26 Σεπτεμβρίου 2020

Arthur Rimbaud - βιογραφία και δυο ποιήματα σε μετ. ΦΚ

Arthur Rimbaud est un poète français, né le 20 octobre 1854 à Charleville et mort le 10 novembre 1891 à Marseille. Bien que brève, son œuvre poétique est caractérisée par une prodigieuse densité thématique et stylistique, faisant de lui une des figures majeures de la littérature française.

Arthur Rimbaud écrit ses premiers poèmes à quinze ans. Après une brève phase d'initiation, par assimilation du style des grands poètes contemporains (Charles Baudelaire, Victor Hugo, Théodore de Banville...), développant déjà une franche originalité dans l'approche de thèmes classiques ("Le dormeur du val", "Vénus Anadyomène"»), il cherche à dépasser ces influences en développant ses propres conceptions théoriques, déclarant que le poète doit se faire "voyant", c'est à dire chercher et décrire l'inconnu par-delà les perceptions humaines usuelles, quitte à y sacrifier sa propre intégrité mentale ou physique.

Dès lors il se met à innover radicalement en matière d'audace formelle, jusqu'à aborder le genre du poème en prose, alors à ses balbutiements (parsemant ses œuvres d'apophtegmes énigmatiques, comme "changer la vie", "posséder la vérité dans une âme et un corps" ou "il faut être absolument moderne", qui seront repris comme des slogans par les poètes du XXe siècle, en particulier le mouvement surréaliste). Il entretient parallèlement une aventure amoureuse tumultueuse avec le poète Paul Verlaine, qui influence profondément son œuvre.

Vers l'âge de vingt ans, il renonce subitement à la littérature (n'ayant alors publié qu'un seul ouvrage à compte d'auteur - Une saison en Enfer - et quelques poèmes épars dans des revues confidentielles), ce qui contribue encore à son mythe. Il se consacre alors dans un premier temps à l'apprentissage de plusieurs langues, puis, mû par ses idées marginales, anti-bourgeoises et libertaires, choisit une vie aventureuse, dont les pérégrinations l'amènent jusqu'en Abyssinie, où il devient négociant (quincaillerie, bazar, vêtements, café etc.) et explorateur. Sa tentative d'armer Ménélik avec l'aval du Consul de France s'avère désastreuse pour lui; son unique "trafic d'armes" n'eut véritablement qu'une incidence politique symbolique, mais contribua à sa légende. De cette seconde vie, exotique, les seuls écrits connus consistent en près de 180 lettres (correspondance familiale et professionnelle) et quelques descriptions géographiques.

Des poèmes comme "Le Bateau ivre", "Le Dormeur du val" ou "Voyelles" comptent parmi les plus célèbres de la poésie française. La précocité de son génie, sa carrière littéraire fulgurante, sa vie brève et aventureuse, contribuent à forger sa légende et faire de lui l'un des géants de la littérature mondiale.














Πηγή πρωτότυπου: fr.wikipedia.org/wiki/Arthur_Rimbaud. 

ΑΡΘΟΥΡΟΣ ΡΕΜΠΩ, ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ο Αρθούρος Ρεμπώ είναι Γάλλος ποιητής, γεννημένος στις 20 Οκτωβρίου 1854 στη Σαρλβίλ - Charleville και αποβιώσας στις 10 Νοεμβρίου 1891 στη Μασσαλία. Αν και σύντομο, το ποιητικό του έργο χαρακτηρίζεται από μια τεράστια θεματική και στυλιστική πυκνότητα, καθιστώντας τον μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της γαλλικής λογοτεχνίας.

Ο Αρθούρος Ρεμπώ  έγραψε τα πρώτα του ποιήματα σε ηλικία δεκαπέντε ετών. Μετά από μια σύντομη φάση μύησης, με την αφομοίωση του στυλ των μεγάλων συγχρόνων του ποιητών (Σάρλ Μπωντλαίρ - Charles Baudelaire, Βικτώρ Ουγκό - Victor Hugo, Τεοντόρ ντε Μπανβίλλ - Théodore de Banville ...), ήδη αναπτύσσει μια γνήσια πρωτοτυπία στην προσέγγιση των κλασικών θεμάτων ("Ο υπναράς της λαγκαδιάς - Le dormeur du val", "Η αναδυομένη Αφροδίτη - Venus Anadyomene"), επιδιώκει να ξεπεράσει αυτές τις επιρροές αναπτύσσοντας τις δικές του θεωρητικές αντιλήψεις, δηλώνοντας ότι ο ποιητής πρέπει να είναι "διορατικός", δηλαδή να αναζητά και να περιγράφει το άγνωστο πέρα από τις συνήθεις ανθρώπινες αντιλήψεις, ακόμα κι αν χρειαστεί να θυσιάσει τη δική του διανοητική ή σωματική ακεραιότητα.

Από τότε άρχισε να καινοτομεί ριζικά από την άποψη της νεωτερικότητας των μορφών της γραφής του και του συνακόλουθου ποιητικού του θράσους, μέχρι το σημείο να πλησιάζει το είδος του πεζογραφικού ποιήματος, και στη συνέχεια από την ηλικία των πρώτων ψελλισμάτων (διασπείροντας  στα έργα του αινιγματικά αποφθέγματα, όπως "αλλαγή ζωής", "κατοχή της αλήθειας σε μια ψυχή και ένα σώμα" ή "κάποιος πρέπει να είναι απόλυτα νεωτεριστής", τα οποία θα χρησιμοποιηθούν ως συνθήματα από τους ποιητές του 20ού αιώνα, ιδιαίτερα το υπερρεαλιστικό κίνημα). Παράλληλα, διατηρεί μια ταραχώδη ερωτική σχέση με τον ποιητή Πωλ Βερλαίν - Paul Verlaine, που επηρεάζει βαθιά το έργο του.

Γύρω στην ηλικία των είκοσι χρόνων του, ξαφνικά αποκήρυξε τη λογοτεχνία (έχοντας τότε δημοσιεύσει ένα μόνο έργο για λογαριασμό του ίδιου του συγγραφέα - "Μια Εποχή στην Κόλαση - Une saison en Enfer" - και μερικά ποιήματα διάσπαρτα σε εμπιστευτικά περιοδικά), τα οποία συνέβαλαν ακόμη περισσότερο στον μύθο τον οποίο ο ίδιος είχε προηγουμένως καλλιεργήσει. Στη συνέχεια αφιερώθηκε αρχικά στην εκμάθηση διαφόρων γλωσσών, κατόπιν δε, καθοδηγούμενος από τις περιθωριακές, αντι-αστικές και ελευθεριακές του ιδέες, επέλεξε μια περιπετειώδη ζωή, της οποίας οι αποδημίες τον έφεραν μέχρι την Αβησσυνία, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο (σε κατάστημα υλικού, σε παζάρι, σε εμπόριο ρούχων, καφέ κ.λπ.) και έγινε και εξερευνητής. Η προσπάθειά του να πουλήσει όπλα στον Αιθίοπα αυτοκράτορα Mενελίκ με την υποστήριξη του Προξένου της Γαλλίας αποδείχθηκε καταστροφική γι' αυτόν. Το μοναδικό του "εμπόριο όπλων" είχε μόνο συμβολικό πολιτικό αντίκτυπο, αλλά συνέβαλε στο θρύλο του. Από αυτήν τη δεύτερη εξωτική ζωή, τα μόνα γνωστά κείμενα αποτελούνται από περίπου 180 γράμματα (οικογενειακή και επαγγελματική αλληλογραφία) και ορισμένες περιηγήσεις - γεωγραφικές περιγραφές.

Ποιήματα όπως "Το μεθυσμένο καράβι - Le Bateau ivre", "Ο υπναράς της λαγκαδιάς - Le Dormeur du val" ή "Τα φωνήεντα - Voyelles" είναι από τα πιο φημισμένα της γαλλικής ποίησης. Η πρώιμη ιδιοφυΐα του, η εκθαμβωτική λογοτεχνική του καριέρα, η σύντομη και περιπετειώδης ζωή του, συμβάλλουν στη σφυρηλάτηση του θρύλου του και τον καθιστούν έναν από τους γίγαντες της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Arthur Rimbaud - Poésies


Tête de Faune

Dans la feuillée, écrin vert taché d'or,
Dans la feuillée incertaine et fleurie
De splendides fleurs où le baiser dort,
Vif et crevant l'exquise broderie,

Un faune égaré montre ses deux yeux
Et mord les fleurs rouges de ses dents blanches.
Brunie et sanglante ainsi qu'un vin vieux,
Sa lèvre éclate en rires sous les branches.

Et quand il a fui - tel qu'un écureuil, - 
Son rire tremble encore à chaque feuille,
Et l'on voit épeuré par un bouvreuil
Le Baiser d'or du Bois, qui se recueille. 

Η κεφαλή ενός Φαύνου

Στην πράσινη τη φυλλωσιά, χρυσάφι στολισμένη,
Στη λόχμη την τρεμάμενη και την μυριανθισμένη
Από εξαίσια ανθύλλια, κοιμάται το φιλί,
Ζωηρό κι απ’ την δαντέλλα του την έξοχη όλο σκάει,

Ένας φαύνος πλανώμενος, δείχνει τα δυο του μάτια,
Τα κόκκινα άνθη δάγκωσε με τα λευκά του δόντια.
Τ’ αχείλι του το αιμάτινο, κρασί παλιό σαν νάταν,
Σε γέλια κάτω απ’ τα κλαριά, το μελαμψό ξεσπάει.

Και σαν το σκάσει - σκίουρος  θαρρείς - σε κάθε φύλλο,
Το γέλιο του τρεμίζοντας, τον έβλεπες εσύ,
Που από βοδιού μουσούνισμα αυτός όλο φοβάται,
Τον χρυσαφένιο Ασπασμό του Δάσους, συλλογάται.


Le dormeur du val

C'est un trou de verdure où chante une rivière,
Accrochant follement aux herbes des haillons
D'argent ; où le soleil, de la montagne fière,
Luit : c'est un petit val qui mousse de rayons.

Un soldat jeune, bouche ouverte, tête nue,
Et la nuque baignant dans le frais cresson bleu,
Dort ; il est étendu dans l'herbe, sous la nue,
Pâle dans son lit vert où la lumière pleut.

Les pieds dans les glaïeuls, il dort. Souriant comme
Sourirait un enfant malade, il fait un somme :
Nature, berce-le chaudement : il a froid.

Les parfums ne font pas frissonner sa narine ;
Il dort dans le soleil, la main sur sa poitrine,
Tranquille. Il a deux trous rouges au côté droit.

Ο υπναράς  της λαγκαδιάς

Είναι μια τρύπα στις πρασιές, που ένα ποτάμι ψάλλει,
Τρελά κρεμάει στα βότανα κουρέλια ασημιά.
Εκεί ο ήλιος στα βουνά τα αγέρωχα όλο θάλλει,
Κι όλο ηλιαχτίδες η μικρή αστράφτει η λαγκαδιά. 

Ένας φαντάρος νεαρός, με ξέσκεπο κεφάλι,
Με ορθάνοιχτο το στόμα του στο κάρδαμο το μπλε
Το δροσερό των χορταριών, λούζεται ως το λαιμό του.
Γυμνός, κοιμάται στην πρασιά, χλωμό το πρόσωπό του
Στο πράσινο το στρώμα του, όπου κλαίει το φως.

Τα πόδια του χωθήκανε μες τις ωραίες γλαδιόλες.
Κοιμάται χαμογελαστός σαν άρρωστο παιδί.
Παίρνει έναν ύπνο, όμως, τί; Κρυώνει ως τις σόλες.
Ω φύση, το νανούρισμα γι’ αυτόν δεν είν’ ντροπή.

Τα αρώματα δεν προκαλούν στη μύτη του ένα ρίγος.
Κοιμάται αυτός στον ήλιο του, το χέρι στα πλευρά,
Ήρεμος, με δυο κόκκινες τρύπες στα δεξιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: