17 Οκτωβρίου 2016

Περίπολα (με αφορμή τη νέα ποιητική συλλογή του Ντέμη Κωνσταντινίδη) [Απόστολος Θηβαίος]



Περίπολα
(με αφορμή τη νέα ποιητική συλλογή του Ντέμη Κωνσταντινίδη: εδώ ή εδώ)

Άγιος Ευστράτιος
 Λήμνος, 1948

Αγαπημένε φίλε,

Ο Αμερικάνος ζωγράφος και θεωρητικός Μάικλ Ρόθκο σημειώνει την διακριτική προτεραιότητα της ανάγκης του ζωγραφίζειν. Κάπως έτσι λέει το γράφειν αποκτά την αρμονική του ευρύτητα και μαθαίνει να υπακούει στο νόμο και την ποικιλία της εικόνας. Μ΄ αυτό για πιλότο, σου γράφω για τελετές και πίνακες ζωγραφικούς. Πρώτα η επιφάνεια. Η πόλη, το μετέωρο και τ΄ αγεωγράφητο. Αλλιώς ποιο νόημα συντηρεί την πίστη μας στην ποίηση, ποια εμμονή, ποιο λάθος. Μια περιοχή γεμάτη απ΄ τη σπαρακτική σου ζωή, περασμένη διακριτικά από μια λεπτή μεμβράνη, κατασκεύασμα της αγίας, οικιακής βιομηχανίας των υλικών. Στο βάθος του πίνακα, -πρόσεξε πόσο ευτελή είναι τα υλικά μου, πόσο ακατέργαστα-, αναδύονται οι θόρυβοι. Εκείνος που χαρακτήρισε τον αιώνα μας, χρόνο των θορύβων, ένιωσε μια άλλη μοναξιά. Γεννιέται όταν η φωνή σου δεν ακούγεται, όταν ακόμη και οι προσευχές δεν φτάνουν πουθενά. 
Η ζωγραφιά μου και αυτό το τονίζω θα έχει ουρανό νυχτερινό, ορθάνοιχτο. Έτσι όπως απλώνουν τα πανιά και κρύβουν για πάντα το παζάρι ή έναν νεκρό απ΄ τα μάτια μας, έτσι θα ΄ναι η ζωγραφιά μου. Μ΄ ένα μικρό ανάστροφο πηγάδι και δίχως τίποτε και δίχως κανένα απολύτως μυστικό. Αυτός ο ουρανός είναι στολισμένος στις άκρες του, μ΄ ωραία δεμένες, μεταξωτές κορδέλες, ντέφια και θυσάνους. Ένα και μόνο κορίτσι που λύνει τα μαλλιά μες απ΄ την μπόλια του αρκεί για να βάλει φωτιά στον πίνακά μου, σ΄ όλους τους πίνακες αυτού του κόσμου. Γι΄ αυτό, γιατί δηλαδή ένα τέτοιο ρίσκο δεν πήρε ποτέ κανείς, σε ζωγραφίζω πεθαμένη να επιστρέφεις, έχοντας κομμένη την ανάσα σου. Κάπως λαϊκή, κάπως κουρασμένη αναλαμβάνεις τη θέση σου όταν ξυπνούν οι μεγάλες μέρες.
 Η ζωγραφιά μου φέρει μια τρυφερή παράδοση, κάτι από χαμένη, από πόλη εκστατική των βυθών. Τίποτε άλλο δεν θα φτιάξω σ΄αυτή τη ζωγραφιά. Επειδή όλα τα δέντρα, τα μηχανήματα, τις προσόψεις, τις λεωφόρους και τους μικρούς δρόμους, τους παλιάτσους, τις εκατόμβες και τον Θεό τόσοι τ΄ αποθανάτισαν. Και δεν θα προσθέσω τίποτε περισσότερο, τίποτε άγνωστο δεν θα συστήσω σ΄ αυτό το ξένοιαστο κοινό που διαβάζει τηλεγραφικά για το θάνατο, για τη ζωή και τους σπασμούς της. Τίποτε, γι΄ αυτό το κοινό, παρά μόνο τραγούδια και μέρες πλαστικές με καρφωμένους, ψεύτικους ήλιους και βροχές διαττόντων. Όλα αυτά που θα ξυπνήσουν, τόσα και τόσα πράγματα ιμερικά που ζουν στ΄ αληθινά ποιήματα, εμένα μου κατατρώνε την καρδιά, την καρδιά. Και εκεί, εμπρός στην μισοτελειωμένη ζωγραφιά, στέλνοντας σήματα απελπισμένα μ΄ αναμμένους καθρέφτες θα διαβάσω δυνατά στίχους σου απ΄ τον καιρό της Αλεξάνδρειας. Σε νωχελικές πλατείες, με κορίτσια διερχόμενα, νερένια. Έχουν ονόματα μαρτύρων και τ΄ ακμαίο τους στήθος προτεταμένο σε μια εαρινή χειρονομία θυμίζει λόγια από πλοίαρχους ποιητές. Μυρίζει έξαψη.
Ίσως φυλάξω μια θέση για την Μαγδαληνή. Ίσως, επειδή είναι τόσο όμορφη Και δεν γίνεται να χαθεί, ένα τέτοιο όραμα δεν γίνεται να σπάσει όπως οι πνοές και τα κύματα. Ίσως πάλι για τίποτε να μην προσπαθήσω. Απλά και βίαια να δοθώ στο παιχνίδι της ζωής. Να δεις πως κάπως έτσι, πως μέσα απ΄ τους μικρούς δρόμους θα βρω γυρεύοντας πορείες. Θα φτάσω στους καταυλισμούς, εκεί που και άλλοι πολλοί, με σκαμμένα χέρια, με χέρια που προσπάθησαν, μ΄ ανθρώπους που χωρούν μια ζωή πίσω απ΄ τις λέξεις τους. Η ζωγραφιά μου, -αν δεν θυμάσαι πότε σου μίλησα πρώτη φορά γι΄ αυτήν διάβασε τον Χαλικόδρομο-, είναι όλη και όλη απομεινάρια χρόνου, χρωμάτων, θανάτου. Κάπου χτίζεται ένας τύμβος. Έτσι μαθαίνουμε ν΄ αποχαιρετούμε όσα τελειώνουν. Μες στις άφωνες στοές θρηνούμε με λυγμούς. Είναι τόσα τα πράγματα που θα μπορούσαν να εισβάλουν στη ζωγραφιά μου, αλλάζοντας θέματα, ύφη, διακοσμήσεις. Ωστόσο κάτι τέτοιες μέρες,  ελπίζω πως θα βρεθεί ένα ποίημα για να συντρίψει τον εξοπλισμό μου, ν΄ αλλάξει όλα τα χρώματα, να φανερώσει τις στάχτες, την πίκρα, τον ίλιγγο όταν με τριάντα, μόλις χιλιόμετρα ο κόσμος ο πεθαμένος κόσμος βρίσκει τις χαμένες του ιδιότητες.

Μια συλλογή πολαρόιντ. Μια σειρά από μικρά, περιεκτικά ποιήματα και ένα κείμενο διαμορφώνουν τα εναπομείναντα  του Ντέμη Κωνσταντινίδη. Μια συμφωνία από ποιήματα ακρυλικά που συντηρούν στον μέσα κόσμο τους το άτοπο, το προσωπικό, τ΄ αμετάφραστο κάποιες φορές, το τρυφερό και το ανοίκειο. Η ποίηση του Κωνσταντινίδη συγκινεί περισσότερο απ΄ τις νεκρές του φύσεις και τις αφορμές τους. Και αυτό γιατί πρόκειται για την εικονογραφία της ψυχής όταν σαν αιγυπτιακή μαριονέτα υποκλίνεται στον καιρό της με τη συνείδηση και την ειρωνεία μιας ιαπωνικής, ας πούμε μάσκας, κάπως ιδιαίτερης και εξόχως ιδιωτικής. 
Μ΄ άλλα λόγια αυτό το σημείωμα γράφεται επειδή τα ποιήματα του δημιουργού που κοσμεί τη σειρά του Εν Καινώ, διαθέτουν έναν ικανό βαθμό οικειότητας με κάποιες απ΄ τις πληγές μας. Είναι προσκλητήρια μιας εποχής και διαβάζονται φωναχτά μες στη νύχτα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: