Tα ιατρικά σώου και η συμβολή τους στην ανάπτυξη της μαύρης μουσικής
Η ακριβής προέλευσή τους είναι άγνωστη, αλλά τα ιατρικά σώου μαζί με παραστάσεις και συναυλίες, ήταν συχνά θεάματα κατά τον 19ο αιώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες, ιδιαίτερα την εποχή της Παλιάς Δύσης, αν και σε ορισμένα μέρη συνεχίστηκαν μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο απαραίτητος εξοπλισμός για να μπορέσει να λάβει χώρα μια τέτοια εκδήλωση, ήταν κάρα, άμαξες, άλογα και πολύπειρο και ταλαντούχο προσωπικό που πλασάριζε στους ανήξερους δήθεν θαυματουργά φάρμακα και άλλα παρεμφερή προϊόντα, ενώ ταυτοχρόνως ελάμβαναν χώρα ψυχαγωγικές εκδηλώσεις. Πιο συχνά συνδέονταν με θαύματα από ελιξίρια που μερικές φορές αναφέρονταν ως snake oil. Τα σκευάσματα, κατά τους ισχυρισμούς των πωλητών, είχαν την ικανότητα να θεραπεύσουν οποιαδήποτε ασθένεια, να βελτιώσουν τις ρυτίδες, να αφαιρέσουν λεκέδες, να παρατείνουν τη ζωή ή να θεραπεύσουν τις κοινές ασθένειες που καραδοκούσαν στην εποχή.
Το ψυχαγωγικό μέρος του σώου, περιελάμβανε συνήθως κάποιο αφύσικο και φρικιαστικό γεγονός, μουσικές εκτελέσεις, μαγικά κόλπα, αστεία και αφηγήσεις από έξοχους κατόχους του είδους. Ενώ η παρουσίαση θαυματουργών θεραπειών συναντάται συνήθως γύρω από τους κλασικούς χρόνους, ο συνδυασμός μικτών διαφημιστικών παρουσιάσεων και πωλήσεων ιατρικών θαυματουργών ουσιών στη δυτική κουλτούρα, έχει τις ρίζες της στη διάρκεια του Μεσαίωνα στην Ευρώπη, όταν είχαν απαγορευτεί τα τσίρκα και τα θέατρα και οι ενδιαφερόμενοι είχαν πλέον μόνο την αγορά ή κάποιους προστάτες για να ελπίζουν σε σχετική υποστήριξη.
Τα ιατρικά σώου άκμασαν στα τέλη του 19ου αιώνα, ιδιαίτερα στις μεσοδυτικές πολιτείες των Ηνωμένων Πολιτειών και τον αγροτικό νότο. Στο επίκεντρο βρίσκονταν πωλητές που είχαν δίπλωμα κάποιας ιατρικής ευρεσιτεχνίας και οι οποίοι έστηναν περίπτερα στα τοπικά πανηγύρια της αποικιακής Αμερικής. Ήδη από το 1773 όμως, υπήρχαν σε ισχύ νόμοι, όπως στο Κονέκτικατ, εναντίον εκείνων οι οποίοι δελέαζαν τους ανθρώπους να αγοράζουν ανθυγιεινά και πολλές φορές επικίνδυνα φάρμακα. Ίσως τα πιο δημοφιλή σώου να γίνονταν από την Kickapoo Indian Medicine Company, κατασκευαστές του διπλώματος ευρεσιτεχνίας Kickapoo Indian Sagwa.
Ενώ τα παρασκευάσματα αυτά παράγονταν σε βιομηχανική κλίμακα έως και το τέλος του 19ου αιώνα, σταδιακά η φήμη και η αγορά τους άρχισε να λιγοστεύει, και τα ιατρικά σώου πλέον βασίζονταν περισσότερο σε ψυχαγωγικές εκδηλώσεις. Αλλά καθώς ο πληθυσμός της Αμερικής γινόταν ολοένα λιγότερο αγροτικός και πιο αστικοποιημένος, η διαθεσιμότητα άλλων μορφών ψυχαγωγίας, όπως οι ταινίες, το βοντβίλ, αυτό το τόσο δημοφιλές θεατρικό είδος στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και του Καναδά από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τις αρχές του εικοστού, και αργότερα το ραδιόφωνο, οδήγησαν στη σταδιακή εξαφάνιση του περιοδεύοντος ιατρικού σώου. Περί το 1930, ήταν σχετικά λίγες οι εταιρείες εκείνες που συνέχιζαν να περιοδεύουν στις Ηνωμένες Πολιτείες και φυσικά ακόμα λιγότερες αυτές που άντεξαν την οικονομική και κοινωνική αναταραχή της Μεγάλης Ύφεσης και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκείνοι που επιβίωσαν το 1950 βρέθηκαν να ανταγωνίζονται πια την τηλεόραση, και κατάντησαν να θεωρούνται ως απομεινάρια μιας προγενέστερης, αλλά σίγουρα πιο αθώας εποχής.
Ένα από τα πιο διάσημα περιοδεύοντα ιατρικά σώου του εικοστού αιώνα, ήταν το Hadacol Caravan, που χρηματοδοτείτο από τον γερουσιαστή της Πολιτείας της Λουιζιάνα Dudley J. LeBlanc και της εταιρείας του LeBlanc, κατασκευάστρια του αμφίβολης ποιότητας τονωτικού φαρμάκου Hadacol, γνωστό τόσο για υποτιθέμενες θεραπευτικές δυνάμεις και ιδιότητές του, όσο και για την υψηλή περιεκτικότητά του σε αλκοόλη. Η όλη παράσταση η οποία γύρισε σε όλο τον αμερικάνικο νότο τη δεκαετία του 1940 με μεγάλη ομολογουμένως δημοσιότητα, χαρακτηριζόταν από σειρά αξιοσημείωτων θεατρικών πράξεων και μουσική από διασημότητες του Χόλυγουντ, που χρησιμοποιούνταν για την προώθηση του Hadacol το οποίο επωλείτο κυρίως κατά τη διάρκεια του διαλείμματος και μετά το πέρας κάθε παράστασης. Η είσοδος στην παράσταση πληρωνόταν με το αποκαλούμενο στην εποχή ‘box top’ του σχετικού τονωτικού που πωλείτο σε όλα τα καταστήματα του νότου των Ηνωμένων Πολιτειών. Boxtop ήταν το επάνω και χαρακτηριστικό μέρος της συσκευασίας του κάθε προϊόντος, κάτι σύνηθες για την περιοχή και την εποχή εκείνη. Το Καραβάνι Hadacol σταμάτησε τις εργασίες του ξαφνικά το 1951, όταν η επιχείρηση Hadacol κατέρρευσε κυριολεκτικά λόγω ενός οικονομικού σκανδάλου που συντάραξε τα θεμέλιά της.
Ίσως τα τελευταία από τα ιατρικά σώου, να ήταν αυτά του Tommy Scott, ο οποίος έδινε περίπου τριακόσιες παραστάσεις το χρόνο, μέχρι περίπου και το έτος 1990. Ως έφηβος στη δεκαετία του 1930, ο Scott εντάχθηκε στο αποκαλούμενο 'Doc' Chambers Medicine Show, που ιδρύθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Scott τραγουδούσε, έπαιζε κιθάρα και εκτελούσε εγγαστριμυθία και παρουσίαζε μάλλον προσβλητικές μουσικές ή κωμικές πράξεις με επίκεντρο ένα φυτικό καθαρτικό. Γύρω στα 1930, ανέλαβε την ευθύνη της παράστασης, που εκτελούσε εδώ και πολλά χρόνια με τη σύζυγό του, Μαρία και ένα φίλο του, τον Gaines Blevins. Η κόρη του Scott, Σάντρα, ελάμβανε μέρος στο σώου ως τραγουδίστρια, έπαιζε μπάσο, και ακόμα έκανε κάποια ακροβατικά νούμερα έως τη δεκαετία του 1960, το τέλος των επιχειρήσεων και των παραστάσεων. Η αλοιφή την οποία πωλούσαν στα σώου, ήταν αλοιφή δέρματος με μέντα, γνωστή ως Scott Snake Oil. Από τη δεκαετία του 1960 έως τη δεκαετία του 1980, η παράσταση δινόταν λόγω παράκλησης πολλών φιλανθρωπικών σωματείων.
Στα τέλη του δέκατου έβδομου αιώνα, οι πρώτες ομάδες μαύρων σκλάβων μεταφέρθηκαν βιαίως, κάνοντας μια τεράστια και δραματική διαδρομή, από την αφρικανική πατρίδα τους, απέναντι στην Αμερική. Για τους λευκούς Αμερικανούς της εποχής, οι σκλάβοι δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ανθεκτικοί εργάτες. Έπρεπε να εργαστούν και είχαν ως στόχο να δημιουργήσουν χρήματα, να συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη της καινούργιας πατρίδας, αλλά δεν ήταν γραφτό να έχουν τη δική τους φωνή. Αν και πολλοί λευκοί Αμερικανοί εκτιμούσαν τους σκλάβους για την υπεράνθρωπη προσπάθειά τους, η εν λόγω εκτίμηση συνήθως δεν υπερέβαινε τα συνήθη όρια εργοδότη και εργαζόμενου. Ακόμη και αργότερα, όταν οι σκλάβοι αφέθηκαν ελεύθεροι, το κύμα της καταπίεσης δεν εξαφανίστηκε αμέσως. Η θεσπισμένη ελευθερία τους στα μάτια των λευκών δεν θα μεταφραζόταν αμέσως και στην ικανότητα να διαχειριστούν πολλά πράγματα μόνοι τους. Δεν σήμαινε ότι τους έδινε και μια καρδιά και ψυχή.
Κι εδώ… υπεισέρχεται το μπλουζ!
Το ύφος των μπλουζ στη μουσική προέρχεται από τους χώρους εργασίας των νότιων Ηνωμένων Πολιτειών. Οι ιστορικοί πιστεύουν ότι τα μπλουζ ξεκίνησαν στα σπάργανα από μια κραυγή ενός εργάτη μέσα στις βαμβακοφυτείες που γέμιζε τον ουρανό με ανάλογα συναισθήματα, και από την αντίστοιχη απάντηση του άλλου, τουτέστιν η κλήση και η απάντηση εξελίχθηκαν σε φράσεις και ολιγόλογα τραγούδια εργασίας που ωρίμασαν σταδιακά προς την κατεύθυνση των μπλουζ. Τα διάφορα μουσικά σώου, τα σπιρίτσουαλ, με τροβαδούρους και κωμικούς, είχαν επίσης επιρροή στην εξέλιξή τους. Στο δέκατο ένατο αιώνα, οι λευκοί Αμερικανοί πήραν την πρώτη γεύση της μαύρης μουσικής μέσω αοιδών με κωμικό και υπαινικτικό περιεχόμενο, γεγονός που επηρέασε τις φυλετικές σχέσεις με θετικό, αλλά και αρνητικό ταυτόχρονα τρόπο. Με την ανακάλυψη και καταγραφή των μπλουζ του εικοστού αιώνα, αυτή η οικειότητα έγινε σταθερότερη και μάλιστα αυξήθηκε. Έτσι πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι τα μπλουζ, η μουσική που δημιουργήθηκε από τους μαύρους, βελτίωσε τις φυλετικές σχέσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες μόλις έγινε πραγματικότητα η αναγνώριση και αποδοχή τους από τους λευκούς. Η μουσική ήταν μια μοναδική πολιτιστική προσφορά που οι λευκοί φυσικά δεν μπορούσαν να αρνηθούν. Ήταν κάτι νέο και ενδιαφέρον για τους λευκούς που έριξε καινούργιο φως στους μαύρους και κατ’ επέκταση στη θέση τους στην αμερικανική κουλτούρα και κοινωνία. Το όλο φάσμα της ανάπτυξης και της εκλαΐκευσης των μπλουζ, συνεπώς βελτίωσε αισθητά τις άσχημες φυλετικές σχέσεις σε αυτή τη χώρα. Από τα σώου των μαύρων αοιδών έως την βρεττανική εισβολή αργότερα, η μουσική υπήρξε ένας μαγνήτης που δεν είχε χρωματικούς περιορισμούς. Ξεκινώντας με τα ανωτέρω περιγραφέντα ιατρικά σώου που ελάμβαναν χώρα στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα και στην αρχή του εικοστού, τα οποία γίνονταν αλλά και διασκέδαζαν λευκούς και μαύρους, το τραγούδι των μπλουζ έφερε τις δύο φυλές κοντύτερα. Υπάρχουν προφορικές ιστορίες από πολλούς που λένε ότι όταν έπαιζαν οι μαύροι μουσικοί χορευτικά κομμάτια, υπήρχε ένα χοντρό σκοινί που χώριζε την πίστα στη μέση, μία πλευρά για τους μαύρους και την άλλη για τους λευκούς, αλλά προς το τέλος της βραδιάς η διαχωριστική γραμμή είχε καταργηθεί και όλοι χόρευαν πλέον μαζί. Δεν έβλεπαν το χρώμα, ακριβώς επειδή υπήρχε έντονη στην ατμόσφαιρα η αίσθηση της μουσικής. Ήταν ένα μέρος όπου θα μπορούσαν να διασκεδάσουν και να αφήσουν τους νόμους του Jim Crow, δηλαδή τους νόμους που αφορούσαν το φυλετικό διαχωρισμό, στην άκρη ανενεργούς. Είναι φανερό λοιπόν, ότι το μπλουζ προσέφερε στους επαγγελματίες του ένα πιο συναρπαστικό τρόπο ζωής από ότι θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ένας συνήθης μαύρος εργάτης. Μάλιστα οι εργάτες στις φάρμες οι οποίοι ήταν ταυτόχρονα μουσικοί, έπαιρναν ως αμοιβή και κάποιο ποσό χρημάτων για την παροχή ψυχαγωγίας και ακόμα κάποια τρόφιμα και ουίσκι. Λόγω αυτής της ειδικής μεταχείρισης θεωρούνταν δεξιοτέχνες με ταλέντο και οι υπηρεσίες τους αποτιμούνταν αναλόγως. Λογικό ήταν σε επόμενη φάση η συμμετοχή τους σε εγγραφές σε δισκογραφικές εταιρείες και διαφημίσεις με ότι αυτό συνεπαγόταν για τη φήμη και την οικονομική τους κατάσταση, αλλά συγχρόνως για την κατανόηση των μαύρων και της μουσικής τους. Αρκετοί μουσικοί λόγω του ταλέντου τους, ήταν σε θέση να ταξιδέψουν στη χώρα, μια ευκαιρία που δεν ήταν εύκολη υπόθεση για τους περισσότερους μαύρους οι οποίοι επεδίωκαν διάφορους τρόπους για να εξοικονομήσουν ακόμα και τα προς το ζην. Με τα χρήματα που έπαιρναν από τις ηχογραφήσεις τους, οι μουσικοί αγόραζαν λικέρ, ρούχα, αυτοκίνητα και άλλα είδη πολυτελείας.
Στη δεκαετία του 1960, βρεττανικά συγκροτήματα όπως οι Rolling Stones επέφεραν στις Ηνωμένες Πολιτείες μια νέα αίσθηση περαιτέρω εκτίμησης για μουσικούς του μπλουζ, όπως οι Muddy Waters, B.B. King και Howlin' Wolf λόγω όχι μόνο της φήμης τους, αλλά κυρίως της επιρροής που άσκησαν πάνω τους. Έτσι οι νεαροί βρεττανοί ενίσχυσαν το σεβασμό των αμερικανών απέναντι στους καλλιτέχνες του μπλουζ. Η μουσική καλλιτεχνών, όπως οι Chuck Berry, Chubby Checker, Elvis Presley και Little Richard έφερε επίσης στο ακροατήριό τους αμφότερες τις φυλές, αφού τα τραγούδια τους απευθύνονταν σε όλους. Ειδικότερα ο Elvis Presley είχε ένα φυσικό τρόπο για να τραγουδάει τα μπλουζ που εξέπληξε και εντυπωσίαζε τόσο το μαύρο όσο και το λευκό κοινό.
Πολλοί ιστορικοί έχουν διατυπώσει διάφορες θεωρίες που εξηγούν γιατί δισκογραφικές εταιρείες οι οποίες ανήκαν και τις διαχειρίζονταν λευκοί, απέκτησαν ξαφνικά ένα τέτοιο ενδιαφέρον για τη μπλουζ μουσική σε μια εποχή που ο φυλετικός διαχωρισμός ήταν ακόμα διαδεδομένος. Σαφώς βέβαια οι λευκοί εκτίμησαν τα μαύρα ταλέντα και σκέφτηκαν ότι η όποια εκμετάλλευσή τους ήταν ένας καλός τρόπος για να εξοικονομήσουν μερικά χρήματα. Θα μπορούσαν να πληρώσουν στην αρχή μια λογική τιμή να εγγράψουν μερικά τραγούδια και στη συνέχεια να πωλούν τους δίσκους χωρίς να πληρώνουν δικαιώματα στον καλλιτέχνη. Ίσως θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι μάλλον οι λευκοί είχαν επίγνωση της πολιτιστικής σημασίας της μπλουζ μουσικής και ότι μέσω αυτής της συναίσθησης ενισχύθηκε ο σεβασμός και η εκτίμηση για τη μαύρη φυλή στο σύνολό της.
Η Ma Rainey επί σκηνής!
Ξαναγυρίζοντας στα μουσικά και ιατρικά σώου και παραστάσεις, ξέρουμε ότι τα ταξίδια των μουσικών είναι συνήθεια παλιά σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Παραστάσεις με τροβαδούρους, στήσιμο σκηνών, ιατρικές παραστάσεις και αναβιώσεις έφεραν, για παράδειγμα, από το νότο κάποιους αξιοσημείωτους μπλουζ μουσικούς στο Κάνσας. Το 1929, για παράδειγμα, η Ma Rainey με τους Paramount Flappers, έπαιξαν στο Κάνσας μαζί με ένα τσίρκο. Ένας άλλος μεγάλος άνδρας των μπλουζ του Μισισιπή, ο Skip James, σε μια ανάπαυλα από την ενασχόλησή του με τα μπλουζ στα μέσα της δεκαετίας του 1930, περιόδευσε τα μέρη του Κάνσας δίνοντας μικρές παραστάσεις στην αρχή ή στο τέλος άλλων εκδηλώσεων. Και πριν από αυτόν, δεκάδες άλλοι ταλαντούχοι αφροαμερικανοί εκτελούσαν κάποια μουσικά κομμάτια στα πλαίσια άλλων σώου, όπως τα ιατρικά, σε όπερες, δημαρχεία και σκηνές σε όλη την πολιτεία. Οι παραστάσεις έδειχναν στους κατοίκους του Κάνσας στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα, ότι οι μαύροι ήταν ικανοί μουσικοί και ηθοποιοί, που τους επέτρεπε να επιτύχουν περιορισμένη αποδοχή στην κοινωνία. Παρά τις προχειρότητες των εκδηλώσεων με τους ηθοποιούς και τους τροβαδούρους, αυτές προετοίμασαν δεόντως το κοινό για εκείνες τις μορφές της μουσικής, ειδικά του μπλουζ και της τζαζ, οι οποίες αργότερα έδωσαν στους μαύρους ενεργό και πιο γνήσια φωνή στην κοινότητα. Ο πληθυσμός των μαύρων στο Κάνσας παρουσίασε μεγάλη αύξηση, από 625 το 1860 σε πάνω από 43.000 το 1880. Ο τοπικός πληθυσμός πιέστηκε πολύ για να αφομοιώσει τους νεοφερμένους στην τοπική οικονομία και στην κοινωνία γενικότερα. Ωστόσο, οι μαύροι ήταν ήδη αναγνωρισμένοι ως ταλαντούχοι μουσικοί, λόγω της δημοτικότητας των μουσικών σώου που προαναφέραμε, όπου ένας τραγουδιστής ή μουσικός, ειδικά αυτός που τραγουδούσε ή απάγγελνε ποίηση με μουσική υπόκρουση, έδινε παραστάσεις με ακροατήριο συνήθως την αριστοκρατία. Αν και δεν ήταν πολίτες της Πολιτείας αυτής, εν τούτοις πολλοί από αυτούς ερχόντουσαν στο Κάνσας με διάφορα σχήματα στα πλαίσια κάποιας περιοδείας. Η εμπορική επιτυχία πολλών από αυτά, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία και την απομίμηση από άλλα νέα και μικρότερα.
Συνηθισμένη φωτογραφία της Ma Rainey (1886-1939), της ‘‘Μητέρας των μπλουζ’’.
Οι εκδηλώσεις αυτές ήταν δημοφιλείς ακόμα και σε μεγάλο μέρος του εικοστού αιώνα, σε πολλές άλλες Πολιτείες. Ο Lomax θεωρεί τα τραγούδια εκείνα ως την πρώτη λαϊκή μουσική της Αμερικής. Ενώ συχνά γράφονταν και εκτελούνταν από λευκούς, εν τούτοις τα τραγούδια αυτά δανείστηκαν πολλά στοιχεία από αφροαμερικανικές παραστάσεις. Αν και μερικές φορές ήταν υποτιμητικά και προσπαθούσαν να εξιδανικεύσουν τη ζωή στη φυτεία, οι συνθέσεις ήταν στην πραγματικότητα αφιέρωμα στη μουσική ικανότητα της μαύρης φυλής.
Lindy, oh Lindy, sweeter than sugar cane.Lindy, Lindy, say you'll be mine.
While the moon am a shinin'
And my heart am a twinin'
Meet me dear little Lindy at the wild [minton?] vine.
Τυπική ιατρική παράσταση με σώου στον αμερικάνικο νότο.
Επισημαίνει επίσης, ότι τα τραγούδια αυτά ήταν πάρα πολύ δημοφιλή στα τέλη του 19ου αιώνα, και όταν το μπλουζ έφθασε στο αποκορύφωμά του το 1920, οι μουσικοί που τριγυρνούσαν στις βαμβακοφυτείες και στις πόλεις ανεξάρτητα από το χρώμα τους, εξέφραζαν με τον τρόπο τους ένα είδος κατάργησης του διαχωρισμού. με κοινά τραγούδια διαθέσιμα σε όλους. Την εποχή πριν από την έναρξη των εγγραφών σε δίσκους, οι περισσότεροι καλλιτέχνες έσπευδαν να δανειστούν άλλες επιρροές, τις οποίες ενσωμάτωναν στις δικές τους, αποδίδοντας το ίδιο τραγούδι με κάποια άλλη μορφή στο ρεπερτόριό τους κι αργότερα στην εγγραφή του δίσκου τους.
Σύμφωνα με τους ιστορικούς στην αμερικανική ψυχαγωγία των μαύρων, στις αρχικές παραστάσεις υπήρχαν περίπου δεκαπέντε άντρες, μαύροι συνήθως, οι οποίοι κάθονταν σε ημικύκλιο κουνώντας ντέφια, μόλις σηκωνόταν η κουρτίνα. Όρθιος μπροστά τους και στο κοινό, βρισκόταν ένας μεγαλειωδώς ντυμένος ομιλητής που συντόνιζε τη συζήτηση. Σε κάθε άκρο του ημικυκλίου βρίσκονταν δύο κωμικοί με φανταχτερά κοστούμια (Mr. Bones and Mr. Tambo). Το πρώτο μέρος της παράστασης περιελάμβανε ένα παιχνίδι λέξεων μεταξύ των τριών αυτών ανδρών, καθώς και κωμικά και συναισθηματικά τραγούδια για μπάντζο και ζωντανούς χορούς από τους υπόλοιπους. Το δεύτερο τμήμα αποτελείτο από ακροβατικά, κωμωδία και διάφορα άλλα σκετς.
Ξεκινώντας το 1909, οι μαύροι είχαν δικό τους κύκλωμα βαριετέ το οποίο τελικά έφτανε σε πολλά τμήματα της χώρας. Τα χρήματα που κέρδιζαν οι μαύροι καλλιτέχνες ήταν σχετικά λίγα, εκτός από τους φημισμένους Ma Rainey, Bessie Smith, Ethel Waters, και κάποιους άλλους. Στο τέλος της παράστασης οι καλλιτέχνες έτρωγαν, οι μαύροι πίσω στα παρασκήνια, ενώ οι λευκοί ξεχωριστά καθισμένοι σε κάποιο πάγκο. Το 1902, ο παρουσιαστής σε σώου, Billy McClain, συνελήφθη στην πόλη του Κάνσας επειδή είχε ‘πάρα πολλά κοσμήματα για έγχρωμο άνδρα’, δηλαδή διαμάντια αξίας επτά χιλιάδων δολαρίων, αλλά αφέθηκε τελικά ελεύθερος αφού διαπιστώθηκε ότι οι πέτρες ήταν δικές του. Ο Billy McClain (1866-1950) ήταν αφροαμερικανός ακροβάτης, κωμικός και ηθοποιός που πρωταγωνίστησε σε αυτές τις παραστάσεις πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Έγραψε, παρήγαγε και σκηνοθέτησε αρκετά μεγάλες παραστάσεις και φαντασμαγορικές εκδηλώσεις που απευθύνονταν σε ευρύτερο κοινό, και ακόμα μια σειρά από λαϊκά τραγούδια.
Πρόχειρες αυτοσχέδιες σκηνές για μικρότερης εμβέλειας εκδηλώσεις.
Στις 16 Σεπτεμβρίου 1923, η καθημερινή και μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα Wichita Eagle, ανέφερε ότι ο W.C. Handy, ο οποίος είχε κυκλοφορήσει το St.Louis Blues στα 1914, θα εμφανιζόταν στο Θέατρο Crawford, γεγονός που αποδεικνύει ότι τα μπλουζ είχαν ήδη πάρει τη θέση τους μέσα σε αυτά τα σώου. ‘‘Both balconies for colored persons’’, έγραφε μια σχετική διαφήμιση. Ο διαχωρισμός ήταν ακόμα σε ισχύ, σε κάποιο βαθμό, αλλά τουλάχιστον οι εκτελεστές με τη μουσική τους, έδειχναν τα αληθινά τους συναισθήματα μπροστά στους λευκούς. Αυτή ήταν η μια κατηγορία του περιοδεύοντος σώου. Η επόμενη ήταν μικρότερη, και συνήθως ελάμβανε χώρα σε αγροτικές περιοχές.
Τα ιατρικά σώου, που ξεκίνησαν τον προηγούμενο αιώνα, ταξίδεψαν σε όλη τη χώρα, φέρνοντας τη μουσική αλλά και την αγυρτεία, στις απομονωμένες πόλεις και χωριά. Οι παραστάσεις αυτές πάντρεψαν τους παλιούς τσαρλατάνους με την αμερικανική δημοφιλή ψυχαγωγία του δέκατου ένατου αιώνα, μέσα στις συνήθεις διαδρομές στις περιοχές του νότου και των μεσοδυτικών πολιτειών. Ο ‘γιατρός’ εδώ είχε την υποχρέωση όχι μόνο να προσελκύσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο πλήθος, αλλά να κρατήσει ζωντανό το ενδιαφέρον του και να πείσει ορισμένους από αυτούς που παρακολουθούσαν το σώου, να τους απαλλάξει από τους πόνους. Το κοινό στις ανωτέρω αναφερθείσες περιοχές ήταν πάντως πιο δεκτικό στην καλλιτεχνία και τη στρεψοδικία, πιθανώς λόγω της σχετικής ποιότητας των παραστάσεων. Άλλωστε όπως ανέφεραν πολλοί συμμετέχοντες, τα ιατρικά σώου και οι επιδείξεις φαρμάκων ήταν συχνά η μόνη διασκέδαση που οι χωρικοί πήγαιναν να δουν. Το ένα τρίτο από τις παραστάσεις ήταν διαλέξεις, επιδείξεις και πωλήσεις, ενώ το υπόλοιπο διασκέδαση, τις περισσότερες φορές κάποια ποικιλία με σώου στα οποία η μουσική είχε πρωταγωνιστικό και καίριο ρόλο. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1850 μάλιστα, προστέθηκαν και μελωδίες με μπάντζο. Αν και πολλά από τα μουσικά σύνολα αποτελούνταν από κορνέτα, μπάσο, τύμπανο, μπάντζο, βιολί και τούμπα, μερικά άλλα διέθεταν μόνο δύο μπάντζο και μια κιθάρα. Αυτά τα μικρότερα συγκροτήματα, ιδίως εκείνα που έπαιζαν στο νότο, εκτελούσαν σχεδόν αποκλειστικά μπλουζ σε συνδυασμό με κάποια βαριετέ. Έτσι τα ιατρικά σώου και οι επιδείξεις, επέτρεψαν στους τοπικούς καλλιτέχνες του μπλουζ καθώς και στους άλλους μουσικούς, να τραγουδήσουν τα μπλουζ σε κάθε λαϊκή τοπική μορφή. Η Γκέρτρουντ Πρίτζετ, η γνωστότερη ως Ma Rainey (1886-1939), για παράδειγμα, χαρακτηρίστηκε και καλώς, μία από τις πιο μεγάλες αμερικανίδες καλλιτέχνιδες, τραγουδίστριες των μπλουζ, της τζαζ και του βοντβίλ, κι ακόμα κωμική ηθοποιός, και χορεύτρια των ήδη αναφερθέντων μίνστρελ παραστάσεων. Το γεγονός ότι ήταν από τις πρώτες γυναίκες που ασχολήθηκαν με το μπλουζ, τις έδωσε το προσωνύμιο ‘Μητέρα’ του συγκεκριμένου είδους. Η Ma Rainey αρχικά εντάχτηκε στο μίνστρελ συγκρότημα του Φρεντ Σ. Γουόλκοτ (F.S. Wolcott's), Rabbit Foot Minstrels, με το οποίο περιόδευσε στις νότιες και μεσοδυτικές πολιτείες στις αρχές αυτού του αιώνα, μέχρι το έτος 1916 οπότε και ίδρυσε το δικό της σχήμα ‘Rainey and Rainey, Assassinators of the Blues’. Το 1924, άρχισε να συνεργάζεται με την Theatre Owners Booking Association με σκοπό να προωθήσει τις ηχογραφήσεις της στην εταιρεία Paramount. Αν και στις εμφανίσεις της χρησιμοποιούσε το όνομα Μαντάμ Γκέρτρουντ, έγινε τελικά περισσότερο γνωστή με το ψευδώνυμο Μα, που αποτελεί συντομογραφία του Μάμα, είτε γιατί αποτελούσε μητρική φιγούρα, είτε γιατί παρέπεμπε σε μα φιλήδονη και επιθυμητή γυναίκα. Ο τραγουδιστής των μπλουζ του Σικάγου και των γκόσπελ, Gatemouth Moore (1913-2004), όταν συνάντησε και άκουσε τη Ma Rainey το 1930 σε μια πανήγυρη του Κάνσας, δεν δίστασε να ενταχθεί στο σχήμα της. Σημειωτέον ότι η τραγουδίστρια τότε, ήταν μόλις δεκαεπτά ετών και εμφανιζόταν σε όλες τις εκθέσεις στο Κάνσας, την Οκλαχόμα, το Τέξας και το Μισισίπι, σε εποχιακή βάση πάντοτε.
Το 1934 όμως, ο Gatemouth Moore εγκαταστάθηκε στη Μέκκα των μπλουζ, το Μέμφις με την πασίγνωστη Beale Street. Στο Μέμφις τότε πραγματοποιούνταν πολλά ιατρικά σώου και επιδείξεις, και υπήρχε κάποια παράδοση στις μπάντες, που έδινε στα μπλουζ, μια ελαφρύτερη αίσθηση, ειδικά σε αυτά που έρχονταν από την περιοχή του Δέλτα. Ο Will Shade, γνωστότερος ως Son Brimmer και ηγετικό στέλεχος της Memphis Jug Band, περιόδευε σε όλη την πολιτεία του Μισισίπι, μαζί με τα ιατρικά σώου και τις ανάλογες επιδείξεις και παραστάσεις στις αρχές της δεκαετίας του 1920.
And I'm goin' to the river, gonna buy me a rocking chair,
When the blues overtakes me, goin' to rock 'em way away from here.
Ένας άλλος παίκτης του μπάντζο στο Μέμφις, ο Gus Cannon (1883-1979), δούλευε σε τέτοιες ιατρικές παραστάσεις ήδη από το 1918, δίνοντας μια ιδέα για το πώς ήταν και άρχισαν τα πρώτα μπλουζ.
Don't you never let one woman worry your mind
She'll keep you worried, troubled all the time.
Σε αυτή την ηχογράφηση 1928, αναγνωρίζεται εύκολα το παλιό μίνστρελ με τα καινοτόμα μπλουζ. Ένα βήμα πέρα από τα παλιά τραγούδια των φυτειών, αυτή η αγροτική μουσική μίλησε για την αλήθεια των μπλουζ σε ένα κοινό που βρισκόταν συγκεντρωμένο στο δρόμο γύρω από πρόχειρα στημένες ξύλινες πλατφόρμες ή σκηνές. Ο Gus Cannon πρέπει να τονίσουμε, συνεργάστηκε με τους ‘γιατρούς’ Stokey, Benson, CE Hangerson και EB Milton, κυρίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι τραγουδιστές των ιατρικών αυτών παραστάσεων του Μέμφις, βρίσκονταν στο δέλτα του Μισισιπή κάθε καλοκαίρι, όπου άφηναν τις δικές τους μελωδίες, αλλά ταυτόχρονα έπαιρναν μαζί τους κάποιες άλλες που άκουγαν σε κάθε μέρος που πήγαιναν, τις οποίες αργότερα χρησιμοποιούσαν μέσα στο δικό τους ρεπερτόριο. Οι ιατρικές παραστάσεις έφερναν ψυχαγωγία και εμπορικά παζάρια στην αγροτική Αμερική, συνδέοντάς τα μεταξύ τους, πράγμα που αντικατοπτρίστηκε στα ραδιοφωνικά προγράμματα στην αρχή και τα τηλεοπτικά κατά τα επόμενα έτη. Στην εποχή του αυτοκινήτου, τα πράγματα άλλαξαν λίγο και η σκηνή της παράστασης συχνά ήταν η καρότσα ενός φορτηγού. Οι εκδηλώσεις άρχιζαν με μια τραγουδίστρια η οποία έλεγε αστεία, εκτελούσε τα μπλουζ ή κάποια μίνστρελ κομμάτια. Μόλις το πλήθος ζεσταινόταν, εμφανιζόταν ο ‘γιατρός’ ο οποίος διαλαλούσε και πουλούσε το προϊόν του. Η τεχνική πώλησης αναμενόταν να είναι τόσο διασκεδαστική, όπως την παράσταση.
Ένας άλλος τραγουδιστής του Μέμφις, ο Jim Jackson, ηχογράφησε το ‘Jim Jackson's Kansas City Blues’ το 1927, το οποίο ήταν περισσότερο ‘ιατρικό’ παρά μπλουζ.
If you don't want my peaches, don't shake my tree.
I ain't after that woman, but she sure likes me.
I've got to move to Kansas City, mama,
Sure as you're born. (REPEAT)
I've got to move to Kansas City, honey,
Where they don't 'low you.
Ο Jackson περιόδευσε με πολλά συγκροτήματα: Silas Green, Abbey Sutton, Red Rose Minstrels, και Minstrels Rabbit Foot, ενώ ηχογράφησε και τριάντα ένα ανεκτίμητα τραγούδια. Όπως γράφτηκε μάλιστα, τα μπλουζ του Μέμφις ήταν πιο ήπια, ομιλητικά, ανακατεμένα με τραγούδια των ιατρικών παραστάσεων, λαϊκά τραγούδια και μπαλάντες που ήταν δημοφιλή στη χώρα.
Ο Blind Willie McTell (1898-1959) από την Πολιτεία της Georgia, πέρασε πολλά από τα εφηβικά του χρόνια απασχολούμενος με τα ιατρικά σώου και τις περιοδείες με παρεμφερή θέματα. Έπαιζε δωδεκάχορδη κιθάρα και ενσωμάτωσε τα τραγούδια που ακούγονταν στα ιατρικά σώου στο υλικό του μπλουζ.
Βγαίνοντας από την αφόρητη δουλεία, οι αφροαμερικανοί βρέθηκαν σε επισφαλή κοινωνική θέση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα κάποιες φορές την ψευδή απεικόνιση της μαύρης ζωής όπως αυτή απεικονίστηκε στα τραγούδια τους, πράγματα τα οποία συζητήθηκαν κατά κόρο στον εικοστό αιώνα και φυσικά γράφτηκαν και έμειναν στην περιρρέουσα μουσική βιβλιογραφία του εικοστού αιώνα.
Βιβλιογραφία
-Bane, Michael. White Boy Singin' the Blues. New York: Da Capo Press, Inc., 1982.
-Davis, Francis. The History of the Blues. New York: Hyperion, 1995.
-Palmer Robert: Deep Blues: A Musical and Cultural History of the Mississippi Delta. Penguin Books. 1982.
-Graber Cynthia: Snake Oil Salesmen Were on to Something. Scientific American. Nov. 1, 2007.
-Palmer, Robert. Deep Blues. New York: Viking Penguin, Inc., 1981.
-Mestel Rosie: Snake Oil Salesmen Weren't Always Considered Slimy. Los Angeles Times. July 01, 2002.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου