06 Σεπτεμβρίου 2020

Aumône [Stéphane Mallarmé, μετ. ΦΚ]

Recueil : Poésies (1899)

Aumône

Prends ce sac, Mendiant! tu ne le cajolas
Sénile nourrisson d'une tétine avare
Afin de pièce à pièce en égoutter ton glas.

Tire du métal cher quelque péché bizarre
Et vaste comme nous, les poings pleins, le baisons
Souffles-y qu'il se torde! une ardente fanfare.

Église avec l'encens que toutes ces maisons
Sur les murs quand berceur d'une bleue éclaircie
Le tabac sans parler roule les oraisons,

Et l'opium puissant brise la pharmacie!
Robes et peau, veux-tu lacérer le satin
Et boire en la salive heureuse l'inertie,

Par les cafés princiers attendre le matin?
Les plafonds enrichis de nymphes et de voiles,
On jette, au mendiant de la vitre, un festin.

Et quand tu sors, vieux dieu, grelottant sous tes toiles
D'emballage, l'aurore est un lac de vin d'or
Et tu jures avoir au gosier les étoiles!

Faute de supputer l'éclat de ton trésor,
Tu peux du moins t'orner d'une plume, à complies
Servir un cierge au saint en qui tu crois encore.

Ne t'imagine pas que je dis des folies.
La terre s'ouvre vieille à qui crève la faim.
Je hais une autre aumône et veux que tu m'oublies
Et surtout ne va pas, frère, acheter du pain…



Ελεημοσύνη

Πάρε την τσάντα αυτή, ζητιάνε! Mη τη σφίξεις
Σαν γερασμένο βρέφος, άπληστα στη θηλή,
Για πήγαινε λιγάκι το κύπελλό σου να στραγγίξεις.

Απ’ το ακριβό το μέταλλο κάποιο αλλόκοτο, 
Πελώριο αμάρτημα, θέλεις να καθαρίσεις,
Σαν και εμάς, που με σφιγμένες τις γροθιές ρουφάμε,
Τί καυτερή φανφάρα! εκεί που κάνει δαχτυλίδια όλο φυσάμε.

Ναός με το θυμίαμα, σ’ όλα τα σπίτια ετούτα
Στους τοίχους σαν νανούρισμα γαλάζιο όλο φωτάει,
Ένας καπνός αμίλητος τις προσευχές κυλάει,

Και το όπιο το δυνατό τα φαρμακεία σπάει!
Φορέματα από πετσιά, θέλεις να σκίσεις τα σατέν
Και την αστοχασιά να πιείς απ’ το μακάριο σάλιο, 

Να περιμένεις το πρωινό μες τα πριγκηπικά καφέ;
Με το ταβάνι στολισμένο πέπλα και κατίνες,
Στήνουμε γλέντι του ζητιάνου στις βιτρίνες.

Μα σαν θα βγεις, τρεκλίζοντας αρχαίος θεός,
Κάτω από τα πανιά που σε τυλίγουν, νιώθεις
Ότι η αυγή αυτή, λίμνη κρασιού είναι χρυσός.
Τα αστέρια ορκίζεσαι πως έχει ο λαιμός!

Δίχως να εννοείς της λάμψης σου το θησαυρό,
Μπορείς τουλάχιστον να στολιστείς μ’ ένα φτερό.
Δείξε καλή διαγωγή, άναψε του άγιού σου ένα κερί
Αφού ακόμα τον πιστεύει η ψυχή σου.

Πως αρμαθιάζω τρέλες να μη φανταστείς.
Η γη δείχνεται φιλική, σαν νιώθει να λιμοκτονείς.
Όχι ελεημοσύνη άλλη και λέω να με ξεχάσεις,
Και, προ παντός, φίλε, μην πας ψωμί να αγοράσεις…



Stéphane Mallarmé

Né le : 18/03/1842, Paris - Décédé le : 09/09/1898, Vulaine-sur-Seine (arrondissement de Fontainebleau)
Étienne (ou) Stéphane Mallarmé) est un poète et écrivain français, également enseignant, traducteur et critique d'art symboliste, dont l'œuvre, caractérisée par une écriture hermétique et maniériste, constitue une méditation inachevée sur le langage et sur l'art.
Admirateur de Théophile Gautier, de Charles Baudelaire et de Théodore de Banville, Stéphane Mallarmé fait paraître en revue quelques poèmes en 1862. Professeur d'anglais par nécessité, il fréquente à Paris en 1871 alors des auteurs littéraires comme Paul Verlaine, Émile Zola ou Auguste de Villiers de L'Isle-Adam et des artistes comme Édouard Manet, qui a peint son portrait en 1876.
S'il rencontre des difficultés dans son métier de professeur (il est chahuté par ses élèves), il mène une vie familiale paisible, ponctuée de difficultés financières et de deuils, en particulier la mort de son fils Anatole en 1879 à l'âge de huit ans. Il écrit des poèmes très élaborés et reçoit ses amis créateurs lors des Mardis de la rue de Rome ou dans sa maison de campagne, à Valvins, près de Fontainebleau, où il meurt le 9 septembre 1898 à 56 ans.
Attiré par l'esthétique de L'art pour l'art, il collabore au Parnasse contemporain dès 1866, cherchant à dépasser son sentiment d'impuissance lié à un état dépressif, il est dès lors en quête d'une beauté pure que seul peut créer l'art : « le monde est fait pour aboutir à un beau livre », affirme-t-il. Il entreprend des œuvres ambitieuses qu'il retravaillera longtemps comme Hérodiade (1864-1887) ou L'Après-midi d'un faune (1865-1876, dont Claude Debussy tirera une de ses œuvres symphoniques les plus célèbres en 1892-1894). Admirateur d'Edgar Poe, il traduit Le Corbeau (1845), qui est publié en 1875 avec des illustrations d'Édouard Manet, et écrit le Tombeau d'Edgar Poe en 1876 (« Tel qu’en Lui-même enfin l’éternité le change... »), avant de traduire en prose d'autres poèmes.
En 1887, il fait paraître une édition de ses Poésies qui montrent sa recherche stylistique, comme dans le Sonnet en X, « Ses purs ongles très haut dédiant leur onyx », ou le sonnet en octosyllabes Une dentelle s'abolit (« Une dentelle s'abolit/Dans le doute du Jeu suprême/À n'entrouvrir comme un blasphème/Qu'absence éternelle de lit. »). L'aboutissement de cette ambition du poème absolu apparaît dans le poème graphique de 1897 Un coup de dés jamais n'abolira le hasard. Cette recherche d'une expression tendue vers l'épure lui vaut cependant dès l'époque le reproche d'hermétisme qui reste attaché à l'art mallarméen.
La renommée de Stéphane Mallarmé se consolide encore à partir de 1884, quand Paul Verlaine l'inscrit dans sa série des Poètes maudits par la publication d'un long article sur Mallarmé, et, porteur de modernité et proche des avant-gardes en art comme en littérature, il est reconnu comme un maître par les jeunes générations poétiques, d'Henri de Régnier et des symbolistes à Paul Valéry. Ainsi, auteur d'une œuvre poétique ambitieuse, Stéphane Mallarmé a été l'initiateur, dans la seconde moitié du XIXe siècle, d'un renouveau de la poésie dont l'influence se mesure encore auprès de poètes contemporains comme Yves Bonnefoy.









Πρωτότυπο βιογραφικού: poemes.co.



Στεφάν Μαλλαρμέ

Γεννήθηκε στο Παρίσι (στις 18/03/1842) και πέθανε στο Βυλαίν του Σηκουάνα (περιφέρεια Φονταινεμπλώ) στις 09/09/1898.  Είναι γάλλος συμβολιστής ποιητής και συγγραφέας, επίσης εκπαιδευτικός, μεταφραστής και κριτικός τέχνης. Το έργο του χαρακτηρίζεται από ένα τρόπο γραφής ερμητικό και μανιεριστικό και αποτελεί μια ανολοκλήρωτη προσπάθεια στοχασμού πάνω στο γλωσσικό και καλλιτεχνικό φαινόμενο.
 
Ο θαυμαστής του Θεόφιλου Γκωτιέ (Théophile Gautier), του Σαρλ Μπωντλαίρ (Charles Baudelaire) και του Θεόδωρου ντε Μπανβίλ (Théodore de Banville), ο Στέφαν Μαλλαρμέ δημοσίευσε μερικά ποιήματα σε λογοτεχνικό περιοδικό το 1862. Καθηγητής Αγγλικών από ανάγκη, αποκτά πρόσβαση  στο Παρίσι το 1871 στους τότε λογοτεχνικούς κύκλους, όπου συναντά και γνωρίζεται με τους Πωλ  Βερλαίν (Paul Verlaine), Εμίλ  Ζολά (Émile Zola) και  Ωγκύστ ντε Βιγιέ ντε Λ’Ιλ-Αντάμ (Auguste de Villiers de L'Isle-Adam) και καλλιτέχνες όπως ο Εντουάρ Μανέ (Édouard Manet), ο οποίος ζωγράφισε το πορτραίτο του το 1876.
Αν και αντιμετωπίζει δυσκολίες στο επάγγελμά του ως εκπαιδευτικού (οι μαθητές τού έκαναν φασαρία στο μάθημα και τον διέκοπταν συνεχώς), ζει μια ειρηνική οικογενειακή ζωή, που όμως σημαδεύτηκε από οικονομικές δυσκολίες και πένθος, ιδίως το θάνατο του γιου του Ανατόλ, το 1879 σε ηλικία οχτώ χρόνων. Έγραφε πολύ περίτεχνα και λεπτοδουλεμένα  ποιήματα και δεχόταν τους φίλους του δημιουργούς, κάθε Τρίτη στην οδό Ρώμης (rue de Rome) ή στο εξοχικό του, στο Βαλβέν (Valvins), κοντά στο Φονταινεμπλώ (Fontainebleau), όπου πέθανε στις 9 Σεπτεμβρίου 1898 σε ηλικία 56 ετών.
Τον έλκυσε η αισθητική της Τέχνης για την τέχνη, συνεργάστηκε με τον σύγχρονο Παρνασσό το 1866, επιδιώκοντας να ξεπεράσει το αίσθημα της αδυναμίας του που συνδέεται με μια καταθλιπτική κατάσταση, επομένως αναζητούσε μια καθαρή ομορφιά που μόνο αυτή μπορεί να δημιουργήσει την τέχνη: «ο κόσμος είναι φτιαγμένος για να καταλήξει σε ένα όμορφο βιβλίο», βεβαιώνει ο ίδιος. Ανέλαβε φιλόδοξα έργα, που θα τα επεξεργαζόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως η Ηρωδιάδα (Hérodiade) (1864-1887) ή το Απομεσήμερο ενός φαύνου (L'Après-midi d'un Faun) (1865-1876), από το οποίο αφορμώμενος ο Κλωντ Ντεμπυσσύ (Claude Debussy) θα σχεδίαζε ένα από τα πιο διάσημα συμφωνικά του έργα το 1892-1894. Θαυμαστής του Έντγκαρ Άλλαν Πόε (Edgar Allan Poe), μετέφρασε το Κοράκι (Le Corbeau –Raven) (1845), το οποίο δημοσιεύθηκε το 1875 με εικονογραφήσεις από τον Édouard Manet, και έγραψε τον Τάφο του Edgar Poe το 1876 («Τοιόσδε καθ’ εαυτόν, όν η αιωνιότης εις τέλος αεί μεταστρέφει) ... "), προτού μεταφράσει άλλα ποιήματα στον πεζό λόγο.
Το 1887, δημοσίευσε μια έκδοση των Ποιητικών του Συνθέσεων (Poésies), η οποία έδειξε τη στυλιστική του αναζήτηση, όπως στο Σοννέτο στον Χ (Sonnet en X, "« Ses purs ongles très haut dédiant leur onyx » - Τα καθαρά του νύχια πολύ ψηλά δείχνοντας  θαυμασμό στον όνυχά τους", ή το σονέττο στα οκτασύλλαβα 

Une dentelle s'abolit 
Une dentelle s'abolit
Dans le doute du Jeu suprême
À n'entrouvrir comme un blasphème
Qu'absence éternelle de lit. 

Μια δαντέλλα καταργείται
Μια δαντέλλα καταργείται
Στου Παιχνιδιού του πιο τρανού την αγωνία
Ποτέ μην αφήνεις μισάνοιχτη σαν βλασφημία
Του κρεβατιού την αιώνια απουσία.

Το αποκορύφωμα αυτής της φιλοδοξίας του απόλυτου ποιήματος εμφανίζεται στο καλλίγραμμά του (1897) Μια ρίψη των ζαριών δεν θα καταργήσει ποτέ την τύχη. Αυτή η αναζήτηση για μια έκφραση που τείνει προς την αγνότητα ωστόσο τού προσήψε από τη εποχή εκείνη και εφεξής το στίγμα του ερμητισμού, που παρέμεινε προσκολλημένος στην τεχνοτροπία της Μαλλαρμικής  λογοτεχνίας.
Η φήμη του Stéphane Mallarmé εδραιώθηκε περαιτέρω από το 1884, όταν ο Paul Verlaine τον συμπεριέλαβε στη σειρά του Poètes maudits (Καταραμένοι ποιητές), με τη δημοσίευση ενός μεγάλου άρθρου για τον ποιητή, και, φορέας της νεωτερικότητας και κοντά στην πρωτοπορία στην τέχνη όπως και στη λογοτεχνία, αναγνωρίζεται ως κορυφαίος από τις νέες ποιητικές γενιές, από τον Ανρύ ντε Ρενιέ (Henri de Régnier) και τους συμβολιστές έως τον Πωλ Βαλερύ (Paul Valéry). Έτσι, συγγραφέας ενός φιλόδοξου ποιητικού έργου, ο Stéphane Mallarmé ήταν ο εμπνευστής, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, μιας αναβίωσης της ποίησης της οποίας η επιρροή μπορεί να φανεί ακόμα με τους σύγχρονους ποιητές όπως ο Yves Bonnefoy (Υβ Μποννεφουά).

Δεν υπάρχουν σχόλια: