Χώρος: Βρισκόμαστε σε ένα τουριστικό παραθαλάσσιο θέρετρο κάπου στη νότια Ελλάδα. Δεξιά στη σκηνή, όπως θα φαινόταν από τον χώρο των θεατών, διακρίνεται ένα μακρύ τραπέζι ενός καταστήματος μπαρ, ουζερί και καφετέριας κοντά στην άκρη ενός ελαφρά υπερυψωμένου πλακόστρωτου, δίπλα σε φαρδύ πεζόδρομο, ο οποίος καλύπτει το μέσο της σκηνής με κατεύθυνση κάθετη σε αυτήν, η άλλη πλευρά του οποίου, στο αριστερό άκρο της σκηνής, είναι το όριο της αμμουδιάς της κοσμικής παραλίας. Στο όριο του πεζόδρομου με την αμμουδιά διακρίνονται 4-5 αλμυρίκια σε ακανόνιστη σειρά αποστάσεων μεταξύ τους και μεγεθών. Στο τραπέζι, ο χώρος του οποίου σκεπάζεται από τέντα, κάθονται τρεις άντρες με τις γυναίκες τους και ένας μόνος, όλοι πάνω από τα 70. Είναι μεσημέρι μιας ηλιόλουστης καλοκαιρινής Κυριακής και καθίσανε να πιούνε ούζο και μπύρα μετά τη λειτουργία της Κυριακής.
Στο βάθος της σκηνής φαίνεται ο πεζόδρομος να ανηφορίζει ελαφρά μέχρι μια γέφυρα πάνω από ένα ρέμα. Επίσης, στο δεξί μέρος του πεζόδρομου και λίγο πριν τη γέφυρα, διακρίνεται υπό γωνία το μπροστά μέρος εκκλησίας και μέρος του περιτειχίσματος με την αυλόθυρα εισόδου στον χώρο που βρίσκεται ο ναός ενώ στο αριστερό μέρος του πεζόδρομου, προς την πλευρά της θάλασσας, αμέσως μετά τη γέφυρα, διακρίνεται οριακά ένα καλύβι.
Την ώρα που οι επτά ηλικιωμένοι πίνουνε και φαίνεται να περνούν ευχάριστα, εμφανίζεται να βγαίνει από τα αλμυρίκια, προς το πίσω (και αριστερά) μέρος της σκηνής, η Πετρούλα. Πρόκειται για μια γυναίκα πάνω από 80 χρονών, σε όχι καλή ψυχολογικά κατάσταση, που ζει μόνη της εδώ και πολλές δεκαετίες στο καλύβι, δίπλα στην όχθη του ρέματος και την ακτή της θάλασσας. Μέχρι τα δεκαπέντε της ζούσε με την οικογένειά της σε άλλο χωριό, αρκετά χιλιόμετρα μακριά, αλλά στον ίδιο νομό. Τότε έμεινε έγκυος, κάτι αδιανόητο για τα δεδομένα της δεκαετίας του 40. Δεν μαθεύτηκε ποτέ από ποιον. Ο πατέρας της, που ήταν αγρότης, όταν το έμαθε την κτύπησε άσχημα, σε σημείο να αποβάλλει, και αφού την κρέμασε ανάποδα για μια ολόκληρη νύχτα στην αποθήκη του σπιτιού του, το πρωί την έδιωξε ενώ η ίδια αιμορραγούσε. Τελικά έζησε γιατί κάποιος, που την βρήκε σύντομα μετά το διώξιμο της, την περιποιήθηκε και την πήγε με το κάρο του στο νοσοκομείο της πλησιέστερης πόλης όπου για να ζήσει αναγκάστηκαν, από τη βιαιότητα των χτυπημάτων, να της αφαιρέσουνε τη μήτρα. Όταν βγήκε από το νοσοκομείο, περιπλανήθηκε κάποιες μέρες στην πόλη, αλλά δεν μπορούσε να βρει κάπου να μείνει. Άρχισε να προσφέρει το σώμα της για φαί, σύντομά και κρασί, ακόμη και για ένα τσιγάρο. Δυο τρεις μήνες αργότερα βρέθηκε στο καλύβι, δίπλα στην όχθη του ρέματος και την ακτή της θάλασσας, στο κοσμικό σήμερα τουριστικό θέρετρο - τότε τυπικό αγροτικό χωριό. Μάλιστα είχε μόλις πεθάνει ένας μοναχικός ψαράς που ζούσε σε αυτό και κανείς δεν ενοχλήθηκε που άρχισε να το χρησιμοποιεί για σπίτι της. Εξάλλου, επειδή τότε τα αγροτεμάχια δίπλα στη θάλασσα ήταν χέρσα ή μειωμένης απόδοσης για αγροτική παραγωγή και επιπλέον δεν υπήρχε τουριστική ανάπτυξη, που σήμερα οφείλεται κυρίως στις εξοχικές κατοικίες που φτιαχτήκανε μετά τις αρχές της δεκαετίας του 70, στο μέρος υπήρχαν ελάχιστα αγροτόσπιτα και αυτά κατοικούνταν από πρόσφυγες˙ τα αγροτεμάχια είχαν απαλλοτριωθεί και τους είχαν παραχωρηθεί μετά τη μικρασιατική καταστροφή του 22. Σύντομα πολλοί, από όλες τις φάρες και τα ονόματα ολόκληρου του χωριού, παντρεμένοι ή όχι, από όλες τις ηλικίες, αρχίσανε να προστρέχουνε στην Πετρούλα «κρυφά» να της προσφέρουνε φαί ή ποτό και λίγα τσιγάρα για έρωτα. Η Πετρούλα με τη σειρά της, και όντας πλέον σε όχι καλή ψυχολογική κατάσταση, όταν δεν εξυπηρετούσε τους διάφορους άντρες του χωριού για να εξασφαλίζει το φαί της, το κρασί που έπινε σαν άντρας και τσιγάρα, τριγύριζε τους δρόμους με ένα καρότσι για μωρό, στο οποίο είχε τοποθετήσει μια κούκλα, που παρίστανε ένα νεογέννητο μωρό, λέγοντας πως είναι το παιδί της. Αυτό, αυτά μάλλον, συνεχίστηκαν μέχρι τον πρόσφατο θάνατό της, 3-4 χρόνια πίσω.
Η Πετρούλα λοιπόν, μετά την εμφάνισή της στη σκηνή, προχωράει, σπρώχνοντας το καρότσι με την κούκλα / μωρό σε αυτό, παράλληλα στην άκρη του αριστερού μέρους του πεζόδρομου. Τα ρούχα της είναι παλιά, φθαρμένα και πλυμένα στη θάλασσα ενώ στο κεφάλι της φοράει ένα καπέλο. Βλέποντας τη, η Πετρούλα πλέον βρίσκεται στο ύψος του τραπεζιού τους, οι τέσσερις άντρες της παρέας των ηλικιωμένων κάτι λένε για αυτήν, χασκογελώντας και κοιτώντας προς αυτήν. Τους αντιλαμβάνεται και σταματάει. Αφήνει το καρότσι και κάνει να περάσει απέναντι προς το μέρος τους. Ξαφνικά σταματά, γυρίζει, πιάνει πάλι το καρότσι και περνάει απέναντι προς αυτούς σπρώχνοντάς το. Σταματάει μπροστά τους και για λίγα δευτερόλεπτα τους κοιτάει έναν έναν. Μετά και πριν φύγει τους λέει φωναχτά:
«Εσείς εμένα να μην με κοροϊδεύετε γιατί σας έχω εξυπηρετήσει όλους σας».
(21.06.2016)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου