Γκοβίντα (απόσπασμα)
[…]
"Δεν αστειεύομαι. Λέω αυτό που ανακάλυψα. Τη γνώση μπορεί κανείς να τη μεταδώσει, τη σοφία όμως όχι. Μπορεί κάποιος να τη βρει, μπορεί κάποιος να τη ζήσει, μπορεί να στηριχθεί απ’ αυτή, μπορεί να κάνει θαύματα μαζί της, αλλά δεν μπορεί να την πει και να την διδάξει. Αυτό το προαισθανόμουν μερικές φορές και τότε που ήμουν νέος και αυτό ήταν που με τράβηξε από τους δασκάλους. Έχω και μια άλλη σκέψη, Γκοβίντα, που πάλι θα τη θεωρήσεις κοροϊδία ή τρέλα, είναι όμως η καλύτερη μου σκέψη. Λέει: το αντίθετο κάθε αλήθειας είναι εξίσου αληθινό! Δηλαδή, μια αλήθεια μπορεί να προφερθεί και να περιβληθεί με λόγια μόνο όταν είναι μονόπλευρη. Και μονόπλευρα είναι όλα όσα μπορούμε να σκεφτούμε και να πούμε με λόγια, όλα είναι μονόπλευρα, όλα μισά, όλα στερημένα από την ολότητα, τη σφαιρικότητα, την ενότητα. Όταν ο έξοχος Γκοτάμα διδάσκοντας μιλούσε για τον κόσμο, ήταν αναγκασμένος να τον χωρίζει σε σανσάρα και νιρβάνα, σε πλάνη και αλήθεια, σε πόνο και λύτρωση. Κανείς δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, δεν υπάρχει άλλος δρόμος γι’ αυτόν που θέλει να διδάξει. Ο κόσμος ο ίδιος όμως, αυτά που βρίσκονται γύρω μας και μέσα μας, αυτός δεν είναι ποτέ μονόπλευρος. Ποτέ ένας άνθρωπος ή μια πράξη δεν είναι μόνο άγιος ή μόνο αμαρτωλός. Φαίνεται όμως έτσι γιατί είμαστε υποταγμένοι στην πλάνη ότι ο χρόνος είναι κάτι πραγματικό. Ο χρόνος δεν είναι πραγματικός, Γκοβίντα, το κατάλαβα αυτό ξανά και ξανά. Και αν ο χρόνος δεν είναι πραγματικός, τότε και αυτό που φαίνεται πως υπάρχει ανάμεσα στον κόσμο και στην αιωνιότητα, ανάμεσα στον πόνο και την ευδαιμονία, ανάμεσα στο καλό και στο κακό, είναι κι αυτό πλάνη".
"Πώς αυτό;" ρώτησε τρομαγμένος ο Γκοβίντα.
"Άκουσε καλά, αγαπημένε μου, άκουσε καλά! Ο αμαρτωλός, που είμαι και που είσαι, είναι αμαρτωλός αλλά κάποτε θα ξαναγίνει Βράχμαν, θα φτάσει κάποτε τη νιρβάνα, θα γίνει Βούδας - και τώρα δες: αυτό το "κάποτε" είναι πλάνη, είναι μόνο μια αλληγορία! Ο αμαρτωλός δε βρίσκεται στο δρόμο που οδηγεί στο Βούδα, δεν υπόκειται σε εξέλιξη, αν και η σκέψη μας δεν μπορεί να καταλάβει αλλιώς τα πράγματα! Όχι, ο μελλοντικός Βούδας υπάρχει, βρίσκεται σήμερα και τώρα κιόλας μέσα στον αμαρτωλό, το μέλλον του βρίσκεται κιόλας εδώ και πρέπει να λατρεύεις σ’ αυτόν και σε σένα και στον καθένα το υπαρκτό, το πιθανό, τον κρυμμένο Βούδα. Ο κόσμος, φίλε Γκοβίντα, δεν είναι ατελής, ούτε να τον αντιλαμβανόμαστε σαν ένα μακρύ δρόμο προς την τελειότητα. Όχι, είναι κάθε στιγμή τέλειος, κάθε αμαρτία φέρνει μέσα της τη χάρη, όλα τα μικρά παιδιά έχουν μέσα τους ήδη το γέρο, όλα τα βρέφη το θάνατο, όλοι οι ετοιμοθάνατοι την αιώνια ζωή. Δεν είναι δυνατό κανένας άνθρωπος να δει πόσο μακριά από τους άλλους βρίσκεται στο δρόμο του. Ο Βούδας περιμένει μέσα στον ληστή και στον παίχτη ζαριών και μέσα στο βραχμάνο περιμένει ο ληστής. Υπάρχει η δυνατότητα στη βαθιά περισυλλογή, να σταματήσει κανείς το χρόνο και να δει συγχρόνως όλη την περασμένη, τωρινή και μελλοντική ζωή και τότε όλα είναι καλά, όλα τέλεια, όλα είναι Βράχμαν. Γι’ αυτό ό,τι υπάρχει μου φαίνεται καλό, ο θάνατος μου φαίνεται σαν ζωή, η αμαρτία σαν αγιότητα, η εξυπνάδα σαν ανοησία, όλα έτσι πρέπει να είναι, όλα χρειάζονται μόνο τη συγκατάθεση μου, την προθυμία μου μόνο, τη γεμάτη αγάπη κατανόηση μου, έτσι είναι καλά για μένα, μπορούν μόνο να με στηρίξουν, δεν μπορούν να με βλάψουν. Έμαθα από το κορμί μου και από την ψυχή μου ότι χρειαζόμουν τη λαγνεία, την επιδίωξη αγαθών, τη ματαιοδοξία και χρειαζόμουν την πιο αισχρή απελπισία για να μάθω να παραιτούμαι από κάθε αντίσταση, να μάθω να αγαπώ τον κόσμο, να μην τον συγκρίνω πια με οποιονδήποτε κόσμο είχα επιθυμήσει ή είχα φαντασθεί εγώ, με κάποιο είδος τελειότητας που είχα φαντασθεί εγώ, αλλά να τον αφήσω όπως είναι και έτσι να τον αγαπώ και σ’ αυτόν να ανήκω ευχάριστα. - Αυτές, Γκοβίντα, είναι μερικές από τις σκέψεις που μου ήρθαν στο μυαλό".
Ο Σιντάρτα έσκυψε, πήρε μια πέτρα από τη γη και την κούνησε στο χέρι του.
"Αυτή εδώ", είπε παίζοντας, "είναι μια πέτρα και σε κάποιον καθορισμένο χρόνο ίσως γίνει γη και από γη ίσως γίνει φυτό, ζώο ή άνθρωπος. Παλιότερα θα έλεγα: "Αυτή η πέτρα είναι μονάχα μια πέτρα, δεν έχει αξία, ανήκει στον κόσμο της Μάγια. Επειδή όμως στον κύκλο των μεταμορφώσεων ίσως γίνει άνθρωπος ή πνεύμα, γι’ αυτό δίνω και σ’ αυτήν αξία". Έτσι ίσως θα σκεφτόμουν παλιότερα. Σήμερα όμως σκέφτομαι: αυτή η πέτρα είναι πέτρα και είναι και ζώο, και είναι και θεός, είναι ακόμα και Βούδας. Τη σέβομαι και την αγαπώ, όχι γιατί κάποτε θα μπορούσε να γίνει αυτό ή εκείνο, αλλά γιατί συνέχεια και πάντα είναι όλα - και ακριβώς αυτό, ότι είναι πέτρα, ότι σήμερα και τώρα μου φαίνεται πέτρα, ακριβώς γι’ αυτό την αγαπώ και βλέπω αξία και νόημα σε κάθε φλέβα και σε κάθε βαθούλωμα της, στο κίτρινο, στο γκρίζο, στην σκληρότητα, στον ήχο που βγαίνει όταν την χτυπούν, στην ξηρότητα ή στην υγρασία της επιφανείας της. Υπάρχουν πέτρες που στην αφή μοιάζουν με λάδι ή σαπούνι, άλλες με φύλλα, άλλες με άμμο και κάθε μια είναι ξεχωριστή και προσεύχεται το Ομ με το δικό της τρόπο, η κάθε μια είναι Βράχμαν και συγχρόνως είναι και πέτρα, σαν λάδι ή σαν σαπούνι και ακριβώς αυτό μου αρέσει και μου φαίνεται θαυμάσιο και άξιο λατρείας. - Αλλά ας μη μιλήσω άλλο γι’ αυτό. Οι λέξεις δεν κάνουν καλό στο μυστικό νόημα. Πόντοτε, όταν μιλάει κανείς γι’ αυτά, όλα γίνονται κάπως διαφορετικά, νοθεύονται λίγο, γίνονται λιγάκι τρελά - ναι, ακόμα κι αυτό είναι πολύ καλό και πολύ μου αρέσει, ακόμα και μ’ αυτό είμαι απολύτως σύμφωνος, να ηχεί σε κάποιον πάντοτε σαν τρέλα αυτό που για κάποιον άλλον είναι θησαυρός και σοφία".
Ο Γκοβίντα άκουγε σιωπηλός.
"Γιατί μου είπες αυτό για την πέτρα;" ρώτησε διστακτικά μετά από μια παύση.
"Έγινε χωρίς πρόθεση. Ή ίσως ήθελε να πει ότι αγαπώ εξίσου την πέτρα και τον ποταμό και όλα αυτά τα πράγματα που βλέπουμε και από τα οποία μπορούμε να διδαχθούμε. Μπορώ ν' αγαπήσω μια πέτρα, Γκοβίντα, και ένα δέντρο ή ένα τσόφλι. Αυτά είναι πράγματα και ο άνθρωπος μπορεί ν’ αγαπήσει πράγματα. Γι’ αυτό οι διδασκαλίες δεν είναι για μένα, δεν έχουν ούτε σκληρότητα, ούτε απαλότητα, ούτε χρώματα, ούτε γωνίες, ούτε μόνο λέξεις. Ίσως αυτό είναι που σ’ εμποδίζει να βρεις την ειρήνη, ίσως είναι οι πολλές λέξεις. Γιατί και η λύτρωση και η αρετή, η σανσάρα και η νιρβάνα είναι μόνο λέξεις, Γκοβίντα. Δεν υπάρχει κανένα πράγμα που θα μπορούσε να είναι νιρβάνα, υπάρχει μόνο η λέξη νιρβάνα".
Ο Γκοβίντα είπε: "Δεν είναι μόνο μια λέξη, φίλε, η νιρβάνα. Είναι μια σκέψη".
Ο Σιντάρτα συνέχισε. "Μια σκέψη, έστω. Πρέπει να σου ομολογήσω, αγαπημένε, ότι δεν κάνω πια διαχωρισμό ανάμεσα στις σκέψεις και τις λέξεις. Και για να μιλήσω ξεκάθαρα, ούτε και τις σκέψεις έχω σε μεγάλη υπόληψη. Υπολογίζω περισσότερο στα πράγματα. Σ’ αυτή τη βάρκα για το πέρασμα παραδείγματος χάρη ήταν ένας άνθρωπος προκάτοχος και δάσκαλος μου. Ένας άγιος άνθρωπος που για μερικά χρόνια πίστευε μόνο στον ποταμό, σε τίποτ’ άλλο. Είχε νιώσει ότι η φωνή του ποταμού του μιλούσε και μάθαινε απ’ αυτή. Εκείνη τον δίδασκε και τον μόρφωνε, ο ποταμός του φαινόταν σαν θεός και για πολλά χρόνια δεν ήξερε ότι κάθε άνεμος, κάθε σύννεφο, κάθε πουλί, κάθε σκαθάρι είναι εξίσου θεϊκά και ότι ξέρουν και μπορούν να διδάξουν τόσα πολλά, όσα και ο σεβαστός του ποταμός. Όταν όμως αυτός ο άγιος πήγε στα δάση, τότε τα ήξερε όλα, ήξερε περισσότερα από σένα και μένα, χωρίς δασκάλους, χωρίς βιβλία, μόνο γιατί είχε πιστέψει στον ποταμό".
Ο Γκοβίντα είπε: "Είναι όμως αυτό που ονομάζεις "πράγμα" κάτι πραγματικό, κάτι υπαρκτό; Δεν είναι μόνο απάτη της Μάγια, μόνο εικόνα και φαινόμενο; Η πέτρα σου, το δέντρο σου, ο ποταμός σου - είναι λοιπόν πραγματικότητα όλ' αυτά, "
"Ακόμα κι αυτό", είπε ο Σιντάρτα, "δε με πολύνοιάζει. Ας είναι τα πράγματα φαινόμενα ή όχι, τότε θα είμαι κι εγώ φαινόμενο και έτσι όλα θα είναι όμοια μου. Αυτό είναι που τα κάνει σε μένα τόσο αγαπητά και σεβαστά: είναι όμοια μου, γι’ αυτό μπορώ να τ’ αγαπώ. Κι αυτή είναι μια διδασκαλία, για την οποία θα γελάσεις: η αγάπη, Γκοβίντα, μου φαίνεται ότι είναι το σημαντικότερο απ’ όλα. Μπορεί να είναι υπόθεση των μεγαλύτερων στοχαστών να εξετάζουν τον κόσμο, να τον εξηγούν, να τον περιφρονούν. Εμένα όμως μ’ ενδιαφέρει να μπορώ να αγαπώ τον κόσμο, να μην τον περιφρονώ, να μη μισώ ούτε αυτόν ούτε τον εαυτό μου, να μπορώ να παρατηρώ και αυτόν και τον εαυτό μου με αγάπη και θαυμασμό και σεβασμό".
"Το καταλαβαίνω αυτό", είπε ο Γκοβίντα. "Αλλά ακριβώς αυτό ονόμασε απάτη ο Έξοχος. Προτείνει την συμπάθεια, την επιείκια, την ευσπλαχνία, την υπομονή αλλά όχι την αγάπη. Μας απαγορεύει να δεσμεύουμε την καρδιά μας με την αγάπη των επίγειων".
"Το ξέρω", είπε ο Σιντάρτα και το χρυσαφένιο χαμόγελο του άστραφτε. "Το ξέρω, Γκοβίντα. Αλλά δες, βρισκόμαστε χωμένοι στη μέση του δάσους των απόψεων, της διαμάχης των λέξεων. Δεν μπορώ βέβαια να αρνηθώ ότι τα λόγια μου για την αγάπη αντιφάσκουν, αντιφάσκουν φαινομενικά, με τα λόγια του Γκοτάμα. Και γι’ αυτό ακριβώς δυσπιστώ τόσο πολύ προς τις λέξεις, γιατί ξέρω ότι αυτή η αντίφαση είναι πλάνη. Ξέρω ότι συμφωνώ με τον Γκοτάμα. Πώς θα μπορούσε Αυτός να μη γνωρίζει την αγάπη; Αυτός, που είχε γνωρίσει την ανθρώπινη ύπαρξη στην παροδικότητα και τη μηδαμινότητά της, αγάπησε τόσο πολύ τους ανθρώπους ώστε αφιέρωσε μια μακριά, επίπονη ζωή για να τους βοηθήσει και να τους διδάξει! Και σ’ αυτόν ακόμα, σ’ αυτόν το μεγάλο δάσκαλο, τα πράγματα είναι για μένα προτιμότερα από τα λόγια του, οι κινήσεις του χεριού του σημαντικότερες από τη γνώμη του. Ούτε στα λόγια, ούτε στις σκέψεις βλέπω το μεγαλείο του, αλλά μόνο στις πράξεις και στη ζωή του".
[…]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου