήσει,
πόσα όνειρα και πάθη υποταγμένα
στα πεπρωμένα!
Στη φτωχογειτονιά αν η μοίρα θλίβει
στην πόρτα της ζωής ποτέ δε σκύβει.
Άστρο περνά η χαρά, σαράκι ο δόλος…
ο κόσμος όλος…
Αθήνα.
Παιδούλα μου Αθήνα
θερμά αγαπημένη,
σε ρόδα, σε κρίνα
η ψυχή σου χυμένη.
Το νάζι σου, κύμα
στο στήθος σου απάνω,
τα μάτια σου ρίμα,
το γέλιο σου πλάνο.
Μεθύσι η λαλιά σου,
το πνέμα σου λαύρα,
χαμός η αγκαλιά σου,
ο πόθος σου ανάβρα.
Το φως σου αχνό θάμπος,
η αγάπη σου λύρα,
ο ανθόσπαρτος κάμπος
της ζήσης σου η μοίρα.
Μια σβέλτινη χάρη
σου πλέκουν τα νιάτα,
βουνίσιο θυμάρι
και γιούλια ευωδάτα.
Μια πίστη η θωριά σου
στον άπιστο εμένα.
Μ' αν τύχη μακριά σου
και γείρω στα ξένα.
Μια δίψα, μια πείνα,
μια τρέλα μου μένει,
λαχτάρα μου Αθήνα
θερμά αγαπημένη.
Σ’ ένα νεκρό του πολέμου.
Τη λεβεντιά σου σκόρπισες συντρίμμι
ορμητικό κι αστόχαστο παιδί,
κι όσο αγαθή α μας άφησες τη μνήμη
τόσο πικρό της δάφνης το κλαδί.
Χαρά σου, να γευτείς πέρα και πέρα
του κόσμου τα παράξενα αγαθά.
Στ' απόκοτα η ψυχή σου κάθε μέρα
βαθιά βαθιά βουτούσε να μεθά.
Στα χέρια σου λυμένο το χρυσάφι,
σπάταλο γλέντι το γλυκό κρασί ˙
αδάμαστο και ψυχωμένο αλάφι
ριχνόσουνα μες στην αγάπη εσύ.
Μόλις αντάριασμα άκουσες πολέμου,
αλύγιστος πετιέσαι στη φωτιά.
Όμως αυτή σα μια ριπή του άνεμου
σου σβήνει μια για πάντα τη ματιά.
Ω την αδρή, πολύρρυθμη ύπαρξή σου,
ποιος θα μπορέσει αδάκρυτος να ιδεί;
Στη δόξα ανάθεμα, τέτοιας θανής σου,
αστόχαστο κι ορμητικό παιδί...
Ψωμί της πίκρας.
Ψωμί της πίκρας και του πόνου,
λαίμαργα εμπρός μου σε κοιτάζω,
κ’ ενώ την πείνα μου δαμάζω,
με καίει ή οργή του δίκαιου φτόνου.
Του δίκαιου φτόνου, για τη μοίρα,
που τάζει δόξες στον καθένα,
μα πάντα σκλάβο μ’ έχει έμενα
με τη φτωχή θλιμμένη λύρα.
Θλιμμένη λύρα, που δεν ψάλλει
ένα λαό ν’ αποκοιμίσει,
σε πλάνα ιδανικά και μίση,
για κάθε απάτη τρισμεγάλη.
Μια άπατη τρισμεγάλη γύρα
πατά το δίκιο, βασιλεύει.
Αγνάντια μάταια αντιπαλεύει
η τραγική του άνθρωπου μοίρα.
Του άνθρωπου του άπλουτου, που ανάγκη
μαύρη, του σφίγγει το λαιμό του ˙
ζει και δε ζει με τον καημό του
στης κοινωνίας μες στο φαλάγγι.
Μες στο φαλάγγι, που συντρίβει
κάθε καρδιά και κάθε ιδέα,
που πλάθει τη χαρά χυδαία
και την ορμή λυγά και σκύβει.
Χτυπά τα πάντα οργή του φτόνου!
Κ’ ενώ την πείνα μου δαμάζω,
καταραμένο σε λογιάζω
ψωμί της πίκρας και του πόνου.
Απεργία.
Στη στράτα αργοδιαβαίνει της αργατιάς το πλήθος ˙
φαρμάκι έχει στα χείλη, κομμένη την ορμή,
κι ο πόνος πού συντρίβει τ' αράθυμό του στήθος
θεριεύει το κορμί.
Που πάει συμμαζωμένο το έλεος να γυρέψει;
Ποιος άρχοντας θ' ακούσει, ποια πόρτα θ' ανοιχτεί;
Με τ’ άπραγα τα λόγια τί πάει να ζητιανέψει,
να γείρει να κλαφτεί;
Το τέρας της ανάγκης που τη ζωή του θλίβει,
νεκρώνει την αγάπη, μαραίνει τ’ αγαθά,
θα πάψει να τραντάζει το μαύρο του καλύβι,
το Χάρο να βοηθά;
Ω συνοδεία θλιμμένη, του δίκιου τον αγώνα
σα θέλεις να κερδίσεις, μη σκύβεις και δειλιάς.
Και πως θα διαφεντέψεις με λυγισμένο γόνα
τη μοίρα της δουλειάς;
Τη δύναμη σου νοιώσε κ’ υψώσου προς τον ήλιο.
Την πάναγνή σου ράτσα, τη σιδερένια υγειά,
θεούς να τα λατρέψεις. Του κόσμου το βασίλειο
ζωντάνεψε, ραγιά.
Το πείσμα του δυνάστη, που τη χαρά μολεύει,
τα λούλουδα σκοτώνει, στειρεύει την πηγή,
θα το συντρίψει, μάθε, το χέρι πού δουλεύει
κι αναμετρά τη γη.
Κρυφό.
Τόσο πολύτιμο είναι ό,τι μου δίνεις
με την απλή, αγαθόφωτη ύπαρξή σου,
που λέω και τη ζωή πως μου απαλύνεις
απ' τη σκληράδα μιας ψυχής αβύσσου.
Απάνου στην ειδή την όμορφή σου
μια νότα πόνου για τον κόσμο κλείνεις,
μα το χαμόγελο σου που μ' αφήνεις
το νοιώθω σα δροσιά του παραδείσου.
Ω τίποτα δεν πιθυμώ να μάθεις
μη σε πλανέψει η πονηριά και χάθεις.
Θέλω όπως πάντα αθώα να ‘ρθει; σιμά μου,
να πιείς από την άδολη χαρά μου,
και το τραγούδι αυτό μου να διαβάσεις
και πάλι ανυποψίαστη να περάσεις.
Σ’ ένα νεκρό στα ξένα.
Φίλε γλυκέ γλυκέ, τη δυστυχία σου
άλλος κανείς δε γνώρισε από μένα.
Μου είχες εμπιστευτεί τα μυστικά σου
πρι αγύριστος μας φύγεις για τα ξένα.
Πόσο μικρή αφορμή το σπάραγμα σου!
Πόσο βαθιά τα χείλη πικραμένα!
Μια πλούσια ζήση απλώνοταν μπροστά σου
κι όλο το φώς του ήλιου χαρά για σένα...
Αχ κρίνο μια ομορφιά, κύμα το νάζι,
δυο μάτια, ένα χαμόγελο πού σφάζει,
μια συντυχιά μοιρόγραφτη πού ευφραίνει,
μιαν απιστία πού αβέβαιη σε μαραίνει,
εσείς. Εσείς του αράξατε στα στήθη.
Σας πήρε συντροφιά και αποκοιμήθει.
Για ένα συγγραφέα.
Το σπίτι σου στην άκρη απ' την πλατεία
στρατιώτες όλη κι άρματα γεμάτη.
Κομπασμένη αλαλάζει η πολιτεία
γυρεύοντας με ορμή μια δόξα άκρατη.
Ήχοι βάρβαροι σπουν την ηρεμία
που απλώνεται πουρνό σε ονείρων πλάτη,
και συ με μιας αρρώστιας αγωνία
ξεψυχάς στο θλιμμένο σου κρεβάτι.
Ω τη φωνή σου! αφόρεσμα στη χώρα
που ορέγεται τρελό μεθύσι μ' αίμα.
Κατάρα η Νίκη ανάδωμα του ‘χώρα.
Με τα βιβλία δε σάρωσες το ψέμα.
Και να ενώ σβιούν του νου σου τα διαμάντια
στριγγά λαλούν οι σάλπιγγες αγνάντια.
Σε παλιό φίλο.
Άγουρες οι ψυχές μας για τη γνώση,
μα φλογισμένες πάντα στη λαχτάρα.
Τον ήλιο της ζωής, να μας πυρώσει
προσμέναμε, χτυπώντας την κιθάρα.
Αδερφωμένοι οι δυο είχαμε ομώσει
να διαβούμε του κόσμου την αντάρα.
Μα, ω φίλε μου παλιέ, σαν ήρθε ή γνώση
της διγνωμιάς μας χώρισε ή κατάρα.
Λοξοί είν' οι δρόμοι της ζωής ˙ αγκάθια
γύρω τριγύρω αξαίνουν θρασεμένα.
Αλί πού ταπεινώνεται στα πάθια!
Πόσο πικρά τα λόγια έχεις για μένα.
Μα τ’ είμαι εγώ; Των ίσκιων κυνηγάρης,
του ανθρώπινου καημού φτωχός λυράρης.
Για έναν έρωτα.
Ω σούρουπο αλαφρό, γλιστράς αγάλι
μες στου αποδειλινού τη ρόδινη ώρα,
και πάνου απ’ το σκυμμένο μου κεφάλι
σαν καταχνιά σαλεύεις μαυροφόρα.
Μες στ' ανοιχτό μπρος μου βιβλίο, σα ζάλη
θολή, σιγαμολιέσαι ώρα την ώρα.
Την ύπαρξή μου ισκιάς, και στην αγκάλη
της λησμονιάς μου, αργοτυλείς τή χώρα.
Ω ας ήταν αλαφρά έτσι καθώς σβήνεις
τα πράματα όλα γύρω στο σαλόνι,
να ‘σβηνες και τη φλόγα μιας οδύνης
που μήτε θάνατος την ξαλαφρώνει,
και να κατρακυλούσες μου τη ζήση
με μιας χυδαίας αγάπης το μεθύσι.
Δεσμά λυτρωμού.
Με βρήκαν τα μεσάνυχτα σκυμμένο
τραγούδι νέο, για σε, να μαστορεύω,
στη φράση και στα μέτρα να παλεύω
για το γερό το στίχο, το δεμένο.
Άσε να φανταστώ, να μη λαθεύω,
λύγισμα, χάρη, πρόσωπο γραμμένο,
της μελωδίας την τέχνη που γυρεύω
μες στο γερό κορμί σου το δεμένο.
Του κάκου. Δε βολεί να καταστρώσω
με τη λύρα, το δρόμο που χαράζει
κύμα καημού που μέσα μου σπαράζει.
Στα κουρασμένα βλέφαρα μου ωστόσο
τον ύπνο αποζητώ. Και τα δεσμά του
ω! ας είναι λυτρωμού, σαν του θανάτου.
Ο Νουμάς - Τεύχος 522
Ο Νουμάς - Τεύχος 524
Ο Νουμάς - Τεύχος 531
Εν καιρώ θα αναρτηθούν και οι υπόλοιποι "Ύμνοι" που δημοσιεύτηκαν τα έτη 1915, 1916, 1919 και 1920.
Άλλη πίστη
Ένα ντουφέκι μου ‘δωσαν, μου κρέμασαν σπαθί
και μου ‘παν: «Εμπρός, τράβα
στο πέρασμα σου ουδέ κλαρί ορθό να μη σταθεί,
κάψε, βουλκάνου λάβα.
Κ’ εγώ, με την καρδιά βάρια κι ανέγνωρη, χτυπώ
μπροστά μου ό,τι κι α βρίσκω ˙
σε πολιτείες και σε βουνά τρικύμισμα σκορπώ,
και σαν κατάρα μνήσκω.
Θανάτου αχός με τριγυρνά ˙ προβαίνω μεθυστής.
Όλου του κόσμου η φρίκη
από την όψη μου περνά. Κ' εγώ πολεμιστής
πάω για να βρω τη νίκη!
Εντός μου δεν κρατώ σπλαχνιά ˙ μου πέτρωσε η καρδιά,
το δάκρυ μου ξεράθει.
Σαν αξημέρωτη, μπροστά στα μάτια μου, η βραδιά
στ' ανθρώπινα τα πάθη...
μα σήμερα πουρνό πουρνό, που ανάδευε η κραυγή
και μάνιζε η αμάχη,
το μέτωπο μου αφίλητο αναθέρμανε η αυγή
κι από τον ίδρο εβράχει.
Και το μαντήλι βγάνοντας, με πήρε η μυρουδιά
που μου έβαλες πριν φύγω.
Η ξεχασμένη σου ομορφιά μου αγγίζει την καρδιά
κει που τον Άδη ανοίγω.
Ω! μυρουδιά απαλόπνοη, ψυχή, ρόδου μιλιά,
ξεδίψασμα μιας κρήνης,
όλο τον κόσμο που έχασα, τη θέρμη την παλιά
γλυκά μου ξαναδίνεις.
Κορμιά λυγίζουν γύρω μου. στο χώμα εγώ σκυφτός
μ' απόξενο τουφέκι,
αναθυμούμαι τις στιγμές που ο πόθος σου ο λιτός
στα δίχτυα του μου πλέκει.
Το βλέμμα σου, που δεχόμουν σαν ήλιο της αυγής
με τη χαρά του αρρώστου,
το γέλιο σου το αέρινο, που η μέθη της ζωής
στάλαζε πάντα εντός του.
Ακαταμάχητε καημέ της ζήσης της χρυσής
η δόξα σου μεγάλη!
Νόμοι, πατρίδες, ω θεοί, μια πίστη είσαστε εσείς
μα υπάρχει πίστη κι άλλη.
Ήρωας δεν είμαι ˙ τη ζωή να ζήσω εγώ ποθώ
που μου χαρίζει η πλάση.
και ποια ιδέα πιο γκαρδιακή, ανώτερο αγαθό
τον πόθο μου θα φτάσει;
Αξέχαστη.
Να σ' απολησμονήσω δεν μπορώ.
Θυμούμαι πάντα τον παλιό καιρό,
που σ' έβλεπα στη στράτα κάθε δείλι
μ’ ενός καημού αλαφρόγελο στα χείλη.
Μες στα κορίτσια τ’ άλλα του σκολειού,
με τη δειλή λαχτάρα ενός πουλιού,
το πέρασμα σου μια λυγίστρα χάρη,
μεθυστικό, γερό, κορμιού καμάρι.
Στον κόσμο τάχα βρέθεις μοναχή;
Μητέρας δε σε πόνεσε ψυχή;
Δε γνώρισες μιαν αγκαλιά από σπίτι;
Δεν ένοιωσες το μάγιο ενός μαγνήτη;
Τάχα της αρχοντιάς η αναμελιά
τράβηξε της σκλαβιάς σου τη θηλιά,
ή μη μιας μητριάς το ξένο χέρι
απ’ τη φωλιά σου αλάργα σ' είχε φέρει;
Μ' έρωτα δε σ' αγάπησα ποτές,
μα στην ψυχή μου χάρισες γιορτές,
και μια βαθειά συγκίνηση απομένει
που η θύμησή σου πάντα τη θερμαίνει.
Τάχα και τι ν' απόγινες, μορφή
παρήγορη, του πόνου μου αδερφή;
Στο διάβα του καιρού που μας βαραίνει,
πορεύεσαι γελούσα ή μαραμένη;
Ω ας ήτανε και πάλε μια στιγμή
να μου αναζούσαν οι παλιοί καημοί,
με φλόγα την καρδιά να γείρω πίσω,
να σ’ αιστανθώ, και να σε λησμονήσω...
Φτωχογειτονιά.
Χάρες ξεχωριστές, θάματα μύρια
στις στράτες, στις αυλές, στα παραθύρια
με την αφαιρεμάδα του διαβάτη
σέρνει το μάτι.
Χαμόγελα κρουστά, ματάκια μαύρα
που μέσα τους ανθεί του πόθου η λαύρα,
σε ‘γγίζουνε βαθιά, σε απομεθούνε
και φως σκορπούνε.
Θλιμμένες μαργιολιές και μαραμένες
στα κουρτινάκια απόμερα κρυμμένες,
προσδέχουνται το δάκρυ και το γέλιο
μ’ ένα περγέλιο.
Ακούς γοργό σκοπό από μαντολίνο,
παρέχει ένα αναστέναγμα σα θρήνο,
μια πονηρή ματιά που δε λαθεύει
παραμονεύει.
Στην ίδια στέγη εδώ, χαρές και μίση
πόσες φορές δεν έχουν κατοικήσει,
πόσα όνειρα και πάθη υποταγμένα
στα πεπρωμένα!
Στη φτωχογειτονιά αν η μοίρα θλίβει
στην πόρτα της ζωής ποτέ δε σκύβει.
Άστρο περνά η χαρά, σαράκι ο δόλος…
ο κόσμος όλος…
Αθήνα.
Παιδούλα μου Αθήνα
θερμά αγαπημένη,
σε ρόδα, σε κρίνα
η ψυχή σου χυμένη.
Το νάζι σου, κύμα
στο στήθος σου απάνω,
τα μάτια σου ρίμα,
το γέλιο σου πλάνο.
Μεθύσι η λαλιά σου,
το πνέμα σου λαύρα,
χαμός η αγκαλιά σου,
ο πόθος σου ανάβρα.
Το φως σου αχνό θάμπος,
η αγάπη σου λύρα,
ο ανθόσπαρτος κάμπος
της ζήσης σου η μοίρα.
Μια σβέλτινη χάρη
σου πλέκουν τα νιάτα,
βουνίσιο θυμάρι
και γιούλια ευωδάτα.
Μια πίστη η θωριά σου
στον άπιστο εμένα.
Μ' αν τύχη μακριά σου
και γείρω στα ξένα.
Μια δίψα, μια πείνα,
μια τρέλα μου μένει,
λαχτάρα μου Αθήνα
θερμά αγαπημένη.
Σ’ ένα νεκρό του πολέμου.
Τη λεβεντιά σου σκόρπισες συντρίμμι
ορμητικό κι αστόχαστο παιδί,
κι όσο αγαθή α μας άφησες τη μνήμη
τόσο πικρό της δάφνης το κλαδί.
Χαρά σου, να γευτείς πέρα και πέρα
του κόσμου τα παράξενα αγαθά.
Στ' απόκοτα η ψυχή σου κάθε μέρα
βαθιά βαθιά βουτούσε να μεθά.
Στα χέρια σου λυμένο το χρυσάφι,
σπάταλο γλέντι το γλυκό κρασί ˙
αδάμαστο και ψυχωμένο αλάφι
ριχνόσουνα μες στην αγάπη εσύ.
Μόλις αντάριασμα άκουσες πολέμου,
αλύγιστος πετιέσαι στη φωτιά.
Όμως αυτή σα μια ριπή του άνεμου
σου σβήνει μια για πάντα τη ματιά.
Ω την αδρή, πολύρρυθμη ύπαρξή σου,
ποιος θα μπορέσει αδάκρυτος να ιδεί;
Στη δόξα ανάθεμα, τέτοιας θανής σου,
αστόχαστο κι ορμητικό παιδί...
Ψωμί της πίκρας.
Ψωμί της πίκρας και του πόνου,
λαίμαργα εμπρός μου σε κοιτάζω,
κ’ ενώ την πείνα μου δαμάζω,
με καίει ή οργή του δίκαιου φτόνου.
Του δίκαιου φτόνου, για τη μοίρα,
που τάζει δόξες στον καθένα,
μα πάντα σκλάβο μ’ έχει έμενα
με τη φτωχή θλιμμένη λύρα.
Θλιμμένη λύρα, που δεν ψάλλει
ένα λαό ν’ αποκοιμίσει,
σε πλάνα ιδανικά και μίση,
για κάθε απάτη τρισμεγάλη.
Μια άπατη τρισμεγάλη γύρα
πατά το δίκιο, βασιλεύει.
Αγνάντια μάταια αντιπαλεύει
η τραγική του άνθρωπου μοίρα.
Του άνθρωπου του άπλουτου, που ανάγκη
μαύρη, του σφίγγει το λαιμό του ˙
ζει και δε ζει με τον καημό του
στης κοινωνίας μες στο φαλάγγι.
Μες στο φαλάγγι, που συντρίβει
κάθε καρδιά και κάθε ιδέα,
που πλάθει τη χαρά χυδαία
και την ορμή λυγά και σκύβει.
Χτυπά τα πάντα οργή του φτόνου!
Κ’ ενώ την πείνα μου δαμάζω,
καταραμένο σε λογιάζω
ψωμί της πίκρας και του πόνου.
Απεργία.
Στη στράτα αργοδιαβαίνει της αργατιάς το πλήθος ˙
φαρμάκι έχει στα χείλη, κομμένη την ορμή,
κι ο πόνος πού συντρίβει τ' αράθυμό του στήθος
θεριεύει το κορμί.
Που πάει συμμαζωμένο το έλεος να γυρέψει;
Ποιος άρχοντας θ' ακούσει, ποια πόρτα θ' ανοιχτεί;
Με τ’ άπραγα τα λόγια τί πάει να ζητιανέψει,
να γείρει να κλαφτεί;
Το τέρας της ανάγκης που τη ζωή του θλίβει,
νεκρώνει την αγάπη, μαραίνει τ’ αγαθά,
θα πάψει να τραντάζει το μαύρο του καλύβι,
το Χάρο να βοηθά;
Ω συνοδεία θλιμμένη, του δίκιου τον αγώνα
σα θέλεις να κερδίσεις, μη σκύβεις και δειλιάς.
Και πως θα διαφεντέψεις με λυγισμένο γόνα
τη μοίρα της δουλειάς;
Τη δύναμη σου νοιώσε κ’ υψώσου προς τον ήλιο.
Την πάναγνή σου ράτσα, τη σιδερένια υγειά,
θεούς να τα λατρέψεις. Του κόσμου το βασίλειο
ζωντάνεψε, ραγιά.
Το πείσμα του δυνάστη, που τη χαρά μολεύει,
τα λούλουδα σκοτώνει, στειρεύει την πηγή,
θα το συντρίψει, μάθε, το χέρι πού δουλεύει
κι αναμετρά τη γη.
Κρυφό.
Τόσο πολύτιμο είναι ό,τι μου δίνεις
με την απλή, αγαθόφωτη ύπαρξή σου,
που λέω και τη ζωή πως μου απαλύνεις
απ' τη σκληράδα μιας ψυχής αβύσσου.
Απάνου στην ειδή την όμορφή σου
μια νότα πόνου για τον κόσμο κλείνεις,
μα το χαμόγελο σου που μ' αφήνεις
το νοιώθω σα δροσιά του παραδείσου.
Ω τίποτα δεν πιθυμώ να μάθεις
μη σε πλανέψει η πονηριά και χάθεις.
Θέλω όπως πάντα αθώα να ‘ρθει; σιμά μου,
να πιείς από την άδολη χαρά μου,
και το τραγούδι αυτό μου να διαβάσεις
και πάλι ανυποψίαστη να περάσεις.
Σ’ ένα νεκρό στα ξένα.
Φίλε γλυκέ γλυκέ, τη δυστυχία σου
άλλος κανείς δε γνώρισε από μένα.
Μου είχες εμπιστευτεί τα μυστικά σου
πρι αγύριστος μας φύγεις για τα ξένα.
Πόσο μικρή αφορμή το σπάραγμα σου!
Πόσο βαθιά τα χείλη πικραμένα!
Μια πλούσια ζήση απλώνοταν μπροστά σου
κι όλο το φώς του ήλιου χαρά για σένα...
Αχ κρίνο μια ομορφιά, κύμα το νάζι,
δυο μάτια, ένα χαμόγελο πού σφάζει,
μια συντυχιά μοιρόγραφτη πού ευφραίνει,
μιαν απιστία πού αβέβαιη σε μαραίνει,
εσείς. Εσείς του αράξατε στα στήθη.
Σας πήρε συντροφιά και αποκοιμήθει.
Για ένα συγγραφέα.
Το σπίτι σου στην άκρη απ' την πλατεία
στρατιώτες όλη κι άρματα γεμάτη.
Κομπασμένη αλαλάζει η πολιτεία
γυρεύοντας με ορμή μια δόξα άκρατη.
Ήχοι βάρβαροι σπουν την ηρεμία
που απλώνεται πουρνό σε ονείρων πλάτη,
και συ με μιας αρρώστιας αγωνία
ξεψυχάς στο θλιμμένο σου κρεβάτι.
Ω τη φωνή σου! αφόρεσμα στη χώρα
που ορέγεται τρελό μεθύσι μ' αίμα.
Κατάρα η Νίκη ανάδωμα του ‘χώρα.
Με τα βιβλία δε σάρωσες το ψέμα.
Και να ενώ σβιούν του νου σου τα διαμάντια
στριγγά λαλούν οι σάλπιγγες αγνάντια.
Σε παλιό φίλο.
Άγουρες οι ψυχές μας για τη γνώση,
μα φλογισμένες πάντα στη λαχτάρα.
Τον ήλιο της ζωής, να μας πυρώσει
προσμέναμε, χτυπώντας την κιθάρα.
Αδερφωμένοι οι δυο είχαμε ομώσει
να διαβούμε του κόσμου την αντάρα.
Μα, ω φίλε μου παλιέ, σαν ήρθε ή γνώση
της διγνωμιάς μας χώρισε ή κατάρα.
Λοξοί είν' οι δρόμοι της ζωής ˙ αγκάθια
γύρω τριγύρω αξαίνουν θρασεμένα.
Αλί πού ταπεινώνεται στα πάθια!
Πόσο πικρά τα λόγια έχεις για μένα.
Μα τ’ είμαι εγώ; Των ίσκιων κυνηγάρης,
του ανθρώπινου καημού φτωχός λυράρης.
Για έναν έρωτα.
Ω σούρουπο αλαφρό, γλιστράς αγάλι
μες στου αποδειλινού τη ρόδινη ώρα,
και πάνου απ’ το σκυμμένο μου κεφάλι
σαν καταχνιά σαλεύεις μαυροφόρα.
Μες στ' ανοιχτό μπρος μου βιβλίο, σα ζάλη
θολή, σιγαμολιέσαι ώρα την ώρα.
Την ύπαρξή μου ισκιάς, και στην αγκάλη
της λησμονιάς μου, αργοτυλείς τή χώρα.
Ω ας ήταν αλαφρά έτσι καθώς σβήνεις
τα πράματα όλα γύρω στο σαλόνι,
να ‘σβηνες και τη φλόγα μιας οδύνης
που μήτε θάνατος την ξαλαφρώνει,
και να κατρακυλούσες μου τη ζήση
με μιας χυδαίας αγάπης το μεθύσι.
Δεσμά λυτρωμού.
Με βρήκαν τα μεσάνυχτα σκυμμένο
τραγούδι νέο, για σε, να μαστορεύω,
στη φράση και στα μέτρα να παλεύω
για το γερό το στίχο, το δεμένο.
Άσε να φανταστώ, να μη λαθεύω,
λύγισμα, χάρη, πρόσωπο γραμμένο,
της μελωδίας την τέχνη που γυρεύω
μες στο γερό κορμί σου το δεμένο.
Του κάκου. Δε βολεί να καταστρώσω
με τη λύρα, το δρόμο που χαράζει
κύμα καημού που μέσα μου σπαράζει.
Στα κουρασμένα βλέφαρα μου ωστόσο
τον ύπνο αποζητώ. Και τα δεσμά του
ω! ας είναι λυτρωμού, σαν του θανάτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου