ΜΑΡΣΕΛ ΜΠΕAΛΙ
Παρουσιάζει ο Τάκης Σινόπουλος
Γεννήθηκε στα 1908, αυτός ο πρώην μέτριος παρνασιακός ποιητής Μαρσέλ Μπεαλί, που μονάχα στα 1944, μπόρεσε να ξαφνιάσει το Παρίσι με τα 64 μικρά αφηγήματα που αποτελούσαν τις «αναμνήσεις ενός ίσκιου». Μέσα στις στερνές λάμψεις του πολέμου, αδιαφορώντας για την ποίηση ιδεών και για τον υπαρξιακό πεσιμισμό της ταραγμένης εκείνης εποχής, ένοιωσε την ανάγκη να αποκολληθεί από μια σφαγιαστική πραγματικότητα και αντιδρώντας να καταγράψει τα όνειρά του και τις περιπλανήσεις του σ’ έναν κόσμο φανταστικό. Τον ανακάλυψα τον Ιούνιο του 1957, χωμένο – τιμητικά – στις σελίδες του περιοδικού «Φιξιόν». Διαπίστωσα μια μακρινή συγγένεια μαζί του. Ήταν ο αφηγηματικός τρόπος της έκφρασης, ήταν οι υποσυνείδητες καταγραφές του ονείρου, που τον διαστέλλουν κι αυτόν κι έμενα από την υπερρεαλιστική μέθοδο, ήταν η περιοχή του ενδιαμέσου, του μεταιχμίου ανάμεσα στον ύπνο και τον ξύπνο, ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο, ανάμεσα στα πράγματα και στην ονειρική προέκταση, ήταν τέλος η βαθμιαία διαμόρφωση ενός κόσμου μυθικού. Ίσως ήταν κι άλλα. Δίνω αφορμή για όποιον θελήσει να προχωρήσει.
Εκείνο που ξαφνιάζει στον Μπεαλί είναι η φυσικότητα του τόνου, η λογική συνάρτηση των γεγονότων, το αληθοφανές, η συνεπής κίνηση μέσα σε μια εξωλογική περιοχή. Ανασταίνει τα πρόσωπά του με μια γλώσσα αργή κι ακριβόλογη. Κι οι φανταστικές του ιστορίες τοποθετούνται στην κάμαρά του, στο καφενείο, στο δρόμο. Οι ενέργειές του είναι ενέργειες ενός ειρηνικού ανθρώπου με ταχτικές συνήθειες και συμμαζεμένη ζωή. Τα πρόσωπά του δεν είναι διογκωμένα, δεν είναι υπερβολικά δεν είναι πρόσωπα του γκραν γκινιόλ. Είναι τα καθημερινά σύμμετρα πρόσωπα της πραγματικότητας. Έτσι μπορεί κανείς να διαπιστώσει τις συγγένειες και τις διαφορές με τον Πόε, τον Χόφμαν ή τον Μισώ. Γιατί τίποτα στον Μπεαλί εκ πρώτης όψεως δεν είναι «ενορμάλ». Το θαύμα της ποίησης είναι να μας κάνει να δεχόμαστε το αδύνατο. Μια άγνωστη πραγματικότητα αγωνίζεται να δικαιωθεί μαχόμενη συστηματικά τη γνωστή πραγματικότητα, μέσα σε μια κοινότητα πράξεων, λόγων και κινήσεων.
Ο Μπεαλί δεν μας προτείνει κανένα οργανωμένο σύστημα μυθολογίας. Προσφέρει μονάχα κλειδιά για να εισχωρήσουμε στο άγνωστο που έχουμε μέσα μας ή γύρω μας. Ένα τραυματισμένο άτομο, κινείται αιχμάλωτο μέσα στην αίθουσα της μοναξιάς του. Και καταγράφει ό,τι γίνεται, προωθώντας την έκφρασή του τουλάχιστον ως μια ηθική της αίσθησης. Ο Μπεαλί είναι μια από τις πιο αυθεντικές κατακτήσεις της σύγχρονης ποίησης.
Η εσπερίδα
Ποτέ δε θα μπορέσω να διώξω από το μυαλό μου την ανάμνηση εκείνης της εκπληχτικής βραδιάς. Κι όμως δε συνέβη τίποτα πέρα από το συνηθισμένο. Αλλά υπήρχε μέσα μας τέτοια μεταδοτική θερμότητα που οι πολυθρόνες, οι λαμπτήρες, τα τραπέζια έμοιαζαν να πάλλονται από συμπάθεια. Το παιγνίδι, γιομάτο εκπλήξεις, που μας είχε ενώσει, ζωντάνευε όλη την αίθουσα, υπήρχε μια ευθυμία όπου ανακατεύονταν ο φιλικός θόρυβος, η λάμψη απ’ τις συνομιλίες και τα γέλια. Το παθιασμένο ενδιαφέρον που μας ερέθιζε συναγωνιζόταν ευφρόσυνα με την τρυφερότητα και τη θέρμη που νοιώθαμε ο ένας για τον άλλον. Αισθήσεις και αισθήματα, ομόθυμα σκόρπιζαν μέσα στην ατμόσφαιρα μια συγκροτημένη φαιδρότητα και χωρίς να έχομε πιει, ήμαστε πραγματικά μεθυσμένοι, Πού και πού στο κενό μιας άξαφνης σιωπής έρχονταν από το δρόμο ένας στεναγμός, όμοιος με απελπισμένη κραυγή ή ουρλιαχτό σκυλιού που πεθαίνει. Όμως εμείς δεν τα προσέχαμε αυτά, όπως δεν προσέχαμε και κάτι άλλο, πολύ παράξενο. Από καιρού εις καιρόν, ένας από μας σηκωνόταν ξάφνου κι έβγαινε έξω, για να μην ξαναγυρίσει. Είναι αλήθεια πως η απουσία του αναπληρωνόταν αμέσως με την άφιξη ενός καινούργιου προσώπου που μιλούσε πιο δυνατά και μας σκλάβωνε γρήγορα με την γοητεία του. Έτσι δίχως να το προσέξω, βρέθηκα σε λίγο τριγυρισμένος από άλλα πρόσωπα που η οξύτητα του παιγνιδιού τους κι η χαρά τους καθόλου πια δε συμφωνούσαν με την ευδαιμονία που ένοιωθα. Η σειρά μου είχε έρθει, έπρεπε να φύγω. Αλλά μέσα στην άγνοια εκείνου που με περίμενε απέξω η πίκρα μου ήταν ανάλαφρη καθώς από πείρα ήξερα πως η αναχώρηση αυτή δεν θ’ άφηνε στο σύνολο της συντροφιάς μήτε κατήφεια μήτε θλίψη σκοτεινή.
Η μύγα
Δε θα ‘κανα, φυσικά, ποτέ κακό σε μια μύγα. Μα τούτη εδώ συνέχιζε να επιμένει με την ασήμαντη και ερεθιστική παρουσία της, κόλλαγε στη γωνιά του τραπεζιού, έμοιαζε, παρά το προχώρησα της εποχής να μην εννοεί να τελειώσει τη μυγίστικη ζωή της. Με μια δαχτυλιά την έστειλα μακριά και ξανάρχισα το γράψιμο. Έπειτα από λίγες στιγμές, σηκώνοντας τη μύτη, μου φάνηκε πως την είδα να σέρνεται ακόμα στο άδειο πάτωμα. Όχι χωρίς κάποια αποστροφή, τέντωσα το πόδι για να την αποτελειώσω, όταν μου μπήκε η ιδέα πως είχε μεγαλώσει σε μέγεθος. Τι χαζός που είμαι να νομίζω για αθώα μύγα αυτό το ύπουλο έντομο, δυο φορές χονδρότερο απ’ αυτήν. Χωρίς δισταγμό αυτή τη φορά το ζούληξα, μα μόλις σήκωσα την πατούσα μου, το άχαρο αυτό πράμα χονδρό τώρα σα μικρός κάβουρας, ξέφυγε με μια ασυνήθιστη ταχύτητα. Κι όπως το κυνηγούσα, όπως ετοιμαζόμουν να το χτυπήσω, γλίστρησε κάτω από μια γωνία του χαλιού. Τότε λύσσαξα και ποδοπατούσα το μέρος όπου θα ‘πρεπε να ‘ταν κρυμμένο, σίγουρος πια πως είχα ξοφλήσει. Εντούτοις δεν έγινε τίποτα. Δεν ήμουν παραπάνω από μισό λεφτό σκυμμένος στα χαρτιά μου, όταν είδα το ταπέτο ν’ ανασηκώνεται αργά κι ένας τερατώδης κάνθαρος, κατάμαυρος να βγαίνει από την άκρη. Προχωρούσε δύσκολα, αφήνοντας πίσω του ένα μαυριδερό αχνάρι. Μα μόλις μ’ αντίκρυσε, παρά την αξιοθρήνητη κατάστασή του το φριχτό τούτο ζώο, παρμένο από τον πανικό φάνηκε να σηκώνεται απ’ το πάτωμα. Κι ενώ το κυνηγούσα γύρω-γύρω στην κάμαρα, μεταμορφωνόταν κάτω από τα μάτια μου. Το δέμα, με τα γκρίζα σπάραχνα, όπως κρεμόταν κάτω απ’ την κοιλιά του φούσκωνε, διαγραφότανε παράξενα ωσάν το καύκαλό του να μην ήταν πιά παρά ένα άχρηστο κουκούλι. Και τότε συλλογίστηκα πως αυτό το μικρό ζώο δεν ήταν πια μύγα ή κατσαρίδα, αλλά απλούστατα ένα λευκό ποντίκι. Τέλος με μια κλωτσιά κατάφερα να το λιώσω, ακίνητο μέσα σε μια βρωμισιά από αίμα. Γύρισα πίσω. Γύρω στο τραπέζι μου όλα τα μέλη της οικογένειας μου ήτανε καθισμένα εκεί και με κοιτάζατε με πονεμένη έκπληξη, που δεν της έλειπε μια απόχρωση αυστηρής μομφής.
Το δωμάτιο αερόστατο
Το δωμάτιο μου ξεδιπλωνόταν σαν ένα μεγάλο κουτί από χαρτόνι, οι τοίχοι και το ταβάνι άνοιγαν αθόρυβα αφήνοντας να περάσει ο ουρανός, ενώ εγώ ανέβαινα σιωπηλά. Έτσι από τη μια στιγμή στην άλλη, δίχως να ‘χω αφήσει το γραφείο μου, βρισκόμουν να έχω μεταφερθεί σε τέτοιο ύψος, που η γη αποκάτω δεν ήταν παρά ένας πελώριος μενεξελίς καρπός. Κανένας φόβος μέσα μου, μονάχα η ανέκφραστη χαρά να ξέρω πως στο τέρμα αυτής της ανάληψης θα μου αποκαλύπτονταν το μυστήριο. Ξάφνου ακούγοντας ένα είδος βογγητού, έσκυψα το κεφάλι μου πάνω στην άβυσσο και προσπάθησα να διακρίνω από πού ερχόταν αυτός ο παράξενος θόρυβος. Τότε, την ίδια στιγμή που η συνείδηση δέχεται το νόημα του κενού, μου φάνηκε ένα φριχτό θέαμα. Στην αιωρούμενη τραπεζαρία, που βρισκόταν ακριβώς κάτω από την κάμαρά μου ένα πρόσωπο ήταν αρπαγμένο απ’ το ταβάνι, με τα χέρια έτοιμα να ξεφύγουν από τη λαβή, με μάτια που δεν είχαν τίποτε πια το ανθρώπινο, ανυψωμένα προς τα δικά μου. Και σ’ αυτό το μίγμα μαλλιών που κυμάτιζαν, σάρκας και αγωνίας, αναγνώρισα, όπως κρεμόταν στο διάστημα, τη μητέρα μου. Τι τρέλα που θέλησε να μ’ ακολουθήσει! συλλογίστηκα, ενώ απ’ το λαρύγγι μου ξέφευγαν ακατανόητα επιφωνήματα οίκτου. Γρήγορα, με τη βοήθεια του πρώτου αντικειμένου που βρέθηκε μπροστά μου, ξεκόλλησα μια σανίδα από το πάτωμα και τρυπώντας το δάπεδο την άδραξα απ’ το σημείο που κρεμόταν, προσπαθώντας να την τραβήξω προς τα πάνω. Παρευθύς η αφύσικη ανάβαση σταμάτησε κι ενώ ακόμη αγωνιζόμουν, ένιωσα αμέσως να ξανακατεβαίνω προς τη γη, ωσάν αυτό το ζωντανό βάρος που ήθελα ν’ ανυψώσω στο σημείο που βρισκόμουν, να με είχε τραβήξει αντίθετα προς τη φορά μου. Σε λίγο η κάμαρά μου ξανάβρισκε τη θέση της, το νταβάνι διπλωνόταν πάλι κι άκουσα τη φωνή της μητέρας μου που με φώναζε για το φαγητό μας.
Ένας νεκρός
Επιφανειακά η ζωή με είχε εγκαταλείψει, αισθανόμουν όμως ακόμα όσα γίνονταν γύρω μου. Εν τούτοις με θεωρούσαν για νεκρό. Η μικρή μου αγαπημένη γυναίκα έβαλε να με θάψουν στην ταράτσα που γειτονεύει με την δεξαμενή. Έτσι θα μπορούσε νάναι σίγουρη πώς της μένω πιστός, σκεφτόταν καλοκάγαθα. Κι από το φέρετρο μου την κοίταζα που συνέχιζε να δέχεται, όπως παλιά, τους φίλους μας, είτε χύνοντας ένα δάκρυ προς το μέρος που βρισκόμουν, είτε ξεχνώντας την παρουσία μου μέσα στη ζωηρότητα της συζήτησης. Όταν η ζέστα απαιτούσε περισσότερη άνεση, οι προσκεκλημένοι κρέμαγαν το σακάκι τους ή το καπέλο τους στο ξύλο του σταυρού που ορθωνόταν πάνω απ’ το καμπύλωμα του τάφου μου. Γενικώς και παρά τα δείγματα τούτα της ασέβειας ήμουν πολύ ικανοποιημένος που βρισκόμουν ακόμη ανάμεσα στους ζωντανούς και πολύ ευτυχής που μπορούσα να παρακολουθώ, όπως άλλοτε, το πήγαινε έλα της μικρής μου κατεργάρας, ν’ ακούω τη φωνή της, να ξέρω τις αθώες μηχανορραφίες της. Μα ένα βράδυ που έτρωγε οικογενειακώς — ήταν εκεί ο αδελφός της, η νύφη της, ο ξάδελφός της κι ένας φίλος δικός μου, νέο παιδί, που τον είχα τραβήξει στο σπίτι μου για να αποδείξω στην αγαπημένη μου μικρή πως δεν ήμουν τόσο ζηλιάρης όσο πίστευε — της ήρθε η ιδέα ν’ ανάψει μια μεγάλη φωτιά. Παίζοντας κυνηγητό κάτω από τα δένδρα του κήπου, ξαναμμένοι όπως ήταν όλοι από τη ζεστασιά του φαγητού και του κρασιού, μάζεψαν ένα σωρό ξερά κλαδιά. Αμέσως ύστερα είδα να λάμπει στο βλέμμα τους μια σπίθα ανυπομονησίας όπως κοίταζαν στο μέρος μου. Ήμουν ο ενοχλητικός το εμπόδιο να χορέψουν ένα γύρω. Κι αυτό έγινε φανερό πια, όταν η μικρή μου αγαπημένη γυναικούλα, πρώτη και καλύτερη έπιασε και ξερίζωσε, για να θρέψει τη φωτιά, το ξύλινο καγκέλωμα του τάφου μου. Μετά από τούτη την αρχή, ο ξάδελφος άρπαξε το σταυρό, τον έσπασε στο γόνατό του και τον έστειλε να βρει την ίδια τύχη. Ύστερα ήρθε η σειρά του φέρετρου μου που ο κουνιάδος μου το διέλυσε χτυπώντας το μ’ ένα μπαλτά. Τέλος εγώ ο ίδιος αρπαγμένος από τα χέρια του νεαρού μου φίλου ένοιωσα να πέφτω στο κέντρο τής φωτιάς. Εκείνη τη στιγμή, ένα δυνατό κάψιμο με τράβηξε από τη νάρκη μου, οπού με είχε βυθίσει αυτός ο ληθαργικός ύπνος κι απότομα σηκώθηκα. Η γυναίκα μου δοκίμασε τέτοια φρίκη που απότομα δρασκέλισε το περίφραγμα και ρίχτηκε στη δεξαμενή.
Οι φριχτοί πλάνητες
Αυτός ο δρόμος δεν τελείωνε, βυθισμένος στην ερήμωση. Τι αδυσώπητη μοναξιά! Πόσον καιρό θα ‘πρεπε να περπατώ έτσι ακούγοντας τα βήματά μου να αντηχούνε τον ίδιος τους τον αντίλαλο; Α! πόση ήταν η χαρά μου όταν αντίκρυσα εμπρός μου ανάμεσα στα φτενά δένδρα που ξέσκιζαν το χαμηλό ουρανό, αυτή την ανθρώπινη σιλουέτα! Έτρεξα γρήγορα: Φίλε, φίλε, ας περπατήσουμε μαζί! Ένα κύμα από λόγια, που τα ‘παιρνε ο κοφτερός αέρας, μου αποκρίθηκε. Μα όταν βρέθηκα κοντά σε τούτον τον ίσκιο, παρατήρησα πως το ένα του μάτι έλειπε από το πρόσωπό του κι εκείνη η μαύρη τρύπα που απόμενε ήταν τόσο φριχτή ώστε δεν είχα πια παρά μονάχα μια επιθυμία: Να ξεφύγω, να ξαναβρώ την μοναξιά μου. Λίγο πιο πέρα, ξανά μου ήρθε η ελπίδα να συναντήσω ένα σύντροφο. Και τον συνάντησα. Περίμενέ με, φώναξα, ο δρόμος με δυο θα ‘ναι λιγότερο μακρύς. Μα όταν τον πλησίασα, είδα πώς μια φοβερή πληγή κατάτρωγε το στόμα του και τον εμπόδιζε να μιλήσει. Έφυγα ξανά μονάχος, πάντα μονάχος, ώσπου μου έτυχε ένας τρίτος αξιολύπητος οδοιπόρος. Όμως κι αυτός είχε στη θέση των χεριών δυο κολοβώματα που τα κουνούσε μιλώντας και δεν άντεξα πολλή ώρα να υποφέρω αυτό το θέαμα. Έτσι, ως το βράδυ, συναντούσα μοναχικούς πεζοπόρους και κάθε φορά η ελπίδα μιας αδελφικής - παρουσίας με οδηγούσε σ’ αυτούς. Κι όταν τα βήματα μου σμίγανε με τα δικά τους βήματα, τύχαινε πάνω τους κάτι φοβερό που μ’ ανάγκαζε να φύγω. Στον ένα έλειπε η μύτη ο, στον άλλο μια ουλή παραμόρφωνε τα χαρακτηριστικά του, στον παραπέρα η καρδιά του λαχάνιαζε ορατή κι ολόγυμνη στο κοκάλινο κλουβί της. Θεέ μου! Ήμουν λοιπόν ο μόνος σε τούτη την περιοχή, που είχα ένα άθικτο πρόσωπο, ένα κορμί ανέπαφο; Λίγο ακόμη και θα το πίστευα, αν, καθώς η νύχτα ερχότανε να με γλυτώσει από την θέα αυτών των καταραμένων οδοιπόρων, μπερδεύοντάς τους με τα φαντάσματα της, αν ένας απ’ αυτούς, ο τελευταίος χωρίς αμφιβολία, δεν μου φαινόταν επιτέλους σωστός, απαλλαγμένος από τα ελαττώματα που μ’ ανάγκαζαν να εγκαταλείψω τους άλλους. Τον πλησίασα, πήγα να του απλώσω το χέρι. Όμως εκείνος μου έριξε ξάφνου μια γρήγορη ματιά και παρευθύς γιομάτος τρόμο πισωπάτησε και χάθηκε χωρίς να ‘χω καμιά ελπίδα να τον ξανασυναντήσω.
Η γυάλα
Αδύνατο να μελετήσω με τούτο το ψάρι μέσα στη γυάλα του. Ακατάπαυστα τα μάτια μου το παρακολουθούσαν, φωτεινό κι αεικίνητο, μοναδικό δείγμα ζωής κατοικώντας στη μοναξιά μου. Προσπαθώντας να περιεργαστώ τη γυάλινη σφαίρα, μου φαινόταν πως ο ένοικός της διαπερνούσε τη διαφάνεια της κι ερχόταν να κολυμπήσει μέσα στην κάμαρα ερεθίζοντας με μέ τους χρυσούς κυματισμούς του. Μια μέρα αποκοιμισμένος έσπασα τη γυάλα. Ένας πίδακας από λάμψεις σπιθοβόλησε πατώ στο πάτωμα. Για να ‘μαι σίγουρος για την εκδίκησή μου, περιμάζεψα το μικρό ψάρι που για στερνή φορά σπαρτάρισε στην παλάμη μου. Τότε με μεγάλη μου έκπληξη είδα, πως από τη στιγμή που έμεινε ακίνητο, δεν είχα πια στα δάχτυλά μου παρά ένα παγερό αντικείμενο που ήταν ένα χρυσό κλειδί. Το κλειδί! Μέσα σε μια λάμψη του μυαλού, κατάλαβα. Βγαίνοντας από την κάμαρά μου σαν τρελός, διέσχισα την πόλη και μπήκα, με τη βοήθεια του θαυμαστού κλειδιού, μέσα στο σπίτι, που το κατώφλι του, χτες ακόμη, μου ήταν απαγορευμένο, το σπίτι της πολυαγαπημένης μου. Με περίμενε χίλιες φορές διαφορετική και χίλιες φορές πιο όμορφη απ’ ό,τι την είχα ιδεί στα όνειρά μου. Την πήρα στην αγκαλιά μου. Και τα σκιρτήματά της μου θύμισαν για μια στιγμή τα τελευταία τινάγματα του χρυσόψαρου. Κι όπως έφτανα στον παροξυσμό της ηδονής, οι τοίχοι ολόγυρά μου πήραν τη λάμψη του κρύσταλλου, ενώ ένα θανάσιμο ψύχος διαχύνονταν απ’ όλο μου το κορμί κι’ ένοιωθα, γιομάτος φρίκη, τη σάρκα μου να σκεπάζεται με λέπια.
Πηγή: Λογοτεχνικό Περιοδικό Ενδοχώρα, Τεύχος 2 (1959).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου