III
Το διάβασμα βάστηξε μιαν ώρα απάνω-κάτω. Ο Τύχων διάβαζε αργά κ' ίσως να ξανακοιτούσε μερικά μέρη. Στο διάστημα αυτό, ο Σταυρόγκιν καθότανε ακίνητος και σιωπηλός, σε μια γωνιά του ντιβανιού, ακουμπισμένος στη ράχη πίσω και προσμένοντας. Πράμα παράξενο: Η ανήσυχη, αφηρημένη, σχεδόν απόκοσμη έκφραση που ήταν όλο το πρωί χαραγμένη στα χαραχτηριστικά του, έσβηνε και τη διαδέχτηκε γαλήνη και κάποια σχετική ειλικρίνεια, που λες κ' έδινε στην όψη του αληθινή αξιοπρέπεια. Ο Τύχων έβαλε τα γυαλιά του, έμεινε συλλογισμένος λίγες στιγμές, κ' έπειτα κάρφωσε το δισταχτικό βλέμμα του στο Σταυρόγκιν. Τούτος ανατρίχιασε, και με κίνημα απότομο έσκυψε προς τα εμπρός.
-Μπορεί να κάμει κανείς τίποτα μικροδιορθώματα σ' αυτό το γραφτό;
-Για ποιο λόγο; Έγραψα με ειλικρίνεια αποκρίθηκε ο Σταυρόγκιν.
-Λίγα πράματα στο ύφος.
-Εξέχασα να σας πω, είπε εκείνος κοφτά και ζωηρά σκύβοντας μ' όλο του το κορμί προς τα εμπρός, πως όλα τα λόγια σας θα πάνε του κάκου. Δε θα μεταλλάξω τις προθέσεις μου, μη δοκιμάζετε να με μεταπείσετε. θα το δημοσιέψω ολόκληρο.
Κοκκίνισε και σώπασε.
-Δεν είχατε ξεχάσει να μου το πείτε αυτό πρωτύτερα, πριν αρχίσουμε την ανάγνωση.
Κάτι σα θυμός πρόβαλλε απ’ τα λόγια του Τύχωνα. Ήτανε ολοφάνερο, πως το «έγγραφο» του είχε κάμει πολύ μεγάλη εντύπωση. Το χριστιανικό του αίσθημα είχε πειραχτεί, και δεν ήταν πάντα κύριος των συναισθημάτων του. Σημειώνω, από την αφορμή τούτη, πως δεν είχε δίχως λόγο τη φήμη άνθρωπου «ανίκανου να τηρήσει στάση ευπρεπή μπροστά στον κόσμο», καθώς λέγανε γι’ αυτόν στο μοναστήρι. Μ’ όλη τη χριστιανική ταπεινοφροσύνη του, αληθινή αγανάχτηση είχε αλλοιώσει τη φωνή του.
-Αυτό είναι αδιάφορο, είπε ο Σταυρόγκιν με τον ίδιο απότομο τόνο και δίχως να προσέξει πως άλλαξε το ύφος του Τΰχωνα. ‘Οση κι αν θα ήτανε η πειστικότητα των επιχειρημάτων σας, εγώ θα σταθώ ακλόνητος στην απόφασή μου. Με τούτη την επιτήδεια η ανεπιτήθεια φρασεολογία μου - σκεφθείτε ό,τι θέλετε - δε σκοπεύω καθόλου να προκαλέσω αμέσως την αντιλογία σας, κ' έτσι ν' αναγκαστώ να πεισθώ άθελά μου, πρόσθεσε με χαμόγελο βιασμένο.
-Δε θα μπορούσα κ' εγώ να σας αντιλογήσω, αλλά και ούτε να σας πείσω ν' αλλάξετε σκοπούς. Η σκέψη σας είναι σκέψη υψηλή, κ' η σκέψη η χριστιανική δε θα μπορούσε να πάρει έκφραση περισσότερο βαθιά. ΙΙέρα από τέτοιο καταπληκτικό τόλμημα θα ήταν αδύνατο να τραβήξει μετάνοια, αν μονάχα...
-Αν τι;
-Αν πρόκειται πραγματικά για μετάνοια, για σκέψη αληθινά χριστιανική...
-Δικολαβισμοί, ψιθύρισε ο Σταυρόγκιν μ’ αφηρημένο ύφος.
Σηκώθηκε και περπάτηοε δώθε-κεΐθε στην κάμαρα, χωρίς να φαίνεται να νοιώθε τι κάνει.
-Θέλετε να φαίνεστε πολύ χειρότερος απ’ όσο νοιώθετε να είστε, είπε ο Τύχων, προσπαθώντας να αποκαλύψει τη σκέψη του ολόκληρη.
-Να φαίνουμαι; Δεν ήθελα να φαίνουμαι τίποτα απολύτως. Εγώ δεν έκανα μορφασμούς. «Χειρότερος», είπατε; Τι εννοείτε μ’ αυτό; ρώτησε κοκκινίζοντας και θυμώνοντας μονομιάς για το κοκκινοβόλισμά του. Ξέρω πως η πράξη τούτη είναι άθλια, πρόστυχη, πρόσθεσε δείχνοντας με το κεφάλι τα φύλλα... Αλλά κ' η προστυχιά της ακόμα αν χρησιμεύσει...
Δεν απόσωσε το λόγο του, σα να ντρεπότανε να εξακολουθήσει τις εξηγήσεις του. Έκφραση πόνου ζάρωσε ταυτοχρόνως το πρόσωπο του, γιατί, σα να κεντριζότανε από κάποια ασυναίσθητη αναγκαιότητα, ήθελε να μείνει εκεί μόνο και μόνο για να εξηγηθεί. Στάθηκε μπροστά στο γραφείο και, παίρνοντας ένα σταυρό φιλντισένιον που ήταν εκεί, άρχισε να παίζει μες στα δάχτυλα του, κι άξαφνα τον έσπασε σε δυο κομμάτια. Νοιώθοντας τι έκαμε και ξαφνισμένος κι ο ίδιος, κοίταξε με στενοχώρια τον Τύχωνα˙ το απάνω χείλος του ανατρίχιασε σα να τον είχανε προσβάλει και ήταν έτοιμος να φανεί προκλητικός.
- Είχα την ελπίδα, πως θα μου λέγατε, αλήθεια, τίποτα λόγια της προκοπής, και για τούτο ήρθα εδώ, είπε χαμηλόφωνα και σα να πολεμούσε να συγκρατηθεί˙ έριξε τα δυο κομμάτια του σταυρού στο τραπέζι.
Ο Τύχων χαμήλωσε γρήγορα τα μάτια και είπε με θέρμη:
-Το έγγραφο τούτο βγαίνει ολόισα μέσα απ’ την καρδιά σας, που ‘ναι βαθειά λαβωμένη˙ έτσι μονάχα το καταλαβαίνω εγώ. Ναι, φανερώνει, μια μεγάλη ανάγκη για μετάνοια, μιαν ανάγκη εσωτερική που σας κατέχει. Αναταραχτήκατε βαθιά απ' τους πόνους μιας ψυχής που την τυραννήσατε, κ' έτσι το ζήτημα αυτό έγινε για σας ζήτημα ζωής ή θανάτου˙ συμπεραίνω λοιπόν, πως δε χάσατε ακόμα κάθε ελπίδα και πως πήρατε τώρα το μεγάλο δρόμο του μαρτυρίου, φανερώνοντας σ' όλο τον κόσμο την ντροπή σας. Ζητάτε να σας δικάσει η εκκλησία. Έτσι πρέπει να καταλάβω το έγγραφο σας; Φαίνεται όμως πως μισείτε και πως καταφρονείτε εκ των προτέρων όλους εκείνους που θα διαβάσουν τούτην την ιστορία, και πως ζητάτε να τους ρίξετε το γάντι.
-Εγώ; Ζητώ να τους ρίξω το γάντι;
-Αφού δεν ντραπήκατε να εξομολογηθείτε το κρίμα σας, γιατί ντρέπεστε να δείξετε μετάνοια;
-Εγώ; Ντρέπουμαι;
-Ντρέπεστε και φοβάστε.
-Φοβούμαι;
Ο Σταυρόγκιν χαμογέλασε και τ' απάνω του χείλος ανατρίχιασε. Ο Τύχων εξακολούθησε:
-Είναι σα να θέλετε να πείτε: Ας με κοιτάξουν οι άλλοι. Ναι, αλλά εσείς ο ίδιος, πως θα τους κοιτάξετε εσείς τους άλλους; Προσμένατε το θύμα τους για να τους αποκριθείτε με θυμό ακόμη μεγαλύτερο. Μερικά κομμάτια της ιστορίας σας είναι γραμμένα με γλώσσα πολύ έντονη˙ μοιάζετε σα να θαυμάζετε την ψυχική ζωή σας, και εκμεταλλεύεστε την παραμικρότερη λεπτομέρεια για να ξαφνίσετε τον αναγνώστη με την αναισθησία σας - με μιαν αναισθησία που δεν είστε ικανός να δείξετε. Ταυτόχρονα όμως, τα κακά πάθη σας κ' η συνηθισμένη σας οκνηρία σας κάνουν αληθινά αναίσθητο και κουτό.
Η κουταμάρα δεν είναι αμαρτία, είπε ο Σταυρόγκιν χλωμιαίνοντας.
-Κάποτε είναι αμαρτία, αποκρίθηκε ο Τύχων, αμάλαγος, και γεμάτος θέρμη. Λαβωμένος βαθιά καθώς είστε, και βασανισμένος από την οπτασία που προβάλλει στο κατώφλι σας. δε βλέπετε ποιο είναι αληθινά το κρίμα σας και για ποιό πράμα θα έπρεπε να νοιώθετε ντροπή μπρος στους ανθρώπους, που την κρίση τους γυρεύετε: δείξατε αναισθησία στην οργή σας απάνω, ή δείξατε ανανδρία; Σε κάποιο μέρος της ιστορίας σας φροντίζετε μάλιστα να διαβεβαιώσετε τον αναγνώστη, πως το κίνημα της κόρης που σας φοβέριζε με τη γροθιά της, δε σας φαινότανε πια γελοίο, αλλά καταθλιπτικό. Το κίνημα αυτό σας φάνηκε στ' αλήθεια γελοίο, έστω και μια μόνο στιγμή; Ναι, ζητώ να μου το πείτε!
Ο Τύχων σώπασε. Μιλούσε σαν άνθρωπος, που δε γυρεύει πια να συγκρατηθεί.
-Λέτε, λέτε, είπε ο Σταυρόγκιν βιάζοντάς τον να συνέχισει. Είστε θυμωμένος και με κακομεταχειρίζεστε. Αυτό μ' αρέσει, από μέρος ενός καλόγερου. Αφήστε όμως να σας ρωτήσω κάτι: Είναι δέκα λεπτά της ώρας τώρα που μιλούμε για τούτο εδώ (κ’ έδειξε με το κεφάλι τα φύλλα) και, μ' όλο που έχετε αγανακτήσει, δε βλέπω όμως στο πρόσωπο σας καμιάν έκφραση αηδίας ή ντροπής... Δε φαίνεστε αηδιασμένος και μιλάτε σα να είμαστε ίσιοι...
Πρόσθεσε τα λόγια «σα να είμαστε ίσιοι» χαμηλώνοντας τη φωνή και σχεδόν άθελα του. Ο Τύχων τον κοίταξε προσεχτικά κ’ εξακολούθησε:
-Με ξαφνίζετε, γιατί τα λόγια σας είναι ειλικρινή, και τότε... το λάθος είναι δικό μου. Μάθετε λοιπόν, πως φάνηκα πρόστυχος και κακός απέναντι σας˙ ενώ εσείς, με τη δίψα που είχατε να κολαστείτε, δεν το προσέξατε καν, μ' όλο που προσέξατε την ανυπονησία μου και την ονομάσατε θυμό. Η αλήθεια είναι, πως είστε πεπεισμένος, ότι σας πρέπει περιφρόνηση πολύ μεγαλύτερη, κι ο λόγος σας: «μου μιλάτε σα να είμαστε ίσιοι», είναι λόγος όμορφος, αν και τον είπατε άθελά σας. Δε θα σας κρύψω τίποτα: τρόμος με πιάνει καθώς βλέπω τη μεγάλη σας δύναμη, που τη σπαταλάτε επίτηδες σε ατιμίες. Χωρίς αποτελέσματα ολέθρια δε γίνεται κανείς ξένος για τον τόπο του: Τιμωρείται με πλήξη και τεμπελιά, τις στιγμές ίσια-ίσια που έχει τον πόθο να δράσει. Ο χριστιανισμός όμως αναγνωρίζει την ευθύνη σε κάθε κατάσταση. Ο Θεός δε σας εστέρησε από εξυπνάδα: συλλογιστείτε λοιπόν, αν μπορείτε να βάλετε με το νου σας τούτο το ερώτημα: «Είμαι, ή δεν είμαι υπεύθυνος των έργων μου.» Είστε χωρίς καμιά αμφιβολία, υπεύθυνος. «Ανάγκη ελθείν τα σκάνδαλα, πλην ουαί τω ανθρώπω δι’ ου το σκάνδαλον έρχεται». Όσο για το δικό σας το... σφάλμα, αμαρτάνουν κι άλλοι πολλοί σαν κ’ εσάς, αλλά ζουν με τη συνείδησή τους εν ειρήνη και θεωρούν μάλιστα σαν κάτι αναπόφευχτο τα νεανικά αμαρτήματά τους. Το ίδιο γίνεται και με τους γέρους, που το χνώτο τους έχει πια την οσμή του τάφου, και που κάνουνε τα ίδια αμαρτήματα με ξεγνοιασιά και με φαιδρότητα. Ο κόσμος είναι γεμάτος από όλες αυτές τις φρίκες. Εσείς, τουλάχιστον, αναμετρήσατε όλο το βάθος του σφάλματός σας, κι αυτό πολύ σπάνια συμβαίνει και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό.
-Θ’ αρχίσετε μήπως να νοιώθετε εκτίμηση για μένα ύστερα από το διάβασμα των φύλλων αυτών; ρώτησε ο Σταυρόγκιν με καγχασμό. Άκουσα να λένε, εντιμότατε πάτερ Τύχωνα, πως δεν είστε πλασμένος για να οδηγείτε τις συνειδήσεις, πρόσθεσε κάνοντας πιο έντονο το μορφασμό του. Σας κριτικάρουνε πολύ εδώ μέσα. Λένε, πως μόλις αποκαλύψετε, σ’ έναν αμαρτωλό, ειλικρινή συναισθήματα ταπεινοφροσύνης, αμέσως ενθουσιάζεστε, μετανοείτε και ταπεινώνεστε μπροστά του.
-Δε θ' αποκριθώ άμεσα σ' όλα αυτά. Είναι σωστό, πως δεν ξέρω να κρατώ στάση ζυγισμένη απέναντι στους ανθρώπους. Το παραδέχτηκα πάντα αυτό το μεγάλο ελάττωμά μου, είπεν ο Τύχων με αναστεναγμό και με τόνο τόσο ειλικρινή, που ο Σταυρόγκιν τον κοίταξε με χαμόγελο γεμάτο συμπάθεια. Όσο για τούτο εδώ, είπε ρίχνοντας μια ματιά στα τυπωμένα δοκίμια, δέχουμαι πως είναι αδύνατο να υπάρξει έγκλημα πιο μεγαλύτερο, πιο απαισιότερο απ’ αυτό που κάμετε σεις σ' εκείνο το κορίτσι.
-Ας μην τα μετρούμε με τον πήχη αυτά τα πράματα! είπε ο Σταυρόγκιν με κάποιο πείσμα. Ίσως ο πόνος να μην ήταν τόσο δυνατός όσο τον παράστησα κ' ίσως πάλι και να συκοφάντησα τον εαυτό μου, συνεπέρανε απότομα.
Ό Τύχων δεν αποκρίθηκε. Ο Σταυρόγκιν πηγαινορχότανε στην κάμαρα, με κεφάλι χαμηλωμένο, βυθισμένος στις σκέψεις του.
-Κ' εκείνη η νέα, ρώτησε άξαφνα ο Τύχων, εκείνη που κόψατε μαζί της τις σχέσεις που είχατε αρχίσει να ‘χετε στην Ελβετία, πού... βρίσκεται αυτήν την ώρα;
-Εδώ.
Νέα σιωπή.
-Σίγουρα, σας είπα πολλά ψέματα εις βάρος μου, είπε και πάλι μ’ επιμονή ο Σταυγόγκιν... Μα, το κάτω-κάτω, είναι αλήθεια πως προκαλώ όλους με τη μεγάλη αναίδεια της εξομολογήσεώς μου, αφού κ' εσείς ο ίδιος βρήκατε να υπάρχει σ' όλα αυτά προκλητικός τόνος. Τέτοιο τους πρέπει, τ' αξίζουνε.
-Θέλετε να πείτε, πως θα είναι για σας ευκολότερο να τους μισήσετε, παρά να δεχθείτε τον οίκτο τους;
-Ακριβώς. Ξέρετε, πρόσθεσε κι αρχίνησε άξαφνα να χαμογελά, - μπορεί άμα διαβάσουνε τα χαρτιά τούτα να με πούνε και Ιησουίτη ή ψευτοθρήσκο, χα, χα, χα! Έτσι δεν είναι;
-Φυσικά, δεν υπάρχει αμφιβολία πως θα προκληθεί και τέτοια εντύπωση. Και θα πραγματοποιήσετε λοιπόν το σκοπό σας αυτόν γρήγορα;
-Σήμερα, αύριο, μεθαύριο, ξέρω κ' εγώ; Οπωσδήποτε, πολύ σύντομα. Έχετε δίκιο: θα τα δημοσιέψω απότομα και ίσια-ίσια την ώρα που θα τους σιχαίνουμαι όλους περισσότερο και που θα θέλω να τους εκδικηθώ. Δεν είμαι συνηθισμένος να μιλώ καθαρά και ξάστερα, αφού όμως πήρα την αρχή να είμαι ειλικρινής... μαζί σας, μάθετε πως τους καταφρονώ όλους, όσο καταφρονώ κ' εμένα τον ίδιο, αν όχι περισσότερο, παρά πολύ περισσότερο. Κανείς απ’ αυτούς δεν είναι σε θέση να βγει μπροστά μου και να κρίνει ... Έγραψα όλες αυτές τις ανοησίες (έδειξε τα φύλλα), γιατί έτσι μου πέρασε από το κεφάλι, το ‘καμα από θρασύτητα. Μπορώ, σε μια στιγμή έξαψης, να παράστησα τα πράματα με χρώματα υπερβολικά, φώναξε με οργή και κοκκίνισε και πάλι επειδή θύμωσε με τον εαυτό του που άφησε να του ξεφύγουνε τα λόγια εκείνα άθελά του.
Ζύγωσε στο τραπέζι και πήρε στο χέρι του ένα κομμάτι του σπασμένου σταυρού.
-Αποκριθείτε μου σ‘ ένα ερώτημα, με όλη σας την ειλικρίνεια όμως, σ’ εμένα μονάχα, ή σα να μιλούσατε στον εαυτό σας μες στη γαλήνη και το σκότος της νύχτας, είπε ο Τύχων με φωνή διαπεραστική. Αν σας το συγχωρούσε κάποιος τούτο (έδειξε τα φύλλα), όχι κανείς από κείνους που εκτιμάτε ή που φοβάστε, άλλα κάποιος άγνωστος, ένας άνθρωπος που δε θα τόνε γνωρίζατε ποτέ, και που θα σας συγχωρούσε μέσα στη συνείδησή του, άμα διάβαζε την τρομερή εξομολόγησή σας, θα νοιώθατε τότε γαληνεμένο τον εαυτό σας με την ιδέα αυτή, ή θα σας ήταν αδιάφορο;
-Θα με γαλήνευε αυτό, αποκρίθηκε ο Σταυρόγκιν με σιγανή φωνή. Και αν με συγχωρούσατε εσείς, τούτο θα με γαλήνευε πολύ περισσότερο ακόμη, πρόσθεσε ζωηρά.
-Υπό τον όρο να με συγχωρούσατε κ' εσείς, είπεν ο Τύχων με τόνο βαθύ.
-Για ποιο λόγο; Α, ναι, ξέχασα είναι και τούτη μια από τις καλογερίστικες φράσεις σας. Τι άθλια ταπεινοφροσύνη... Επιτρέψατέ μου να σας πω, πως τούτες όλες οι παλιές καλογερίστικες φόρμουλες δεν είναι καθόλου νόστιμες... Έπειτα, δεν ξέρω αλήθεια κι απ' αλήθεια γιατί βρίσκουμαι εδώ, πρόσθεσε άξαφνα ρίχνοντας ματιές γύρω του. Μα, καλά που το θυμήθηκα, έσπασα εδώ... Τι κοστίζει τούτο ο σταυρός. Εικοσιπέντε ρούβλια;
-Μη σας σκοτίζει αυτό.
-Πενήντα, ίσως; Γιατί να μη με σκοτίζει; Για ποιο λόγο, μια κ’ έσπασα κάτι, να μου χαρίσετε εσείς την αξία της ζημίας; Ορίστε πενήντα ρούβλια, είπε αφήνοντας στο τραπέζι απάνω το χαρτονόμισμα. Αν δεν τα θέλετε για σας, πάρτε τα τότε για τους φτωχούς, για την εκκλησία, ξέρω ‘γώ...; πρόσθεσε με θυμό. Ακούστε, θα σας πω όλη την αλήθεια: Θέλω να ‘χω τη δική σας τη συγχώρεση και με τη δική σας μαζί κ' ενός άλλου, κ' ενός τρίτου, μα τη συχώρεση, όλων, όχι. Καλύτερα να με μισούνε όλοι.
-Και τη συμπόνια όλων; Δε θα μπορούσατε να την υποφέρετε με κάθε ταπεινότητα;
-Δε θα μπορούσα˙ όχι. Δε θέλω τη συμπόνια όλου του κόσμου˙ έπειτα, δεν μπορεί να με συμπονέσει κανείς... Ακούστε, δε θέλω να προσμένω άλλο, θα τα δημοσιέψω... Μη μου κάνετε κολακίες... Δεν μπορώ να περιμένω πια... Δεν μπορώ πια, φώναξε έξω φρενών.
-Φοβούμαι για λογαριασμό σας: βρίσκεστε μπρος σε μιαν άβυσσο που δύσκολα καταφέρνει κανείς να την πηδήσει, έκαμε δειλά ο Τύχων.
-Φοβάστε μήπως με δείτε να σωριαστώ ανήμπορος; Να μην μπορέσω να βαστάξω το μίσος τους;
-Όχι μονάχα το μίσος τους.
-Τι άλλο;
-Τις κοροϊδίες τους, είπε ο Τύχων σιγανά και βιάζοντας τον εαυτό του.
Ο Σταυρόγκιν ταράχτηκε. Αγωνία ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του.
-Το προμάντευα, είπε. Σας φάνηκα λοιπόν πάρα πολύ κωμικός άμα διαβάζατε το «δοκουμέντο» μου; Μην ανησυχείτε, μην τα χάνετε, το περίμενα.
Ο Τύχων ήτανε στ' αλήθεια ταραγμένος και γοργά-γοργά εξηγήθηκε:
-Παρόμοιες υψηλές πράξεις απαιτούν ψυχραιμία˙ ακόμη και μέσα στον πόνο, πρέπει να κρατά κάνεις απόλυτη γαλήνη... Μα η γαλήνη αυτή λείπει παντού, στον καιρό μας. Παντού βλέπουμε μόνο φιλονικίες Οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν πια ο ένας τον άλλο, απαράλλαχτα όπως και τον καιρό του Πύργου της Βαβέλ...
-Όλα τούτα είναι αποφθέγματα πανάρχαια, ειπώθηκαν χίλιες-δυο φορές, διέκοψε ο Σταυρόγκιν.
-Έπειτα, δε θα πετύχετε το σκοπό σας, συνέχισε ο Τύχων, μπαίνοντας τούτη τη φορά στο θέμα. Από δικαστική άποψη, είστε σχεδόν απρόσβλητος, κι αυτό θα σας το υποδείξουν αμέσως κοροϊδευτικά. Ποιος θα καταλάβει το αληθινό ελατήριο της εξομολόγησής σας; Δε θα θελήσουν να το καταλάβουν, γιατί ο κόσμος τρομάζει βλέποντας παρόμοια κατορθώματα και παίρνει εκδίκηση. Ο κόσμος αγαπά το βούρκο του και δε θέλει να του τον αναταράζουν. Για τούτο θα πάρουνε τη πράξη σας στην κοροϊδία, επειδή με την κοροϊδία μπορούνε και σκοτώνουνε γρηγορότερα.
-Μιλήστε, πέστε τα όλα, είπεν ο Σταυρόγκιν θέλοντας να του δώσει θάρρος.
-Στην αρχή θα εκφράσουνε, σίγουρα φρίκη, άλλα φρίκη πλαστή, για να τηρήσουν τα προσχήματα. δε μιλώ για τις άγιες ψυχές, αυτές θα αισθανθούν φρίκη για τον εαυτό τους και θα κατηγορήσουν τον εαυτό τους˙ δε θα τις μυριστεί όμως κανείς, γιατί τέτοιες ψυχές μένουν σιωπηλές. Οι άλλοι άνθρωποι, οι άνθρωποι του κόσμου, φοβούνται μονάχα ό,τι απειλεί τα ατομικά τους συμφέροντα. Αυτοί, μόλις περάσει το πρώτο ξάφνισμα κι ο πλαστός τρόμος θ’ αρχίσουνε να γελούν. Θα δείξουν πως με περιέργεια παρακολουθούν τον τρελό, γιατί θα σας πάρουνε για τρελό, ίσως όχι ολότελα, θα σας κρίνουν όμως σαν άνθρωπο όχι τόσο ανεύθυνο που να μη μπορούνε και να γελούνε μαζί σας. Θα μπορέσετε να το υποφέρετε αυτό; Η καρδιά σας δε θα πλημμυρίσει από τέτοιο μίσος που να σας σπρώξει στο χαμό σας;... Αυτό φοβούμαι...
-Εκείνο που με ξαφνίζει, είναι που σας βλέπω να κρίνετε τόσο άσχημα τους ανθρώπους και να δείχνετε τόση καταφρόνηση γι’ αυτούς, είπε ο Σταυρόγκιν με πίκρα.
-Πιστέψτε με: αν μιλώ έτσι για τους ανθρώπους, το κάνω γιατί τους κρίνω απάνω στο δικό μου το χνάρι... φώναξε ο Τύχων.
-Υπάρχει λοιπόν τάχα και μέσα στη δική σας την ψυχή κάτι, που να σας κάνει να βρίσκετε ευχαρίστηση στη δυστυχία μου;
-Ποιός ξέρει, μπορεί και να υπάρχει... Ναι μπορεί...
-Δείξτε μου τότε τι είναι το γελοίο στη διήγηση μου. Εγώ κάτι ξέρω. Θέλω όμως να σας δω να μου το δείξετε με το δάχτυλο και κάμετέ το όσο μπορείτε πιο κυνικά, μ' όλη την ειλικρίνεια που είστε ικανός να δείξετε... Ύστερα, αφήστε με να σας πω, πως είστε τρομερά πρωτότυπος άνθρωπος.
-Κ’ η μορφή ακόμη της φλογερής σας μετάνοιας έχει κάποιο χαραχτήρα γελοίο... Ωστόσο, μην έχετε αμφιβολία για το θρίαμβο σας! φώναξε άξαφνα ο καλόγερος μ’ ενθουσιασμό. Ακόμα και με τη μορφή αυτή θα νικήσετε, αν δεχθείτε μ' όλη σας την ειλικρίνεια τα ραπίσματα και τις φτυσιές. Και το πιο ταπεινωτικό σταύρωμα τελειώνει πάντα με μεγάλη δόξα και μεγάλη δύναμη, όταν η ταπείνωση που έδειξε ο σταυρωμένος τη στιγμή του μαρτυρίου του ήταν ειλικρινής. Και μπορεί να βρείτε παρηγοριά, ακόμα κ' εδώ κάτω...
-Με λίγα λόγια, το γελοίο το βρίσκετε μονάχα στη φόρμα; επέμεινε ο Σταυρόγκιν.
-Και στο βάθος. Η ασκημιά θα σκοτώσει, ψιθύρισε ο Τύχων, χαμηλώνοντας τα μάτια.
-Η ασκημιά; Ποια ασκημιά;
-Του εγκλήματος. Υπάρχουν εγκλήματα, που είναι πραγματικά άσκημα. Όποιο κι αν είναι ένα έγκλημα, όσο περισσότερο αίμα έχει χυθεί, όσο μεγαλύτερη γεννά φρίκη, τόσο πιο πολύ επιβάλλεται και γίνεται, να πούμε ρομαντικό. Μα υπάρχουνε κ' εγκλήματα ταπεινά, χυδαία, που δεν προκαλούν καμιά τρομάρα, που είναι αν επιτρέπεται η έκφραση χωρίς γούστο.
Ο Τύχων δεν απόσωσε το λόγο του.
-Μ’ άλλα λόγια είπε με συγκίνηση ο Σταυρόγκιν, βρίσκετε πολύ γελοίο τον τρόπο που φίλησα το χέρι του βρώμικου εκείνου κοριτσιού... Ω! σας νοιώθω με το πάρα πάνω, κ’ εσείς απελπίζεστε για μένα, επειδή ό,τι έκαμα είναι άσχημο, σιχαμερό, μα ταπεινωτικό, γελοίο. και πιστεύετε πως ίσια-ίσια τούτο δε θα μπορέσω να υποφέρω...
Ό Τύχων έμενε σιωπηλός.
-Τώρα καταλαβαίνω για ποιό λόγο με ρωτήσατε αν βρίσκεται εκείνο το κορίτσι που απάντησα στην Ελβετία.
Δεν είστε παρασκευασμένος δεν είστε στερεωμένος ακόμα ψιθύρισε ο Τύχων κοιτάζοντας στο πάτωμα, είστε ξεριζωμένος, δεν έχετε πίστη.
-Ακουστέ, πάτερ Τύχωνα: θέλω να συγχωρέσω τον εαυτό μου, αυτός είναι ο σωστός μου σκοπός, ο μοναδικός μου σκοπός˙ φώναξε άξαφνα ο Σταυρόγκιν με κάποιο μυστικόν ενθουσιασμό στα μάτια. Ξέρω, πως μονάχα τότε θα εξαφανιστεί το φάντασμα... Ιδού για ποιό λόγο γυρεύω τον απέραντο πόνο... Μη με αποτρέπετε από το σκοπό μου αυτόν, αλλιώς θα με πνίξει η ίδια μου λύσσα.
Το ξέσπασμα τούτο της ειλικρίνειας ήτανε τόσο ανεπάντεχο, που ο Τύχων σηκώθηκε απάνω.
-Αν πιστεύετε μέσα σας, πως μπορείτε να συγχωρεθείτε μονάχος σας και να πετύχετε τη συγχώρεση αυτή, σε τούτη εδώ τη γη, με τον πόνο, αν βάζετε με πίστη έναν τέτοιο σκοπό μπροστά σας, τότε τα πιστεύετε όλα! φώναξε ο Τύχων ενθουσιασμένος. Πως μπορέσατε λοιπόν να πείτε, πως δεν πιστεύετε στο Θεό;
Ο Σταυρόγκιν δεν αποκρίθηκε˙
-Την απιστία σας αυτή θα σας τη συγχώρεσει ο Θεός. γιατί τιμάτε το Άγιον Πνεύμα χωρίς να το γνωρίζετε.
-Κι ο Χριστός, θα συγχώρεσει κ’ εκείνος τάχα; ρώτησε ο Σταυρόγκιν με βιασμένο χαμόγελο κι αλλοιωμένο τόνο φωνής: ελαφρή ειρωνεία υπήρχε στην ερώτηση του. Γέγραπται, εξηκολούθησε: «ος δ' αν σκανδαλίσει ένα των μικρών τούτων...», θυμάστε. Το Ευαγγέλιο δεν ξέρει άλλο αμάρτημα μεγαλύτερο απ’ αυτό... Η μικρή έννοια της μεγάλης μας κουβέντας είναι ωστόσο αυτή: πώς θέλετε ν' αποφύγετε κάθε σκάνδαλο, και για τούτο μου στήνετε εμένα παγίδα, καλέ μου πάτερ-Τύχωνα είπε ο Σταυρόγκιν με πείσμα και έκαμε να σηκωθεί. Μ’ ένα λόγο θα θέλατε να με βλέπατε να φρονιμέψω, ίσως και να παντρευτώ και να τερματίσω τη ζωή μου σαν έντιμο μέλος της εδώ λέσχης. Και, φυσικά, να έρχουμαι και κάθε γιορτή στο μοναστήρι σας. Όμορφη μετάνοια, μα την αλήθεια! Ωστόσο σαν καλός γνώστης της ανθρώπινης καρδίας προμαντεύετε σίγουρα πως έτσι θα τελείωσει το πράμα, κι άλλο σκοπό δεν έχει βέβαια, η κουβέντα μας παρά να με πείσετε λιγουλάκι - για τα μάτια! - αφού έτσι κι αλλιώς, εγώ άλλο δε γυρεύω παρά να πειστώ. Σωστά δε μιλώ;
-Όχι, δε θέλω αυτού του είδους τη μετάνοια, Ετοιμάζω για σας άλλη, εξακολούθησε με θέρμη ο Τύχων, δίχως να δώσει καμιά προσοχή ούτε στο βιασμένο γέλιο ούτε στα λόγια του Σταυρόγκιν. Ξέρω ένα γέρον ασκητή, που ζει όχι εδώ, μα όχι και πολύ μακριά από δω, έναν ερημίτη, έναν καλόγερο, που η μεγάλη χριστιανική σοφία του, είναι ακατανόητη και για σας και για μένα. Θ' ακούσει την παράκληση μου. Θα του διηγηθώ για σας. Πηγαίνετε σ' αυτόν και ακολουθήστε την πνευματική οδηγία του πέντε χρόνια, εφτά χρόνια, όσο νομίσετε ο ίδιος πως έχετε την ανάγκη του. Κάμετε ένα τάμα, και με τη μεγάλη αυτή θυσία θα αποκτήσετε κάθε τι που ποθείτε, ακόμη κι ότι, δεν ελπίζετε. Γιατί δεν είστε σήμερα σε θέση να καταλάβετε τι θα κερδίσετε.
Ο Σταυρόγκιν άκουγε προσεχτικά.
-Μου προτείνετε να μπω σαν καλόγερος σ’ εκείνο το μοναστήρι;
-Δεν υπάρχει ανάγκη να μπείτε σε μοναστήρι, ούτε να πάρετε την κουρά˙ γίνετε μονάχα δόκιμος, λαϊκός, έστω και μυστικά˙ μπορείτε να εξακολουθείτε να ζείτε στον κόσμο...
-Αφήστε τα αυτά, πάτερ-Τύχωνα, τον διέκοψε κακόκεφος ο Σταυρόγκιν και σηκώθηκε από την καρέκλα του. Σηκώθηκε κι ο Τύχων.
-Μα τι έχετε; φώναξε άξαφνα κοιτάζοντας με τρόμο τον επίσκοπο.
Ο Τύχων έστεκε ορθός μπροστά του, με πλεγμένα τα δάχτυλα και σηκωμένα τα χέρια, ενώ το πρόσωπο του είχε σπασμούς άξαφνου τρόμου.
-Τι έχετε: Τι τρέχει; ξανάπε ο Σταυρόγκιν ζυγώνοντάς τον πρόθυμα για να τον κράτησει. Του φάνηκε πως ο καλόγερος πήγαινε να πέσει.
-Βλέπω... βλέπω, ολοκάθαρα, φώναξε ο Τύχων με φωνή που έβγαινε μέσα απ’ την καρδιά του και με πόνο βαθύτατο, βλέπω, πως ποτέ δε σταθήκατε, δυστυχισμένε, χαμένε νέε, τόσο κοντά σε καινούργιο και μεγαλύτερο έγκλημα, απ’ αυτή τη στιγμή.
-Ησύχασε!, είπε παρακλητικά ο Σταυρόγκιν, ανήσυχος... Θα το αναβάλω ίσως... Έχετε δίκιο...
-Όχι, όχι ύστερα από τη δημοσίευση, άλλα πρωτύτερα, μια μέρα, ίσως και μιαν ώρα πριν από τη μεγάλη πράξη, θα ζητήσετε ξαλάφρωμα σ’ ένα κακούργημα καινούργιο. και θα εγκληματίσετε, μόνο και μόνο για ν' αποφύγετε τη δημοσίευση των εγγράφων αυτών.
Ο Σταυρόγκιν έτρεμε από λύσσα και σχεδόν από φόβο.
-Καταραμένε ψυχολόγε, φώναξε σε παροξυσμό θυμού και βγήκε απ’ το κελί δίχως να γυρίσει ούτε μια φορά πίσω του.
ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου