07 Σεπτεμβρίου 2020

Ελένη [Χρήστος Ι. Βατούσιος]

ΕΛΕΝΗ

Τη βάρκα την έλεγαν Ελένη Μαρία.
Δυο της είχε τις κόρες, δυο και τα ονόματα.

Μπορεί το Λενιώ να 'χε χαθεί, μπορεί να την είχαν πάρει εκείνα τα δαιμονισμένα κύματα της παλιαρρώστιας και να την είχαν χτυπήσει - τόσο άδικα - αλύπητα πάνω στα βράχια.

Το βαρκάκι το λέγαν Ελένη Μαρία κι έτσι θα 'μενε για πάντα.

Τόσος πόνος - Πόσος πόνος! Ξεχείλιζαν τα δάκρυά του και φούσκωναν τη θάλασσα κάθε που έβγαινε απ' το μικρό λιμανάκι με την Ελένη Μαρία - να μην τονε βλέπει κανείς, να μη βλέπει κανέναν - να χωθεί μέσα στα σπλάχνα της σα μωρό και να χύσει το πιο πικρό φαρμάκι που 'χε ποτέ δοκιμάσει στη ζωή του. Το χαμό της Λενιώς.

Πολλά τα βράδια π' απόμενε μονάχος του μεσοπέλαγα και της ακουμπούσε τη ψυχή του, με λόγια παράφορα, μισοσαλεμένα, ν' απαλύνει τον καημό του.

" ...Το Λενιώ μου, που το πήγες το Λενιώ μου...Γιατί...; "
Κι άπλωνε τα χέρια του και τη χτυπούσε ξεκομμένος απ' το νου του, σφαδάζοντας στο κλάμα.

Πάλευε αληθινά, παλικαρίσια σα θαλασσινός. Μα τα δόντια του καημού του 'χαν μαγκώσει δυνατά, σα σμέρνα την καρδιά και τηνε στράγγιζαν κάθε βράδυ.

Άντεξε τον πρώτο πόνο, πέρασε κι ο δεύτερος, στον τρίτο επάνω βγήκε με τη βάρκα απ' το λιμανάκι κι ανοίχτηκε βαθιά, αμίλητος σε μια λαδιά πηχτή από σκοτάδι.

Δεν άφησε ουτ' ένα δάκρυ να κυλήσει. Μόνο τυλίχτηκε τα δίχτυα και τράβηξε την τάπα ψιθυρίζοντας σα νανούρισμα.

"...Το Λενιώ μου, το μικρό μου
Το στολίδι τ' ακριβό μου..."


Δεν υπάρχουν σχόλια: