25 Σεπτεμβρίου 2021

«Ο μουσικοσυνθέτης Μπερνστάιν» του Σάκη Παπαδημητρίου, και το κείμενο «Ο μέσος όρος», του Leonard Bernstein, σε μετάφραση Σάκη Παπαδημητρίου.


Ο ΜΟΥΣΙΚΟΣΥΝΘΕΤΗΣ ΜΠΕΡΝΣΤΑΙΝ

Ο μουσικοσυνθέτης Λέοναρντ Μπερνστάιν γεννήθηκε το 1918. Σπούδασε στο Χάρβαρντ και υπήρξε μαθητής του Πίστον και άλλων συνθετών. Ήδη μόλις 25 ετών διευθύνει την Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης σαν αναπληρωτής του Μπρούνο Βάλτερ. Την ίδια χρονιά (1943 — 44) η συμφωνία του «Ιερεμίας» κερδίζει το πρώτο βραβείο μουσικής του «Κύκλου των κριτικών» της Νέας Υόρκης κ’ έτσι ο Μπερνστάιν αρχίζει να γίνεται γνωστός σαν συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας, ενώ αργότερα εμφανίζεται και ως πιανίστας. Ανήσυχη φύση, γράψει την περίφημη συμφωνία του «Αιώνας της αγωνίας», επηρεασμένος βαθιά απ’ την τζαζ. Πολύπλευρο ταλέντο, γράφει, όπερα, οπερέτα, μπαλέτο, μουσική κωμωδία, κύκλους από τραγούδια, όπως τα «5 παιδικά τραγούδια», «Μισώ τη μουσική» κ.α. Επίσης γράψει για κουαρτέτα εγχόρδων, μουσική για πνευστά, αντιφασιστικά τραγούδια με δικά του λόγια, μουσική επένδυση σε διάφορα φιλμ, όπως στο «Λιμάνι της αγωνίας» του Καζάν, και συνθέτει μουσική τζαζ. Στο διάστημα αυτό διδάσκει στο πανεπιστήμιο Μπράνταϊς, εμφανίζεται στην τηλεόραση με αναλυτικές ομιλίες και παραστάσεις για τη μουσική — κλασσική και σύγχρονη —, γράφει άρθρα και δίνει διαλέξεις. Από το 1957 είναι μόνιμος διευθυντής της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης — αντικαθιστώντας τον Μητρόπουλο — με την οποία έχει γυρίσει πολλά μέρη του κόσμου παίζοντας κλασική και σύγχρονη μουσική. Τον Αύγουστο του 1959 επισκέφτηκε την Ελλάδα και έδωσε δύο συναυλίες, στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη.
Το 1960 θέλοντας να πρωτοπορήσει στην τζαζ χρησιμοποιεί στις συνθέσεις του την Φιλαρμονική της Ν. Υόρκης και το κουαρτέτο Ντέιβ Μπρούμπεκ, μια απ’ τις πιο γνωστές μικρές ορχήστρες μοντέρνας τζαζ.
Έγραψε επίσης το βιβλίο «Η χαρά της μουσικής» που τυπώθηκε έξι φορές από το 1954.


Ο ΜΕΣΟΣ ΟΡΟΣ

Από μικρό παιδί, θυμάμαι, μιλούσα για τη μουσική με φίλους, συνάδελφους, καθηγητές, μαθητές και με απλούς ανθρώπους· τα τελευταία όμως χρόνια άρχισα να κάνω σχετικές ομιλίες κι έτσι μπήκα κι εγώ στη μακρά σειρά των καλοπροαίρετων, αλλά αποτυχημένων γενικά ανθρώπων, που προσπάθησαν να ερμηνεύσουν το μοναδικό φαινόμενο της ανθρώπινης αντίδρασης στον οργανωμένο ήχο. Είναι σχεδόν σαν να προσπαθούμε να εξηγήσουμε μια ιδιοτροπία της φύσης. Τελικά πρέπει κάνεις να παραδεχτεί απλά, ότι οι άνθρωποι ευχαριστιούνται ακούγοντας τον οργανωμένο ήχο, ότι αυτή η απόλαυση μπορεί να πάρει τη φόρμα όλων των ειδών των αντιδράσεων, από το ζωώδη ερεθισμό μέχρι την πνευματική έκσταση, και ότι οι άνθρωποι που μπορούν να οργανώνουν ήχους με τέτοιο τρόπο που να προκαλούν τις πιο εκστασιακές αντιδράσεις ονομάζονται κοινώς μεγαλοφυίες. Αυτά τα αξιώματα δε μπορούν να αμφισβητηθούν ούτε να εξηγηθούν.

Έχουν γραφτεί περισσότερες λέξεις για την «Ηρωική συμφωνία» απ’ τις νότες της· φαντάζομαι, μάλιστα, ότι η αναλογία των λέξεων με τις νότες, αν μπορούσε να πετύχει κανείς ένα σωστό μέτρημα, θα ήταν καταπληκτική. Κι όμως, έχει ποτέ κανείς «εξηγήσει» πετυχημένα την «Ηρωική συμφωνία»; Μπορεί κανείς να εξηγήσει σε απλό πεζό λόγο το θαύμα της μιας νότας πού συμπίπτει με μια άλλη, έτσι ώστε να αισθανθούμε πώς ακριβώς πρέπει να ‘ναι οι νότες; Φυσικά όχι. Όσο ορθολογιστές κι αν ομολογούμε ότι είμαστε σταματούμε ανίκανοι στα σύνορα αυτής της μουσικής έκστασης. Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι πρόκειται για «μυστήριο» ή «μαγεία».

Οι μεγαλύτεροι ορθολογιστές της ιστορίας παραδέχτηκαν ότι υπάρχει ένα λεπτό μυστικό πέπλο στις συζητήσεις τους για το αντικείμενο της μουσικής, αναγνωρίζοντας τον αρμονικό και ολοκληρωτικά ικανοποιητικό συνδυασμό των μαθηματικών και της «μαγείας», που είναι η μουσική. Ο Πλάτων και ο Σωκράτης ήξεραν ότι η μελέτη της μουσικής αποτελεί μια απ’ τις σπουδαιότερες μεθόδους πειθαρχίας του πνεύματος για τους νέους και επέμειναν σ’ αυτή σα «σίνε κβα νον» (σ.σ. sine qua non: εκ των ων ουκ άνευ) της εκπαίδευσης· ακριβώς γι' αυτήν την αιτία, επειδή δηλ. συνδύαζε τις ιδιότητες του επιστημονικού και «πνευματικού». Κι όμως ο Πλάτων, όταν μιλά για τη μουσική περιφέρεσαι σε μάταιες γενικεύσεις για την αρμονία, την αγάπη, το ρυθμό και για κείνες τις θεότητες που μπορούσαν, όπως φαίνεται, να μεταφέρουν μια μελωδία. Ήξερε όμως ότι τα θούρια έσπρωχναν τους στρατιώτες στη μάχη – καθένας το ήξερε αυτό — και ότι ορισμένες ελληνικές μελωδίες για την αγάπη, τον πόλεμο, τα συμπόσια ή την στέψη ενός αθλητή ήταν καλύτερες από άλλες. Όπως και οι Ινδοί με τις μαθητικά πολύπλοκες κλίμακες, τους ρυθμούς και τις «γιάγκα» τους (Μια ινδική μουσική κλίμακα. Ο όρος όμως αυτός προσδιορίζει μόνο τις νότες που την αποτελούν, αλλά και διάφορες μελωδίες που δένονται μ’ αυτή) ξέρουν ότι ορισμένες είναι για τις πρωινές ώρες ή τη δύση του ήλιου, άλλες για τις κακοκαιρίες. Κανένας όμως μαθηματικός υπολογισμός δε μπορεί να το εξηγήσει.

Και στις μέρες μας ακόμα αντιμετωπίζουμε αυτό το εμπόδιο της «μαγείας». Προσπαθούμε να επιστημονικολογούμε με τον πολύπλοκο τρόπο μας — να μεταχειριζόμαστε αρχές της φυσικής, της ακουστικής, των μαθηματικών και τυποποιημένη λογική. Χρησιμοποιούμε φιλοσοφικές μεθόδους σαν τον εμπειρισμό και την τελεολογία. Τι πετυχαίνουν όμως για μας; Οι «μαγικές» ερωτήσεις μένουν ακόμα αναπάντητες. Μπορούμε να προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε π.χ. το «σχήμα» ενός θέματος οπό κουαρτέτο του Μπετόβεν λέγοντας ότι ακολουθεί το τυπικό πρότυπο της σύνθεσης, ότι δηλ. υπάρχει μια μικρή μουσική φράση (θέση) που την ακολουθεί μια «ερωτηματική απάντηση» (αντίθεση) που την ακολουθεί μια ανάπτυξη που βγαίνει από τη σύγκρουση των δύο (σύνθεση). Οι Γερμανοί ονομάζουν τη φόρμα αυτή «στάλλεν». Άλλο τη λένε «συλλογιστική». Λόγια, λόγια, λόγια. Γιατί είναι όμορφο το θέμα; Εδώ είναι η δυσκολία. Μπορούμε να βρούμε εκατό θέματα με το ίδιο σχήμα, ή βασισμένα σε παραλλαγές αυτού του πρότυπου, ένα όμως ή δύο θα είναι «όμορφα».

Όταν ήμουνα στο Χάρβαρντ ο καθηγητής Μπέρκχοφ είχε τυπωθεί ένα σύστημα αισθητικής αξιολόγησης — στην πραγματικότητα προσπαθούσε να αναπτύξει ένα μαθηματικό σύστημα, με το όποιο να μπορεί να αποδοθεί μια βαθμολόγηση της ομορφιάς με ένα σταθερό δεδομένο αισθητικής αξίας. Ήταν μια ευγενική προσπάθεια, αλλά όταν όσα λέγονταν μπήκαν σ’ ενέργεια φθάσαμε σ’ αδιέξοδο. Οι πέντε ανθρώπινες αισθήσεις είναι ικανές να μετρήσουν τα αντικείμενα ως ένα ορισμένο σημείο (το μάτι μπορεί να διαπιστώσει ότι το «Χ» έχει δύο ουρές εν σχέση με τo «Υ» πού έχει μόνο μία και το αυτό μπορεί να ξεχωρίσει ότι ένα τρομπόνι παίζει πιο δυνατά από ένα άλλο)· μπορούν όμως να μετρηθούν οι ίδιες οι αισθητικές αντιδράσεις των αισθήσεων; Αν η «Ηρωική συμφωνία» πάρει βαθμό 3, 2 τι βαθμό θα δώσετε στον «Τριστάνδο και την Ίζόλδη» ή σ’ ένα μονοσέλιδο πρελούδιο του Μπαχ;

Μπερδευόμαστε. Χρησιμοποιούμε επιστημονικές μεθόδους στην προσπάθειά μας να εξηγήσουμε «μαγικά» φαινόμενα με πράξεις, δυνάμεις, μάζα κι ενέργεια. Μα απλούστατα δε μπορούμε να εξηγήσουμε την ανθρώπινη αντίδραση σ’ αυτά τα φαινόμενα. Η φυσική μπορεί να «εξηγήσει» τις θύελλες, μπορεί όμως να «εξηγήσει» το φόβο, με τον όποιο αντιδρούν οι άνθρωποι σ’ αυτό; Κι αν ακόμα μπορεί, με την παραδεδεγμένη ανεπαρκή ορολογία της ψυχολογίας, πώς εξηγεί η φυσική την αίσθηση του μεγαλείου που αισθανόμαστε σε μια θύελλα· χωρίζοντας την μήπως σε μέρη; Τρία μέρη ηλεκτρική διέγερση, ένα μέρος ακουστικός ερεθισμός, ένα μέρος οπτικός ερεθισμός, τέσσερα μέρη αισθήματα αναγνωρίσεως και άλλα δυο μέρη θαυμασμού για τις παντοδύναμες δυνάμεις — ένα απίθανο κοκτέιλ.

Μερικοί άνθρωποι όμως έχουν εξηγήσει το μεγαλείο της θύελλας — πού και πού και με διαφορετικούς βαθμούς επιτυχίας — αυτοί οι άνθρωποι ονομάζονται ποιητές. Μόνον οι καλλιτέχνες μπορούν να εξηγήσουν τη «μαγεία» μόνον η τέχνη μπορεί να υποκαταστήσει τη φύση. Με το ίδιο τεκμήριο, μόνο η τέχνη μπορεί να υποκαταστήσει την τέχνη. Και έτσι ο μόνος τρόπος με τον όποιο μπορεί κανείς πράγματι να πει κάτι για τη μουσική είναι να γράψει μουσική.

Προχωρούμε ακόμα στην προσπάθεια μας να ρίξουμε λίγο φως στο μυστήριο. Υπάρχει μια ανθρώπινη τάση να ξεκαθαρίζουμε, να σκεφτόμαστε ορθολογιστικά, να κρίνουμε, να αναλύουμε, να περιορίζουμε, να περιγράφουμε. Υπάρχει επίσης μια τάση να «πουλάμε» μουσική· την τάση αυτή την προσκάλεσε η μεταβολή της μουσικής των τελευταίων διακοσίων ετών σε βιομηχανία. Σχηματίστηκαν ξαφνικά μαζικές αγορές, μια τεράστια βιομηχανία: δίσκων, επαγγελματίες με σταδιοδρομία, ευγενική άμιλλα, μουσικά επιμελητήρια κ.λπ. Κι από όλα αυτά βγήκε κάτι που ονομάστηκε «εκτίμηση της μουσικής» και που είναι στην πραγματικότητα η εμπορική αξιοποίηση της μουσικής. Χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να «πουλήσει» μουσική — δόλο, δεκαρολογία, κολακεία, υπεραπλοποίηση, άσχημη ψυχαγωγία, απίθανες ιστορίες, όλα αυτά για να διατηρήσει την μουσική επιχείρηση.

Η εμπορική εκμετάλλευση της μουσικής λειτουργεί με δυο μορφές ανάλογα με το ακροατήριο — η μια είναι από βλακώδης απ’ την άλλη. Η πρώτη μορφή έχει ποικιλία: από «πουλιά, μελίσσια και ποταμάκια». Μετατρέπει κάθε νότα, μουσική φράση ή συγχορδία σε σύννεφο, κατσάβραχο ή Κοζάκο. Διηγλυκερές ιστορίες για τους μεγάλους συνθέτες — είτε ψεύτικες είτε άσχετες.

Η δεύτερη μορφή αφορά την ανάλυση — μια σοβαρή, αξιέπαινη προσπάθεια που είναι το ίδιο ξερή και ανιαρή όσο και η πρώτη. Είναι του είδους «τώρα παίζεσαι το θέμα ανάποδα από το δεύτερο όμποε». Ένα εγγυημένο υπνωτικό. [...]. Διηγείται γλυκερές ιστορίες για τους μεγάλους συνθέτες - είτε ψεύτικες είτε άσχετες.

Ευτυχώς όλα όσα γράφτηκαν για τη μουσική δεν περιορίζονται στο επίπεδο της «εκτίμησης της μουσικής» (της εμπορικής της εκμετάλλευσης). Υπάρχουν συγγράφεις που έχουν νοήματα, αλλά μόνο για άλλους μουσικούς ή καλλιεργημένους ερασιτέχνες. Κάθε τόσο εμφανίζεται ένας που δεν είναι μουσικός και που δεν είναι μουσικός και που κατορθώνει να μιλήσει στον απλό άνθρωπο για την εσωτερική όψη της μουσικής, κι όχι μόνο για ρυθμούς, μελωδικά περίμετρα ή απλές αρμονικές διαδοχές. Αυτοί οι άνθρωποι είναι σπάνιοι και ανεκτίμητοι. Ο Πλάτων έχει λίγες στιγμές όπως και ο Σαίξπηρ. Ορισμένοι μυθιστοριογράφοι, όπως ο Τόμας Μαν και ο Χάξλεϊ, έχουν γράψει αξιομνημόνευτες παραγράφους, ή και κεφάλαια ακόμα, για μουσικά ζητήματα.

Η «έννοια» στη μουσική έχει απασχολήσει τους αισθητικούς, τους μουσικούς και τους φιλόσοφους επί πολλούς αιώνες. Οι διατριβές πληθαίνουν και συνήθως πετυχαίνουν να προσθέσουν μόνο περισσότερα λόγια σ’ ένα ακαθάριστο ήδη ζήτημά. Σ’ όλη αυτή τη μάζα του υλικού μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερα είδη «έννοιας» στη μουσική:
1) Διηγηματική — λογοτεχνική έννοια («Τιλλ Γιούλενσπίγκελ», του Ριχάρδου Στράους, «Ο μαθητευόμενος μάγος» του Ντικά).
2) Ατμοσφαιρική — περιγραφική έννοια («Η θάλασσα» του Βον, «Εικόνες σε μια έκθεση» του Μουσόργκσκι).
3) Συγκινητική - αντιδραστική έννοια, όπως ο θρίαμβος, ο πόνος, ο πόθος, η μετάνοια, η χαρά, η μελαγχολία, ο φόβος — τα πιο αντιπροσωπευτικά του ρομαντισμού του 19ου αιώνα.
4) Καθαρή ή απόλυτη έννοια.
Απ’ αυτά τα είδη μόνο το τελευταίο αξίζει μουσική ανάλυση. Τα πρώτα τρία μπορούν να περιέχουν στοιχεία που είναι καλό να τα ξέρει κανείς (αν ο συνθέτης τους τα έθεσε σκόπιμα)· απ’ την άλλη μεριά έχουν ενδιαφέρον μόνον σαν αυθαίρετες δικαιολογίες ή για εμπορικούς λόγους. Αν θέλουμε να «εξηγήσουμε» τη μουσική, πρέπει να εξηγήσουμε  τ η ν  ί δ ι α  τ η  μ ο υ σ ι κ ή  κι όχι όλη τη σειρά των εξωμουσικών σκέψεων (του κριτικού) που αναπτύχτηκαν σαν παράσιτα γύρω απ’ αυτήν.

Αυτό όμως κάνει εξαιρετικά δύσκολη τη μουσική ανάλυση για τον απλό άνθρωπο. Οπωσδήποτε δε μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αποκλειστικά μουσική ορολογία ή απλώς να φύγουμε έξω απ’ το θέμα. Πρέπει να έχουμε για καταφύγιο ορισμένες εξωμουσικές ιδέες όπως η θρησκεία, οι κοινωνικοί ή ιστορικοί παράγοντες, που μπορεί να έχουν επηρεάσει τη μουσική. Υπάρχει ένας «μέσος όρος» κάπου ανάμεσα απ’ την «εκτίμηση της μουσικής» και της απόλυτα ειδικευμένης συζήτησης· είναι δύσκολο να βρεθεί, άλλα είναι δυνατό να βρεθεί.

Είναι αυτή η βεβαιότητα, ότι μπορεί να βρεθεί ο «μέσος όρος», που μου δίνει το θάρρος να μιλήσω για τη μουσική απ’ την τηλεόραση, σε δίσκους και σε δημόσιες διαλέξεις. Όσες φορές αισθάνομαι ότι πέτυχα είναι γιατί ίσως βρήκα αυτόν τον «μέσο όρο». Και δεν είναι δυνατό να τον βρει κανείς δίχως την πεποίθηση ότι το κοινό δεν είναι ένα μεγάλο κτήνος, άλλα ένας νοήμων οργανισμός που συχνά διψά για μάθηση. Έτσι, όποτε είναι δυνατό, προσπαθώ να μιλώ για την ίδια τη μουσική — τις νότες της μουσικής — κι όταν χρειάζονται εξωμουσικές έννοιες, για παραπεμπτικούς ή ερμηνευτικούς λόγους, προσπαθώ να διαλέγω έννοιες που είναι μουσικά σχετικές, όπως εθνικές τάσεις ή πνευματική ανάπτυξη, που μπορεί να υπήρξαν μέρος της ίδιας της σκέψης του συνθέτη. Εξηγώντας την τζαζ π.χ., απέφυγα τις συνηθισμένες ψευτοϊστορικές ερμηνείες και συγκεντρώθηκα σε κείνα τα στοιχεία της μελωδίας, της αρμονίας, του ρυθμού κ.τ.λ., που κάνουν την τζαζ διαφορετική από όλη την άλλη μουσική. Μιλώντας για τον Μπαχ αναγκάστηκα να κάνω παραπομπές στις πνευματικές του πεποιθήσεις, πάντοτε όμως σχετικά με τις νότες που παρήγαγε. Μ’ άλλα λόγια, η εκτίμηση της μουσικής δεν είναι απαραίτητο να είναι εμπορική εκλαΐκευση. Το εξωμουσικό είδος της παραπομπής μπορεί να φανεί χρήσιμο αν μπει στην υπηρεσία της εξήγησης των νοτών. Και η ποικιλία του «πίνακα των θεμάτων» μπορεί να φανεί χρήσιμη αν λειτουργήσει μαζί με μια κεντρική ιδέα που μπορεί να προκαλέσει το  ενδιαφέρον του ακροατή. Εδώ ακριβώς βρίσκεται ο μέσος όρος.


Πηγή: Λογοτεχνικό Περιοδικό Ενδοχώρα, Τεύχος (διπλό) 13-14 (1961).

Δεν υπάρχουν σχόλια: