24 Σεπτεμβρίου 2021

Αλκαίος [Σχόλια και μετάφραση Τάκη Καρβέλη]

 
ΑΛΚΑΙΟΣ

Δε μπορούμε να ορίσουμε με ακρίβεια πότε ακριβώς γεννήθηκε και πότε πέθανε ο Αλκαίος. Γεννήθηκε στη Μυτιλήνη της Λέσβου και άκμασε περί το 610 π.χ. Για την περίοδο της ακμής συμπεραίνουμε στηριζόμενοι κυρίως στα ίδια του ποιήματα, ιδίως τα στασιωτικά (σ.σ. στασιωτικά: από το στάση: εξέγερση), που αναφέρονται σε σύγχρονά του ιστορικά γεγονότα, και σε άλλες μεταγενέστερες πληροφορίες. Ανήκε στην αριστοκρατική μερίδα της πατρίδας του κι αγωνίσθηκε με πάθος κατά των τυράννων Μελεάγρου, Μύρσιλου και του Πιττακού αργότερα. Επειδή πήρε μέρος σε αποτυχούσα απόπειρα για την κατάλυση της αρχής του Πιττακού, εκπατρίστηκε κι έζησε για καιρό μακριά απ’ την πατρίδα του. Κατόπιν όμως ξαναγύρισε, όταν ο Πιττακός του παραχώρησε αμνηστία.

1
Ω Απόλλων βασιλιά, του τρανού Δία βλαστάρι.

2
Χαίρε, ω αφέντη της Κυλλήνης, σένα η καρδιά μου
να υμνήσει θέλει, εσέ που πάνω σε κορφές αγνές
γέννησε η Μαία, με το γιον αφού έσμιξε του Κρόνου,
τον παντακράτορα.

3
... απ’ τους Θεούς το φοβερότερο
που γέννησε η ομορφοπέδιλη Ίρις,
μαζί με το χρυσόμαλλο Ζέφυρο αφού κοιμήθηκε.

4 (*)
Το σπαραγμό των ανέμων δεν κατανοώ·
τόνα το κύμα εδώ και τ’ άλλο εκεί κυλάει·
κι εμείς, καταμεσής, μες στο μαύρο
σκαμπανεβάζουμε καράβι
τσακισμένοι απ’ τη μεγάλη τρικυμία·
τα πάντα γέμισαν νερό
σχισμένο πέρα ως πέρα το πανί, 
διάτρητο,
χαλαρωθήκαν τα σκοινιά.

(*) Με το πλοίο εδώ υπονοείται η πολιτεία, που ταράσσεται από εμφύλιο σπαραγμό – παρομοίωση συνηθισμένη στους Αρχαίους κι αργότερα στους Λατίνους.
5
Το κύμα πάλι πιο πάνω απ’ τ’ άλλα αναρριχάται
και πολύ μόχθο σ’ εμάς θα δώσει να το αντλήσουμε 
σαν το καράβι πλημμυρίσει.

6
Τώρα όλοι πρέπει να μεθύσουν και με τη βία
να πίνουν· πέθανε ο Μύρσιλος.

7
Ούτε κι ο Ποσειδώνας έτσι
τον αλμυρό πόντο δεν ετράνταξε.

8
Ο Αίας βρέχει κι απ’ τον ουρανό τρικυμία μεγάλη 
φτάνει. Πάγωσαν των νερών τα ρείθρα.
Πολέμα το χειμώνα με ζέστη φωτιά, 
χύνε άφθονο γλυκό κρασί μες στα κροντήρια 
κι έπειτα σε προσκέφαλο απαλό 
τύλιξε τους κροτάφους.

9
Θέλω κάτι να πω, μα η ντροπή μ’ εμποδίζει.

10
Αγνή, ιοπλόκαμη Σαπφώ, γλυκογελούσα.

(σ.σ. ιοπλόκαμη: αυτή που έχει ιοειδής, δηλαδή μελανές, πλεξούδες) 

11
Ας πίνουμε, γιατί το αστέρι την πορεία του συνεχίζει.

12
Τον τιποτένιο Πιττακό, της πόλης της χρυσής
και της κακότυχης, έστησαν τύραννο
με μιαν όλη τους φωνή κι επευφημίες.

13
Ας πίνουμε ν’ ανάψουν τα λυχνάρια τι προσμένουμε;
Η μέρα σώνει. Φίλε μου, με σκαλιστές, μεγάλες κούπες 
κατέβαζε κρασί παυσίπονο, που ο γιος του Δία και της Σεμέλης 
χάρισε στους ανθρώπους· ως τα χείλη γιόμιζέ τες, 
μία προς δύο, κι η κούπα η μια την άλλη ας σπρώχνει.

14
Το μέγα δώμα αστράφτει από χαλκό· η αίθουσα όλη με λαμπρά 
κράνη του Άρη στολισμένη κι αλόγων λευκές φούντες, που από ψηλά τους 
γέρνουν προς τα κάτω, για των αντρών τις κεφάλες κοσμήματα· 
γύρω από ξύλινα καρφιά περικνημίδες χάλκινες, λαμπρές 
κρεμιούνται, πρόμαχοι στα ισχυρά βέλη, κι ακόμη θώρακες 
από λινάρι νέο και βαθουλές ασπίδες κάτω είναι ριχτές. 
Σπάθες, Χαλκιδικές κοντά τους κι άλλοι πολλοί, πολλοί χιτώνες. 
Τούτα μη λησμονάτε, μια και αγώνα φορτωθήκατε βαρύ.

15
Σαν τα πουλιά ζαρώσαν απ’ το φόβο τους 
μπροστά τους, ξαφνικά, αν φανεί το γρήγορο γεράκι.

16
Κρασί, διόπτρα των ανθρώπων.

17
Εύθυμο, δέξου με, τραγουδιστή, 
δέξου με, σε ικετεύω, 
ικετεύω.

ΣΧΌΛΙΟ ΣΤΟΝ ΑΛΚΑΙΟ: Σε δέκα βιβλία είχαν διαιρέσει οι Αλεξανδρινοί το ποιητικό έργο του Αλκαίου, που είναι γραμμένο στην Αιολική διάλεκτο. Κι όμως, απ’ όλον αυτό τον όγκο, μερικά μόνο ψήγματα ψυχής έφτασαν ως εμάς, αρκετά όμως για να βάλουμε τα χέρια μας επί τον τύπον των ήλων του μεγάλου του πάθους. Γιατί στον Αλκαίο μπορεί να λείπει ως ένα βαθμό η περιγραφική δύναμη, ν’ απουσιάζει η ζωγραφική ικανότητα, πίσω όμως από τους στίχους του ανακαλύπτουμε πάντοτε, τη μεγάλη του ψυχή, μια ψυχή ανάμεικτη με μίσος κι αγάπη. Μια στυγνή, πικρότατη, γεύση διαποτίζει τους στίχους των στασιωτικών του ποιημάτων, ένας συρφετός παθών αγωνίζεται να εκφραστεί. Σε όλη του τη ζωή δε θα ξεχάσει πώς είναι ένας ευπατρίδης, κι αυτή τη μνήμη θα τη διαχύσει στο έργο του, πολιτικό και ποιητικό. Ότι υποφέρει σαν πολίτης το βλέπομε, ότι σκέπτεται όμως, προ παντός, σαν ευπατρίδης, το διαπιστώνουμε συνεχώς. Γιατί, πίσω απ’ τον εχθρό του δήμου αριστοκράτη, τον προσκολλημένο στις υψηλές παραδόσεις της πατρογονικής του κληρονομιάς, σαλεύει μια πρωτογονική μέθη, διάθεση χολερική, έτοιμη να σκυλεύσει και τα πτώματα.
Τώρα όλοι πρέπει να μεθύσουν και με τη βία 
να πίνουν· πέθανε ο Μύρσιλος.
Πρέπει όμως να του το αναγνωρίσουμε: είναι όλος πάθος. Όχι μόνο στον πολιτικό τομέα, αλλά και στον καθαρά ανθρώπινο, εκεί που χρειάζεται, να ‘χεις μα ζεστή καρδιά, για να γράψεις. Κι απ’ τους στίχους, που σώθηκαν, τους τόσο λίγους, διαπιστώνουμε πως ο Αλκαίος είναι μια ψυχή γεμάτη διάχυση, με μιαν ακατανίκητη ορμή προς τη ζωή, τη ζωή των μικροαπολαύσεων, του γλεντιού, του κεφιού. Συμπτώματα, βέβαια των καιρών. Βλέπομε πάντως στους στίχος του αυτή τη μέθη της καρδιάς, αυτή την αιώνια ψυχική κάμψη, τους αισθανόμαστε σα δάχτυλα ρικνά (σ.σ. ρυτιδιασμένα) που βυθίζονται μέσα μας 
Εύθυμο, δέξου με, τραγουδιστή, 
δέξου με, σε ικετεύω,
ικετεύω.


Πηγή: Λογοτεχνικό Περιοδικό Ενδοχώρα, Τεύχος (διπλό) 13-14 (1961).

Δεν υπάρχουν σχόλια: