XIII
La sera del dì di festa
La sera del dì di festa
Dolce e chiara è la notte e senza vento,
E queta sovra i tetti e in mezzo agli orti
Posa la luna, e di lontan rivela
Serena ogni montagna. O donna mia,
Già tace ogni sentiero, e pei balconi
Rara traluce la notturna lampa:
Tu dormi, che t'accolse agevol sonno
Nelle tue chete stanze; e non ti morde
Cura nessuna; e già non sai né pensi
Quanta piaga m'apristi in mezzo al petto.
Tu dormi: io questo ciel, che sì benigno
Appare in vista, a salutar m'affaccio,
E l'antica natura onnipossente,
Che mi fece all'affanno. A te la speme
Nego, mi disse, anche la speme; e d'altro
Non brillin gli occhi tuoi se non di pianto.
Questo dì fu solenne: or da' trastulli
Prendi riposo; e forse ti rimembra
In sogno a quanti oggi piacesti, e quanti
Piacquero a te: non io, non già ch'io speri,
Al pensier ti ricorro. Intanto io chieggo
Quanto a viver mi resti, e qui per terra
Mi getto, e grido, e fremo. Oh giorni orrendi
In così verde etate! Ahi, per la via
Odo non lunge il solitario canto
Dell'artigian, che riede a tarda notte,
Dopo i sollazzi, al suo povero ostello;
E fieramente mi si stringe il core,
A pensar come tutto al mondo passa,
E quasi orma non lascia. Ecco è fuggito
Il dì festivo, ed al festivo il giorno
Volgar succede, e se ne porta il tempo
Ogni umano accidente. Or dov'è il suono
Di que' popoli antichi? or dov'è il grido
De' nostri avi famosi, e il grande impero
Di quella Roma, e l'armi, e il fragorio
Che n'andò per la terra e l'oceano?
Tutto è pace e silenzio, e tutto posa
Il mondo, e più di lor non si ragiona.
Nella mia prima età, quando s'aspetta
Bramosamente il dì festivo, or poscia
Ch'egli era spento, io doloroso, in veglia,
Premea le piume; ed alla tarda notte
Un canto che s'udia per li sentieri
Lontanando morire a poco a poco,
Già similmente mi stringeva il core.
Το απόβραδο της γιορτινής μέρας
E queta sovra i tetti e in mezzo agli orti
Posa la luna, e di lontan rivela
Serena ogni montagna. O donna mia,
Già tace ogni sentiero, e pei balconi
Rara traluce la notturna lampa:
Tu dormi, che t'accolse agevol sonno
Nelle tue chete stanze; e non ti morde
Cura nessuna; e già non sai né pensi
Quanta piaga m'apristi in mezzo al petto.
Tu dormi: io questo ciel, che sì benigno
Appare in vista, a salutar m'affaccio,
E l'antica natura onnipossente,
Che mi fece all'affanno. A te la speme
Nego, mi disse, anche la speme; e d'altro
Non brillin gli occhi tuoi se non di pianto.
Questo dì fu solenne: or da' trastulli
Prendi riposo; e forse ti rimembra
In sogno a quanti oggi piacesti, e quanti
Piacquero a te: non io, non già ch'io speri,
Al pensier ti ricorro. Intanto io chieggo
Quanto a viver mi resti, e qui per terra
Mi getto, e grido, e fremo. Oh giorni orrendi
In così verde etate! Ahi, per la via
Odo non lunge il solitario canto
Dell'artigian, che riede a tarda notte,
Dopo i sollazzi, al suo povero ostello;
E fieramente mi si stringe il core,
A pensar come tutto al mondo passa,
E quasi orma non lascia. Ecco è fuggito
Il dì festivo, ed al festivo il giorno
Volgar succede, e se ne porta il tempo
Ogni umano accidente. Or dov'è il suono
Di que' popoli antichi? or dov'è il grido
De' nostri avi famosi, e il grande impero
Di quella Roma, e l'armi, e il fragorio
Che n'andò per la terra e l'oceano?
Tutto è pace e silenzio, e tutto posa
Il mondo, e più di lor non si ragiona.
Nella mia prima età, quando s'aspetta
Bramosamente il dì festivo, or poscia
Ch'egli era spento, io doloroso, in veglia,
Premea le piume; ed alla tarda notte
Un canto che s'udia per li sentieri
Lontanando morire a poco a poco,
Già similmente mi stringeva il core.
Το απόβραδο της γιορτινής μέρας
Γλυκιά και φωτεινή που είναι η νύχτα
Και δίχως να φυσάει τ’ αγέρι,
Και ήσυχο πάνω από τις στέγες
Και στη μέση των λαχανόκηπων
Προβάλλει το φεγγάρι, κι από μακριά γαλήνια
Αποκαλύπτεται κάθε βουνοκορφή. Ω ψυχή μου,
Τώρα σωπαίνει κάθε δρομάκι, κι απ’ τα μπαλκόνια
Σπάνια το φωτίζει η λάμπα η νυχτερινή:
Κοιμάσαι, ως σε καλωσόρισε για ελαφρό ύπνο
Στις ήσυχες κάμαρες. Και δεν σου δαγκώνει το σώμα
Καμία θεραπεία. Και πάλι δεν ξέρεις, ούτε σκέφτεσαι,
Ποια η πληγή που μου άνοιξες στη μέση του στήθους μου.
Κοιμάσαι: Εγώ, αυτός ο παράδεισος, τόσο ευνοϊκός
Εμφανίζεται στην όψη, κι εγώ για να χαιρετίσω
Ρίχνω μια ματιά από ψηλά,
Και να! η αρχαία παντοδύναμη φύση,
Που με βάζει σε μπελά. Σε σένα αρνούμαι
Την ελπίδα, μου είπε, ακόμη και την ελπίδα. Κι εξ άλλου
Τα μάτια σου δεν έλαμψαν παρά μόνο απ’ το κλάμα.
Αυτή η μέρα ήταν πανηγυρική: τώρα απ’ τη διασκέδαση
Ξεκουράσου: και ίσως να θυμάσαι
Σαν σε όνειρο σε πόσους άρεσες σήμερα και πόσοι
Σου αρέσαν: εμένα όχι, όχι πως έχω κάποια προσδοκία,
Απευθύνομαι απλά στη σκέψη σας. Εν τω μεταξύ, ρωτάω
Πόσο μού μένει να ζήσω, εδώ στη γη και
Και δίχως να φυσάει τ’ αγέρι,
Και ήσυχο πάνω από τις στέγες
Και στη μέση των λαχανόκηπων
Προβάλλει το φεγγάρι, κι από μακριά γαλήνια
Αποκαλύπτεται κάθε βουνοκορφή. Ω ψυχή μου,
Τώρα σωπαίνει κάθε δρομάκι, κι απ’ τα μπαλκόνια
Σπάνια το φωτίζει η λάμπα η νυχτερινή:
Κοιμάσαι, ως σε καλωσόρισε για ελαφρό ύπνο
Στις ήσυχες κάμαρες. Και δεν σου δαγκώνει το σώμα
Καμία θεραπεία. Και πάλι δεν ξέρεις, ούτε σκέφτεσαι,
Ποια η πληγή που μου άνοιξες στη μέση του στήθους μου.
Κοιμάσαι: Εγώ, αυτός ο παράδεισος, τόσο ευνοϊκός
Εμφανίζεται στην όψη, κι εγώ για να χαιρετίσω
Ρίχνω μια ματιά από ψηλά,
Και να! η αρχαία παντοδύναμη φύση,
Που με βάζει σε μπελά. Σε σένα αρνούμαι
Την ελπίδα, μου είπε, ακόμη και την ελπίδα. Κι εξ άλλου
Τα μάτια σου δεν έλαμψαν παρά μόνο απ’ το κλάμα.
Αυτή η μέρα ήταν πανηγυρική: τώρα απ’ τη διασκέδαση
Ξεκουράσου: και ίσως να θυμάσαι
Σαν σε όνειρο σε πόσους άρεσες σήμερα και πόσοι
Σου αρέσαν: εμένα όχι, όχι πως έχω κάποια προσδοκία,
Απευθύνομαι απλά στη σκέψη σας. Εν τω μεταξύ, ρωτάω
Πόσο μού μένει να ζήσω, εδώ στη γη και
Ορμάω, ουρλιάζω κι ανατριχιάζω. Ω φρικτές μέρες
Σε μια τόσο χλωρή ηλικία! Ωχ, στο δρόμο
Δεν ακούω για πολύ το μοναχικό τραγούδι
Από τον δουλευτή, που πάει αργά το βράδυ,
Μετά τις διασκεδάσεις, στο φτωχικό κατάλυμά του.
Κι από περηφάνεια σφίγγεται η καρδιά μου,
Σκεπτόμενος πώς όλα περνούν σ’ αυτό τον κόσμο,
Και σχεδόν κανένα χνάρι δεν μένει πίσω. Εδώ τράπηκε σε φυγή
Η ημέρα η γιορτινή και τη γιορτή διαδέχεται
Η συνηθισμένη μέρα και τότε ο χρόνος φέρνει εκεί
Κάθε ατύχημα του ανθρώπου. Τώρα πού είναι ο ήχος
Από κείνους τους αρχαίους λαούς;
Τώρα πού είναι η κραυγή απ’ τους διάσημους προγόνους μας
Και τη μεγάλη αυτοκρατορία
Της Ρώμης εκείνης, και τα όπλα, και ο βρυχηθμός,
Τι συνέβη στη στεριά και στον ωκεανό;
Όλα καταλήγουν να γίνουν ειρήνη και σιωπή
Κι όλος ο κόσμος αναπαύεται,
Κι οι περισσότεροι από αυτούς δεν συλλογιούνται.
Στην άγουρη ηλικία μου, περίμενα
Ανυπόμονα τη μέρα της γιορτής, και μετά
Όταν αυτή πια έσβηνε, χανόταν, εγώ με πόνο, ξύπνιος,
Πίεζα το κοντύλι μου, το ένα μετά το άλλο. Κι αργά το βράδυ
Ένα τραγούδι που ηχούσε στα μονοπάτια
Έσβηνε ξεμακραίνοντας αργά αργά, έτσι
Όμοια τώρα, κι η καρδιά μου, πώς τη νιώθω πια να σφίγγει!
Σε μια τόσο χλωρή ηλικία! Ωχ, στο δρόμο
Δεν ακούω για πολύ το μοναχικό τραγούδι
Από τον δουλευτή, που πάει αργά το βράδυ,
Μετά τις διασκεδάσεις, στο φτωχικό κατάλυμά του.
Κι από περηφάνεια σφίγγεται η καρδιά μου,
Σκεπτόμενος πώς όλα περνούν σ’ αυτό τον κόσμο,
Και σχεδόν κανένα χνάρι δεν μένει πίσω. Εδώ τράπηκε σε φυγή
Η ημέρα η γιορτινή και τη γιορτή διαδέχεται
Η συνηθισμένη μέρα και τότε ο χρόνος φέρνει εκεί
Κάθε ατύχημα του ανθρώπου. Τώρα πού είναι ο ήχος
Από κείνους τους αρχαίους λαούς;
Τώρα πού είναι η κραυγή απ’ τους διάσημους προγόνους μας
Και τη μεγάλη αυτοκρατορία
Της Ρώμης εκείνης, και τα όπλα, και ο βρυχηθμός,
Τι συνέβη στη στεριά και στον ωκεανό;
Όλα καταλήγουν να γίνουν ειρήνη και σιωπή
Κι όλος ο κόσμος αναπαύεται,
Κι οι περισσότεροι από αυτούς δεν συλλογιούνται.
Στην άγουρη ηλικία μου, περίμενα
Ανυπόμονα τη μέρα της γιορτής, και μετά
Όταν αυτή πια έσβηνε, χανόταν, εγώ με πόνο, ξύπνιος,
Πίεζα το κοντύλι μου, το ένα μετά το άλλο. Κι αργά το βράδυ
Ένα τραγούδι που ηχούσε στα μονοπάτια
Έσβηνε ξεμακραίνοντας αργά αργά, έτσι
Όμοια τώρα, κι η καρδιά μου, πώς τη νιώθω πια να σφίγγει!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου