22 Ιανουαρίου 2016

Σύντομη σκιαγράφηση του Λάνγκστον Χιουζ [Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης]

























Υπήρξε φημισμένος Αμερικανός ποιητής, κοινωνικός ακτιβιστής, αρθρογράφος, μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Ο λόγος για τον Λάνγκστον Χιουζ (Langston Hughes, 1902-1967). Ήταν ένας από τους πρωτοπόρους της λογοτεχνικής μορφής τέχνης που συχνά αποκαλείται ‘τζαζ ποίηση’, αλλά είναι περισσότερο γνωστός για το συγγραφικό του έργο και την ενεργό παρουσία του κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης του Χάρλεμ. 

Ο James Mercer Langston Hughes γεννήθηκε στο Joplin του Μισούρι. Είχε μητέρα την Caroline Mercer Langston και πατέρα τον James Hughes Nathaniel. Οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν μικρό παιδί και ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένειά του, πηγαίνοντας στην Κούβα και στη συνέχεια στο Μεξικό, προσπαθώντας να ξεφύγει από τον πανταχού παρόντα ρατσισμό των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι μακρυνοί πρόγονοί του ήταν τόσο αφροαμερικανοί όσο και λευκοί ιδιοκτήτες σκλάβων στο Κεντάκι. Από πολύ μικρή ηλικία αφοσιώθηκε σε ένα σκοπό, να αγωνιστεί δηλαδή για ίσα δικαιώματα για τους μαύρους Αμερικανούς. Ανατράφηκε από τη γιαγιά του, Mary Patterson Langston, μέχρι που έγινε δεκατριών ετών. Μέσω της μαύρης αμερικανικής προφορικής παράδοσης και αντλώντας από τις εμπειρίες της γενιάς της, εκείνη του ενστάλαξε μια μόνιμη αίσθηση φυλετικής υπερηφάνειας. Όταν η γιαγιά του πέθανε, μετακόμισε στο Λίνκολν του Ιλινόις, για να ζήσει με τη μητέρα του και το σύζυγό της, και για λίγο με κάποιους οικογενειακούς φίλους. Άρχισε να γράφει ποίηση, ενόσω βρισκόταν στο Λίνκολν. Η οικογένεια τελικά εγκαταστάθηκε στο Κλήβελαντ του Οχάιο, όπου θα αποφοιτήσει από το λύκειο, το 1920. Οι περισσότεροι συμμαθητές του ήταν λευκοί και τον θυμούνται ως όμορφο νεαρό με ινδιάνικη εμφάνιση, ενώ τον σέβονταν για την πραότητα του χαρακτήρα του, τους τρόπους και τις ικανότητές του. Κατά τη διάρκεια του γυμνασίου, έγραψε για τη σχολική εφημερίδα, επιμελήθηκε την επετηρίδα, και άρχισε παράλληλα να γράφει τα πρώτα του διηγήματα, ποιήματα θεατρικά και δραματικά έργα.

Το πρώτο του κείμενο της τζαζ ποίησης, ‘Όταν η Σου φοράει κόκκινα’ (When Sue Wears Red), γράφτηκε ενώ ακόμα φοιτούσε στο γυμνάσιο.
When Susanna Jones wears red
her face is like an ancient cameo
Turned brown by the ages.
Come with a blast of trumphets, Jesus!

When Susanna Jones wears red
A queen from some time-dead Egyptian night
Walks once again.
Blow trumphets, Jesus!

And the beauty of Susanna Jones in red
Burns in my heart a love-fire sharp like a pain.
Sweet silver trumphets, Jesus!

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ανακάλυψε την αγάπη του για τα βιβλία. Μετά το Γυμνάσιο, πέρασε ένα χρόνο με τον πατέρα του στο Μεξικό όπου βρισκόταν εκείνος, ο οποίος προσπάθησε να τον αποθαρρύνει από το γράψιμο. Αλλά κάποια κείμενα ποιητικά και πεζογραφικά του Χιουζ είχαν αρχίσει ήδη να κάνουν την παρουσία τους στο ‘Brownie's Book’, μια έκδοση για παιδιά με εκδότη τον WEB Du Bois. Μετά το Μεξικό, μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να περάσει ένα χρόνο στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, το 1921. Έφυγε από εκεί το 1922 λόγω της έντονης φυλετικής προκατάληψης, και τα ενδιαφέροντά του άρχισαν να περιστρέφονται περισσότερο γύρω από τη γειτονιά του Χάρλεμ, να μελετά και να γράφει ποίηση. Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των ετών, έκανε δουλειές του ποδαριού ως βοηθός μάγειρα, σε πλυντήρια, λεωφορεία και ταξίδεψε στην Αφρική και την Ευρώπη εργαζόμενος ως ναυτικός. Τον Νοέμβριο του 1924, μετακόμισε στην Ουάσιγκτον και το 1926 εκδόθηκε το πρώτο ποιητικό βιβλίο του ‘The Weary Blues’. Τελείωσε την κολεγιακή του εκπαίδευση στο Πανεπιστήμιο του Λίνκολν στην Πενσυλβάνια τρία χρόνια αργότερα. Το 1930, το πρώτο του μυθιστόρημα, ‘Not Without Laughter’ κέρδισε το χρυσό μετάλλιο Χάρμον για τη λογοτεχνία. Το ποίημα ‘Ο νέγρος μιλάει για τα ποτάμια’ (The Negro Speaks Of Rivers), δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό ‘The Crisis’ του NAACP και έγινε το εμβληματικό ποίημα του Χιουζ που εντάχθηκε και στιγμάτισε τη συλλογή ‘The Weary Blues’ στα 1926. Η ζωή και το έργο του Χιουζ, άσκησαν μεγάλη επιρροή κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης του Χάρλεμ της δεκαετίας του 1920, μαζί βεβαίως με τους συγχρόνους του, Zora Neale Hurston, Wallace Thurman, Claude McKay, Countee Cullen, Richard Bruce Nugent και Aaron Douglas. Όλοι αυτοί εκτός από τον McKay, εργάστηκαν από κοινού για να δημιουργήσουν το βραχύβιο περιοδικό ‘Fire!’ αφιερωμένο στους νεότερους μαύρους ομοφυλόφιλους καλλιτέχνες. Το 1934, δημοσίευσε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων, ‘The Ways of White Folks’. Το 1937 υπηρέτησε ως πολεμικός ανταποκριτής για αρκετές αμερικανικές εφημερίδες κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου. Το 1940, δόθηκε στη δημοσιότητα η αυτοβιογραφία του Χιουζ μέχρι την ηλικία των εικοσιοκτώ ετών, ‘The Big Sea’.
 Όλο αυτό το διάστημα, ο Χιουζ άρχισε να γράφει για μια στήλη στη ‘Chicago Defender’, όπου δημιούργησε ένα κωμικό χαρακτήρα που ονομαζόταν Jesse Β Semple, πιο γνωστός ως ‘Simple’, τον οποίο χρησιμοποίησε όταν αναφερόταν σε θέματα που αφορούσαν τα φυλετικά ζητήματα. Ο χαρακτήρας αυτός αργότερα, θα γινόταν το επίκεντρο πολλών βιβλίων και θεατρικών έργων του Χιουζ. Προς τα τέλη του 1940, συνέβαλε με τους στίχους σε ένα μιούζικαλ στο Μπρόντγουεϊ με τίτλο ‘Street Scene’,” με τη μουσική του Kurt Weill. Η επιτυχία του μιούζικαλ είχε ως αποτέλεσμα να κερδίσει κάποια χρήματα και να αγοράσει τελικά ένα σπίτι στο Χάρλεμ. Γύρω από αυτό το διάστημα, δίδαξε επίσης δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο της Ατλάντα και ήταν επισκέπτης καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Σικάγου για αρκετούς μήνες. Κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο δεκαετιών, θα συνεχίσει ακάθεκτος την παραγωγική του δραστηριότητα. Το 1949 έγραψε ένα θεατρικό έργο που ενέπνευσε την όπερα ‘Troubled Island’ και δημοσιεύθηκε ακόμα μια ανθολογία του έργου του, ‘Η Ποίηση του Νέγρο’ (The Poetry of the Negro). Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 και του 1960, δημοσίευσε αμέτρητα άλλα έργα, μεταξύ των οποίων και αρκετά βιβλία στη σειρά με ήρωα τον Simple.
























Το 1931 έκανε την πρώτη από τις διαλέξεις του, και την επόμενη χρονιά ξεκίνησε ένα ταξίδι στη Σοβιετική Ένωση, ενώ δημοσίευε ποιήματα, δοκίμια, κριτικές βιβλίων, στίχους τραγουδιών, θεατρικά έργα, διηγήματα και επιμελήθηκε άλλων βιβλίων. Έγραψε είκοσι θεατρικά έργα, μετέφρασε το έργο του Ισπανού ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, και της Χιλιανής ποιήτριας Γκαμπριέλα Μιστράλ (1889 - 1957) η οποία υπήρξε ο πρώτος λογοτέχνης της Λατινικής Αμερικής που κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1945.

Ο Χιουζ ήταν μαύρος σε μια εποχή που αυτό το χρώμα ήταν κατακριτέο και ντεμοντέ. Το έργο του ασχολήθηκε, εστιάστηκε και διερεύνησε τις συνθήκες που έζησαν, εργάστηκαν, και επέζησαν παρά τις μεγάλες αντιξοότητες, οι αφροαμερικανοί. Η ποίηση και μυθοπλασία του, επικεντρώθηκαν στην εργατική τάξη και στις καθημερινές συνήθεις των αφροαμερικανών, τόνισαν ότι το μαύρο είναι όμορφο, αλλά παράλληλα προσπάθησε να φωτίσει τα προβλήματα των καταπιεσμένων ολάκαιρης της ανθρωπότητας. Το έργο του διαπερνά η υπερηφάνεια της Αφροαμερικανικής ταυτότητας και κουλτούρας.


















Πολλά έχουν γραφτεί τα τελευταία χρόνια σχετικά με την ιδιωτική ζωή του Λάνγκστον Χιουζ και από κάποιους βιογράφους του έχει αναγνωριστεί ως ομοφυλόφιλος. Η ετικέτα αυτή, όμως, αμφισβητείται από άλλους που ισχυρίζονται ότι ο ποιητής ποτέ δεν ασπάστηκε μια συγκεκριμένη σεξουαλική ταυτότητα. Σίγουρα συνδέθηκε κατά κάποιο τρόπο και συνεργάστηκε με πολλούς εξέχοντες ομοφυλόφιλους και λεσβίες συγγραφείς της Αναγέννησης του Χάρλεμ, αλλά σε γενικές γραμμές ήταν πολύ ιδιωτικός άνθρωπος και κλεισμένος στον εαυτό του. Κάποια από τα ποιήματά του, επίσης, παρουσιάζονται ως αποδεικτικά στοιχεία της έλξης του από το ίδιο φύλο, συμπεριλαμβανομένων του ‘Poem (To F.S.)’, γραμμένο για τον Ferdinand Smith, έναν ναύτη που ο Χιουζ αγαπούσε και έχασε, καθώς και τα ‘Young Sailor’, ‘Waterfront Streets’, και ‘Caf? 3AM’ για μια επιδρομή της αστυνομίας σε ένα γκέι μπαρ. Το 1964, προσέλαβε έναν όμορφο νεαρό ηθοποιό και τραγουδιστή με το όνομα Gilbert Price για να εμφανιστεί με πρωταγωνιστικό ρόλο στην παραγωγή του ‘Jerico-Jim Crow’. Πολλοί πιστεύουν ότι ο συγκεκριμένος νεαρός, ήταν το αντικείμενο μιας σειράς ανέκδοτων ποιημάτων αγάπης από τον Χιουζ σε έναν άνθρωπο που αποκάλεσε ‘Beauty’, ο οποίος τώρα θεωρείται από τους μελετητές ότι ήταν ο Price, με τον οποίο ο Χιουζ ήταν βαθύτατα ερωτευμένος. Στην πρωτοποριακή ταινία του 1989, ένα μαυρόασπρο φιλμ σαράντα δύο περίπου λεπτών, το ‘Looking for Langston’ ο Βρεττανός σκηνοθέτης Isaac Julien ισχυρίστηκε ότι η σεξουαλικότητα του Χιουζ ιστορικά αγνοήθηκε ή υποτιμήθηκε.




















Εδώ στο Κέντρο Arthur Schomburg για την Έρευνα του Μαύρου Πολιτισμού στο Χάρλεμ, κάτω από αυτό το κοσμόγραμμα πάνω στο οποίο βρίσκεται χαραγμένη η λέξη ‘Rivers’, υπάρχουν θαμμένες οι στάχτες του Λάνγκστον Χιουζ.

Στις 22 Μαΐου 1967, ο Χιουζ πέθανε από επιπλοκές μετά από εγχείρηση στην κοιλιακή χώρα, που σχετιζόταν με τον καρκίνο του προστάτη, στην ηλικία των εξήντα πέντε ετών. Στην κηδεία του η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη με τζαζ και μπλουζ μουσική. Οι στάχτες του ενταφιάστηκαν κάτω από το πάτωμα στη μέση του φουαγιέ του Κέντρου Arthur Schomburg για την Έρευνα του Μαύρου Πολιτισμού στο Χάρλεμ. Η είσοδος σε ένα αμφιθέατρο ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του. Ο σχεδιασμός στο πάτωμα που καλύπτει τις στάχτες του είναι ένα αφρικανικό κοσμόγραμμα με τίτλο ‘Rivers’. Ο τίτλος προέρχεται προφανώς από το εμβληματικό του ποίημα, ‘The Negro Speaks of Rivers’. 


















Το σπίτι του Χιουζ στο Χάρλεμ στην Ανατολική 127η οδό, έγινε ιστορικό ορόσημο της Νέας Υόρκης το 1981 και προστέθηκε στο αντίστοιχο Εθνικό Μητρώο το 1982.

Δεν υπάρχουν σχόλια: