Ευχαριστώ ιδιαίτερα το φίλο ΦΚ, που μου έστειλε τα κατωτέρω πέντε ποιήματα τού Octavio Paz, σε δική του μετάφραση από τα ισπανικά. Στο παρόν ιστολόγιο έχουν αναρτηθεί πολλά, κυρίως μεταφράσεις, έργα του ΦΚ και είναι τιμή για τον ιστολόγο η αποκλειστικότητα των δημοσιεύσεων. Ακολουθώντας το link: pribas.blogspot.com/ΦΚ μπορείτε να δείτε όλες τις δημοσιεύσεις τού ΦΚ. Να σημειώσουμε ότι το πρώτο ποίημα έχει πρόσφατα αναρτηθεί και σε μετάφραση τού ιστολόγου αλλά από την αγγλική. Το μικρό εισαγωγικό είναι τού ΦΚ, με βάση την ανάρτηση τής ισπανόφωνης παρουσίασης τού Paz στην Wikipedia. Τα πρωτότυπα ποιήματα από ποιητικές διαδικτυακές ιστοσελίδες.
Octavio Paz
Ο Οκτάβιο Λοσάνο Πας (Octavio Irineo Paz Lozano, 31 Μαρτίου 1914 – 19 Απριλίου 1998) ήταν Μεξικανός ποιητής και διπλωμάτης. Για το συνολικό έργο του, βραβεύθηκε με το βραβείο Θερβάντες (1981), με το Διεθνές Βραβείο Λογοτεχνίας Neustadt (1982) και με το Νόμπελ Λογοτεχνίας (1990). Θεωρείται από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του 20ού αιώνα και από τους μεγαλύτερους ισπανόφωνους ποιητές όλων των εποχών. Υπήρξε πολύ παραγωγικός συγγραφέας και η δουλειά του εκτείνεται σε πολλές γενιές, ενώ τα έργα του περιλαμβάνουν ποιητικά θέματα, δοκίμια και μεταφράσεις.
La calle
Es una calle larga y silenciosa.
Ando en tinieblas y tropiezo y caigo
y me levanto y piso con pies ciegos
las piedras mudas y las hojas secas
y alguien detrás de mí también las pisa:
si me detengo, se detiene;
si corro, corre. Vuelvo el rostro: nadie.
Todo está oscuro y sin salida,
y doy vueltas y vueltas en esquinas
que dan siempre a la calle
donde nadie me espera ni me sigue,
donde yo sigo a un hombre que tropieza
y se levanta y dice al verme: nadie.
Ο δρόμος
Είν’ ένας δρόμος μακρύς, που όλο σωπαίνει.
Στα σκοτεινά πηγαίνω και σκουντουφλάω και πέφτω χάμω
Και πάλι ανασηκώνομαι και στα τυφλά πατάω
Πάνω στις πέτρες τις βουβές και τα ξερά τα φύλλα,
Και κάποιος πίσω μου κι αυτός το ίδιο με μένα κάνει:
Σαν σταματάω, κι εκείνος στέκει.
Σαν τρέχω, τρέχει. Γυρίζω το κεφάλι μου: κανένας.
Όλα μα όλα σκοτεινά και έξοδος καμία.
Κι όλο γυρίζω στις γωνιές
Που πάντα με οδηγούν στο δρόμο αυτό,
Όπου κανείς δεν με προσμένει,
Μήτε με παίρνει το κατόπι,
Κι όπου ακολουθάω κάποιον, που σκουντουφλάει
Κι όλο σηκώνεται και λέει σαν με βλέπει: Κανένας.
Entre ir y quedarse
Entre irse y quedarse duda el día,
enamorado de su transparencia.
La tarde circular es ya bahía:
en su quieto vaivén se mece el mundo.
Todo es visible y todo es elusivo,
todo está cerca y todo es intocable.
Los papeles, el libro, el vaso, el lápiz
reposan a la sombra de sus nombres.
Latir del tiempo que en mi sien repite
la misma terca sílaba de sangre.
La luz hace del muro indiferente
un espectral teatro de reflejos.
En el centro de un ojo me descubro;
no me mira, me miro en su mirada.
Se disipa el instante. Sin moverme,
yo me quedo y me voy: soy una pausa.
Να φύγω ή να μείνω
Ανάμεσα στη σκέψη τού να φύγω ή να μείνω
Η μέρα ταλαντεύεται,
Αφού τη διάφανη υφή της αγαπάει.
Το καθημερινό της δειλινό είναι ήδη
Βαθιά στη θάλασσα γερμένο.
Ο κόσμος της λικνίζεται στην ήσυχη ταλάντωσή του.
Όλα είναι φανερά κι όλα εννοούνται,
Όλα είναι εδώ πολύ κοντά, μα ανέγγιχτα όλα μοιάζουν.
Μολύβια, το ανθογυάλι, τα χαρτιά ή το βιβλίο
Στη σκιά των ονομάτων τους λαγοκοιμούνται.
Του ρολογιού ο χτύπος, το πέρασμα του χρόνου
Μες το δωμάτιό μου μοιάζει να στάει* με πείσμα
Την ίδια συλλαβή σαν νάτανε από αίμα.
Το φως πώς μετατρέπει τον τοίχο, που δεν δείχνει
Τίποτε το σπουδαίο, σε θέατρο που εμπνέει
Με τους κατοπτρισμούς του!
Βρίσκω τον εαυτό μου στο κέντρο ενός ματιού.
Αυτό κι ας μη με βλέπει,
Εγώ μα πώς με βλέπω μες το δικό του βλέμμα!
Πώς τη στιγμή ρουφάει! Χωρίς να κινηθώ,
Και μένω εγώ και φεύγω: μια παύση είμαι εγώ.
* στάει: στάζει
Libertad bajo palabra
Viento
Cantan las hojas,
bailan las peras en el peral;
gira la rosa,
rosa del viento, no del rosal.
Nubes y nubes
flotan dormidas, algas del aire;
todo el espacio
gira con ellas, fuerza de nadie.
Todo es espacio;
vibra la vara de la amapola
y una desnuda
vuela en el viento lomo de ola.
Nada soy yo,
cuerpo que flota, luz, oleaje;
todo es del viento
y el viento es aire
siempre de viaje.
Ελευθερία σε αναστολή
Άνεμος
Λαλούν τα φύλλα,
Χορεύουνε τ’ αχλάδια στην αχλαδιά.
Γυρίζει το ροδόγραμμα,
Όχι της τριανταφυλλιάς το ρόδο,
Αλλά του ορίζοντα ο ανεμοδείκτης.
Λογιών – λογιών τα σύννεφα
Πλέουν υπνωτισμένα, σαν νάν’ του αέρα φύκια.
Όλο το διάστημα γυρνάει μαζί τους,
Με κινητήρια δύναμη τον κανένα.
Όλα είναι διάστημα.
Πάλλεται ο μίσχος της παπαρούνας
Κι ένα ξεγυμνωμένο σώμα
Πετάει στον άνεμο πίσω απ’ το κύμα.
Δεν είμαι τίποτε εγώ,
Κορμί που επιπλέει, φως, μια ιστιοσανίδα.
Όλα είναι του ανέμου
Κι ο άνεμος αέρας
Που πάντα ταξιδεύει.
Bajo tu clara sombra
Un cuerpo, un cuerpo solo, un sólo cuerpo
un cuerpo como día derramado
y noche devorada;
la luz de unos cabellos
que no apaciguan nunca
la sombra de mi tacto;
una garganta, un vientre que amanece
como el mar que se enciende
cuando toca la frente de la aurora;
unos tobillos, puentes del verano;
unos muslos nocturnos que se hunden
en la música verde de la tarde;
un pecho que se alza
y arrasa las espumas;
un cuello, sólo un cuello,
unas manos tan sólo,
unas palabras lentas que descienden
como arena caída en otra arena….
Esto que se me escapa,
agua y delicia obscura,
mar naciendo o muriendo;
estos labios y dientes,
estos ojos hambrientos,
me desnudan de mí
y su furiosa gracia me levanta
hasta los quietos cielos
donde vibra el instante;
la cima de los besos,
la plenitud del mundo y de sus formas.
Κάτω απ’ τη φωτεινή σου σκιά
Ένα σώμα, απλά ένα σώμα, ένα μονάχο σώμα,
Σώμα σαν μια χυμένη μέρα
Και καταβροχθισμένη νύχτα.
Το φως κάποιων μαλλιών,
Που ποτέ δεν κατευνάζουν
Τη σκιά του αγγίγματός μου.
Ένας λαιμός, σαν μια γαστέρα που όλο αργοχαράζει,
Σαν θάλασσα που όλο φωτίζεται,
Όταν το μέτωπο αγγίζει της αυγής.
Λίγοι αστράγαλοι, γέφυρες του καλοκαιριού.
Νυχτερινοί μηροί, που όλο βυθίζονται
Στην πράσινη μουσική του δειλινού.
Ένα στήθος που υψώνεται
Κι όλους σαρώνει τους αφρούς.
Ένας λαιμός, απλά ένας λαιμός,
Και λίγα χέρια, μονάχα τόσο λίγα χέρια,
Ράθυμες λέξεις που κατεβαίνουν
Σαν άμμος σαρωμένη πάνω σε άλλη άμμο…
Αυτό που μου διαφεύγει,
Νερό και σκοτεινή απόλαυση,
Θάλασσα που γεννιέται ή που πεθαίνει.
Αυτά τα χείλη και τα δόντια,
Αυτά τα πεινασμένα μάτια,
Με απογυμνώνουν απ’ τον εαυτό μου
Κι η έξαλλη χάρη τους με υψώνει
Ως τους γαλήνιους ουρανούς,
Όπου πάλλεται η στιγμή.
Η κορυφή των ασπασμών,
Πληρότητα του κόσμου στις μορφές του.
La poesía
A Luis Cernuda
Llegas, silenciosa, secreta,
y despiertas los furores, los goces,
y esta angustia
que enciende lo que toca
y engendra en cada cosa
una avidez sombría.
El mundo cede y se desploma
como metal al fuego.
Entre mis ruinas me levanto,
solo, desnudo, despojado,
sobre la roca inmensa del silencio,
como un solitario combatiente
contra invisibles huestes.
Verdad abrasadora,
¿A qué me empujas?
No quiero tu verdad,
tu insensata pregunta.
¿A qué esta lucha estéril?
No es el hombre criatura capaz de contenerte,
avidez que sólo en la sed se sacia,
llama que todos los labios consume,
espíritu que no vive en ninguna forma
mas hace arder todas las formas.
Subes desde lo más hondo de mí,
desde el centro innombrable de mi ser,
ejército, marea.
Creces, tu sed me ahoga,
expulsando, tiránica,
aquello que no cede
a tu espada frenética.
Ya sólo tú me habitas,
tú, sin nombre, furiosa substancia,
avidez subterránea, delirante.
Golpean mi pecho tus fantasmas,
despiertas a mi tacto,
hielas mi frente,
abres mis ojos.
Percibo el mundo y te toco,
substancia intocable,
unidad de mi alma y de mi cuerpo,
y contemplo el combate que combato
y mis bodas de tierra.
Nublan mis ojos imágenes opuestas,
y a las mismas imágenes
otras, más profundas, las niegan,
ardiente balbuceo,
aguas que anega un agua más oculta y densa.
En su húmeda tiniebla vida y muerte,
quietud y movimiento, son lo mismo.
Insiste, vencedora,
porque tan sólo existo porque existes,
y mi boca y mi lengua se formaron
para decir tan sólo tu existencia
y tus secretas sílabas, palabra
impalpable y despótica,
substancia de mi alma.
Eres tan sólo un sueño,
pero en ti sueña el mundo
y su mudez habla con tus palabras.
Rozo al tocar tu pecho
la eléctrica frontera de la vida,
la tiniebla de sangre
donde pacta la boca cruel y enamorada,
ávida aún de destruir lo que ama
y revivir lo que destruye,
con el mundo, impasible
y siempre idéntico a sí mismo,
porque no se detiene en ninguna forma
ni se demora sobre lo que engendra.
Llévame, solitaria,
llévame entre los sueños,
llévame, madre mía,
despiértame del todo,
hazme soñar tu sueño,
unta mis ojos con aceite,
para que al conocerte me conozca.
Η ποίηση
Στον Λουίς Θερνούδα
Φτάνεις, σιωπηλή, μυστική,
Και ξυπνάς τη μάνητα, τις χάρες, τις χαρές
Και αυτή την αγωνία,
Που πυρπολεί ό,τι αγγίζει
Και γεννά στο καθετί
Μια σκοτεινή απληστία.
Ο κόσμος υποχωρεί και καταρρέει
Σαν μέταλλο μες τη φωτιά.
Ανάμεσα στα ερείπιά μου υψώνομαι,
Μόνος, γυμνός, δίχως ούτε ένα ρούχο,
Στον απέραντο βράχο της σιωπής,
Σαν μοναχικός μαχητής
Εναντίον αόρατων ηγεμόνων.
Φλεγόμενη αλήθεια,
Σε τι με σπρώχνεις;
Δεν θέλω την αλήθεια σου,
Την ανόητη απορία σου.
Προς τί τούτος ο άγονος αγώνας;
Δεν είναι ο άντρας το πλάσμα, που μπορεί να σε συγκρατήσει,
Η απληστία που χορταίνει μόνο στη δίψα,
Φλόγα που καταναλώνουν όλα τα χείλη,
Πνεύμα που δεν ζει μες σε καμία μορφή,
Αλλά κατακαίει όλες τις μορφές.
Σηκώνεσαι απ’ τα βάθη μου,
Απ’ το ανώνυμο κέντρο της ύπαρξής μου,
Στρατός, παλίρροια.
Μεγαλώνεις, η δίψα σου με πνίγει
Διωκτική, τυραννική,
Ό,τι δεν αποδίδει
Στο ξέφρενο σπαθί σου.
Τώρα μόνο εσύ σκηνώνεις μέσα μου,
Εσύ, ανώνυμη, εξαγριωμένη ουσία,
Υπόγεια, παραληρηματική απληστία.
Τα φαντάσματά σου χτυπούν το στήθος μου,
Ξυπνάς με το άγγιγμά μου,
Μου παγώνεις το μέτωπο,
Μου ανοίγεις τα μάτια.
Αντιλαμβάνομαι τον κόσμο και σε αγγίζω,
Άθικτη ουσία,
Ενότητα της ψυχής και του σώματός μου,
Και σκέφτομαι τη μάχη που δίνω
Και τους γάμους της γης μου.
Οι αντίθετες εικόνες θολώνουν τα μάτια μου,
Και τις ίδιες εικόνες
Άλλοι, βαθύτερα, τις αρνούνται,
Φλογερή φλυαρία,
Νερά που πλημμυρίζουν ένα πιο απόκρυφο και πυκνό νερό.
Στο υγρό σκοτάδι τους κι η ζωή και ο θάνατος,
Ησυχία και κίνηση είναι το ίδιο.
Επιμείνετε, νικητές,
Γιατί υπάρχω μόνο επειδή υπάρχεις εσύ,
Και το στόμα μου και η γλώσσα μου σχηματίστηκαν,
Για να εκδηλώσεις απλά την ύπαρξή σου
Και τις μυστικές σου συλλαβές, λέξη
Απατηλή και δεσποτική,
Ουσία της ψυχής μου.
Είσαι απλά ένα όνειρο,
Αλλά ο κόσμος σε ονειρεύεται
Και η αλαλία του μιλάει με τα λόγια σου.
Τρίβω με την αφή μου το στήθος σου,
Το ηλεκτρικά σύνορο της ζωής,
Το σκοτάδι του αίματος,
Όπου το βάναυσο κι ερωτευμένο στόμα συμφώνησε,
Ακόμα πρόθυμο να καταστρέψει αυτό που αγαπά
Και να ξαναζωντανέψει ό,τι καταστρέφει,
Με τον κόσμο, απαθή
Και πάντα πανομοιότυπο με τον εαυτό του,
Γιατί δεν σταματάει με κανέναν τρόπο,
Ούτε καθυστερεί σ’ αυτό που γεννά.
Πάρε με, μοναχική ύπαρξη,
Πάρε με ανάμεσα στα όνειρα,
Πάρε με, μάνα μου,
Ξύπνα με μέ κάθε τρόπο,
Κάνε με να ονειρεύομαι το όνειρό σου,
Άλειψε τα μάτια μου με λάδι,
Ώστε όταν σε συναντήσω, να γνωρίσω τον ίδιο τον εαυτό μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου