17 Ιανουαρίου 2021

Το Ριζόκαστρο [Δημήτρης Γρ. Καμπούρογλου, σε απόδοση στα νέα ελληνικά] - E'

Η Κυράστα Παλαιολόγου — Το λαγούμι και το ψάρι του Έξαρχου — Ο Δρουγγάριος του βυζαντινού στόλου Ιωάννης Μαγγούτης — Τα βοϊδάκια της εκκλησίας του — Ο ποιητής Σαλτέλης — Η χηβάδα (σ.σ. η κόγχη του ιερού) της Βαγγελίστρας.

Η  άτυχη λοιπόν αυτή νύφη ενός από τους Παλαιολόγους της Αθήνας φαίνεται ότι από το μνήμα της φώναζε ζητώντας βοήθεια, αλλά η γριά Κελλιώτισσα των Αγίων Αναργύρων φοβήθηκε να πλησιάσει. Όταν δε μετά από τρία χρόνια άνοιξαν το οικογενειακό κοιμητήρι για να γίνει η συνηθισμένη πλύση των οστών, βρήκαν το σκελετό της με τρόπο που αποδείκνυε, ότι προσπάθησε να σηκωθεί και να ζητήσει βοήθεια.
Οι γνωστοί στίχοι του μοιρολογιού αυτού είναι οι εξής:
Κυρά Κυράστα του Ντιρή, κυρά Παληολογίνα 
πώς εκαταχρειάστηκες κ’ έμπήκες μες το μνήμα 
στ’ ασάρωτα, στα σκοτεινά και στα κονιαρκτισμένα, 
και δε σου καμ’ ο Κύρης σου καρέκλα ζεντεφένια;
Ανάθεμα την Καλογριά π’ ακούσε τη φωνή μου 
και δεν το’πε του Κύρη μου, θε να’χα τη ζωή μου.

Πριν φύγουμε από τους Αγίους Αναργύρους φανερώνουμε και ένα μυστικόν τους• ότι το Μοναστήρι αυτό είχε ένα λαγούμι για να κρύβονται μέσα ή και να καταφεύγουν σε γειτονικά σπίτια όχι και τόσο κοντινά ευρισκόμενα, όταν τους καταδίωκαν αλλόφυλοι, οι καλόγεροι ή οι καλογριές. Άλλοτε δηλαδή οι μεν και άλλοτε οι δε. — Ως στόμιο του λαγουμιού αυτού χρησίμευε ένα πηγάδι τού Μοναστηριού, σ’ ένα σημείο του οποίου υπήρχε η μυστική τρύπα / είσοδος.
Κάποτε, σε νεότερα χρόνια ένας Έξαρχος δέχτηκε δώρο μια μεγάλη συναγρίδα, αλλά επειδή υπήρχε φαγητό την ημέρα εκείνη, είπε και κρέμασαν το ψάρι στο πηγάδι να μένει δροσερό.
Το άκουσε ένας φίλος του γείτονας, από το σπίτι του οποίου, αν και βρισκόταν μακριά, περνούσε το λαγούμι και συγκοινωνούσε και εκεί με το πηγάδι του, και κρέμασε ένα παιδί, το οποίο μέσ’ από το λαγούμι πήρε το ψάρι του Έξαρχου. Την άλλη μέρα προσκάλεσε τον Έξαρχο σε γεύμα.
Του παραθέτει λοιπόν την περίφημη συναγρίδα βραστή.
— Ω ευλογημένε, του λέει ο Έξαρχος, την ευχή μου να’χεις. Είχα επιθυμήσει ψάρι... και να δείτε το περίεργο, ότι χθες μου είχαν στείλει δώρο ένα ψάρι ίσα με αυτό πάνω κάτω και το κρέμασα στο πηγάδι. Από κει όμως έπεσε, φαίνεται, στο νερό και τρεχούμενο όπως είναι το παράσυρε και το’χασα.
— Και μεις, δέσποτά μου, στο πηγάδι μας την ψαρέψαμε την συναγρίδα αυτή, και λέω μην είναι η δική σου.

Βγαίνοντας από την παλιά πόρτα του Αγιοταφίτικου, από την οποία και μπήκαμε, αφού κατεβούμε δυο τρία πλατύσκαλα, πρέπει να γυρίσουμε αριστερά. Θα πατήσουμε τότε πάνω σε φουσκωμένο έδαφος. Τώρα έχουν φυτεμένα και κάτι άθλια πευκάκια, τα όποια φυλακισμένα όπως είναι μες στα συρματοπλέγματα γίνονται και ενοχλητικά.
Εκεί είναι ο χώρος, τον όποιο κατείχε κάποτε η περίφημη και ιστορική δρομική εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Μαγγούτη.
Κάποιος περιηγητής διέσωσε την εικόνα της, η όποια κοσμεί ένα αξιόλογο σύγγραμμα περί Βυζαντινών εκκλησιών.
Τα ερείπιά της σώζονταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια. Θυμάμαι, όταν ήμουν παιδάκι, ότι μες σ’ αυτά έκαψαν ένα Μεγάλο Σάββατο τον Εβραίο. Τον είχε κατασκευάσει η ψυχοκόρη του Μικέλη Καλλιφρονά μαζί με ένα δάσκαλο που υπηρετούσε στο σπίτι της. Και ο μεν δάσκαλος τη γλύτωσε, η ψυχοκόρη όμως τις έφαγε τη Λαμπρή.

Κάποιος καταδιωγμένος, που βρήκε άσυλο στο Αγιοταφίτικο με την προστασία του Πατριάρχη, ήθελε να καταπονήσει εαυτόν και να μη μένει και άεργος. βάλθηκε λοιπόν να απογκρεμίσει τον ερειπωμένο ναό του Αγίου Ιωάννη και τις πέτρες τις κουβάλησε μόνος του στο προαύλιο των Αγίων Αναργύρων. Και ήταν λόγιος και επίσημος σχετικά άνθρωπος, που ανήκε στο Λατινικό κλήρο, αυτός που υποβλήθηκε σ’ αυτόν τον κόπο. Από τότε είχαν μείνει στην αυλή των Αγίων Αναργύρων θαυμάσιοι ανάγλυφοι σταυροί και άλλα κοσμήματα του Μαγγούτη και η επιγραφή, που διηγούταν την ιστορία του και έφερε την χρονολογία της ίδρυσής του.
Όλα αυτά κοσμούν τώρα το Βυζαντινό μας Μουσείο.
Σύμφωνα με την επιγραφή λοιπόν αυτή.
Στα 6379 έτη από τη δημιουργία του κόσμου, δηλ. το 871 μ.Χ., ο Κωνσταντίνος και η Αναστασία (Μαγγούτες βεβαίως) και το φίλτατο τέκνο τους, ο Ιωάννης, Δρουγγάριος του Βυζαντινού στόλου (δηλ. Κυβερνήτης ναυτικής μοίρας) κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βασιλείου Α’ του Μακεδόνα, όπως είχαν συμφωνήσει, έκτισαν το πάνσεπτο αυτό ναό του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, τον όποιο και προικοδότησαν με τα υπάρχοντά τους υπέρ της σωτηρίας των ψυχών τους  και σε μνήμη των πεθαμένων αδελφών τους.
Τα εγκαίνια του ναού φαίνεται ότι έγιναν την 4η Φεβρουάριου του 871.
Και αυτός λοιπόν ο ναός βρίσκεται στον κύκλο της ακμής του Ριζόκαστρου του ενάτου αιώνα.
Τα του Δρουγγάριου διασώθηκαν και σε παράδοση κάπως παραλλαγμένα.
Σύμφωνα με αυτή, ένας ναύαρχος ή πλούσιος, όπως μου είπε άλλη γριά, Κωνσταντινουπολίτης, ονόματι Γιάννης, που κινδύνεψε να πνιγεί, επικαλέστηκε την προστασία του Αγίου του και σώθηκε κινώντας βεβαίως και τη χείρα. Πατώντας δε στο στερεό έδαφος ανέβηκε στην Αθήνα και έχτισε το ναό αυτό.

Στο υπέρθυρο όμως του Μαγγούτη υπήρχε μάρμαρο, που έφερε ανάγλυφα δύο βοϊδάκια.
Αυτά, σύμφωνα με τις παραδόσεις των γειτόνων, ήταν τα Στοιχειά της εκκλησίας. Πολλές φορές, όποτε μάλιστα επρόκειτο να πεθάνει κάποιος ενορίτης, τα άκουγαν οι γείτονες τα μεσάνυκτα να μουγγρίζουν.
Ένας γνωστός μου και αγαπητός ενορίτης μού έδειξε μάλιστα και τη θέση, στην οποία μια νύχτα ο πατέρας του είδε — καλέ, με τα μάτια του το είδε! — να κάθεται το ένα από αυτά τα βοϊδάκια μπρος στο σπίτι των Τριών Κοριτσιών. Ήταν δε τρία ορφανά κορίτσια ωραία και ευπαίδευτα, που κάθονταν στο σπιτάκι αυτό. Η μία μάλιστα ήταν πολύ ωραία και όταν κάποτε πήρε μέρος σε κάποια πλαστική εικόνα αποθαυμάστηκε.
Φαίνεται όμως ότι, όπως το Βρυσάκι, έτσι και το Ριζόκαστρο είχε ωραίο κόσμο, ο οποίος φάνταζε μάλιστα περισσότερο, όταν καμαρώνοντας κατέβαινε τα διάφορα των δρόμων του σκαλάκια.
Αυτό τουλάχιστον συμπεραίνουμε από διασωθέν τετράστιχο, απομεινάρι ποιος ξέρει ποιου τοπικού — σατυρικού μάλλον — τραγουδιού:
Του Ριζόκαστρου Νεράιδα 
τέτοια μάτια δεν μετάιδα.
Σούρτα - φέρτα στα σκαλάκια 
μου επέκανε τ’ απάκια

Για τα στοιχειά των εκκλησιών των Αθηνών θα έπρεπε να γίνει ιδιαίτερη μελέτη. Θα έβγαιναν στο φως λαογραφικές γνώσεις, αλλά και εθνολογικά συμπεράσματα.
Η Σωτήρα του Αλίκοκου (δηλαδή της σημερινής Πλάκας) είχε και αυτή βοϊδάκι, όπως και η Αγία Κυρά. Πολλές εκκλησίες είχαν ένα μαύρο κόκορα, ο οποίος ανεβαίνοντας τα μεσάνυκτα στον τρούλο φώναζε τρεις φορές και η φωνή του είχε κάτι το εξαιρετικό, από το οποίο τον διέκριναν οι ενορίτες.
Οι  Άγιοι Πάντες των Αμπελοκήπων είχαν ένα μεγάλο φίδι, τον Δράκοντα. Η φωλιά του ήταν μες στο Αγίασμα (δηλαδή στην ιερή πηγή) της εκκλησίας. Η Παναγία όμως η Κιμινιάτισσα είχε μια στοιχειωμένη γυναίκα, η οποία, όποτε ήταν να πεθάνει ευλαβής και καλός ενορίτης, έβγαινε τα μεσάνυχτα, καθότανε στο πεζούλι της εκκλησίας και φώναζε τρεις φορές: «τι έπαθα, τι έπαθα, τι έπαθα», (στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα «ντά ’παθα»).

Αφήνοντας τον τάφο του Μαγγούτη βρισκόμαστε στη γνωστή μας οδό Μνησικλέους, στο επάνω της λιθόστρωτο και ανηφορικό τμήμα, που αρχίζει από το Πηγαδάκι κάτω και από τα σκαλάκια του, και χάνεται κυρίως στην αρχή του δρομίσκου, που φέρει το θαυμαστό όνομα «οδός Θόλου», και εντελώς, παραπάνω στην οδό Άνω Πρυτανείου.
Ας ευχηθούμε σε όλους τους Αγίους, που μνημονεύαμε μέχρι σήμερα, κανένα βάσκανο μάτι μελλοντικού επισκέπτη να μη ματιάσει και μας χαλάσει το δρομίσκο αυτό του Επάνω Μνησικλέους, μέχρις ότου τουλάχιστον εμπνεύσει την τέχνη, ή κάποια γενναία απόφαση άξια του προορισμού και της τιμής του Έθνους θέσει την Ακρόπολη στο κέντρο ευρύτατου άλσους και δώσει στα πέριξ το φυσικό τους έδαφος, κοσμούμενο μονάχα από τους Βυζαντινούς του Ναούς και από τα άλλα ιστορικά του και καλλιτεχνικά ερείπια.
Μόλις πάρουμε λοιπόν την ανηφόρα, σε τοίχο παλιού σπιτιού αριστερά, θα προσευχηθούμε μπρος σε μια κόγχη με την εικόνα της Ευαγγελίστριας μέσα. Οι καλές γειτόνισσες ποτέ δεν την άφησαν χωρίς αναμμένο καντηλάκι. Στο επόμενο σπίτι σώζονται ακόμα και τα ίχνη των παραστάδων της εκκλησίας αυτής, μεγάλων διαστάσεων και σημαντικής, όπως φαίνεται.
Τίποτα δεν γνωρίζουμε μέχρι σήμερα για το Ναό αυτό. Τα θεμέλιά του και κάτι ογκόλιθοι και γλυπτά μάρμαρα, και ίσως μέρος του οικοδομήματος, που μεταποιήθηκε σε στέρνα νερού της βροχής, βρίσκονται, όλα αυτά, στο πλαϊνό πίσω σπίτι, του Μικέλη Καλλιφρονά.
Κατά τη διάρκεια των χρόνων της πρώτης μου νεότητας έζησα μες σ’ αυτό το γραφικό σπίτι. Τώρα, που το επισκέφτηκα ερειπωμένο το σπίτι αυτό, νόμισα ότι θα έβλεπα να προβάλει από την παλιά αυλόπορτα — η ίδια ευτυχώς μένει ακόμα — ο φιλόλογος και ποιητής Θεμιστοκλής Σαλτέλης, τον όποιον, ως σατυρικό ιδίως, ελπίζω, ότι κάποιος θα βρεθεί να τον ξεθάψει μια μέρα.
Στην απέναντι ακριβώς της κόγχης οδό Θόλου αφενός και στην παράλληλή της οδό Άνω Πρυτανείου αφετέρου, προς το ανοικτό πια έδαφος προς την Ακρόπολη, υπάρχουν ίχνη αψίδων, άλλων μισοχωμένων και άλλων εντοιχισμένων στο παλιό τείχος — λείψανο αρχαίου, βυζαντινού, φραγκικού και τουρκικού — και μες σε σπίτια και κυρίως στο Παλιό λεγόμενο Πανεπιστήμιο, το οποίο θα γνωρίσουμε, στο οποίο βρίσκονται και τοιχώματα φρουριακών διαστάσεων.
Πρόκειται μάλιστα για οχυρωματικό σύνολο που χρησιμοποιήθηκε πολύ κατά τη φραγκοκρατία, με σκοπό την υποστήριξη κυρίως της Ακρόπολης.
Το οχύρωμα αυτό επικοινωνούσε με το Κάστρο μέσω μυστικής υπόγειας σήραγγας, της οποίας η αρχή βρίσκεται σε σπίτι της οδού Θόλου.
Ελπίζοντας, ότι οι ανασκαφές και οι έρευνες θα μας δικαιώσουν κάποια μέρα, προχωρούμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: