Σύμφωνα με τη θεογονία του Ησίοδου, οι Άρπυιες ήταν Θεότητες φτερωτές, με μακριά λυτά μαλλιά, πιο γρήγορες κι απ’ τα πουλιά και τους ανέμους. Στην Αινειάδα (τρίτο βιβλίο) είναι όρνεα με γυναικείο πρόσωπο, κοφτερά γαμψά νύχια και βρωμερά σκέλη, ανίσχυρα από μια πείνα, που δεν μπορεί τίποτα να τη χορτάσει. Εφορμούν απ’ τ’ βουνά και λεηλατούν τα τραπέζια που ‘χουν στρώσει στις γιορτές. Είναι άτρωτες και αποπνέουν μια μολυσματική μυρωδιά. Ό,τι δουν, το καταβροχθίζουν στριγκλίζοντας και λερώνουν τα πάντα με περιττώματα. Ο Σέρβιος, στα σχόλιά του για τα Βιργίλιο, γράφει ότι όπως ακριβώς η Εκάτη είναι Περσεφόνη στον Άδη, Άρτεμη στη γη και Σελήνη στον Ουρανό κι ονομάζεται τριπλή θεά, έτσι κι οι Άρπυιες είναι Μέγαιρες στον Άδη, Άρπυιες στη γη και Dirae ή Δαίμονες στον ουρανό. Επίσης, τις συγχέουν με τις Parcae ή Μοίρες.
Οι Άρπυιες, ύστερα από διαταγή των θεών, βασάνιζαν ένα βασιλιά της Θράκης (Σ.τ.Μ. πρόκειται για το Φινέα), επειδή φανέρωνε το μέλλον στους ανθρώπους ή επειδή εξαγόρασε με τα μάτια του τη μακροζωία του, προσβάλλοντας έτσι τα έργα του ήλιου, απ’ τον οποίο και τιμωρήθηκε, μια και είχε διαλέξει την τύφλωση. Ετοίμαζε συμπόσιο για όλους τους αυλικούς του και οι Άρπυιες έρχονταν, λέρωναν και καταβρόχθιζαν τα φαγητά. Τις Άρπυιες τις έδιωξαν οι Αργοναύτες. Τη φανταστική αυτήν ιστορία τη διηγούνται ο Απολλώνιος ο Ρόδιος και ο Ουίλλιαμ Μόρρις (Η ζωή κ ο θάνατος του Ιάσονα). Ο Αριόστο στο 33ο Άσμα του Μαινόμενου Ορλάνδου μεταμορφώνει το Θράκα βασιλιά στον Πρίστερ Ιωάννη, μυθικό αυτοκράτορα των Αβησσυνών.
Η λέξη Άρπυια προέρχεται απ’ το ελληνικό αρπάζειν (Σ.τ.Μ. harpazein στο κείμενο). Στην αρχή ήταν θεές του ανέμου όπως οι Μαρούτ του βεδικού μύθου, που κράδαιναν όπλα χρυσά (την αστραπή) κι αρμέγαν τα σύννεφα.
Από το εξαιρετικό βιβλίο: El libro de los seres imaginarios (Το Βιβλίο των φανταστικών όντων) σε μετάφραση Γιώργου Βέη, 1983 - επανέκδοση 1991, εκδόσεις LIBRO και το 2016 από τις εκδόσεις Πατάκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου