ΛΟΓΟΣ Θ' - ΤΟ ΒΙΟΛΙ
Και νύχτα μέρα ο λογισμός
φουρτούνιαζε μέσα μου τέτοιος:
Γύφτο οι αλλόφυλοι με κράζουν,
κι οι γύφτοι αλλόφυλο με λένε,
κι οι δουλευτάδες ακαμάτη,
και οι σπλαχνικές καρδιές με κλαίνε,
κι οι χαροκόποι δε με θέλουν,
και μ' είπαν οι γεροί σακάτη,
παλιάτσο με είπε και ο σακάτης
κι οι ονειροπλέχτες με κοιτάζουν
πάντα με ξαφνισμένο μάτι,
σαν όνειρο άπρεπο και ξένο,
καθώς διαβαίνω,
και τα στοιχειά καταφρονάνε
τη σάρκα μου, και σα στοιχειό
με τρέμουν οι άνθρωποι, και κάνω,
και να σταυροκοπιένται κάνω
τον άθεο και το χριστιανό.
Κι αν είμ' εγώ σαν ένα δέντρο,
και στα κλαδιά μου κελαηδάνε
χιλιόχρωμα χίλια πουλάκια
χίλια τραγούδια στα κλαδιά μου,
κούφιος εμένα είν' ο κορμός μου,
στήσανε μέσα του κονάκι
φρύνοι, μαμούδια, σερπετά,
και στην κορφή μου είν' η δροσιά
κι είναι στη ρίζα μου φαρμάκι.
Και κανενός ακουμπιστήρι,
σκέπη δεν είμαι κανενός,
στην όψη μου είν' ο ουρανός
κι η κόλαση μες στο βυθό μου,
στη μέση υψώνομαι του δρόμου,
και μπόδισμα και σκιάχτρο εγώ είμαι˙
τι αργείς, ω πέλεκα, τι αργείς;
Δεν είμαι δέντρο, είμαι κουφάρι,
είμαι η μονιά του σάπιου,
η τρύπα του γλιστερού, χτύπα με, χτύπα,
τι αργείς, ω πέλεκα, τι αργείς;
Δε φύτρωσε, όχι, εμένα, εμένα
με τίναξε μια μαύρη γης! -
Κι εκεί που τέτοιοι λογισμοί
το νου μου εμένα φουρτουνιάζαν,
μιαν απριλιάτικην αυγή
στο βαθυπράσινο λαγκάδι,
σε μια σπηλιά καταμπροστά,
κάτι αγναντεύω κατά γης
μισοθαμμένο μες στο χώμα,
και που ξεμύτιζε απ' το χώμα,
σαν κλώνος μέσα από το χώμα,
και σάμπως να 'θελε και πάλι,
σκεπάζοντάς το, να το θάψει,
το 'σφιγγε το περιπλοκάδι,
και στο γαλάζιο αχνοσκοτάδι
πρωί πρωί
το 'βλεπες πότε σα χεράκι,
πότε σαν ένα μαυροκόκκινο
λαβωμένο πουλί.
Σκύβω και βρίσκω ένα βιολί.
Κι ήτανε το βιολί του Γέρου
τ' ασκητευτή κληρονομιά.
Το ηύρα στην έρμη τη σπηλιά του
καταμπροστά.
Ο ερημίτης γέρος το 'χε,
σαν τον κράταγε η σπηλιά
με τους βράχους, με τ' αγρίμια,
και με τα στοιχειά.
Ζούσε, και όλος μια μελέτη,
μια γαλήνη, ένας ρυθμός˙
στο πλευρό του παραστάτης
πάντα ένας αητός.
Τον αγνάντευες, και τέτοια
σου ξυπνούσε συλλογή.
- Μην υπάρχουν; Μη δεν είναι
όνειρα κι οι θεοί; -
Κι ό,τι αν ήσουν, τούρκος, γύφτος,
άγιος, ήρωας, ληστής,
έκανες να γονατίσεις,
να προσευχηθείς.
Το 'χε ο γέρος ο ερημίτης,
στη σπηλιά σα ζούσε εκεί,
άγγιχτο, άμοιαστο και ξένο
στα βιολιά βιολί.
Το 'γγιζε πότε και πότε,
χρόνια διάβηκαν πολλά,
κι οι άλλοι γέροι μολογάνε
πως καμιά φορά
το λαγκάδι αντιλαλούσε
από θεία μια μουσική,
σα να σμίξανε της πλάσης
οι λογής κρουνοί
και γινήκαν ένα στόμα,
μια καρδιά, για να τα πουν
όσα εδώ καρδιές δεν ξέρουν,
χείλια δε λαλούν.
Κι όσο πήγαινε απλωνόταν
τ' άγιο παίξιμο πιο αριά
όσο που έσβησε για πάντα
μες στη λαγκαδιά.
Γιατί ο γέρος ο ερημίτης,
όσο πήγαινε κι αυτός
όλο ανέβαινε προς κάποιο
υπερκόσμιο φως,
όσο που τα δυο του χέρια
του απομείναν καρφωτά
τεντωμένα προς τη δέηση,
και ποτέ του πια
δεν τα σάλεψε τα χέρια,
και για χρεία καμιά, καμιά˙
κι όλα σα να μαρμαρώσαν
μέσα στη σπηλιά.
Χάθηκε ύστερα κι ο γέρος,
-μα δεν ξέρω πως και που-
κι αν ο θάνατος τον πήρε,
κι αν υψώθη αλλού.
Στο πλευρό του ο παραστάτης,
πάει, φτερούγισε κι ο αητός˙
και σε μένα του βιολιού του
πέφτει ο θησαυρός.
Χτύπα, δοξάρι μου, και χτίζε,
ο κόσμος γίνεται από μένα
μέσα στα χέρια μου τα δυο.
Ω γέννα, ω γέννα!
Ο λόγος μήτε, το τραγούδι
μήτε, αναβρύσματα απ' το στόμα.
Βιολί μου, υπάρχεις εσύ μόνο,
και μια είν' η γλώσσα, κι ο ήχος σου είναι,
κι ένας ο πλάστης, και είμ' εγώ,
κι ο λόγος που θαματουργεί
κι ο λόγος είναι η μουσική!
Κι αν είμαι δέντρο, είμ' ένα δέντρο
από χορδή και μουσική,
και τίποτ' άλλο˙ κι ένας ήχος
και μια πνοή κι ένα τραγούδι
μέσα μου ζει.
Ω γνώμη, ω έγνοια, ω λογισμέ,
σας έστρωσα να κοιμηθείτε
κι αξύπνητα μέσα σ' εμέ˙
μια στάχτη μέσα μου γενείτε˙
η έγνοια, η γνώμη, ο λογισμός,
κόσμος νεκρός.
Και ρίξου, σα σπαθί, δοξάρι,
προς την τετράδιπλη χορδή,
και χτύπα την και σπάραξέ την,
η αρμονία να γεννηθεί.
Γιατί κι ο κόσμος ο βαθύς
γεννιέται πάντα από 'να πάλεμα
σα δοξαριού με μια χορδή˙
κι ό,τι είν' ωραίο κι ό,τι μεγάλο
στέκει εδώ πέρα,
μέσα στη λύσσα ενός πολέμου
δουλεύεται, κι έχει πατέρα
το νικητή.
Ήρθαν οι γύφτοι οι μουσικοί,
φωλιάσαν όλοι στην ψυχή μου˙
και καθώς κόβεις από δω
και καθώς κόβεις από κει
τη χλόη, το φύλλο, τον ανθό
και ταιριαστά κι απ' όλα πλέκεις
μέγα σφιχτόδετο στεφάνι,
δόξα της τέχνης του ανθοπλέχτη,
έτσι απ' τους γύρω μου τους ήχους
κι απ' τα τραγούδια της φυλής
έπλεξ' απάνου στο βιολί μου
τη μουσική μου,
και σαν εμένα άλλος κανείς.
Κι όσο γρικούσαν οι άλλοι γύφτοι
τραγούδια και ήχους και παιξίματα
μισά δειλά και σκόρπια και άπλερα
απ' τα βιολιά κι απ' τα λαλούμενα
του κάθε μουσικού του γύφτου,
μεθούσαν και χαροκοπούσανε
με κείνα, και με κείνα ζούσαν
και τα ρουφούσαν.
Μα σαν ακούσαν από μένα
στ' όργανο το προφητικό
τα νέα παιξίματα ανθισμένα,
ανταριαστήκανε κι ανάψαν
από έναν άσβηστο θυμό!
Γυναίκες, άντρες, νέοι και γέροι
(κι ο βιολιτζής εγώ σκυμμένος
έπαιζα κι έπαιζα, το χέρι
με το δοξάρι αρματωμένο
περνούσε κι έκαιε και πετούσε
κι έδερνε, σύντριβε κι ανάσταινε
κι έπλαθε κι έφεγγε, και βλάσταινε
μες στην τετράδιπλη χορδή
τ' άυλο λουλούδι το γαλάζιο,
κι ήταν ακέρια εκεί η ψυχή μου,
κι ήταν ακέρια εκεί η φυλή˙
και κελαηδούσε το βιολί).
Γυναίκες, άντρες, νέοι και γέροι,
μακριά από κείνο γοργοφεύγαν,
και μήτε να το ξανακούσουν,
και τα σφραγίζανε τ' αυτιά τους,
και τράβαγαν τα μάγουλά τους,
και καταριόνταν τον τεχνίτη,
το βιολιστή πετροβολούσαν,
και με τον άμυαλο γελούσαν,
και με τον άσεβο φρενιάζαν.
Κι ο ένας του άλλου τέτοια κράζαν:
«Ποιος είν' αυτός με το βιολί
που δεν ευφραίνει την καρδιά μας,
κι ανάφτει μες στα σωθικά μας
το ξάφνισμα με την οργή;
Ποιος πονηρός με χέρι ακάθαρτο,
ξυπνώντας το βιολί, μιλεί,
κι όσα κοιτάμε δεν τα βλέπει,
κι όσα κρατάμε δεν κρατεί,
κι όπου χαρές και πανηγύρια
μπροστά μας βρίσκεται ο βραχνάς,
κι είναι του γένους μας προδότης
κι είναι της χάρης μας φονιάς;
Σε γύφτικο βιολί κανένα
δε γέννησε δοξάρι γύφτου
ποτέ ως την ώρα μουσική
καθώς ετούτη, μουσική
πρωτάρα, ανόητη και κακή!»
Και τα παιδάκια μοναχά,
ω τα παιδάκια, την ατάραχη
γιομίζαν ερημιά μου αυτά,
και τήνε κάναν κόσμο αφέντη.
Γιατί και πάντα το βιολί μου
τα ξάφνιζε και τα μαγνήτιζε.
Και τρέχαν και με τριγυρίζαν,
και τα μεγάλα τους τα μάτια,
που πάντα μέσα τους πλανιέται
στοχαστικό ένα μυστικό,
τα παρασταίναν άφραστα όλα,
το ρώτημα, το θαμπωμό,
κι απάνου απ' όλα τη χαρά τους,
και χαίρονταν απ' το βιολί μου,
τ' αφορισμένο το βιολί,
και σα να μου έστελνε από βάθη
καιρού μελλόμενου φιλιά,
με τα τρισεύγενα παιδιά,
η φυλή.
Το παίξιμό μου συνοδεύαν
με τα μεγάλα τους τα μάτια,
και δε γνωρίζω κι από που
τάχα να στάλαζε πιο πλούσια,
πιο αγνή της μουσικής η βρύση;
Απ' του προσώπου τους τα φέγγη;
Από τα σπλάχνα του βιολιού;
Χαίρετε, κλειστά λουλούδια
της πρωτόβγαλτης αυγής!
Ω! το ασκόρπιστο το μύρο
μέσα το φυλάτε εσείς!
Μάτια εσείς που όλο ρωτάτε,
ω αφανέρωτα φτερά,
ονειρόθρεφτα κορμάκια,
μεταξόμαλλα παιδιά!
Μέσα και στη γύμνια, ζείτε
σα να αιστάνεστε παντού
κάποιο χάιδιο στα μαλλιά σας
μαλακότατου χεριού.
Και τ' ολόγιομο φεγγάρι
στο χεράκι τ' απλωτό
να το κλείσετε ζητάτε,
μικραδέρφι σας κι αυτό.
Και το κίτρινο το φύλλο
που στα πόδια σας εμπρός
δέρνεται τριζοβολώντας
για σας είναι θησαυρός.
Με του δέντρου τη γαλήνη,
μ' ένα τρέξιμο αλαφιών,
ανταμώνετε τη λάμψη
κάποιων ουρανών.
Ω χαμοανθισμένη χλώρη,
των μανάδων ω ουρανοί,
ω που υπάρχετε σα να είστε
πάντα πιο σιμά στη γη,
γιατί κάποτε και πότε
πιο άσφαλτα κι απ' τον τρανό
σεις τ' ακούτε το πανώριο
και το παναρμονικό;
Τ' Αντρειωμένου εσείς τη χάρη
πήρατε, που προς τη γη
κάθε που κλιτή κρατούσε
την απίστευτη ακοή,
άκουγε της γης τα πάντα,
τα πολύ πολύ μακριά,
κι άκουγε του Κάτω Κόσμου
τα υπερκόσμια μυστικά;
Άστραψε φως και γνώρισεν ο νιος τον εαυτό του.
ΣΟΛΩΜΟΣ (Πόρφυρας)
Τα χέρια τους αναποδογύρισανε το φόρεμα σου,
που η λαμπυράδα του ερέθιζε τη μανία τους. Με
την ίδια σου την πορφύρα σ' εξευτέλισαν, το
δοξασμένο και σε καταδίκασαν, τον αφέντη.
V. HUGO (Οι από μέσα μας φωνές)
Σε κάθε παιδί, σε κάθε αυγή, ξανανιώνει η ίδια
φαντασία.
LENAU (Φάουστος)
φουρτούνιαζε μέσα μου τέτοιος:
Γύφτο οι αλλόφυλοι με κράζουν,
κι οι γύφτοι αλλόφυλο με λένε,
κι οι δουλευτάδες ακαμάτη,
και οι σπλαχνικές καρδιές με κλαίνε,
κι οι χαροκόποι δε με θέλουν,
και μ' είπαν οι γεροί σακάτη,
παλιάτσο με είπε και ο σακάτης
κι οι ονειροπλέχτες με κοιτάζουν
πάντα με ξαφνισμένο μάτι,
σαν όνειρο άπρεπο και ξένο,
καθώς διαβαίνω,
και τα στοιχειά καταφρονάνε
τη σάρκα μου, και σα στοιχειό
με τρέμουν οι άνθρωποι, και κάνω,
και να σταυροκοπιένται κάνω
τον άθεο και το χριστιανό.
Κι αν είμ' εγώ σαν ένα δέντρο,
και στα κλαδιά μου κελαηδάνε
χιλιόχρωμα χίλια πουλάκια
χίλια τραγούδια στα κλαδιά μου,
κούφιος εμένα είν' ο κορμός μου,
στήσανε μέσα του κονάκι
φρύνοι, μαμούδια, σερπετά,
και στην κορφή μου είν' η δροσιά
κι είναι στη ρίζα μου φαρμάκι.
Και κανενός ακουμπιστήρι,
σκέπη δεν είμαι κανενός,
στην όψη μου είν' ο ουρανός
κι η κόλαση μες στο βυθό μου,
στη μέση υψώνομαι του δρόμου,
και μπόδισμα και σκιάχτρο εγώ είμαι˙
τι αργείς, ω πέλεκα, τι αργείς;
Δεν είμαι δέντρο, είμαι κουφάρι,
είμαι η μονιά του σάπιου,
η τρύπα του γλιστερού, χτύπα με, χτύπα,
τι αργείς, ω πέλεκα, τι αργείς;
Δε φύτρωσε, όχι, εμένα, εμένα
με τίναξε μια μαύρη γης! -
Κι εκεί που τέτοιοι λογισμοί
το νου μου εμένα φουρτουνιάζαν,
μιαν απριλιάτικην αυγή
στο βαθυπράσινο λαγκάδι,
σε μια σπηλιά καταμπροστά,
κάτι αγναντεύω κατά γης
μισοθαμμένο μες στο χώμα,
και που ξεμύτιζε απ' το χώμα,
σαν κλώνος μέσα από το χώμα,
και σάμπως να 'θελε και πάλι,
σκεπάζοντάς το, να το θάψει,
το 'σφιγγε το περιπλοκάδι,
και στο γαλάζιο αχνοσκοτάδι
πρωί πρωί
το 'βλεπες πότε σα χεράκι,
πότε σαν ένα μαυροκόκκινο
λαβωμένο πουλί.
Σκύβω και βρίσκω ένα βιολί.
Κι ήτανε το βιολί του Γέρου
τ' ασκητευτή κληρονομιά.
Το ηύρα στην έρμη τη σπηλιά του
καταμπροστά.
Ο ερημίτης γέρος το 'χε,
σαν τον κράταγε η σπηλιά
με τους βράχους, με τ' αγρίμια,
και με τα στοιχειά.
Ζούσε, και όλος μια μελέτη,
μια γαλήνη, ένας ρυθμός˙
στο πλευρό του παραστάτης
πάντα ένας αητός.
Τον αγνάντευες, και τέτοια
σου ξυπνούσε συλλογή.
- Μην υπάρχουν; Μη δεν είναι
όνειρα κι οι θεοί; -
Κι ό,τι αν ήσουν, τούρκος, γύφτος,
άγιος, ήρωας, ληστής,
έκανες να γονατίσεις,
να προσευχηθείς.
Το 'χε ο γέρος ο ερημίτης,
στη σπηλιά σα ζούσε εκεί,
άγγιχτο, άμοιαστο και ξένο
στα βιολιά βιολί.
Το 'γγιζε πότε και πότε,
χρόνια διάβηκαν πολλά,
κι οι άλλοι γέροι μολογάνε
πως καμιά φορά
το λαγκάδι αντιλαλούσε
από θεία μια μουσική,
σα να σμίξανε της πλάσης
οι λογής κρουνοί
και γινήκαν ένα στόμα,
μια καρδιά, για να τα πουν
όσα εδώ καρδιές δεν ξέρουν,
χείλια δε λαλούν.
Κι όσο πήγαινε απλωνόταν
τ' άγιο παίξιμο πιο αριά
όσο που έσβησε για πάντα
μες στη λαγκαδιά.
Γιατί ο γέρος ο ερημίτης,
όσο πήγαινε κι αυτός
όλο ανέβαινε προς κάποιο
υπερκόσμιο φως,
όσο που τα δυο του χέρια
του απομείναν καρφωτά
τεντωμένα προς τη δέηση,
και ποτέ του πια
δεν τα σάλεψε τα χέρια,
και για χρεία καμιά, καμιά˙
κι όλα σα να μαρμαρώσαν
μέσα στη σπηλιά.
Χάθηκε ύστερα κι ο γέρος,
-μα δεν ξέρω πως και που-
κι αν ο θάνατος τον πήρε,
κι αν υψώθη αλλού.
Στο πλευρό του ο παραστάτης,
πάει, φτερούγισε κι ο αητός˙
και σε μένα του βιολιού του
πέφτει ο θησαυρός.
Χτύπα, δοξάρι μου, και χτίζε,
ο κόσμος γίνεται από μένα
μέσα στα χέρια μου τα δυο.
Ω γέννα, ω γέννα!
Ο λόγος μήτε, το τραγούδι
μήτε, αναβρύσματα απ' το στόμα.
Βιολί μου, υπάρχεις εσύ μόνο,
και μια είν' η γλώσσα, κι ο ήχος σου είναι,
κι ένας ο πλάστης, και είμ' εγώ,
κι ο λόγος που θαματουργεί
κι ο λόγος είναι η μουσική!
Κι αν είμαι δέντρο, είμ' ένα δέντρο
από χορδή και μουσική,
και τίποτ' άλλο˙ κι ένας ήχος
και μια πνοή κι ένα τραγούδι
μέσα μου ζει.
Ω γνώμη, ω έγνοια, ω λογισμέ,
σας έστρωσα να κοιμηθείτε
κι αξύπνητα μέσα σ' εμέ˙
μια στάχτη μέσα μου γενείτε˙
η έγνοια, η γνώμη, ο λογισμός,
κόσμος νεκρός.
Και ρίξου, σα σπαθί, δοξάρι,
προς την τετράδιπλη χορδή,
και χτύπα την και σπάραξέ την,
η αρμονία να γεννηθεί.
Γιατί κι ο κόσμος ο βαθύς
γεννιέται πάντα από 'να πάλεμα
σα δοξαριού με μια χορδή˙
κι ό,τι είν' ωραίο κι ό,τι μεγάλο
στέκει εδώ πέρα,
μέσα στη λύσσα ενός πολέμου
δουλεύεται, κι έχει πατέρα
το νικητή.
Ήρθαν οι γύφτοι οι μουσικοί,
φωλιάσαν όλοι στην ψυχή μου˙
και καθώς κόβεις από δω
και καθώς κόβεις από κει
τη χλόη, το φύλλο, τον ανθό
και ταιριαστά κι απ' όλα πλέκεις
μέγα σφιχτόδετο στεφάνι,
δόξα της τέχνης του ανθοπλέχτη,
έτσι απ' τους γύρω μου τους ήχους
κι απ' τα τραγούδια της φυλής
έπλεξ' απάνου στο βιολί μου
τη μουσική μου,
και σαν εμένα άλλος κανείς.
Κι όσο γρικούσαν οι άλλοι γύφτοι
τραγούδια και ήχους και παιξίματα
μισά δειλά και σκόρπια και άπλερα
απ' τα βιολιά κι απ' τα λαλούμενα
του κάθε μουσικού του γύφτου,
μεθούσαν και χαροκοπούσανε
με κείνα, και με κείνα ζούσαν
και τα ρουφούσαν.
Μα σαν ακούσαν από μένα
στ' όργανο το προφητικό
τα νέα παιξίματα ανθισμένα,
ανταριαστήκανε κι ανάψαν
από έναν άσβηστο θυμό!
Γυναίκες, άντρες, νέοι και γέροι
(κι ο βιολιτζής εγώ σκυμμένος
έπαιζα κι έπαιζα, το χέρι
με το δοξάρι αρματωμένο
περνούσε κι έκαιε και πετούσε
κι έδερνε, σύντριβε κι ανάσταινε
κι έπλαθε κι έφεγγε, και βλάσταινε
μες στην τετράδιπλη χορδή
τ' άυλο λουλούδι το γαλάζιο,
κι ήταν ακέρια εκεί η ψυχή μου,
κι ήταν ακέρια εκεί η φυλή˙
και κελαηδούσε το βιολί).
Γυναίκες, άντρες, νέοι και γέροι,
μακριά από κείνο γοργοφεύγαν,
και μήτε να το ξανακούσουν,
και τα σφραγίζανε τ' αυτιά τους,
και τράβαγαν τα μάγουλά τους,
και καταριόνταν τον τεχνίτη,
το βιολιστή πετροβολούσαν,
και με τον άμυαλο γελούσαν,
και με τον άσεβο φρενιάζαν.
Κι ο ένας του άλλου τέτοια κράζαν:
«Ποιος είν' αυτός με το βιολί
που δεν ευφραίνει την καρδιά μας,
κι ανάφτει μες στα σωθικά μας
το ξάφνισμα με την οργή;
Ποιος πονηρός με χέρι ακάθαρτο,
ξυπνώντας το βιολί, μιλεί,
κι όσα κοιτάμε δεν τα βλέπει,
κι όσα κρατάμε δεν κρατεί,
κι όπου χαρές και πανηγύρια
μπροστά μας βρίσκεται ο βραχνάς,
κι είναι του γένους μας προδότης
κι είναι της χάρης μας φονιάς;
Σε γύφτικο βιολί κανένα
δε γέννησε δοξάρι γύφτου
ποτέ ως την ώρα μουσική
καθώς ετούτη, μουσική
πρωτάρα, ανόητη και κακή!»
Και τα παιδάκια μοναχά,
ω τα παιδάκια, την ατάραχη
γιομίζαν ερημιά μου αυτά,
και τήνε κάναν κόσμο αφέντη.
Γιατί και πάντα το βιολί μου
τα ξάφνιζε και τα μαγνήτιζε.
Και τρέχαν και με τριγυρίζαν,
και τα μεγάλα τους τα μάτια,
που πάντα μέσα τους πλανιέται
στοχαστικό ένα μυστικό,
τα παρασταίναν άφραστα όλα,
το ρώτημα, το θαμπωμό,
κι απάνου απ' όλα τη χαρά τους,
και χαίρονταν απ' το βιολί μου,
τ' αφορισμένο το βιολί,
και σα να μου έστελνε από βάθη
καιρού μελλόμενου φιλιά,
με τα τρισεύγενα παιδιά,
η φυλή.
Το παίξιμό μου συνοδεύαν
με τα μεγάλα τους τα μάτια,
και δε γνωρίζω κι από που
τάχα να στάλαζε πιο πλούσια,
πιο αγνή της μουσικής η βρύση;
Απ' του προσώπου τους τα φέγγη;
Από τα σπλάχνα του βιολιού;
Χαίρετε, κλειστά λουλούδια
της πρωτόβγαλτης αυγής!
Ω! το ασκόρπιστο το μύρο
μέσα το φυλάτε εσείς!
Μάτια εσείς που όλο ρωτάτε,
ω αφανέρωτα φτερά,
ονειρόθρεφτα κορμάκια,
μεταξόμαλλα παιδιά!
Μέσα και στη γύμνια, ζείτε
σα να αιστάνεστε παντού
κάποιο χάιδιο στα μαλλιά σας
μαλακότατου χεριού.
Και τ' ολόγιομο φεγγάρι
στο χεράκι τ' απλωτό
να το κλείσετε ζητάτε,
μικραδέρφι σας κι αυτό.
Και το κίτρινο το φύλλο
που στα πόδια σας εμπρός
δέρνεται τριζοβολώντας
για σας είναι θησαυρός.
Με του δέντρου τη γαλήνη,
μ' ένα τρέξιμο αλαφιών,
ανταμώνετε τη λάμψη
κάποιων ουρανών.
Ω χαμοανθισμένη χλώρη,
των μανάδων ω ουρανοί,
ω που υπάρχετε σα να είστε
πάντα πιο σιμά στη γη,
γιατί κάποτε και πότε
πιο άσφαλτα κι απ' τον τρανό
σεις τ' ακούτε το πανώριο
και το παναρμονικό;
Τ' Αντρειωμένου εσείς τη χάρη
πήρατε, που προς τη γη
κάθε που κλιτή κρατούσε
την απίστευτη ακοή,
άκουγε της γης τα πάντα,
τα πολύ πολύ μακριά,
κι άκουγε του Κάτω Κόσμου
τα υπερκόσμια μυστικά;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου