13 Ιουλίου 2015

Οι επώδυνοι κύκλοι της ζωής μέσα στο ποίημα Berck-Plage της Sylvia Plath[Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης]





 Τον Ιούνιο του 1961, η ποιήτρια Σύλβια Πλαθ και ο σύζυγός της Τεντ Χιουζ, επισκέφτηκαν την περιοχή Berck-Plage, μια επιμήκη παραλία και θέρετρο στις ακτές της Γαλλίας, βορείως της πόλεως Ρουέν. Κάποιο είδος νοσοκομείου ή αναρρωτηρίου για άτομα με ειδικές ανάγκες βρισκόταν εκεί. Για τη Σύλβια η επίσκεψη εξελίχτηκε σε έναν από τους πολλούς εφιάλτες της μέσα στο πραγματικό κόσμο. Ένα χρόνο αργότερα, εξομολογήθηκε ο σύζυγός της, ‘πέθανε ο γείτονάς μας, ένας γέρος, o Percy Key, μετά από σύντομη ζοφερή ασθένεια κατά τη διάρκεια της οποίας επανειλημμένως η γυναίκα του χρειάστηκε τη βοήθειά μας’. Σε αυτό το ποίημα, το Berck-Plage, της Σύλβιας Πλαθ, συνδυάζονται η επίσκεψη του ζεύγους στην γαλλική παραλία, καθώς και ο θάνατος και η κηδεία του γείτονά τους. Το ποίημα Berck-Plage, της Σύλβιας Πλαθ που περιέχει 126 στίχους γεμάτους από φαινομενικά ολοκληρωτική αδιαθεσία και πένθιμη κατήφεια, βρίσκεται στην εκτίμηση πολλών απαιτητικών αναγνωστών ως ένα από τα ‘βαρύτερα’ και λιγότερο ελκυστικά ποιήματά της, ακόμη και αν θεωρηθεί αυτοβιογραφικό με την κυριολεκτική σημασία του όρου. Αρκετές ημέρες μετά την κηδεία, η οποία έλαβε χώρα στις 29 Ιουνίου του 1962, η Σύλβια Πλαθ κατέγραψε τα δικά της συναισθήματα: ‘I have written a long poem, Berck-Plage, about it. Very moved. Several terrible glimpses’. 
 Πράγματι, η περιγραφή της ακαμψίας του πτώματος του Percy από την Πλαθ, είναι πιο δραματική ακόμα κι από το ποίημά της ‘All the Dead Dears’. Αυτό το παλιότερο ποίημα, του 1957, μας προσφέρει σημαντική ένδειξη για τις θέσεις της Πλαθ στα μεταγενέστερα ποιήματά της για τους νεκρούς και ετοιμοθάνατους: ‘How they grip us through thin and thick, these barnacle dead’. Πρόσωπα σε ατέλειωτους καθρέφτες προηγούμενων γενεών, εμφανίζονται ξανά και ξανά. Το κίνητρο της Πλαθ τώρα για να γράψει και μας παρουσιάσει τέτοιες άσχημες και τρομακτικές εικόνες θανάτου, δεν είναι σίγουρα για την εξύμνησή του. Ως πιθανότερο κίνητρο, δεδομένης της σφοδρής επιθυμίας της Σύλβιας Πλαθ για ζωή, είναι η ανησυχία της για τη σωματική και ψυχική επιβίωση μπροστά στο πρόσωπο του πόνου και του θανάτου. 

 Σε πολλά από τα ποιήματά της, αυτό που δείχνει η Πλαθ είναι μια μορφή θανάτου που απειλεί να την καταπιεί, εκτός αν μπορέσει να επαναβεβαιώσει την προσωπική της ταυτότητα και ακινητοποιήσει τον εχθρό της, σε μια δομημένη ποιητική εικόνα. Ο ανεξέλεγκτος φόβος που προέρχεται από αυτό που αντιλαμβάνεται, μπορεί να μετριασθεί με την αλληγορία και μεταφορά σε ότι μπορεί να ελέγξει, δηλαδή την εικόνα της. Για τη Σύλβια Πλαθ, το θέαμα των ακρωτηριασμένων γάλλων βετεράνων του πολέμου στο Berck-Plage και του Percy Key, ενός καρκινοπαθούς άγγλου της διπλανής πόρτας, έγιναν εμβλήματα της δικής της μάχης για να αντιμετωπίσει το θάνατο και να νικήσει την δύναμη που δηλητηρίαζε το μυαλό της. Τα πρώτα σχέδια του ποιήματος δείχνουν ότι η Πλαθ είχε ακόμη μεγαλύτερο σκοπό στο μυαλό της από τη συγχώνευση των δύο προαναφερθέντων περιστατικών, όταν άρχισε να το γράφει κατά τη διάρκεια της εβδομάδας μετά το θάνατο του ηλικιωμένου γέρου, στα τέλη του Ιουνίου του 1962. Σύμφωνα με τις ημερομηνίες για τα προσχέδια του ποιήματος, προέκυψε κι ένα τρίτο στοιχείο που είχε μεγάλη προσωπική σημασία για την ίδια. Η εποχή που ο ασθενής γείτονας έμπαινε στην τελική φάση της ασθένειάς του και όδευε ολοταχώς προς το θάνατο, συνέπεσε με τη γέννηση και το μεγάλωμα του Nicholas, του δεύτερου παιδιού της. Έτσι εκείνη την άνοιξη, σε αντίθεση με το υγιές μωρό της, βρισκόταν δίπλα της ένας ετοιμοθάνατος γέρος, που σίγουρα ευθυνόταν για την κατάθλιψή της. Ο επικείμενος θάνατος του Percy Key, είναι το αντικείμενο πολλών ποιημάτων της, σαν να στεκόταν εκεί για να της τονίσει ότι κάποιο δυσοίωνο γεγονός θα συμβεί, καθώς και την ‘απώλεια’ του Τεντ, όσο και να μην ήθελε ακόμη να το αναγνωρίσει και να το παραδεχτεί. Παρά το μέγεθος και την πολυπλοκότητά του, όμως, το συγκεκριμένο ποίημα ελάχιστη προσοχή προσέλκυσε από τους μελετητές και κριτικούς, ιδιαίτερα σε ότι έχει σχέση και αφορά την αναγέννηση και την επιβεβαίωση της ζωής.

 Η τεχνική της ομοιάζει με εκείνη του κινηματογραφικού μοντάζ, η οποία αντιπαραθέτει και έτσι συνδυάζει διαφορετικές οπτικές εικόνες με ουσιαστικό τρόπο, πέραν των κανονικών παραμέτρων του χώρου και του χρόνου. Με αυτόν τον τρόπο, ο φακός της Πλαθ καταγράφει και υπερβαίνει την κυριολεκτική αμεσότητα αυτού που αναφέρει, δημιουργώντας έτσι την τάξη μέσα από το χάος. Το Berck-Plage ανοίγει με μια παράξενη σκηνή στην παραλία, κάτω από τον ήλιο: ‘How the sun's poultice draws on my inflammation’. Η αιτία όμως αυτής της φλεγμονής, δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί! Η αντίστοιχη δράση του ποιητή, είναι η διάθεση θεραπευτικής δύναμης. Κάποτε ο πατέρας της, Ότο Πλαθ, πέθανε από γάγγραινα και λοίμωξη, αφήνοντας την κόρη του στερημένη από την πίστη της στο Θεό. ‘Ποτέ μου δεν θα ξαναμιλήσω στο Θεό’, είπε σε μια στιγμή εξομολογητική, η νεαρή Σύλβια στη μητέρα της. Τώρα, περισσότερο από είκοσι χρόνια αργότερα, ένας ηλικιωμένος άντρας, ο Percy Key, έχει πεθάνει από το καρκινικό δηλητήριο που βρισκόταν και αναπτυσσόταν ανεξέλεγκτα μέσα του, και το θέαμα του θανάτου του υπενθυμίζει στην Σύλβια τη σκηνή στο Berck-Plage, το προηγούμενο έτος. Αυτές οι φοβερές δηλητηριώδεις εικόνες στο μυαλό της Πλαθ, πρέπει στο ποίημα να αντικατασταθούν από υγιή στοιχεία. Αυτός είναι ο βαθύτερος σκοπός και η πρόκληση της Σύλβιας Πλαθ, γράφοντας το Berck-Plage. Αλλά προχωρώντας στον πέμπτο στίχο, υπάρχει κάποια απειλητική χροιά: ‘Why is it so quiet? What are they hiding’, ερωτά ο αφηγητής. Πέρα από τα αναφερθέντα φαλακρά κεφάλια των κοριτσιών και τις περούκες τους, εμμέσως συνυπάρχουν και άλλες παραμορφώσεις που παραμονεύουν στη σκηνή. Οι ακρωτηριασμένοι, όπως ο πατέρας της, Ότο Πλαθ, ο περίφημος εντομολόγος. Η κόρη του, η αφηγήτρια, αμέσως καθησυχάζει τον εαυτό της, και όπως πάντα, τοποθετεί τη δική της μεταμφίεση, αφού όπως λέει, έχει δύο πόδια και μπορεί να κινείται ικανοποιητικά. Η επόμενη κίνηση της Σύλβιας Πλαθ, είναι να δημιουργήσει τη σιωπή της σκηνής. Τεράστια παραλία από άμμο, που μειώνει τους κραδασμούς, συρρικνώνει τις φωνές των επισκεπτών και τους ήχους των σκαφών. Η αφηγήτρια εκφράζει όμως παρακάτω τους φόβους της, σαν να προλαμβάνει την εμφάνιση ανθρώπων με αναπηρία, κι αυτοί οι φόβοι γίνονται μέρος της γενικότερης απόσβεσης των ήχων και απονέκρωσης στην ευρύτερη σκηνή που περιγράφεται. Κατά ειρωνικό τρόπο, η αίσθηση της όρασης επιτελείται την ίδια στιγμή που ελκύεται απότομα απ’ ότι φαίνεται:

The lines of the eye, scalded by these bald surfaces, 
Boomerang like anchored elastics, hurting the owner.

 Τέτοια ζεματισμένη φαλάκρα, κυριολεκτικά και μεταφορικά, πρέπει να προστατευθεί, το ανελέητο απειλητικό φως να φιλτραριστεί, προφανώς επειδή οι υποκείμενες αλήθειες που ήρθαν στο φως, είναι αφόρητες. Κάποιος πρέπει να βάλει μια μάσκα, ίσως σκούρα γυαλιά, να προβεί δηλαδή σε μια μεταμφίεση, έτσι ώστε να μην τη δει την αφόρητη αλήθεια. Δεδομένης της γνωστής αποστροφής της Σύλβιας Πλαθ για τις υποκρισίες, δεν είναι έκπληξη το γεγονός ότι φέρνει μπροστά την άποψη ενός ιερέα: ‘Is it any wonder he affects a black cassock’? Μαύρο είναι η απουσία του χρώματος, η απουσία του ζωντανού ηλιακού φωτός στο οποίο μπορεί κανείς να έχει όραμα. Πολλοί κριτικοί σημείωσαν ότι το μαύρο χρώμα έχει τη δεύτερη υψηλότερη συχνότητα (158 φορές) μετά το λευκό (166 φορές), στην ποίηση της Πλαθ, και η σημασία αυτών των χρωμάτων έχει επίσης συζητηθεί επί μακρόν. Ο θάνατος των αισθήσεων, ιδίως ο θάνατος της οπτικής φαντασίας, είναι ότι η Σύλβια Πλαθ φοβόταν περισσότερο, αφού για αυτήν η αναγέννηση, η δημιουργία μιας νέας ζωής, είναι κρισιμότατης σημασίας ψυχική αναγκαιότητα. Ο ιερέας, όπως και τα φαλακρά κορίτσια και αργότερα οι ακρωτηριασμένοι βετεράνοι, αντιπροσωπεύουν μια ενοχλητική εισβολή στο φυσικό τοπίο. Δεδομένου ότι το πρώτο τμήμα του ποιήματος τελειώνει, βλέπουμε τον ιερέα που κινείται μεταξύ των συγκεντρωμένων σκουμπριών ‘who wall up their backs against him’, καθώς πηγαίνουν για ‘handling the black and green lozenges like parts of a body’. Σε αντίθεση με τους χειρουργούς που προφανώς έχουν ακρωτηριάσει κάποια μέρη του σώματος των ακρωτηριασμένων βετεράνων, οι ψαράδες διαλέγουν και πετάνε έξω, απλώς το μεγαλύτερο. Ωστόσο, η πρώτη ενότητα ολοκληρώνεται με τους διαμαρτυρόμενους ήχους της μέχρι τώρα σιωπηλής και αδρανούς θάλασσας, με ένα μακρύ σφύριγμα αγωνίας:

 ‘The sea that crystallized these,
 Creeps away, many-snaked, with a long hiss of distress’. 

 Η αγωνία της θάλασσας είναι πάνω από την απώλεια των ψαριών, στα οποία η ίδια έδωσε γένεση από το σκοτάδι της. Οι στίχοι της Πλαθ συχνά έχουν και δείχνουν την τάση της ποιήτριας να διαγράψει ή να τροποποιήσει μερικές ρητές αναφορές ή τους λόγους, έτσι ώστε οι εικόνες της στην τελική τους μορφή να είναι πιο έξυπνες και διφορούμενες. Καθώς τελειώνει το πρώτο τμήμα του ποιήματος, ο τόνος του παρατηρείται δυσοίωνος. Στην αρχή του δεύτερου τμήματος δεν παρουσιάζεται ακόμα κανένας διαχωρισμός από το πρώτο. Ποιος είναι αυτός ο ιερέας; Έχει έρθει για να ευλογήσει τις αλυκές, αναρωτιέται; Στη συνέχεια όμως, η άκρη του ράσου του ιερέα αποκαλύπτει ένα παραμορφωμένο, κοντό πόδι μέσα σε μια ορθοπεδική κατασκευή που προηγείται του καλού ποδιού, σαν ελαττωματική πυξίδα. Ο ιερέας με τα μαύρα γυαλιά θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο Ναζί με τις μαύρες μπότες που είδαμε ότι η Πλαθ φανταζόταν στο ποίημα, Daddy.

  Το δεύτερο τμήμα ανοίγει με τον κύριο Θάνατο, ο οποίος διαβάζει το ευχολόγιο σε μια νεκρώσιμη ακολουθία:

This black boot has no mercy for anybody. 
Why should it, it is the hearse of a dead foot, 
The high, dead, toeless foot of this priest 
 Who plumbs the well of his book, 
The bent print bulging before him like scenery. 

 Οι τυπωμένες λέξεις της νεκρώσιμης ακολουθίας είναι αισθησιακές για τον ιερέα. Είναι η πορνογραφία του. Δεν βλέπει την πραγματική ουσία γύρω από το ξενοδοχείο, το ασθενικό και άσχημο θέαμα του πρωτόγονου ανθρώπινου φύλου. Αισχρά μπικίνια κρυμμένα στους αμμόλοφους, στήθη και ισχία, γαργαλιστικά κάτω από το φως, εικόνες, κραυγές, πίσω από κάποιες αποθήκες, δύο εραστές δε λένε να ξεκολλήσουν!

Obscene bikinis hide in the dunes, 
Breasts and hips a confectioner's sugar 
Of little crystals, titillating the light, 
While a green pool opens its eye, 
Sick with what it has swallowed -- 
Limbs, images, shrieks. Behind the concrete bunkers 
Two lovers unstick themselves. 

 Δίπλα στη θάλασσα, λοιπόν, βρίσκεται ο τόπος της ομορφιάς και η πηγή της ζωής, μια παρωδία πνευματικότητας και γέννησης, που θυμίζει έντονα την ‘Έρημη Γη’ του Έλιοτ. Στην τρίτη ενότητα του ποιήματος, η σκηνή μεταφέρεται από την παραλία στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου, με μια γεύση από αστραφτερά πράγματα. Καθώς η αφηγήτρια παρατηρεί, αυτά τα λαμπερά πράγματα δεν είναι κοσμήματα, αλλά αναπηρικές καρέκλες από χάλυβα και τα δεκανίκια αλουμινίου, θαύματα της επιστήμης, όπως τα αποκαλεί σαρκαστικά! Καθώς τα μάτια της μετατοπίζονται προς την άκρη της θάλασσας, τα ρουθούνια της συλλαμβάνουν τη μυρωδιά:

‘Such salt-sweetness. Why should I walk/ Beyond the breakwater, spotty with barnacles?/ I am not a nurse, white and attendant/ I am not a smile’. 
 Σε αυτή την εναλλαγή των εικόνων, βλέπουμε ότι ένα πέτρινο συναισθηματικό φράγμα χωρίζει την αφηγήτρια από τους ακρωτηριασμένους βετεράνους, ενώ παραδίπλα τα παιδιά παίζουν σκάβοντας στην άμμο, κάτι που της αρέσει, αλλά η καρδιά της είναι πολύ μικρή για να διορθώσει τα λάθη τους. Συναισθηματικά παιδικά τραύματα, η τραυματισμένη πλευρά των ανθρώπων, άδεια μανίκια και μπατζάκια, ένας αδύνατος άνθρωπος με ένα δεκανίκι, όλα κάτω από το βλέμμα του χειρουργού. Ο καθρέφτης του, λέει, δεν είναι παρά μια πτυχή γνώσης ικανής να επισκευάσει τα σπασμένα σώματα, αλλά ανίκανης να επιδιορθώσει σπασμένες ψυχές. Ο Percy Key, ο θάνατος και η κηδεία του, φαίνεται να αποτελούν τον κύριο στόχο του ποιήματος:

‘An old man is vanishing/ There is no help in his weeping wife/ Where are the eye-stones, yellow and valuable/And the tongue, sapphire of ash’.

 Ένας γέρος εξαφανίζεται και δεν διαφαίνεται η ανεύρεση κάποιας βοήθειας για την κλαμένη σύζυγό του. Νωρίς το απόγευμα της 25ης Ιουνίου, όταν η Πλαθ είδε πραγματικά τον ηλικιωμένο άντρα να πεθαίνει τα μεσάνυχτα, παρατήρησε προσεκτικά κάτι τέτοιες λεπτομέρειες που περιγράφει στα ημερολόγιά της. Το σαλόνι, αφηγείται, ήταν γεμάτο από κόσμο, ο Percy ξαπλωμένος σε ένα σωρό λευκά μαξιλάρια με τις ριγέ πιτζάμες του, το πρόσωπό του πέρασε ήδη από ετούτη την ανθρωπότητα, το πηγούνι πεσμένο, μια μεγάλη βραχνή ανάσα έμπαινε και έβγαινε από το στόμα του με μεγάλη προσπάθεια σαν ένα φοβερό πουλί, ενώ τα μάτια του έδειχναν σαν μερικώς ανοικτά καπάκια όπως διαλυμένα σαπούνια ή θρόμβους πύου. Η φράση ‘And the tongue, sapphire of ash’ στο τέλος του τρίτου μέρους, σηματοδοτεί τον συγκλονιστικό και ειρωνικό μετασχηματισμό από πολύτιμο κόσμημα στο θάνατο και την τέφρα. Μετά από τη μακρά και δύσκολη δουλειά, της μετάβασης δηλαδή από τη σκηνή της παραλίας στη σκηνή του θανάτου, η Σύλβια Πλαθ προχώρησε στο τέταρτο τμήμα του ποιήματος, μάλλον με σχετική ευκολία. Ο Percy Key, τώρα είναι νεκρός, και έχει μεταμορφωθεί σε ένα είδος θρησκευτικού εικονιδίου που εμφανίζεται με κάποια κωμική χροιά: 

‘A wedding-cake face in a paper frill. 
How superior he is now. 
It is like possessing a saint’. 

 Οι νοσηλεύτριες πλέον δεν είναι τόσο όμορφες, αφού οι μέρες εκείνες που φρόντιζαν τον δύστυχο Percy, αποτελούν παρελθόν και φαίνονται σαν γαρδένιες ταλαιπωρημένες από το άγγιγμα απρόσεκτων χεριών. Με τη σκηνή του θανάτου να έχει τελειώσει, κι αποχαιρετώντας το θάνατο, τώρα εξακολουθούν να παραμένουν πίσω μόνο πράγματα, κι αυτό αποδεικνύεται φρικτό. Το επόμενο στάδιο μετά το αναπόφευκτο τέλος, είναι η εφαρμογή ενός τελετουργικού για να επιστρέψει η ζωή στο προσκήνιο: ‘Now the washed sheets fly in the sun/The pillow cases are sweetening’. Η πέμπτη ενότητα του ποιήματος εμπεριέχει τη μεταβατική σκηνή, με τη μετάβαση του νεκρού από την αίθουσα του πέτρινου σπιτιού, στη σκηνή του νεκροταφείου όπου πρόκειται να ταφεί. Κι ακόμα βεβαίως κινείται στις σκέψεις μιας γυναίκας που έχασε τον άντρα της. Πρακτικές λεπτομέρειες της καθημερινότητας, φορέματα και καπέλα, παντρεμένες κόρες, με μια κουρτίνα να τρεμοπαίζει στο ανοιχτό παράθυρο και την αφηγήτρια να θυμάται, έως ότου η μνήμη αρχίσει σταδιακά να ξεθωριάζει. Καθώς οι εικόνες διαλύονται, ακούμε την κραυγή και το θρήνο όλων όσων πεθαίνουν: 

‘Να μας θυμάστε’!!!

 Σε αυτό το σημείο, η σκηνή αλλάζει απότομα στο νεκροταφείο, και η αφηγήτρια στο ποίημα, παρατηρεί:

‘The empty branches of memory look over stones
Marble facades with blue veins, and jelly-glassfuls of daffodils’.

 Κανείς δεν είναι εκεί, παρά μόνο οι πέτρες και τα πνεύματα των νεκρών μέσα σε αυτές, κι η σάρκα τους ολοένα να μειώνεται, να λιγοστεύει. Η μνήμη να ξεθωριάζει, αλλά το πέμπτο τμήμα του ποιήματος να καταλήγει, με την αφηγήτρια να επιβεβαιώνει την αξία του οικοπέδου του νεκροταφείου ως ενδιάμεσο σταθμό, στο δρόμο προς την αιωνιότητα, ένα επίπονο ταξίδι με άγνωστο προορισμό: ‘It is so beautiful up here: it is a stopping place’!

 Η χλομάδα η οποία τόσο τονίζεται στην πέμπτη ενότητα, θεωρείται ως το αποτέλεσμα της αδηφάγου ανανέωσης της φάσης του κύκλου, θάνατος και ζωή. Το σκηνικό εδώ είναι εντυπωσιακό με την ανάμειξη του ανθρώπινου τεχνουργήματος και μετασχηματισμού. Σμιλεμένες φλαμουριές, με τη ζωή να δείχνει το πρόσωπό της, ‘A glitter of wheat and crude earth’. Η γη είναι εδώ η κεντρική εικόνα, και παρουσιάζεται χρωματισμένη με αιματηρά χρώματα, αλλά η Πλαθ θέλει να πει περισσότερα: 

‘What is the name of that color?
 Old blood of caked walls the sun heals, 
 Old blood of limb stumps, burnt hearts’. 

 Εδώ επανέρχονται απειλητικές οι μνήμες του Ότο Πλαθ, του πατέρα της, ο οποίος, όπως έχουμε διαπιστώσει σε πολλά από τα ποιήματά της, βρίσκεται επίμονα στο μυαλό της Σύλβια Πλαθ, και τα συναισθήματά της δεν είναι ακόμη σωστά θαμμένα στη λήθη. Η ιδέα του Berck-Plage ως συμβολική ταφή του πατέρα της, σε συνδυασμό με τις εικόνες της ανανέωσης από την ίδια κόκκινη γη, θεωρείται από μερικούς να αποτελεί και την κεντρική σημασία του ποιήματος. Οι εκφράσεις των προσώπων που αναχώρησαν για το μεγάλο ταξίδι, επανεμφανίζονται τώρα στις χαμηλές πτήσεις των σύννεφων πάνω στον ουρανό, με χαμόγελα. Μέχρι στιγμής, η αφηγήτρια φαίνεται να κοροϊδεύει τους πενθούντες για τους θεατρινισμούς τους, αλλά λίγο μετά προχωράει σε σοβαρές μυθοποιήσεις:

‘And the bride flowers expend a freshness, 
And the soul is a bride 
In a still place, and the groom is red and forgetful, he is featureless’. 

 Η γέννηση, ο γάμος κι ο θάνατος, συγχωνεύονται μυθικά στη γυναικεία ψυχή, που σε ολόκληρη τη διαδρομή ξεκινά και τελειώνει με κάθε καινούργια αναπαραγωγή της ζωής. Προς το τέλος του ποιήματος, η γη-γαμπρός περιμένει πλέον τη νύφη, τη νεκρική πομπή που ανεβαίνει στο λόφο με το στερημένο από την ψυχή σώμα του Percy Key. Το έβδομο και τελευταίο μέρος του ποιήματος αναδημιουργεί το πραγματικό γεγονός στο οποίο συμμετείχαν η Σύλβια Πλαθ και ο Τεντ Χιουζ. Η αφηγήτρια τοποθετεί τον εαυτό της για πρώτη φορά στην πομπή, και ως συνήθως, είναι αμφίθυμη παρατηρήτρια, όπως και στην παραλία Berck-Plage. Ο παραμορφωμένος ιερέας της παραλίας επανεμφανίζεται τώρα ως χλωμή και άθλια απομίμηση ενός ιερέα, ώστε να μην μπορεί να υπάρξει πραγματική ιεροτελεστία ταφής στο τέλος. Η αφηγήτρια τελικά μετατοπίζει την προσοχή από τον ιερέα στο φέρετρο και τα λουλούδια της διαδικασίας, ενώ ο ιερέας ακολουθεί την πομπή σαν κάποια όμορφη γυναίκα. Τώρα αντιλαμβανόμαστε τη σημασία της τελετής του γάμου που περιγράφηκε προηγουμένως. Ένας νεκρός άνθρωπος ζει και πάλι, όπως τα λουλούδια και τα φύλλα των φυτών, αναρριχώμενος προς τον ουρανό, κόκκινα μάτια το πρωί. Η ιεροτελεστία της ταφής θα μπορούσε να θεωρηθεί ως θρίαμβος της ομορφιάς πέρα από το θάνατο, αλλά τώρα η αποτελεσματικότητά της απειλείται.

‘Then from the barred yard, the children/ smell the melt of shoe blacking/ Their faces turning, wordless and slow/ Their eyes opening/On a wonderful thing-’

Για να μιλήσουμε κυριολεκτικά, τα παιδιά βλέπουν μια νεκρική πομπή, αλλά η Πλαθ διαχειρίζεται την αφήγηση έτσι ώστε οι εικόνες που ακολουθούν να γίνουν το όραμα των παιδιών καθώς και της αφηγήτριας. Είναι μια εναέρια άποψη, κοιτάζοντας προς τα κάτω στο μνήμα: ‘Six round black hats in the grass/ and a lozenge of wood/ And a naked mouth, red and awkward’.
 Η εικόνα δεν είναι εντελώς στατική, ωστόσο, επειδή το κόκκινο στόμα είναι σαν μια ανοιχτή πληγή που θυμίζει τις κόκκινες πλευρές των τραυματισμένων βετεράνων στο τρίτο τμήμα τις οποίες ο ‘χειρουργός’ πρέπει να προσπαθήσει να επισκευάσει. Στις δύο τελευταίες γραμμές του ποιήματος, η προσπάθεια προφανώς αποτυγχάνει:

‘For a minute the sky pours into the hole like plasma.
There is no hope, it is given up’. 

 Το ποίημα φαίνεται να καταλήγει σε απόγνωση, όπως τουλάχιστον το εκλαμβάνουν οι περισσότεροι αναγνώστες και κριτικοί, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως την εικόνα του φέρετρου ανάμεσα σε λουλούδια, που τώρα πια μετατράπηκε σε μια όμορφη γυναίκα, με την ‘εγκατάλειψη’ στον τελικό στίχο να εξορκίζει το θάνατο. Για τον Percy Key, και ίσως για τον Ότο Πλαθ, δεν υπάρχει καμία ελπίδα επιστροφής στην θνητή ζωή, έχουν τελειώσει τον κύκλο της ζωής τους, κι έτσι αυτός μπορεί να ανανεωθεί. Το επόμενο στάδιο της διαδικασίας του θρήνου είναι να τον αφήσουν να φύγει, κι έτσι η αφηγήτρια και οι πενθούντες με τα μαύρα καπέλα μπορεί να κατεβούν από το λόφο, κάτω στο βασίλειο του έμβιου κόσμου. Η αφηγήτρια, που εδώ είναι η Σύλβια Πλαθ, έχει απομακρυνθεί από το θόρυβο του κόσμου και βιώνει την ανανέωση μετά το θάνατο, το θρίαμβο της αναγέννησης. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτή η άποψη από φιλοσοφικής σκοπιάς είναι μάλλον επιφανειακή και στερεί από τη ζωή τη διατήρηση της δύναμης, αλλά το ουσιαστικό σημείο στο ποίημα της Πλαθ, είναι η δύναμη των εικόνων της για μεταμόρφωση του εαυτού της, απαλλάσσοντας το μυαλό της από αυτοκαταστροφικά στοιχεία. Είναι η πράξη που απελευθερώνει το ταραγμένο μυαλό του σύγχρονου καλλιτέχνη και του επιτρέπει να συνεχίσει να ζει. Καθώς η Σύλβια Πλαθ δεν μπορούσε να αντέξει την απώλεια της δημιουργικής φαντασίας λόγω της ψυχικής της παράλυσης, ήταν υποχρεωμένη να φανταστεί ότι τα χειρότερα, όπως η παραμόρφωση, η ασθένεια και ο θάνατος, επισκιάζονταν από τα καλύτερα, δηλαδή τα νεογέννητα παιδιά, τα λουλούδια, και τον ουρανό. Η πράξη αντιπαράθεσης αυτών των δύο, ήταν στην πραγματικότητα μέθοδος της κατασκευής τάξεως μέσα από το χάος! 


Εδώ κατεβάστε το ανωτέρω κείμενο, διανθισμένο με εικόνες, σε μορφή ebook (pdf).

Δεν υπάρχουν σχόλια: