15 Σεπτεμβρίου 2021

Το αρχαίο Νεκρομαντείο στον Αχέροντα της Θεσπρωτίας [Σωτήρης Ι. Δάκαρης]

ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ΣΤΟΝ ΑΧΕΡΟΝΤΑ ΤΗΣ ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ

Στο δέκατο βιβλίο της Οδύσσειας του Όμηρου η Κίρκη συμβουλεύει τον Οδυσσέα να μεταβεί στη χώρα των νεκρών, για να ρωτήσει την ψυχή του τυφλού μάντη Τειρεσία για τον τρόπο του γυρισμού του στην πατρίδα του την Ιθάκη, «εκεί όπου ρέουν ο Αχέρων, ο Πυριφλεγέθων και ο Κωκυτός κι εκεί όπου βρίσκεται ένας βράχος κι η συμβολή δυο ποταμών». Εκεί να σκάψεις ένα βόθρο, ως ένα πήχη πλάτος (0,44 μ.) και γύρω απ’ αυτόν  να χύσεις χοές για όλους τους νεκρούς, πρώτα από μέλι και γάλα, ύστερα από γλυκό κρασί και νερό, και να σκορπίσεις λευκό αλεύρι. Κι αφού αναπέμψεις προσευχές στα ένδοξα πλήθη των νεκρών, τότε να θυσιάσεις ένα κριάρι και μια μαύρη στείρα αγελάδα».

Στο επόμενο βιβλίο (Λ. 13 κ. εξ.) ο Οδυσσέας, αφού διέσχισε τον Ωκεανό στη μυθική χώρα των Κιμμερίων, που δεν την βλέπει ποτέ ήλιος, φτάνει στην ακτή, δένει το πλοίο του κι αυτός με μερικούς συντρόφους του μεταβαίνει πεζός στον Άδη. Με το μυτερό ξίφος ανοίγει μικρό βόθρο, πλατύ ίσα με ένα πήχυ (0,44 μ.), και χύνει ολόγυρα χοές για όλους τους νεκρούς, πρώτα μελίγαλα (μελίκρητον), έπειτα γλυκόπιοτο κρασί κι υστέρα νερό. Στερνά σκορπίζει αλεύρι (λευκά άλφιτα) και πολλά τάζει στ’ αναιμικά κορμιά των νεκρών σαν μπορέσει να γυρίσει στην Ιθάκη να θυσιάσει στέρφα αγελάδα την πιο διαλεχτή, να γιομίσει  το βωμό με προσφορές και να σφάζει ξεχωριστά για τον Τειρεσία ολόκληρο μαύρο αρνί, το κάλλιστο απ’ τα κοπάδια του. Κι υστέρα κόβει το λαιμό των θυμάτων και το μαύρο αίμα έρεψε στο βόθρο. Κι όρμησαν από το Έρεβος οι ψυχές των πεθαμένων με αλαλαγμούς, πρώτα εκείνων που πέθαναν ανύπαντροι (ηίθεοι, άωροι, άγαμοι) κι οι πολυβασανισμένοι στη ζωή γέροντες, κι οι τρομερές παρθένες, με την ψυχή βαρεία από τον νωπό του πόνο, κι άλλοι πολλοί που σκοτώθηκαν από χάλκινα κοντάρια (οι βίαιοι, βιαιοθάνατοι) κι όσοι έπεσαν στις μάχες, φορώντας ακόμα τις αιματοβαμμένες αρματωσιές τους. Κι όλοι τούτοι ορμούσαν στο βόθρο απ’ όλες τίς μεριές με παράξενες φωνές... Και μένα κρύος ίδρωτας μ’ έλουσε και τότε παράγγειλα στους συντρόφους τα νιοσφαγμένα απ’ τον άσπλαχνο χαλκό αρνιά, που κείτονταν κατά γης, να γδάρουν και να τα κάψουν. Και να αναπέμψουν δέηση στους Θεούς, στον πανίσχυρο Άδη και την φοβερή Περσεφόνη. Κι εγώ με το γυμνό σπαθί μου δεν άφηνα τα άψυχα κορμιά (αμενηνά κάρηνα) να πλησιάσουν στο αίμα ώσπου να ρωτήσω τον Τειρεσία».

Αυτή η συγκλονιστική ομηρική εικόνα των σκιών του Άδη είναι η αρχαιότερη κι η διαφωτιστικότερη περιγραφή για την κάθοδο ενός ήρωα στον Άδη. Αλλά αν η ιστορικότητα της σκηνής και η γεωγραφική θέση του ιερού αμφισβητήθηκαν, γιατί η σκηνή σχετίζεται με έναν μυθικό ηρώα — με χθόνια όμως φύση—, κι αναφέρεται σε χώρα που βρίσκεται στη μυθική περιοχή του Ωκεανού, η αξία όμως της τελετουργίας είναι εξαιρετικά σημαντική· γιατί τα λατρευτικά και νεκρικά έθιμα σ’ όλους τους λαούς παρουσιάζουν ισχυρή συντηρητικότητα. Πολλά από τα ομηρικά έθιμα των προσφορών διατηρούνται μέχρι σήμερα στον ελληνικό λαό (ψυχοσάββατα).

Κατά την ομηρική ελληνική αντίληψη οι ψυχές, όταν αποχωριστούν από το γήινο περίβλημά τους, ζουν στον Κάτω Κόσμο σαν μια άλλη ύπαρξη, χωρίς συνείδηση, όμοια με σκιά, κι έχουν την ιδιότητα να βλέπουν το μέλλον και να μπορούν να βλάψουν τους ζωντανούς. Ιδιαίτερα επικίνδυνες για τους θνητούς είναι οι ψυχές εκείνων που πέθαναν πρόωρα (οι νέοι και οι νέες), ή βίαια (οι δολοφονημένοι, οι πεσόντες στον πόλεμο, οι αυτόχειρες), γι’ αυτό και πρώτες σπεύδουν να πιούν  από το αίμα των θυμάτων στην Οδύσσεια. Έπρεπε λοιπόν οι ψυχές να εξευμενισθούν με προσφορές, που πολύ επιθυμούσαν οι νεκροί, για να γίνουν ευμενείς, κι αφού πιούν αίμα — που τους έλειπε — να αποκτήσουν συνείδηση και να μπορέσουν να δουν τα μέλλοντα.

Προς το σκοπό αυτό σε πολλά μέρη της Ελλάδας είχαν ιδρυθεί νεκρομαντεία. Άγρια σπήλαια, χάσματα γης, σκοτεινές κοιλότητες, ελώδεις περιοχές, εστίες θανάτου, εθεωρούντο είσοδοι στη χώρα των νεκρών, όπου ήταν δυνατή η επικοινωνία με τις ψυχές. Τέτοια ελληνικά νεκρομαντεία αναφέρονται αρκετά στην αρχαία Ελλάδα, στο Ταίναρο, απ’ όπου ο Ηρακλής απήγαγε τον Κέρβερο, στην Ερμιόνη της Αργολίδος, στον Αιγιαλό της Σικυώνος, όπου κατέφυγε για χρησμό ο ένδοξος βασιλιάς της Σπάρτης Παυσανίας, στη Φιγάλεια της Αρκαδίας, στην Κορώνεια της Βοιωτίας, στην Ηράκλεια του Πόντου, στην Κύμη της Κάτω Ιταλίας, που επισκέφθηκε ο Τρώας ήρωας Αινείας και άλλα.

Αλλά το γνωστότερο και το πιο περίφημο νεκρομαντείο ήταν εκείνο κοντά στην Έφυρα ή Κίχυρο της Θεσπρωτίας της Ηπείρου, στις συμβολές του Κωκυτού ποταμού στον Αχέροντα, κοντά στην Αχερουσία λίμνη. Μυθικοί ήρωες σαν τον Θησέα και τον Ηρακλή επισκέφθηκαν κι έφθασαν στον Άδη της Θεσπρωτίας. Την αρχαιότερη όμως ιστορική είδηση μάς την παραδίδει ο Ηρόδοτος (Ε 92): Ο τύραννος της Κορίνθου Περίανδρος (μέσα 6 αιώνα) απόστειλε ανθρώπους στο νεκρομαντείο της Κιχύρου, για να ρωτήσουν την ψυχή της γυναίκας του Μέλισσας που είχε αποκρύψει κάποιο θησαυρό. Το είδωλο της Μέλισσας παρουσιάστηκε, αλλά αρνήθηκε να μαρτυρήσει γιατί ο Περίανδρος την είχε θάψει χωρίς τα στολίδια της, και μόνον όταν ο Περίανδρος πραγματοποίησε την επιθυμία της, φανέρωσε το είδωλο της νεκρής τη θέση του θησαυρού.

Το θεσπρωτικό ιερό του Άδη λοιπόν ήταν στην ομηρική Εφύρα, την οποία η αρχαία παράδοση τοποθετεί στην Ελαιάτιδα, όχι μακριά από τη θάλασσα, κοντά στον Αχέροντα και στην Αχερουσία λίμνη (Θουκυδίδης). Στην λίμνη αυτή χύνονταν κατά τους αρχαίους χρόνους οι δυο ποταμοί του Άδη, ο Κωκυτός κι ο Αχέρων, τα δε πλεονάζοντα νερά τους έβρισκαν διέξοδο στο Ιόνιο πέλαγος, στον κόλπο του Γλυκέως (σήμερα Αμμουδιά). Από τότε ως σήμερα οι προσχώσεις του Αχέροντα μετέβαλαν σιγά — σιγά τη λίμνη σε έλος, που χωρίστηκε σε δύο τμήματα στο νότιο, που εκτείνεται από το Καναλάκι ως τη θάλασσα (Αμμουδιά) και το βορειοδυτικό. Το πρώτο αποξηράθηκε τελευταία και μεταμορφώθηκε σε γόνιμη πεδιάδα, ενώ το ΒΔ καλύπτεται ακόμη από καλάμια, ανάμεσα στα οποία βόσκουν αγριόχοιροι.

Τέσσερα χιλιόμετρά περίπου εσωτερικά των εκβολών του Αχέροντα στην ανατολική παρυφή του έλους αυτού διατηρούνται επάνω σ’ ένα κωνικό λόφο, το Ξυλόκαστρο, τρεις αρχαίοι περίβολοι ακρόπολης, που σύμφωνα με την αρχαία παράδοση πρέπει να την ταυτίσουμε με την ομηρική Εφύρα (ήδη στην Οδύσσεια ο Οδυσσέας επισκέπτεται την Εφύρα), γιατί η θέση της ανταποκρίνεται απόλυτα προς την περιγραφή της αρχαίας παράδοσης. Ο κατώτερος περίβολος αποτελείται από ογκολίθους αργούς, κατά τον κυκλώπειο λεγόμενο τρόπο, που τον συναντούμε στα υστερομυκηναϊκά χρόνια. Στο εσωτερικό της δυτικής πλευράς σε μια επίχωση, που την συγκροτούσε το τείχος, ανέσκαψα το 1958 τρεις παιδικούς τάφους μέσα σε πιθάρια. Ο πιο μεγάλος είναι χειροποίητος, ο πηλός καστανόμαυρος, η επιφάνεια λεία και στιλβωμένη κι η τεχνική γενικά όμοια με την εγχώρια προϊστορική κεραμική. Τυπολογικά χρονολογείται στην πρώιμη εποχή του σιδήρου, στις αρχές δηλαδή της I π.Χ. χιλιετηρίδας. Επειδή οι επιχώσεις, όπου βρέθηκαν οι τάφοι, προϋποθέτουν την ύπαρξη του τείχους, προκύπτει ότι η ακρόπολη είναι αρχαιότερη των τάφων. Από τυπολογικά λοιπόν και χρονολογικά κριτήρια μπορούμε να χρονολογήσουμε το κυκλώπειο τείχος του Ξυλοκάστρου στην υστερομυκηναϊκή περίοδο (14 – 13 αιώνας), στην οποία ιδρύθηκε η ομηρική Εφύρα. Στην επιφάνεια του λόφου συνέλεξα μερικά εγχώρια προϊστορικά όστρακα κι ελάχιστα υστερομυκηναΐκά ΙΙΙ (14 – 13 π.Χ. αι.). Έτσι η ταύτιση της ομηρικής Εφύρας με την ακρόπολη του Ξυλοκάστρου είναι αναμφισβήτητη.

Σύμφωνα με την έγκυρη μαρτυρία του Ηροδότου, σχετική με το περιστατικό του Περιάνδρου (Ε 92) και τον γεωγράφο Παυσανία (Α 17.5), στην περιοχή της Εφύρας πρέπει να βρίσκονταν το περίφημο ιερό του Άδη, το νεκρομαντείο.

Εξακόσια περίπου μέτρα νοτιότερα, ακριβώς στη συμβολή του Κωκυτού στον Αχέροντα, υψώνεται ένας άλλος κωνικός λόφος χαμηλότερος, του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου. Στους δυτικούς πρόποδές του βρίσκεται το σημερινό χωριό Μεσοπάταμο. Ο λόφος πήρε το όνομα από τη μονή του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου του 18 αιώνα, που βρίσκεται στην κορυφή του. Ο περίβολος της Μονής είναι χτισμένος σ’ ένα αρχαίο πολυγωνικό οικοδόμημα κι η αυλή της χρησιμοποιούταν μέχρι το 1958 για νεκροταφείο.

Οι ανασκαφές που διενήργησα στα έτη 1958 και 1960 με δαπάνες της Ελληνικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, βεβαίωσαν με αναμφισβήτητα στοιχεία ότι εδώ βρισκόταν το περίφημο Ιερό του Άδη, που κατά μία σπάνια σύμπτωση, χρησιμοποιήθηκε από τους νεότερους για ένα παράλληλο σκοπό, την ταφή των νεκρών. Το οικοδόμημα αποτελείται από ένα μεγάλο πολυγωνικό περίβολο, το τέμενος, διαστάσεων 62,40 X 45,30 μ., με είσοδο στη βόρεια .πλευρά κι από το κυρίως ιερό, τετράγωνο οικοδόμημα (21,80 X 21,65 μ.), με εξαιρετικά παχύς (3,30 μ.) τους εξωτερικούς τοίχους θαυμάσιας πολυγωνικής κατασκευής. Το κυρίως ιερό περιλαμβάνει την κεντρική αίθουσα, διαστάσεων 15 X 42,5, και έξι δωμάτια τετράγωνα (42,5 X 42,5 μ.) τρία σε κάθε μια μακρά πλευρά.

Κάτω από την κεντρική μεγάλη αίθουσα υπάρχει μια όμοια υπόγεια, λαξευμένη στο βράχο, της όποιας την οριζόντια οροφή υποβαστάζουν 15 λίθινα τόξα. Η ανωδομία του υπεργείου μνημείου διατηρείται εις ύψος 3,25 μ., έτσι ώστε το ολικό ύψος από το δάπεδο της υπόγειας αίθουσας φθάνει τα 8 μ. περίπου. Η υπεράνω του λίθινου τοίχου ανωδομία αποτελείτο από ψημένα τούβλα και πηλό.

Για να φθάσει κανένας στην κεντρική αίθουσα του ιερού περνούσε από την βόρεια πύλη του τεμένους (Α’) και από εκεί διανύοντας πολλούς διαδρόμους, των οποίων η διάταξη δεν έχει ακόμα διευκρινιστεί, έφθανε στον ανατολικό διάδρομο κι ακολούθως στο νότιο, που είχε την μορφή σκοτεινού λαβυρίνθου με τρεις πύλες τοξωτές και σιδηρόφρακτες. Η ιδιόμορφη αυτή εσωτερική διαίρεση του τεμένους υποχρέωνε τον επισκέπτη να εκτελεί δαιδαλώδη πορεία στους σκοτεινούς διαδρόμους, που υπέβαλε την ιδέα της περιπλανήσεώς τους στο έρεβος του Άδη.

Από την ως τώρα έρευνα διαπιστώθηκαν τα εξής: Ο επισκέπτης, πριν περάσει μια είσοδο, που οδηγούσε στον ανατολικό διάδρομο, έριχνε πέτρα, για να προστατευθεί από την επικίνδυνη επήρεια των ψυχών, γιατί δεξιά της εισόδου υπήρχε μεγάλος σωρός λιθαριών. Στο δάπεδο του ανατολικού διάδρομου (ο εξωτερικός διάδρομος έχει κατολισθήσει), που έβλεπε προς τον παραρρέοντα Κωκυτό, υπήρχαν μερικοί μικροί βόθροι με άνθρακες, τέφρα και κομμένα κόκκαλα ζώων (προβάτων και βοδιών). Εδώ προφανώς προσφέρονταν έμπυρες θυσίες και ίσως χοές. Στο νότιο λαβύρινθο βρέθηκε συνεχές στρώμα από θραυσμένες πήλινες λεκάνες, χρονολογούμενες στον 3 – 2 π.Χ. αιώνα, για την προσφορά των λευκών αλφίτων του Ομήρου. Ακολούθως ο επισκέπτης έμπαινε στην κεντρική αίθουσα του ιερού. Εδώ βρέθηκε ένα δεύτερο συνεχές στρώμα από σπασμένα πήλινα αγγεία (κυρίως κύπελλα και αμφορείς) κι ένας δεύτερος σωρός λιθαριών. Εδώ λοιπόν ο επισκέπτης έριχνε μια δεύτερη αποτρόπαια πέτρα και πρόσφερε τις χοές , με τα στενόλαιμα αγγεία, τα οποία φαίνεται ότι τα έθραυε. Οι χοές σκοπό είχαν να φτάσουν από τις φυσικές οπές του λίθινου δαπέδου στην υπόγεια αίθουσα, στο ανάκτορο του θείου ζεύγους του Κάτω Κόσμου του Αϊδωνέα – Άδη και της Περσεφόνης. Εδώ βρισκόταν το τέρμα του σκοπού και επομένως εδώ εμφανίζονταν τα είδωλα των νεκρών, «τα αμενηνά κάρηνα καμόντων» του Ομήρου, τα όποια, αφού έπιναν από τις υγρές προσφορές κι έτρωγαν από τα άλευρα, αποχτούσαν συνείδηση και συνομιλούσαν με τους ζωντανούς. Πώς γίνονταν η εμφάνιση των ειδώλων δεν είναι γνωστό. Σ’ αυτό όμως θα συντελούσαν πολύ η πίστη, η ψυχική προετοιμασία και η δραστική υποβολή στην όποια υποβάλλονταν οι επισκέπτες κατά την περιπλάνηση τους στους σκοτεινούς διαδρόμους του ιερού του Άδη, ώσπου να φθάσουν στο ζοφερό βασίλειο του Άδη.

Από τα έξι τετράγωνα δώματα, αριστερά και δεξιά της κεντρικής αίθουσας, ανασκάφηκαν τέσσερα. Στα δάπεδά τους βρέθηκαν απανθρακωμένοι σωροί από σιτάρι, κριθάρι και μικροσκοπικά κουκιά (vicia faba equina) μιας ποικιλίας, άγνωστης σήμερα στην Ελλάδα, γνωστής όμως στην Αλγερία και από τους προϊστορικούς λιμναίους συνοικισμούς της Ελβετίας. Στο πρώτο δεξιά δωμάτιο υπήρχαν οι βάσεις από μερικά πιθάρια που περιείχαν προφανώς μέλι, γιατί όλη η επιφάνεια του δαπέδου ήταν κιτρινωπή και σκληρή, σαν να είχε διαποτισθεί από το υγρό αυτό. Στο ίδιο δωμάτιο βρέθηκαν δύο πήλινα ειδώλια της Περσεφόνης του 3 π.Χ. αι. κι ένα πήλινο ομοίωμα του Κέρβερου, του άγρυπνου φρουρού της εισόδου στον ‘Άδη. Η θεά φορεί την καλύπτρα και τον πάλο, στολισμένο με γιρλάντες από καρπούς, όλα σύμβολα της χθόνιας φύσης της. Η θεά έχει την ιερατική μεγαλοπρέπεια της βασίλισσας του Κάτω Κόσμου. Στο δεύτερο δυτικό δωμάτιο βρέθηκαν, μικρά αγγεία και πολλά αφιερώματα, που σχετίζονται με τη χθόνια λατρεία, υνιά, φτυάρια, δρεπάνια, τρίποδες, αιχμές βελών και δοράτων, χαλινάρια άλογων, κλειδιά όλα από σίδηρο, γιατί ο σίδηρος είχε ισχυρή αποτρόπαιη ενέργεια, λίθινοι μυλόλιθοι κι άλλα. Στο πρώτο δεξιά δωμάτιο υπήρχαν πήλινοι αμφορείς κι οκτώ μεγάλοι πίθοι με σφαλισμένα τα στόμια από κουρασάνι. Με την πυρπόληση όμως του ιερού, που πιθανότατα έγινε από τους Ρωμαίους (167 π. X.), τα τοιχώματα των πιθαριών διερράγησαν από την πίεση των αερίων, που δημιούργησαν τα θερμανθέντα υγρά. Στο δεύτερο δεξιά δωμάτιο βρέθηκαν συσσωρευμένα αγγεία, που περιείχαν κάποτε προσφορές, αμφορείς αναποδογυρισμένοι, μερικοί άθικτοι, πήλινες λεκανίδες, ένας πίθος και μία μεγάλη μαρμάρινη λεκάνη. Προφανώς λοιπόν τα δωμάτια αυτά αποτελούσαν τις αποθήκες του ιερού, που εναποθήκευαν τις διάφορες προσφορές.

Ο τύπος του ιερού, που χρονολογείται από την τοιχοδομία και τα ευρήματα στον 3 π.Χ. αιώνα, με το υπέργειο ιερό και την υπόγεια αίθουσα, ομοιάζει πολύ με τον ανατολικής καταγωγής ελληνιστικό τύπο του μαυσωλείου, με την υπόγεια αίθουσα την κρύπτη, για την ταφή, και το υπέργειο μνημείο (Ηρώο Μιλήτου, Μνημείο Πριήνης, Μνημείο Μαυσώλου), στις δυο πλευρές της όποιας προστέθηκαν βοηθητικοί χώροι για την αποθήκευση των προσφορών και ο νότιος λαβύρινθος. Ο τελευταίος μαζί με τους λοιπούς διαδρόμους αποτελούσε την φανταστική αναπαράσταση του σκαλιού λαβυρίνθου του Κάτω Κόσμου. Το όλο συγκρότημα περικλείσθηκε από ευρύχωρο τέμενος, απαραίτητο στοιχείο σε χθόνιας φύσεως ελληνικά ιερά και μάλιστα του Άδη.

Τα τελούμενα μέσα σ’ αυτό ομοιάζουν καταπληκτικά με την ομηρική περιγραφή με μόνη τη διαφορά ότι στην Οδύσσεια η θυσία κι η προσφορά των χοών και των αλεύρων τελούντο εις το αυτό σημείο, ενώ εδώ προσφέρονταν σε τρεις διαφορετικούς χώρους. Δεύτερο σημείο ενδιαφέρον είναι η άξια της ομηρικής τοπογραφίας. Ενώ δηλαδή ο ποιητής τοποθετεί την είσοδο του Άδη με την αοριστία του μύθου στη χώρα των Κιμμερίων, στην άκρη του μυθικού Ωκεανού, η ειδική περιγραφή φαίνεται να απηχεί το τοπίο του Αχέροντα. Κοντά στη θάλασσα, στη συμβολή του Κωκυτού στον Αχέροντα, όπου υπάρχει ένας βράχος. Γι’ αυτό δύσκολα μπορούμε να αρνηθούμε ότι το ιερό τούτο της προϊστορικής Εφύρας δεν χρησίμευσε για πρότυπο της ομηρικής περιγραφής, πράγμα που ήδη παρατήρησε τον 2 π.Χ. αιώνα και ο περιηγητής Παυσανίας (Α 17.5).

Από τις ανασκαφές του ιερού δεν προέκυψαν βέβαια ευρήματα αρχαιότερα του 3 π.Χ. αιώνα. Ολίγο όμως χαμηλότερα βρέθηκε αποθέτης με όστρακα μελανόμορφα και ερυθρόμορφα του 6 – 5 π. X. αι. και μια σειρά από πήλινα εδώλια θεάς, χθόνιας, που φορεί πάλο, τα όποια ανέρχονται ως τα μέσα περίπου του 6 αι., στα χρόνια του Περιάνδρου.

Η αρχαία θεία είναι η πρόγονος της ελληνιστικής Περσεφόνης. Η αποκάλυψη του νεκρομαντείου επιβεβαιώνει και την ταύτιση της ακρόπολης του Ξυλοκάστρου με την ομηρική Εφύρα κατά τρόπο αναμφισβήτητο.

Κατά πάσαν πιθανότητα η λατρεία του Άδη της Θεσπρωτίας ανέρχεται στους τελευταίους μυκηναϊκούς χρόνους και μεταφυτεύθηκε από την νότια 'Ελλάδα μαζί με τους Μυκηναίους αποίκους της Δυτ. Πελοποννήσου που εγκατέστησαν εκεί την αποικία Εφύρα τον 13 π.Χ. αι. Την άποψη αυτή στηρίζουν πολλές σοβαρές ενδείξεις, που δεν αποτελούν θέμα του παρόντος άρθρου. Δυο επομένως εκδοχές είναι δυνατές: Ή το ομηρικό ιερό καταστράφηκε με την οικοδόμηση του ελληνιστικού ή πρέπει να αναζητηθεί εκεί γύρω. Η παρουσία επί του λόφου εγχώριων προϊστορικών οστράκων μαρτυρεί για την ύπαρξη προϊστορικής ζωής στην περιοχή του ιερού.

Την ανάμνηση της αρχαιότατης λατρείας του Άδη, φαίνεται ότι διατήρησαν μέχρι σήμερα, μερικά τοπωνύμια της περιοχής «Αϊδωνάτι», που θυμίζουν το μυθικό όνομα του βασιλιά της Εφύρας, Αϊδωνέως, θεού του Κάτω Κόσμου. Επίσης το όνομα του Επισκόπου της Θεσπρωτικής Ευροίας, Αγίου Δονάτου, που έζησε στα χρόνια του Θεοδοσίου του Μεγάλου (τέλος 4 μ.Χ. αιώνα), ο οποίος κατά την παράδοση του 5 μ.Χ. αιώνα φόνευσε τον δράκοντα της περιοχής με μόνο το σημείο του Σταυρού, ίσως δεν είναι άσχετο με τον αγώνα της επικράτησης της χριστιανικής λατρείας. Ακόμη μέχρι σήμερα στη Θεσπρωτία οι διαβάτες, καθώς περνούν από σημείο γενομένου φόνου, ρίχνουν μια πέτρα για να προστατευθούν από τον νεκρό, όπως ακριβώς οι πρόγονοί μας επισκέπτες προ 22 αιώνων.

Κατά μία σπάνια εύνοια της τύχης η νικήτρια χριστιανική λατρεία ανέγειρε υστέρα από 20 αιώνες επάνω στο καταστραμμένο από πυρκαγιά «σκοτεινό ανάκτορο του Άδη και της φοβερής Περσεφόνης» (Όμηρος) ένα ταπεινό χριστιανικό ιερό, που μας διαφύλαξε άθικτο το μοναδικό στο είδος του ιερό του Άδη, του οποίου η ιστορία φαίνεται να ανεβαίνει στα ομηρικά χρόνια κι ίσως πιο πίσω, στα υστερομυκηναϊκά (13 π.Χ. αιώνας).


Πηγή: Λογοτεχνικό Περιοδικό Ενδοχώρα, Τεύχος (διπλό) 11-12 (1961).


Ο Σωτήρης Δάκαρης (1916-1996), ήταν αρχαιολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και για πολλά μεταπολεμικά χρόνια Διευθυντής της ΙΒ Εφορείας Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων.
Γεννήθηκε το έτος 1916. Το αρχαιολογικό ανασκαφικό του έργο είναι τεράστιο. Έγινε διεθνώς γνωστός από τις εξής ανασκαφικές εργασίες:
Ανάδειξη του Παλαιολιθικού Σπήλαιου Ασπροχάλικο Πρέβεζας (200.000 π.Χ.) και Καστρίτσα Ιωαννίνων, με τον Έρικ Χιγκς (Eric Higgs). Με την ανακάλυψη αυτή τεκμηριώθηκε μαζί με τον Άρη Πουλιανό (σπήλαιο Πετραλώνων 400.000 π.Χ.), ότι η ζωή στην Ευρώπη χρονολογικά αρχίζει από την Ελλάδα.
Ανακάλυψη του Αρχαίου Νεκρομαντείου του Αχέροντα, στο λόφο του χωριού Μεσοποτάμου (1950-1952).
Ανάδειξη της Αρχαίας Κασσώπης μετά τις ανασκαφές που έκανε με το Αρχαιολογικό ινστιτούτο του Βερολίνου (1970).
Ταυτοποίησε τα ονόματα των 4 Ηλειακών Ακροπόλεων του Ν. Πρέβεζας (Αρχαία Πανδοσία, Αρχαία Ελάτρεια, Αρχαίες Βατίες, Βουχέτιον και του Αρχαίου Ορράου).
Ήταν στενός φίλος με τον Νίκολας Χάμοντ και με αυτόν είχαν «σαρώσει με τα πόδια όλη την Ήπειρο», όπως δήλωσαν στο τελευταίο ντοκιμαντέρ της ΕΤ, που γυρίστηκε στη Δωδώνη το 1996, λίγο πριν πεθάνει.


Πηγή: wikipedia.org.

Δεν υπάρχουν σχόλια: