14 Μαΐου 2011

Οδηγός [Χαριτίνη Ξύδη]


Οδηγός


Συχνά επικαλούμαστε την ευεργεσία κάποιων αυθαιρεσιών. Ίσως έτσι διορθώνουμε τη διαδρομή με γνώμονα ενστικτικό. Διδακτικές φάρσες ανωνύμων, τερπνών, χρησιμοθηρικών αξιών, αυτογνωμούνται, δίνοντας μας, μιας γλώσσας μύχιας το συστατικό.
Απεχθάνομαι το μεταναστευτικό σκυλί, αυτό που υπάρχει πάντα μέσα μου και δεν εξομοιώνεται και δεν ισοδυναμεί με κάτι άλλο, κι ίσως καμιά αντιστοιχία να μην υπάρχει. Όταν τρέχει να περάσει το σύνορο, ανάμεσα στο σκεπτικισμό και την ευπιστία. Ορθόδοξη, θα έλεγα αιχμαλωσία. Παράγωγων της μνήμης. Παραγωγών μνημοσυνών. Στοιχειά επικαιρικά. Απρόσιτα. Κοφτά.
Αφού και οι δύο το ξέραμε πως, είμαστε ένα σκαρί αναποδογυρισμένο της εικονοποιίας. Ήταν ό,τι μας έκανε προληπτικούς...με την εμμονή του Φρόιντ στους αριθμούς.
Και επιπλέον προδοθήκαμε από την αναλυτικότητα των δικών μας φασμάτων. Πορισμάτων. Πρισμάτων. Φραγμάτων. Αλγόριθμων.
Απευθύνονται κατηγορίες ηθικές σε ανθρώπους κοινούς, συνηθισμένους. Σε θνητούς, όπως εμείς και το συνάφι μας.
Ευαισθησίες δεν είναι για τέτοιους καιρούς υποβόσκουσας πειρατείας.
Υπόλογες μόνο η εγρήγορση και η επιβράδυνση.
Ναρκωμένους κάποιοι μας θέλουν.
Με αυτό, το ιδιαίτερο σύνολο, που έτσι κι αλλιώς υπάρχει μέσα μας-φωτιά, αέρας, νερό-, σε όλους εμάς που σκεφτόμαστε κι ερμηνεύουμε το ίδιο τα διαφορετικά.
Διατρέχει τη σκέψη μας και την καθιστά κατοικήσιμη προέκταση ενός βάθους σχεδόν θρησκευτικού.

Μην παραιτηθεί κανείς. Προσευχηθείτε στην εσωτερικότητα και στον ερωτισμό-ευαίσθητες ύλες κι εύθραυστες, δε λέω...
Στοχαστείτε για λίγο σκηνοθετικά γιατί η ανάγκη μας καταθέτει ως
μορφοποιημένα βιώματα, ερήμην μας. Εν αγνοία μας.
Ας το φτιάξουμε, ας μας φτιάξουμε, όπως εμείς θέλουμε.
Από πού οφείλει η αρχή να υπάρχει; Από κάποιο κοινό μας δράμα;
Από την αίσθηση, ας πούμε, της προσφυγιάς στη δική μας πατρίδα!
Από τις σποραδικές και ιδιωτικές του πνεύματος ωφέλειες.
Όταν απλώς πετάμε σκέψεις στα χαρτιά, μας μπερδεύει το επιλεκτικό
κι ορθολογιστικό μυαλό μας, γητεύοντας εσωτερικότατους μηχανισμούς
που θ' αποκαταστήσουν ή θ' αναπροσαρμόσουν-όπως διατείνονται- τους
οραματισμούς μας.
Στεκόμαστε με συγκίνηση απέναντι στις αχιβάδες. Μια τέτοια ταπεινή βίωση ονειρευόμασταν κι εμείς, «οι άλλοι», αλλά πάντα αμυνόμαστε επηρμένοι κι επιτιθέμενοι. Πόσο βαθιά να είναι η πληγή που δεν τη βρίσκουμε;
Μια μελωδία που κυλάει απάνω σε κλειδί...
Κι αυτό το επικίνδυνο πείσμα μας, επίσημο πρακτικό που πιστοποιεί παλιότερων επιλογών μας την αφελή ευθανασία.
Τη στρέβλωση των διαπλεκόμενων πολιτισμών που μας διχάζουν. Και η διαίρεση ατελής...
Και στράφι όλο το απόλυτα διαυγές τοπίο της παρακμής. Κι αυτό το στρογγυλό και χειραγωγημένο πράγμα στην παλάμη μας κατέχει την αισθητική αξία της πυρίτιδας αλλά ουσιαστικά είναι το μηδέν. Έτσι διαλύεται η παρηγορητική τέχνη.
Με χιούμορ και θλίψη, αταίριαστα ντοκουμέντα, που ενημερώνουν τις εκκρεμότητες...Διασκορπισμένα κι αδιάσπαστα στους ελαιώνες των προσευχών και των δακρύων από αιώνες.
Να, τώρα κάνουμε την αρχή. Επιτιθέμεθα αμυνόμενοι. Ας είμαι εγώ. Ας είσαι εσύ. Ο ρατσισμός στηλιτεύει τ' αποτυπώματα μας. Τα αποτυπώματα των ψιθύρων των δαχτύλων μας. Ό,τι έχουν ψαύσει. Ό,τι έχουν γράψει. Ό,τι έχουν αφήσει σαν ίχνη σε χορδές και σύρματα, σε κορμιά, σε μαλλιά, σε τοίχους, σε γκάζια και γρανάζια και σε λιβάδια.
Ποιητική αδεία... Ασθμαίνουσες και οι ανάσες μας.
Αναμενόμενες, η τρυφερότητα και η φρίκη και η βία. Ακούμε τα πεύκα. Ακούστε...Όπως εγώ τώρα. Μάθετε ν' ακούτε. Στα 145 χτυπήματα του μετρονόμου. Στο διάσημο μέτρο των δύο τετάρτων. Αλήθεια, δεν ξέρουμε τι είναι. Μοιάζει κάπως σαν εφηβεία με άγνωστο κώδικα.
Μας εκτέλεσαν τότε μια φορά. Μπορεί και δύο ή τρεις. Δεν ξέρω. Το νιώθετε; Μας εκτέλεσαν αλήθεια.
Αυτό μας πότιζε. Σε Κίνα και Ρωσία, εμείς οι τόσοι λίγοι «άλλοι», ένα τραγούδι εσωτερικό.
Και η τάση αφαίρεσης, και τα κινήματα, τόσα κινήματα, που ενεργοποιούσαν βασικά μας κύτταρα και παρήγαγαν ψυχισμό κραταιό κι ας αφύπνιζαν και τον αποχωρισμό μας... Δεν ήταν αυτό το κρίμα. Η απώλεια...

Τότε αφηγηθήκαμε νοσταλγίες από χρόνια πέτρινα και τσιμεντένια.
Τότε ενταχτήκαμε σε φραγμούς, όντες οι ίδιοι οδοφράγματα.
Τότε ο πυρήνας μας στένευε, μίκραινε, λιγόστευε σαν κουκίδα. Αλλά δεν αφανίστηκε. Ποιοι ήταν ικανοί να τον μηδενίσουν, να τον αχρηστέψουν;
Έφερες μια κουβέρτα με χρώμα ευάλωτο στις αιχμαλωσίες, να σκεπαστούμε, σε μέλλοντα χρόνο, των κοιμητηρίων. Ελκυστικό χρώμα όσο κι ένα μωβ βατόμουρο, σάρωθρο πεσμένο βαριά στο χώμα...
Δεν είμαστε για ρίσκα συντηρητικά, είπες. Ούτε ανυποψίαστοι ήρωες είμαστε. Και τύλιξες την κουβέρτα γύρω από τα χέρια και τα πόδια μου. Πιο πολύ να νιώθω εγχώρια, όχι γαλαξιακή.
Τότε κυριάρχησαν στον κόσμο μας κάτι ύϊή που δεν άργησαν να καταστούν λιμνάζοντα.
Μας φώναζαν περιπλανώμενους νεκρούς. Και μπορεί, πράγματι, να τα χρειαζόμασταν τα ερείπια και το ντεκαντάνς για ν' αναπνεύσουμε ικανοποιητικά. Τις φωνές της προπαγάνδας αρνηθήκαμε κι αρχίσαμε καμηλιέρικους χορούς κι απτάλικους σε εννέα όγδοα. Καβαλάρηδες σ' ένα χώρο που η βαρύτητα έφθινε.
Στο δικό μας διάστημα προσεδαφίστηκαν χέρια και πουλιά. Πουλιά κι αναμνήσεις ξεθωριασμένες. Θλίψη και χαρά εναλλασσόμενες κι αμετανόητες στις εμμονές των συνόλων των συμβόλων.
Και μακάρι να «ερχόταν οι μέλισσες, έστω και ύστερα...», αλλά δεν ήρθαν μέλισσες. Ήρθαν μόνο οι κηφήνες και κάτι βραδυκίνητα και οκνηρά έρποντα εμφανίστηκαν και μας πήραν φαλάγγι με κάτι λέξεις μονοσύλλαβες και μονοδιάστατες κι εξίσου έρπουσες και βαριές σαν σίδερα. Μη και ναι και όχι και ναι και όχι. Για ν' αποφεύγονται οι ευθείες τομές... Δεν κατορθώναμε να ξεχάσουμε την ανατριχίλα που μας προκαλούσε το γλοιώδες δέρμα τους. Για πολλά χρόνια και αργότερα. Αργότερα που είχαμε ήδη γίνει διαστημόπλοια σε χαμηλή τροχιά... παροπλιστήκαμε εν δυνάμει από την καθεστηκυία αποποίηση πυροδοτούμενου μαζικού ΕΓΩ. Η αίγλη μας μετακινήθηκε στο περιθώριο.
Επαμφοτερίζουσα και τραγουδισμένη πια από τους δύο και τους τρεις και τους χίλιους δεκατρείς ανθρώπους, θεούς και δαίμονες. Θόλωσαν ακόμα πιο πολύ τα πιστεύω μας. Οι ισχυρισμοί μας, όπως τους έλεγαν οι άλλοι άλλοι. Εκτράπηκαν σε ήχους ιανούς. Ο ψυχεδελικός ουρανός μας κατέληξε να ηλεκτροδοτείται από μηχανικά σκιάχτρα-αστέρια, πολύχρωμα λαμπιόνια σε πρίζες. Η άκρη των καλωδίων αφέθηκε σε χέρια «αρμοδίων». Όποτε ήθελαν μας φώτιζαν σαν αξιοθέατα φθαρμένα ζόμπι. Και άλλοτε μας άφηναν αφώτιστους στην αφάνεια να τραυλίζουμε
τα «καθυστερημένα και αυτιστικά λογάκια μας...» Τις πρωτόλειες αλήθειες μας...Αρχίσαμε να συζούμε και με ξένα φαντάσματα, εκτός από τα δικά μας. Μια εποχή που αδυνατούσε να καταστεί αυτοδύναμα βιώσιμη. Έπρεπε να τεθεί σε λειτουργία ένα σύστημα ερεισμάτων, αποτελούμενο από μελωδούς της πιάτσας. Και να κοντράρεται με κάποιου είδους πανκ εκκεντρικότητες.
Ο μοναχικός ψυχισμός που είχαμε αναπτύξει ως τότε, δεν μας βοήθησε καθόλου, καθώς ώρες ποίησης που κύλαγαν, περισσότερο μας αργοπορούσαν, παρά μας παρέδιδαν ατόφιους, λευκές ψυχές, αρτιμελείς και αθώους στον τελικό μας στόχο, που ήταν πάλι η ποίηση.
Ώρες ποίησης στραμμένης σ' ένα αόρατο και πολύ πιθανόν, εξαιρετικά επικίνδυνο μουσικό κουτί...
Κι εμείς κυλούσαμε, προχωρούσαμε, σχεδόν παραιτούμενοι από το προχώρημα και το βάδισμα το γνήσιο της ουσίας και της χαμένης για πάντα αθωότητας.
Ρίξαμε δυο σταγόνες κρασί σε μια κούπα ξεχασμένη και βρόμικη.
Όπου κι αν παραδοθούμε, όπου κι αν βγούμε σε όποια αγορά, μας χειροκροτούσαν και δεν καταλαβαίναμε.
Παραμορφωμένοι. Άνθρωποι-ελέφαντες. Μάλλον μίσος θα μας δώριζαν με τέτοια ευφροσύνη και γενναιοδωρία, σκεφτόμαστε, χωρίς ποτέ να το εκφράσουμε και να το αρθρώσουμε.
Κι έμοιαζε πολύ με το μίσος εκείνο του Τρίτου Ράιχ που διοχετεύτηκε σε τόσους «άλλους» σαν κι εμάς...
Και δεν μπορούμε να δηλώνουμε μετανοούντες. Δεν είμαστε γάτοι. Είμαστε πάτοι χρησιμοποιημένου βαρελιού. Τραβεστί από τριτοκοσμικό αφρικανικό μπορντέλο.
Διαλογιζόμαστε ως παγκόσμιοι χορτοφάγοι και πράττουμε σαν μαύροι λύκοι.
Ζεστές, προγραμματισμένες και καλά προπονημένες ύαινες μέχρι την επανεκκίνηση. Μέχρι και τον τερματισμό.
Μέχρι την ευθραυστότητα ενός κόσμου εύκολα αμαρτωλού και δύσκολα διανοητικού. Με ανοιχτά μόνο τα όρια του στραγγαλισμού. Ας επιμέναμε λιγάκι ακόμα...

Πριν καταντήσουμε άθλιοι αντιγραφείς της βιομηχανικής ευκαιρίας και της τεχνοκρατικής μεταμέλειας, χαμένοι ή σκοτωμένοι, να κερδίζουμε.