Το
ταξίδι της Παιδικής Ψυχής στην ποίηση του
ΤΑΣΟΥ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ
“...και μόνο όταν είσαι παιδί φθείρεσαι
ακίνδυνα απ' τα όνειρα...” (1)
Αναδημοσίευση από το διδασκαλικό περιοδικό "ΑΠΟΠΕΙΡΑ για επικοινωνία", Άνοιξη 1996.
Επιχειρώντας
κανείς ένα ταξίδι στο ποιητικό σύμπαν του Τ. Λειβαδίτη νιώθει πολλές φορές την
ανάγκη να ενσαρκωθεί σ' ένα στίχο του ή μια λέξη. Η δυναμική των
συντεταγμένων εννοιών, το “υπονοούμενο” που ελλοχεύει σε κάθε λέξη - σήμα, διεγείρει και συγκλονίζει
το συναίσθημα του αναγνώστη. Έπειτα είναι κι αυτή - από μέρους του ποιητή - η παράφορα
ελκυστική χρήση της παρομοίωσης και της μεταφοράς που δημιουργεί φαντασιακή εικονοποιία, ικανή τόσο όσο να
μαγεύει κυριαρχικά τις
αισθήσεις.
Περιδιαβαίνοντας,
λοιπόν, χρόνια τώρα την ποιητική κληρονομιά του,
διαπίστωσα πως “το παιδί” σαν δρων πρόσωπο έμμεσο ή ταυτιζόμενο με την εικόνα του
ίδιου του ποιητή λειτουργεί σαν σημαντικός δίαυλος απ' όπου διοχετεύονται
στον αισθητικό αναγνώστη οι αγωνίες του Τ. Λειβαδίτη, τα πολιτικά του
οράματα και ανησυχίες, οι βαθύτερες προσωπικές του αναζητήσεις. Αυτό το
πόνημα δε διεκδικεί ασφαλώς την παρουσίαση επιστημονικής
έρευνας (2), στοχεύει όμως στο ν' ανιχνεύσει τη σχέση και το ρόλο που
κατέχει “το παιδί” στην ποιητική δημιουργία του Τ. Λειβαδίτη.
“Διαδρομή στο έργο του”
Για να
μπορέσει ο αναγνώστης να παρακολουθήσει ευκολότερα τη διαδρομή, το ταξίδι αυτό
της παιδικής ψυχής στην ποίηση του Τ. Λειβαδίτη, παραθέτονται αρκετοί στίχοι
από τις
ποιητικές
του συλλογές. Αξίζει εδώ να επισημανθεί πως οι μεταμορφώσεις του σήματος - παιδιού
είναι διαφορετικές και εξαρτώνται κάθε φορά από την ποιητική περίοδο όπου
ανήκει
κάθε στίχος.
Αρκετοί
κριτικοί (3) της λογοτεχνίας μας έχουν διακρίνει τρεις βασικές περιόδους στο
έργο του Λειβαδίτη. Η
πρώτη (1946 -1956) έχει χαρακτηριστεί ως “ποίηση στρατοπέδου” (4).
Διάχυτη σ' αυτή την πρώτη περίοδο είναι η εξιστόρηση - απροκάλυπτα ωμή - των
συνθηκών διαβίωσης στα στρατόπεδα συγκέντρωσης αριστερών πολιτικών
κρατουμένων, μετά τη μεγάλη εθνική περιπέτεια του εμφυλίου διχασμού (1945 - 1949).
“Το παιδί”
ως έμμεσα δρων πρόσωπο είναι σύμφωνα με
την ποιητική ματιά ένας από τους καταπιεζόμενους: πέντε
δίκωχα γύρω/ο λοχαγός δίχως όνομα/ένα παιδί γυμνό/κρεμασμένο από τα
χέρια/αυλακωμένο το σώμα του/κουρελιασμένο απ' τις βουρδουλιές (5)...
Η δυαδική
αντίθεση λοχαγός - παιδί > καταπιεστής - καταπιεσμένος εκφράζεται στους παραπάνω
στίχους σε επίπεδο που σηματοδοτείται η φρικτή εικόνα των βασανισμών,
ιδιαίτερα όταν αυτοί
πραγματοποιούνται πάνω στο σώμα ενός παιδιού. Άλλες φορές πάλι ο ποιητής μετα-σχημα-τίζει τα
δρώντα πρόσωπα (καταπιεστές), αποκαλώντας τα “παιδιά”, θέλοντας έτσι ν' αποχαρακτηρίσει τους
φαντάρους - βασανιστές που υποχρεώνονται
να εκτελούν διαταγές: “Όμως αυτά τα έξι παιδιά/πώς
δέχτηκαν να πυροβολήσουν (6)..” ή επιχειρεί
να προκαλέσει την ανθρώπινη
ηθική τους για να συμπεριφερθούν λιγότερο αυστηρά στους συντρόφους τους: “κι αυτά τα δυο
παιδιά/αυτοί οι δυο ξυλιασμένοι φαντάροι/να δούνε την ώρα /να δούνε ότι είναι η ώρα/που κανένα ρολόι /δεν έδειξε
ποτέ/ που κανένας
δεκανέας της αλλαγής/δεν υπάρχει/να δούνε ότι είναι η ώρα/η ώρα η πιο βαθιά
της νύχτας /που ξαναγινόμαστε άνθρωποι (7)…”.
Η ωμή
εξιστόρηση φρικτών σκηνών βασανισμού, όπως προαναφέραμε, είναι πανταχού παρούσα
σ' αυτή την πρώτη ποιητική περίοδο του Τ. Λειβαδίτη. Η εικονική παρουσίαση τέτοιων περιστατικών με πρωταγωνιστές παιδιά δημιουργεί ρίγη, αφού η
πραγματικότητα για τον ποιητή είναι βιωματικά τραγική με πολλές τέτοιες
στιγμές στη διάρκεια της πολιτικής του εξορίας : ...το παιδί στη σκαλωσιά ανεβάζει πέτρες/τα
ποδαράκια του λύγισαν ξαφνικά /δεν πρόφτασε να πιαστεί/το παιδικό κρανίο κάτω στις πλάκες άνοιξε/μια γυναίκα αλαλιασμένη/ φώναξε μονάχα :μη (8)...
Η ταυτοσημία παιδιού και πόνου στους παραπάνω στίχους αναδεικνύει τη λεπτομερή σωματική φθορά: μικρό παιδί > κουβαλά μεγάλες πέτρες > λυγίζουν τα πόδια του > το παιδικό
κρανίο άνοιξε.
Το δίχως άλλο η πολιτική οραματικότητα στα πλαίσια του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας καθώς και
η ειρήνη είναι οι κυρίαρχες αξίες στην ποιητική μυθολογία του Τ. Λειβαδίτη σ' αυτή την πρώτη περίοδο της ποιητικής του παραγωγής. “Το παιδί” συχνότατα συνοδοιπορεί με το όραμα της παγκόσμιας ειρήνης, γίνεται σύμβολο, στρατεύεται στον
αγώνα για την επικράτηση της κοινωνικής δικαιοσύνης και της δημοκρατίας: Κι όπως ξεκινάς με πλατύ
βήμα / τα παιδικά σου χρόνια/ οι χαμένοι έρωτες/όλα όσα
ονειρεύτηκες χωρίς να τα ζήσεις/τα γιασεμιά που σου γυρίσανε/η
καρδιά σου που την ποδοπάτησαν /μαζί σου (9).
Ανακεφαλαιώνοντας θα λέγαμε πως σ' αυτή την πρώτη περίοδο “το παιδί” εμφανίζεται ως έμμεσα δρων πρόσωπο, ταγμένο να υπηρετήσει την προοπτική ενός δικαιότερου
κόσμου.
“Ποίηση
της ήττας”
Στη δεύτερη περίοδο (1957-1966) παρατηρείται
μια στροφή στην ποιητική δημιουργία του Λειβαδίτη καθώς οι αναζητήσεις
του από το επίπεδο της ωμής περιγραφής των συνθηκών που επικρατούσαν στα στρατόπεδα των πολιτικών κρατουμένων μεταφέρεται στις αιτίες (10) που οδήγησαν στη στρατιωτική ήττα της αριστεράς στον εμφύλιο πόλεμο. Στο
τέλος βέβαια αυτής της περιόδου, ο ποιητής με τη μοναδική συλλογή διηγημάτων του (Εκκρεμές) εμφανίζει έντονα τις πρώτες καφκικές
υπαρξιακές αναζητήσεις του, κατά κάποιο τρόπο την υπερρεαλιστική γραφή (11).
“Το παιδί”, όπου εμφανίζεται στα έργα αυτής της περιόδου,
δικαιολογεί τη συγκλονιστική συνειδητοποίηση
για τις αιτίες που οδήγησαν την αριστερά στην πολιτική -
στρατιωτική ήττα. Ασφαλώς όμως η πεποίθηση που αναδύεται από
την ερμηνεία των ποιητικών γραπτών του Λειβαδίτη δεν είναι η ήττα του
πολιτικού οραματισμού του, αλλά η επισήμανση
των εσφαλμένων χειρισμών της ηγεσίας των αριστερών δυνάμεων που κληροδότησε στους αγωνιστές της εποχής την προσέγγιση του πολιτικού οράματος στην ιδέα της διάψευσης του.
“Το παιδί”, λοιπόν, ως έμμεσα δρων πρόσωπο συμμετέχει
στη θλίψη, στον πόνο, στην ήττα και παραλληλίζεται με εικόνες θανάτου: Ένα λιγνό παιδί
έπαιζε ένα επαναστατικό τραγούδι/ σ' αυτό το
παλιό σακατεμένο όργανο/ώσπου μια σφαίρα
το χτύπησε/κι έπεσε (12)...
Το συλλογικό δράμα των πασχόντων αγωνιστών
περιγράφεται σε ατομικό επίπεδο, αντανακλώντας έτσι στις δυσβάσταχτες
συνέπειες της ήττας. Λέξεις φθοράς, καταστροφικό τοπίο συνθέτουν με την ποιητική όραση του Λειβαδίτη την ψυχοσύνθεση, τις
σχέσεις και τη συμπεριφορά των δρώντων προσώπων: Και το επάγγελμα σε γερνάει
γρήγορα ιδιαίτερα αυτό/το πάχος-/η
καθιστική ζωή, οι ανωμαλίες στις έσω εκκρίσεις,/όπως λένε,
το αλκοόλ,/η αδιαφορία - όλα συντελούν. Και σε λίγο, ξεχειλισμένη/από τα
λίπη, μοιάζεις/σαν ένας πελώριος οικογενειακός τάφος, όπου
σαπίζουν/δεκάδες αγέννητα παιδιά (13)...
Το παντοδύναμο όμως σθένος της ζωής και η ανάγκη για ανανέωση της ορμής, για επιβίωση μετατρέπει την άρνηση (απελπισμένη διάθεση, συνέπειες ήττας) σε θέληση για τη συνέχεια
του αγώνα κάτω
ασφαλώς από νέες προοπτικές. Από την απαισιόδοξη διάθεση, ο ποιητής μεταφέρει
τον ψυχισμό των ηρώων - προσώπων στη συναίσθηση του χρέους για ν’ αναγεννηθεί η ελπίδα: “... τ’ όνειρο ενός παιδιού και χίλιες ερειπωμένες δόξες/απέραντες
στρατιές νικητών και μισό σαπισμένο μήλο/ζυγιάζοντας
το ίδιο στη σιωπηλή παλάμη της αιωνιότητας/κυλάει κυλάει/μες
απ' τη χιονοθύελλα του χρόνου και την ειρήνη
των νεκρών/μες απ' τους καταρράχτες των αστερισμών, τα λίκνα,/τις θρησκείες, τα
λαγόνια, τους λυγμούς (14)...”
Συμπερασματικά σ' αυτή τη δεύτερη περίοδο της ποιητικής δημιουργίας του Λειβαδίτη μπορούμε
να διακρίνουμε την έκφραση μιας βαθιάς πίκρας για τις οδυνηρές συνέπειες της ήττας που οδήγησαν τους αριστερούς αγωνιστές σε αδιέξοδο,
μην παραλείποντας όμως και το νέο στοιχείο της ποιητικής ματιάς που σχετίζεται με την ισχυροποίηση της θέλησής τους σ' ένα νέο ξεκίνημα για την πραγμάτωση των πολιτικών
τους οραμάτων. “Το παιδί” ως έμμεσα δρων πρόσωπο ακολουθεί σπα συντάγματα
σημασιών την παραπάνω αρχή με την προσθήκη όμως πως ταυτίζεται με τη γονιμοποιό δύναμη μιας ελπίδας - για ένα καλύτερο κόσμο - που
χαρακτηρίζει de facto τους οραματιστές.
“Έλλειψη οραμάτων”
Προσεγγίζοντας ο οποιοσδήποτε αναγνώστης ή κριτικός την ποιητική παραγωγή της τρίτης περιόδου (1972 - 1990), διαπιστώνει μεγάλες
αλλαγές τόσο στο ύφος όσο και στη μορφή του ποιητικού λόγου. Η θεματική επιλογή των ποιημάτων
του Λειβαδίτη, σ' αυτή την περίοδο, διευρύνεται και καταλαμβάνει σημαντικό
χώρο στη
μεταφυσική ερμηνεία ανθρώπινων χαρακτήρων μέσα στην αέναη κίνηση του χρόνου. Γενικά για τη μορφή του ποιητικού λόγου έχουμε
να παρατηρήσουμε πως ο Λειβαδίτης αποχρωματίζει τον ελεγειακό - ηρωικό χαρακτήρα
των προσώπων - έτσι όπως τα γνωρίσαμε κύρια στην πρώτη περίοδο - αντικαθιστώντας παράλληλα τις εκτεταμένες στιχουργικές συνθέσεις
με αυτόνομες - πεζές - ποιητικές ενότητες.
Ο διάχυτος λυρισμός και οι συχνότατες βυθοσκοπήσεις
στον ψυχικό κόσμο των δρώντων προσώπων αποτελούν σημαντικά στοιχεία που δηλώνουν επιμέρους ή γενικότερες αλλαγές στην εκφορά του λόγου.
Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο της μεταμορφωτικής
ποιητικής οπτικής “το παιδί” συμπλέει μ' όλες τις εκφάνσεις του χρόνου (παρελθόν - παρόν - μέλλον) πότε ως μνήμη οικογενειακή, πότε ως γεγονός που ερμηνεύει αντιθέσεις ανάμεσα σε κοινωνικές αξίες. Η δυαδική αντίθεση παιδί - ενήλικος με ταυτόχρονη παρουσία της σημασίας
στις αξίες που ακολουθούν την αντίθεση αυτή:
παιδί /
κοινωνία ενηλίκων
αγνότητα υποκρισία, ψέμα κτλ.
στοχεύει στο
να εξηγήσει την έλλειψη οραμάτων που κυριαρχεί στον κόσμο.
“Νυχτερινός επισκέπτης”
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να δοθεί στην πρώτη ποιητική συλλογή αυτής της περιόδου (Νυχτερινός
Επισκέπτης - 1972), η οποία εκτός από τα προηγούμενα στοιχεία διαθέτει έντονα σημάδια μεταφυσικής διάθεσης για να ερμηνευτεί το παρελθόν
των πολιτικών οραμάτων που έμειναν στη σφαίρα του απραγματοποίητου. Η στάση ζωής εκφράζεται με ρομαντικό πεσιμισμό που φτάνει στα σύνορα του τραγικού. Μια ζωή - μνήμης που ωρίμασε σε πολιτικές περιπέτειες που σημάδεψαν ολόκληρη σχεδόν τη ζωή του Τ. Λειβαδίτη.
Η ενηλικίωση των οραμάτων του ποιητή ακολουθεί
την ενηλικίωση των οραμάτων του ανθρώπου - ποιητή, έτσι η ματαιότητα, η διάψευση, η μη εκπλήρωση του ποθούμενου στο παρελθόν αναδεικνύει την απόγνωση στο παρόν. Οι εικόνες - μνήμης που κουβαλούν στον ψυχικό καμβά τους “τα παιδιά της ήττας” συνθέτουν μια νοσταλγική
θλίψη:
“...τα παιδιά, όμως είχαν έναν άλλο φίλο,
έτσι νομίζαμε καμιά φορά πως μιλούν μονάχα τους, και το βράδυ στον ύπνο παίρναν
μαζί τους τις εικόνες, που δε θα ζούσαν ποτέ, γι' αυτό το πρωί ήταν πάντα αφηρημένα και
νύσταζαν, σαν να 'θελαν κάτι να συνεχίσουν (15)..”
Από την άλλη, συγκεκριμένα πρόσωπα από το οικογενειακό περιβάλλον του ποιητή εμφανίζονται
στη μνήμη και διαγράφοντας κι αυτά τροχιά θλίψης συνθέτουν το ψυχικό τοπίο
στον
ποιητικό
λόγο σ' αυτή τη συλλογή. Οι σχέσεις των μελών της οικογένειας που δεν είναι σχέσεις
σύγκρουσης εστιάζονται σε δύο αξιολογικά επίπεδα:
1ο επίπεδο μάνα <-----------------------> παιδί
2ο επίπεδο πατέρας <-------------------->παιδί
Οι
λεπτομέρειες των σχέσεων μεταξύ των προσώπων αποτυπώνουν μ' έναν απίστευτο λυρικό δυναμισμό την έννοια της
αντίθεσης: παιδικότητα
- ενηλικίωση. “Απ' τον πατέρα
μου κληρονόμησα αυτό το δυστυχισμένο χέρι, κι απ' τη μητέρα μου ένα μεγάλο φτερό, από κείνα που έβγαζε απ' την ψυχή της και τα κάρφωνε στο αστείο
καπέλο της - είναι από τότε που τις νύχτες η παλιά ντουλάπα ανοίγει μόνη της,
και βγαίνει η λαιμητόμος, εγώ παλεύω μαζί της, παίρνω τον μπαλντά και την κάνω κομμάτια, ύστερα
καταπίνω τις σανίδες για να μην τις βρουν, πολλοί ναυαγοί σώθηκαν έτσι. Χρόνια έζησα
τρέμοντας τις πόρτες, ώσπου μάζεψα τα χαρτιά μου, τις τύψεις μου κι έφυγα. Μα στον πρώτο σταθμό, είδα πάλι εκείνο το παιδικό φτερό και κατέβηκα. Από τότε έμεινα για πάντα στην Κόλαση (16).”
Για τη
συγκεκριμένη ποιητική συλλογή (Νυχτερινός Επισκέπτης) έχουμε, τέλος, να παρατηρήσουμε
πως το παιδί εμφανίζεται με τις διαστάσεις που εκφράζουν, συμπλεχτικά, οι
έννοιες του οράματος, της αγνότητας του αυθόρμητου.
Η παιδική
ηλικία, μετά τον Νυχτερινό Επισκέπτη επικεντρώνει τη μεταφυσική ερμηνεία της “σε μια
ερωτική ερημιά στην αποπνιχτική αίσθηση του τέλους (17)...” το παιδί
ανάγεται σημασιακά στους “καταραμένους” της ποίησης του
Τ. Λειβαδίτη, αυτούς που διαθέτουν τη δική τους “ηθική”,
το δικό τους γεωγραφικό χώρο και απέχουν
από τις καταστημένες παρακμάζουσες κοινωνικές αρχές: “Η νύχτα
είναι μια φωτισμένη πολιτεία που τη λυμαίνονται οι αλήτες και οι ποιητές (18)...”
"Το παιδί - ενήλικας, το παιδί - ποιητής"
Σ' αυτό το σημείο, χρήσιμη θα ήταν η χρησιμοποίηση του σημειωτικού
τετραγώνου του A.J.Greimas (19)
για να ερευνηθεί το σημαινόμενο “του παιδιού” έτσι όπως λειτουργεί μέσα στην
ποιητική δημιουργία του Τ. Λειβαδίτη αυτής της τρίτης περιόδου.
Το παιδί
εκφράζεται όχι μόνο με σχέση αντίθεσης απέναντι στον ενήλικα, αλλά διατρανώνεται
και η σύγκρουση του εσωτερικού του κόσμου με τα στοιχεία που διαθέτει
(αγνότητα, παιδική ειλικρίνεια, φαντασίωση πραγματικότητας) απέναντι στην
ένοχη πρακτική της κοινωνίας των ενηλίκων: “...αλλά όταν βγαίνει η σελήνη
είμαστε όλοι ένοχοι κι ένα παιδί μαζεύει τα φύλλα στο προάστιο σαν τα
πειστήρια ενός εγκλήματος (20)...”. Εξίσου όμως έντονα προβάλλεται
από τον ποιητή και η αντίφαση των εννοιών παιδί - θάνατος. Η ενηλικίωση, μέσα
από την κοινωνία
της αδικίας και μιας υποκρισίας που συνθλίβει τις παιδικές μνήμες, λειτουργεί σαν
θανατηφόρο χτύπημα, αυτό σηματοδοτεί την οικειότητα στον ποιητικό λόγο
του Τ. Λειβαδίτη, αισθήματος απόγνωσης και θλίψης: “Συνέβη
χωρίς ποτέ να καταλάβω πώς - η μητέρα είχε πονοκέφαλο, θυμάμαι, και μ'
έστειλαν
στο φαρμακείο
στο γυρισμό, είναι η αλήθεια, χάζεψα λίγο, κορόιδεψα ένα γέρο,
τρόμαξα με μια πέτρα δυο πουλιά κι ώσπου να στρίψω πάλι το δρόμο, ούτε σπίτι
ούτε νεότητα πια (21)”. Το παιδί, καταδικασμένο σ' έναν
κόσμο που οι ενήλικες με την αξιολογική τους κρίση για τη ζωή
ισοπεδώνουν τα όνειρα και την αθωότητα, τάσσεται από τον Τ. Λειβαδίτη στη
φαντασίωση, γίνεται σύμβολο μύθου που φωτογραφίζει ολοένα και πιο νοσταλγικά
την πρότερη αθωότητα: “Οι βασιλιάδες χωράνε σ' ένα κουτί από σπίρτα όταν κοιμάσαι. Και τα
σκυλιά, το βράδυ κοιτάζουν δακρυσμένα προς τα εκεί που είμαστε κάποτε
παιδιά (22)”.
Ο χρόνος - παρελθόν για τον ποιητή εξομοιώνεται
μέσα από την ποιητική διαδρομή με τον πόνο - μνήμη. Η συνειδητοποίηση της
ενηλικίωσης γίνεται σε επίπεδο ασυγκράτητης φθοράς: “Κι εκείνος
ο πρώτος νεκρός που είδαμε παιδιά, τόσο αξιολύπητα ακίνητος - απ' την άλλη μέρα έμπαινε
κι αυτός μες στα παπούτσια μας και τα παιδικά μας ρούχα. Ίσιος
γι' αυτό φθείρονταν
γρήγορα (23)”.
Σ' αυτή την τρίτη ποιητική περίοδο
του Λειβαδίτη τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της παιδικής ψυχής αποδίδονται
πάντα με ευκρίνεια και με παρομοιώσεις που ενεργοποιούν μύηση σε ψυχολογικές ερμηνείες
ανθρώπινων χαρακτήρων, συνδεδεμένων όμως με τ' αγαπημένα οικογενειακά πρόσωπα: “Η ζωή δεν
έχει έλεος σαν τα παιδιά, ούτε φιλίες σαν την ποίηση. Κι ο κόσμος
μοιάζει της μητέρας μου: αγαπημένος και χαμένος για πάντα (24)”. Ακόμα κι ο έρωτας, ενήλικος, στέκει απέναντι στην
ποιητική
ματιά τόσο
μακρινός από την πλατωνική αγνότητα, τόσο ξένος από την αθωότητα που διακρίνει
τις νεανικές επιθυμίες, μεταμορφώνοντας έτσι το συναίσθημα σε παιδικό απόστημα που κατοικεί σε ψυχές “πουλημένες”
στην απρόσωπη εμπορεία του πόθου: “Το δωμάτιο του
ξενοδοχείου ήταν άθλιο, “τα χείλη σου γυαλίζουν” της λέω, “ναι, μου
λέει είναι από το κραγιόν”, “φυσικά, της λέω, ένα κραγιόν είναι πάντοτε
απαραίτητο” - και σκέφτηκα τις μητέρες που νομίζουν πως γέννησαν, ενώ δεν ακούγεται
παρά το κλάμα της
αιώνιας θλίψης μες απ' τα σπάργανα (25)...”
“Ο Μικρός Λεονάρδος”
Αξιολογώντας, λοιπόν, την
παρουσία του παιδιού στην ποιητική γλώσσα του Λειβαδίτη και στις τρεις περιόδους του έργου
του, διαπιστώνουμε πως συνταγματικά αυτό εμφανίζεται ως έμμεσα δρων πρόσωπο, ως προπομπός
που οδηγεί σε ερμηνεία του σημαινόμενου. Το παιδί, μ' άλλα λόγια, καλύπτεται από την
ανωνυμία
που απαιτεί
η εκπλήρωση, η προσδοκία μιας γενικότερης κοσμολογικής αξίας (ειρήνη, δικαιοσύνη,
ανάγκη για μετασχηματισμό της κοινωνίας, μεταφυσική ερμηνεία του χρόνου,
εναντίωση στην ενηλικιωμένη ηθική) που θέτει το περιεχόμενο κάθε ποιητικής
ενότητας ξεχωριστά. Η μοναδική φορά που ονοματίζεται το παιδί και η αμεσότητα του
προσώπου του ταυτολογείται με το σημαινόμενο είναι στο ποίημα: “Ένας
αληθινός Έλλην (26)”. “Όταν, τέλος, κατάλαβαν κι οι άλλοι τι συνέβαινε, έγιναν
προσπάθειες να τον μεταπείσουν, ομηρικά οικογενειακά συμβούλια, συσκέψεις
ιατρών, ακόμα κι οι αρχές της πόλης επενέβησαν, αλλά ο μικρός Λεονάρδος,
πιστός στις παραδόσεις των προγόνων μας, αρνήθηκε να μεγαλώσει, προσφέροντας
μ' αυτόν τον τρόπο ένα φαινόμενο που γρήγορα έκανε την πόλη μας κέντρο
της γενικής προσοχής - κι έτσι τ' αγάλματα των ηρώων είχαν τιάρα περισσότερες επισκέψεις". Ο μικρός Λεονάρδος είναι το
εξαίσιο - ακριβό κάτοπτρο του ποιητή που μέσα του
αντανακλώνται οι αρνήσεις εκείνες που υπαγορεύουν τη μοναδικότητα της παιδικής
ψυχής καθώς και την απόσταση που χωρίζει - σε ποιότητα συναισθημάτων κι όχι
ηλικίας - τα παιδιά από το συμβατό και μονότονο κόσμο των ενηλίκων.
Το καθ' υπερβολήν σχήμα που χρησιμοποιείται από τον ποιητή: “αρνήθηκε να
μεγαλώσει” - “κι έτσι τ' αγάλματα των ηρώων είχανε τώρα περισσότερες
επισκέψεις” μεγιστοποιεί το παιδικό μεγαλείο και την αντίστασή του στη
λογική των ενηλίκων.
Όπως ήδη έχει επισημανθεί, το
παιδί παραλληλίζεται συχνά, σ' αυτή την τρίτη ποιητική περίοδο, με ομάδες
ανθρώπων που προσωπικές περιπέτειές τους ή ατυχίες
στέρησαν το σεβασμό από τον κοινωνικό περίγυρο που “βαφτίζει” τρελούς,
περιθωριακούς ή αλήτες όσους δεν μπορεί να ερμηνεύσει. Οι
επαίτες, οι ανήμποροι, οι πόρνες, οι ποιητές, οι τρελοί βρίσκουν στη
στιχουργική αγκαλιά του Λειβαδίτη καταφύγιο, κερδίζοντας μ' αυτόν
τον τρόπο
την προσοχή
και την αξιοπρέπεια που μόνο μια ουμανιστική ηθική είναι σε θέση
να διαθέσει. Κυρίως όμως κάθε στίχος του ποιητή ακούγεται σαν καταγγελία
απέναντι σ' αυτή τη συγκεκριμένη ηθική: “Κι ο τρελός της παλιάς συνοικίας
- μια νύχτα, θυμάμαι, τον κυνηγούσαν και για να σωθεί κρύφτηκε στο
γειτονικό σχολείο, κανείς δεν τον ξανάδε από τότε, τι απέγινε, άγνωστο. Μόνο που απ'
την άλλη μέρα ο δάσκαλος έκανε πάντα λάθος στο μέτρημα κι έβρισκε ένα παιδί
περισσότερο (27)”.
“Το παραμύθι μας
αναζητά”
Η δυαδική αντίθεση: παιδί -
ενήλικος, όπως σχηματικά περιγράφτηκε στο σημειωτικό τετράγωνο του A.J.Greimas και προσδιορίζει δομικά σε
αρκετά σημεία της τη στιχουργική παραγωγή της τρίτης περιόδου, αναδεικνύει παράλληλα
τα εκπεμπόμενα σήματα της αντίθεσης: παιδί - ενήλικος, παιδικότητα (σήμα) -
ενηλικίωση (σήμα), που αποκτά διαστάσεις μοναδικές με το τελευταίο έργο αυτής της
περιόδου “Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου” που εκδόθηκαν δυο χρόνια (1990) μετά το θάνατο του
Λειβαδίτη.
Το παιδί - ενήλικας συχνά αναζητά
τη δικαίωση στη νοσταλγία των χρόνων της αγνότητας: “...τ'
απογεύματα οι φωνές των παιδιών που παίζουν μοιάζουν μ’ ένα παραμύθι
που δε μας το τελείωσαν και γυρίζει και μας αναζητά (28)...” O ποιητής άλλοτε πάλι
αντιμετωπίζει την πορεία της ενηλικίωσης με ενοχή τέτοια που συνδέει το παρελθόν των
οραματισμών του με την παροντική ηθική παρακμή της κοινωνίας που γερνά χωρίς
όνειρα, χωρίς αντιδράσεις απέναντι στην αρρωστημένη ηθική των ενηλίκων: “Είμαστε
αιχμάλωτοι του ανεξήγητου και του αιώνια χαμένου κι η τύψη είναι ο μόνος τρόπος
να ξαναγυρίσουμε στην παιδική αγνότητα (29)...”. O ποιητής - ενήλικας με τη συναίσθηση της παιδικότητας που τον
χαρακτηρίζει σε κάθε κίνηση και αντίδραση μετασχηματίζει ακόμα και το φόβο
του ανθρώπινου τέλους σε ανάγκη φυγής από μια πραγματικότητα ανίκανη ν’ αποδεχθεί τη
ζωή. Έτσι το τέλος δηλώνεται ως κατοχύρωση σ' ό,τι πιο όμορφο σώθηκε από την
ισοπεδωτική αξιολογική μανία της κοινωνίας: την παιδικότητα “...κι η
παιδικότητα: ένα ουράνιο σχόλιο στο αίνιγμα να υπάρχουμε. Κι όταν κάποτε
φύγω δε θα πάρω μαζί μου παρά λίγο βιολετί απ' το δειλινό κι έν' άστρο από κάποιο
παραμύθι (30)”.
Θα μπορούσε βέβαια ο οποιοσδήποτε
κριτικός ή αισθητικός αναγνώστης της ποίησης του Τ. Λειβαδίτη να γράφει ατέλειωτα
για τις μεταμορφώσεις και τις εννοιολογικές σημασίες, για τη θέση δηλαδή που έχει “το παιδί”
και η παιδικότητα σ' αυτή την τελευταία ποιητική του συλλογή. Το δίχως άλλο “το παιδί”
αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της ποιητικής μυθολογίας του Λειβαδίτη. Το ταξίδι αυτό της
παιδικής ψυχής είναι το ταξίδι του ίδιου του
ποιητή που ποτέ δεν εξαγόρασε τα οράματα του ακόμα και την πανάκριβη εσωτερική ανησυχία
του με θέσεις, αξιώματα
ή καλλιτεχνική
προβολή. Ο Τ. Λειβαδίτης προτίμησε να μείνει
ναυαγός στο απέραντο γαλάζιο των ονείρων του, προτίμησε τον πόνο, εξασφαλίζοντας όμως σ'
όλους μας - μέσα από την ποιητική του δημιουργία - την αυθεντική επικοινωνία
μ' έναν ανθρωπισμό που έχει τόσο ανάγκη ο σημερινός γυάλινος κόσμος μας: “...ω, παιδικότητα:
αιώνια αμετάφραστη/κι ο θεός που απ' τις δακρυσμένες προσευχές των παιδιών
που φοβούνται τη νύχτα/φτιάχνει τις πρώτες γαλάζιες γραμμές της
μέρας που στέλνουν/την ελπίδα στους ναυαγούς (31)”.
Μπάμπης Χαραλαμπόπουλος
(1) Σκοτεινή
Πράξη, σελ. 13, Εκδόσεις Κέδρος 1974.
(2) Απ' όσο
γνωρίζω, μια μόνο εργασία με τη μορφή επιστημονικής έρευνας για την ποίηση του
Τ. Λειβαδίτη έχει εμφανιστεί στα ελληνικά γράμματα. Πρόκειται για τη μελέτη -
έρευνα του Απόστολου Μπενάτση, "Η ποιητική μυθολογία του Τ.
Λειβαδίτη" με τη ματιά της σημαντικής δομικής επιστήμης που ερευνά τη
σημασία των εννοιών στον έντεχνο γραπτό λόγο.
(3) Α. Ζήρας
(περιοδικό Διαβάζω, 228, σελ. 52-55), Α. Μπενάτσης, Η ποιητική μυθολογία του Τ.
Λειβαδίτη, σελ. 58, εκδόσεις Επικαιρότητα, 1989), Τ. Λιγνάδης, 1945. σελ. 241,
κ.ά.
(4) Γ ια τον
όρο και τη σημασία του δες: Σόνια Ιλίνσκαγια, Η Μοίρα μιας Γενιάς, σελ. 45-76.
Εκδόσεις Κέδρος (Β' Έκδοση).
(5) Μάχη
στην Άκρη της Νύχτας, σελ. 20. Κέδρος, 1979, Γ' Έκδοση.
(6) ό.π.
σελ. 14
(7) ό.π.
σελ. 17
(8) ό.π.
σελ.21
(9) Ο
Άνθρωπος με το Ταμπούρλο, σελ. 59, Κέδρος, 1979, Γ' Έκδοση.
(10) Για το
χαρακτηρισμό "ποίηση της ήττας" και για τη συζήτηση των αιτιών που
οδήγησαν ποιητές της εποχής του Λειβαδίτη (Τ. Πατρίκιος. Μ. Κατσαρός, κ.α) να
εκφράζονται μέσα από τα έργα τους απαισιόδοξα για την πολιτική τους
οραματικότητα, δες περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, 1963, σελ. 520-524, Βύρων
Λεοντάρης, 1966 στο ίδιο περιοδικό απάντηση του Λειβαδίτη και νωρίτερα (1964)
άρθρο του Τ. Βουρνά στο τεύχος 109, σελ. 6-12 του ίδιου περιοδικού. Αρκετά όμως
αργότερα (1986) η ελληνίστρια λογοτεχνοκριτικός, Σόνια Ιλίνσκαγια στο βιβλίο
της, Η Μοίρα μιας Γενιάς - Β' Έκδοση, στο υστερόγραφο (σελ. 159 κ.έξ.)
αποκαθιστά τον άστοχο αυτό χαρακτηρισμό για την ποίηση και τους ποιητές εκείνης
της περιόδου (1952-1960) μ' έναν πραγματικά διαφωτιστικό επιχειρηματολογικό
λόγο.
(11) Δες
άρθρο του Αλ. Αργυρίου στο περιοδικό Δια¬βάζω, τεύχος 228, σελ. 44, 1989.
(12)
Συμφωνία αρ. 1. σελ. 16, Κέδρος, 1979.
(13)
Καντάτα, σελ. 14, Κέδρος, 1979.
(14)
Συμφωνία αρ. 1.σελ.24. Κέδρος, 1979.
(15)
Νυχτερινός Επισκέπτης, σελ. 88, Εκδ.
Αφων Τολίδη, 1972.
(16) ό.π.
σελ. 2.
(17) Εκδρομή
στην άλλη γλώσσα, σελ. 83, Γ. Μαρκόπουλος. Ρόπτρον, 1991.
(18) Τα
χειρόγραφα του Φθινοπώρου, σελ. 94, Κέδρος, 1990.
(19) Ο
A.J.Greimas είναι ένας από τους θεμελιωτές της σημαντικής επιστήμης των
σημασιών στο γραπτό λόγο. Περισσότερα στοιχεία για την επιστήμη αυτή και το
αντικείμενο της στο βιβλίο “Η Ποιητική Μυθολογία του Τ. Λειβαδίτη”, Απόστολος
Μπενάτσης, σελ. 20-42, Επικαιρότητα 1989.
(20)
Ανακάλυψη, σελ. 25, Κέδρος, 1978.
(21) ό.π.
σελ. 74
(22) ό.π.
σελ. 77
(23) ό.π.
σελ. 80
(24) Ο
Τυφλός με το Λύχνο, σελ. 37, Κέδρος, 1983.
(25)
Ανακάλυψη, σελ. 93, Κέδρος, 1978.
(26) ό.π.
σελ. 23
(27) ό.π.
σελ. 96
(28) Τα
Χειρόγραφα του Φθινοπώρου, σελ. 16, Κέδρος, 1990.
(29) ό.π.
σελ. 21
(30) ό.π.
οελ. 26
(31) ό.π.
σελ. 85
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου