Αναζητώντας έναν καλύτερο τρόπο να πεθαίνουμε
Στο τελευταίο και ίσως το καλύτερο βιβλίο του, ο χειρουργός Atul Gawande μας αφήνει το προαιώνιο κοινό μυστικό, κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια μας. Δεν έχει σημασία πόσο προσεκτικοί είμαστε στη ζωή μας ή πόσο σωστές και υγιεινές συνήθειες ακολουθούμε, γιατί όπως όλοι οι άλλοι πριν από εμάς, θα πεθάνουμε, πιθανότατα μετά από μια μακρά περίοδο παρακμής, σωματικής αδυναμίας και διανοητικής ανικανότητας. Ο μέσος Αμερικανός, μας λέει, βρίσκεται κατά μέσον όρο ένα χρόνο ανήμπορος, με αναπηρία, και ζει τις τελευταίες του στιγμές σε κάποιο οίκο ευγηρίας από τους πολλούς που έχουν αναπτυχθεί και λειτουργούν σε ολόκληρη την αμερικανική επικράτεια. Επιπλέον, το όλο αμερικανικό ιατρικό σύστημα, όπως είναι διαμορφωμένο, πολύ λίγη βοήθεια του προσφέρει στο τέλος του βίου του. Κάποια λόγια του Gawande, είναι ενδεικτικά:
‘Οι τελευταίες ημέρες της ζωής μας, παραχωρούνται για θεραπείες οι οποίες κάνουν σαθρό το μυαλό μας και υποσκάπτουν το σώμα μας, με πολύ μικρό όφελος. Δαπανούνται σε ιδρύματα, νοσηλευτικές μονάδες και αντίστοιχες μονάδες εντατικής θεραπείας, όπου πειθαρχημένες, ανώνυμες ρουτίνες μας αποκόπτουν από όλα τα πράγματα που έχουν σημασία στη ζωή μας. Η απροθυμία μας να εξετάσουμε με ειλικρίνεια την εμπειρία της γήρανσης του πληθυσμού και του θανάτου, έχει αυξήσει την ζημιά που προκαλείται στους ανθρώπους και που αρνείται τις βασικές ανέσεις που έχουν περισσότερο ανάγκη’.
Ο συγγραφέας θέλει να είμαστε, τουλάχιστον οι αναγνώστες του βιβλίου του, ενήμεροι ότι η τραγωδία του γήρατος και του θανάτου δεν μπορεί να βελτιωθεί από τη σύγχρονη ιατρική, έτσι ώστε μάλλον θα έπρεπε να βρούμε κάποιον άλλο τρόπο για να αντιμετωπίσουμε το επίμαχο, από καταβολής ανθρώπου, αναπόφευκτο και δυσάρεστο θέμα. Χωρίζει το βιβλίο του σε οκτώ όμορφα γραμμένα κεφάλαια που ακολουθούν την τροχιά από την αυτοτέλεια του καθενός έως το θάνατο. Στο ‘Being Mortal’, πιο προσωπικό βιβλίο που έχει γράψει τελειώνει με τον ‘παρατεταμένο’ θάνατο του πατέρα του.
Στο πρώτο κεφάλαιο, ο Gawande μας φέρνει στο προσκήνιο και μας συστήνει τη γιαγιά της συζύγου του, Alice Hobson, ηλικίας εβδομήντα επτά ετών, όταν αυτός την συνάντησε για πρώτη φορά το 1985. Εκείνη την εποχή, ήταν εντελώς ανεξάρτητη, ζούσε μόνη της, σωματικά και διανοητικά υγιής και δραστήρια. Οι γονείς του Gawande ήταν μετανάστες από την Ινδία, όπου ήταν σύνηθες και κατανοητό ότι οι γονείς ζούσαν στο σπίτι τους, επικουρούμενοι από ένα ή περισσότερα παιδιά που είχαν μεγαλώσει. Στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, αντιθέτως, το γήρας και η αναπηρία έχουν περάσει από το να είναι κοινή ευθύνη των νεώτερων γενεών, σε έναν περισσότερο ή λιγότερο ιδιωτικό ή κρατικό φορέα, μόνοι τους ή με τη βοήθεια των γιατρών και του υπόλοιπου προσωπικού των ιδρυμάτων.
Η συγκεκριμένη επελθούσα αλλαγή από τον παραδοσιακό τρόπο αντιμετώπισης των γηρατειών, έχει βεβαίως την εξήγηση και τους λόγους της. Σήμερα υπάρχουν περισσότεροι ηλικιωμένοι και λιγότεροι νέοι, οι οικογένειες απαιτούν εισοδήματα τόσο από τον άντρα όσο και από τη γυναίκα, κι έτσι υπάρχουν λίγες εναπομείνασες θυγατέρες ή νύφες για τη φροντίδα των γονέων και των παππούδων στο σπίτι. Και τέλος πολλά από τα μέλη των οικογενειών δεν ζουν καν στην ίδια πόλη. Παρόλα αυτά, όπως επισημαίνει ο Gawande, αν είσαι σήμερα υγιής και οικονομικά σχετικά ανεξάρτητος ή κάπως άνετα, δεν υπάρχει αναμφισβήτητα καλύτερη στιγμή στην ανθρώπινη ιστορία, στο θέμα της αντιμετώπισης του ηλικιωμένου. Αυτό αποδεικνύεται περίτρανα, από το γεγονός ότι οι υγιείς ηλικιωμένοι άνθρωποι είναι γενικώς περισσότερο ικανοποιημένοι και ευχαριστημένοι από ότι ήταν σε νεαρή ηλικία. Μπορεί είτε να έχουν επιτύχει τις παλιές φιλοδοξίες τους και τους στόχους που έθεσαν στη ζωή τους ή και να παραιτήθηκαν οριστικά από την επίτευξή τους, έτσι ώστε να ζουν πια στο παρόν, και όχι προσβλέποντας το μέλλον. Επιπλέον, δεν έχουν πλέον την ευθύνη για τα παιδιά τους, καθώς και για όλες τις ανησυχίες που έχουν σχέση με αυτό το θέμα.
Όταν στο βιβλίο, συναντάμε ξανά την γιαγιά της συζύγου του, Alice Hobson, στα 1992, εκείνη είναι πλέον ογδόντα τεσσάρων ετών. Έχει γίνει ευάλωτη σε πολλά πράγματα, η μνήμη της έχει μειωθεί δραματικά, αλλά προφανώς ο καθένας στην οικογένεια, συμπεριλαμβανομένου του εαυτού της, είναι εντελώς απροετοίμαστοι για την προϊούσα εξασθένησή της. Πιστεύουν όλοι, όπως και οι περισσότεροι άλλωστε Αμερικανοί, και έχουν κατά κάποιο τρόπο φανταστεί ότι δεν θα τους συμβεί κάτι δραματικό στο μέλλον, ότι θα ζήσουν με καλή υγεία μέχρι κάποια μέρα στο μακρινό μέλλον που ξαφνικά και τακτοποιημένα θα περάσουν στην αντίπερα όχθη.
Ο Gawande περιγράφει τρία πρότυπα ή μοντέλα οργανικής και διανοητικής εξασθένησης. Το πρώτο είναι αποτελέσματα μιας θανατηφόρας ασθένειας, όπως ο ανίατος, ο μη θεραπεύσιμος καρκίνος, στον οποίο η όποια θεραπεία, χειρουργική, ακτινοθεραπεία και χημειοθεραπεία, μπορεί να αποτρέψει την τελική φάση για κάποιους μήνες ή ακόμη και χρόνια, αλλά τελικά το σώμα είναι τόσο ταλαιπωρημένο, ώστε να οδηγείται στο θάνατο συνήθως ταχύτατα ή αργά και σταθερά. Στο δεύτερο πρότυπο, υπάρχει μια υποκείμενη χρόνια νόσος, όπως το πνευμονικό εμφύσημα, η οποία είναι θεραπεύσιμη, αλλά χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες υποτροπές έως ότου το σώμα δεν μπορεί πλέον να αντέξει ακόμα και το μικρότερο στρες. Και τέλος, υπάρχει το μοτίβο των γηρατειών που ονομάζεται αστάθεια και αδυναμία. Εδώ δεν υπάρχει καμία απειλητική για τη ζωή ασθένεια, αλλά αντ’ αυτού, εκείνο που ο Gawande αποκαλεί συσσωρευμένη κατάρρευση των συστημάτων του σώματος ενός ατόμου. Τελικά, γράφει, μία ή περισσότερες αρθρώσεις καταστέφονται, μία ή περισσότερες αρτηρίες ασβεστοποιούνται και στενεύουν με ότι αυτό συνεπάγεται. ‘Δεν υπάρχουν αντίγραφα ασφαλείας’!
Η κύρια απειλή για τους ηλικιωμένους είναι ότι θα πέσουν καταγής. Οι περισσότερες πτώσεις συνδέονται με μυϊκή αδυναμία και κακή ισορροπία, και συχνά οφείλονται στη λήψη πολλών φαρμάκων με ανυπολόγιστες εκ πρώτης όψεως παρενέργειες και αλληλοεπιδράσεις. Οι συνέπειες από την πτώση, μπορεί όμως, να είναι καταστροφικές. Περίπου το είκοσι τοις εκατό των ηλικιωμένων ανθρώπων που πέφτουν και παθαίνουν κάταγμα ισχίου, πεθαίνουν μέσα στο επόμενο έτος από τις μετεγχειρητικές επιπλοκές, πρώιμες και όψιμες, από τις οποίες ποτέ δεν θα ανακτήσουν πλήρως την προγενέστερη σωματική λειτουργία τους. Παρά τις προσπάθειές της, η Alice Hobson δεν είναι τελικά σε θέση να συνεχίσει να ζει μόνη της, και μετακομίζει από το σπίτι της σε ένα μικρό διαμέρισμα όπου ζουν ηλικιωμένοι, κάτω από εποπτεία άλλων.
Την επόμενη χρονιά, έπεσε και έσπασε το ισχίο της και μεταφέρθηκε σε εξειδικευμένο νοσηλευτικό όροφο, όπου την φρόντιζαν ολοκληρωτικά, έχοντας τον αποκλειστικό έλεγχο, άλλοι! Έτσι ξυπνούσε όταν της έλεγαν, λουζόταν και ντυνόταν επίσης μετά από προστάγματα και βοήθεια άλλων, κι όλοι έτρωγαν όταν τους έλεγαν. Ένιωσε κυριολεκτικά φυλακισμένη μέσα σε ένα γηροκομείο, και να μην μπορεί να κάνει τίποτα γι αυτό. Τα γηροκομεία στις Ηνωμένες Πολιτείες, προέκυψαν μέσα από την ομοσπονδιακή νομοθεσία το 1954, όχι ως ένα εξειδικευμένο μέρος όπου θα πήγαιναν τους ηλικιωμένους κατ’ ανάγκην, αλλά ως μια λύση για τα νοσοκομεία που χρειάζονταν επειγόντως να αδειάσουν τα πολύτιμα κρεβάτια για να φιλοξενήσουν και θεραπεύσουν τους ασθενείς τους, κι έτσι οι ηλικιωμένοι με το κλείσιμο των πτωχοκομείων, δεν είχαν πουθενά αλλού να πάνε. ‘This is the consequence of a society that faces the final phase of the human life cycle by trying not to think about it’, εξομολογείται ο Ινδός, στην καταγωγή, αμερικανός χειρουργός. Είναι το αποτέλεσμα μιας κοινωνίας που αντιμετωπίζει την τελική φάση του κύκλου ζωής του ανθρώπου, προσπαθώντας να μην το σκέφτεται! Οι ηλικιωμένοι καταλήγουν σε ιδρύματα τα οποία έχουν να κάνουν και αντιμετωπίζουν μεγάλο αριθμό κοινωνικών στόχων και δύσκολων ερωτημάτων, την απελευθέρωση νοσοκομειακών κλινών, τη λήψη των βαρών από τα χέρια των οικογενειών, την αντιμετώπιση της φτώχειας μεταξύ των ηλικιωμένων, αλλά ποτέ δεν ασχολούνται σοβαρά με τους ανθρώπους που φιλοξενούν και κατοικούν μέσα σε αυτά. Πως δηλαδή να κάνουν τη ζωή των ηλικιωμένων και ανήμπορων, έτσι που να αξίζει να τη ζήσουν οι αδύναμοι και εν πολλοίς απροστάτευτοι συνάνθρωποί μας, από ένα σωρό προβλήματα, οργανικά και ψυχικά.
Η οικογένεια, από τη μεριά της, είναι η συνήθης εναλλακτική λύση στα ιδρύματα για τους ηλικιωμένους που δεν μπορούν πλέον να ζήσουν ανεξάρτητα. Οι πιθανότητες για την αποφυγή της νοσηλείας σε ιδρύματα, σχετίζονται άμεσα με τον αριθμό των παιδιών που έχει, κάποιος, λέει ο συγγραφέας, και φαίνεται στατιστικά πάντοτε, η κόρη να είναι ζωτικής σημασίας για το ποσό της βοήθειας που θα λάβει ο μέσος αμερικανός. Αλλά δεδομένου ότι και οι κόρες σήμερα πρέπει να εργαστούν για να βοηθήσουν και να συνεισφέρουν στα οικονομικά των οικογενειών τους, έχουν λίγο διαθέσιμο χρόνο για τους ηλικιωμένους γονείς τους. Αυτό άρχισε να ισχύει κατά κύριο λόγο τη δεκαετία του 1980, κι έτσι ήρθε στο προσκήνιο η αποκαλούμενη ‘υποβοηθούμενη διαβίωση’ σε ειδικές εγκαταστάσεις, οίκοι ευγηρίας όπως αποκαλέστηκαν, που ξεπήδησαν απότομα θα έλεγε κανείς, για να βοηθούν τους γονείς και τους περισσότερο ηλικιωμένους.
Η ποιότητα των σημερινών ιδρυμάτων για τους ηλικιωμένους, ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό. Στη χειρότερη των περιπτώσεων, οι τρόφιμοι κοιμούνται δύο σε ένα δωμάτιο, και κατά τη διάρκεια της ημέρας συνήθως βρίσκονται μαζί με τους άλλους, παίρνουν τα φάρμακά τους, περπατάνε, βλέπουν τηλεόραση, και συζητούν μεταξύ τους. Ένα χαρακτηριστικό όλου αυτού του σχεδιασμού των οίκων ευγηρίας, είναι ότι η ασφάλεια έχει προτεραιότητα έναντι της αυτονομίας, αφού έχουν σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο για να προσελκύσουν τα παιδιά των ηλικιωμένων, κι όχι τους ίδιους τους τρόφιμους! Κι αυτό γιατί τον τελευταίο καιρό παρατηρείται κάποια αύξηση των αγωγών εναντίον των ιδρυμάτων από τους συγγενείς. Παρόλα αυτά, κάποια ιδρύματα τελευταία, προσπαθούν να εισαγάγουν στη λειτουργία τους μεγαλύτερη αυτονομία και κίνητρα, ακόμα και με μικρότερο τίμημα στο θέμα της ασφάλειας. Σε ένα από αυτά, για παράδειγμα, ένας ηλικιωμένος που προτιμά να μην χρησιμοποιήσει την αναπηρική καρέκλα, αφήνεται να περπατήσει μόνος του με κάποιο άλλο βοήθημα, όπως ένα μπαστούνι, ακόμη και αν αυτό αυξάνει σοβαρά τον κίνδυνο της πτώσης του. Σε άλλα πάλι, φέρνουν ζώα και πουλιά στον περίβολο του ιδρύματος, τα οποία οι τρόφιμοι καλούνται να φροντίσουν με τη βοήθεια του προσωπικού. Όλα τα καινοτόμα προγράμματα που ο Gawande περιγράφει στο βιβλίο του, χρηματοδοτήθηκαν εν όλω ή εν μέρει από κρατικές επιχορηγήσεις ή από προγράμματα φιλανθρωπικά.
Στο πιο ισχυρό του κεφάλαιο, που ονομάζεται ‘Letting Go’, ο Gawande ασχολείται με το φοβερό δίλημμα πότε πρέπει να σταματήσουμε κάθε προσπάθεια για παράταση της ζωής, ή κατά τα λεγόμενά του, πότε θα πρέπει να προσπαθήσουμε να ‘διορθώσουμε’ κάτι και πότε όχι; Αρχίζει με την ιστορία της Sara Monopoli, μιας γυναίκας τριάντα τεσσάρων ετών με ανεγχείρητο καρκίνο του πνεύμονα. Η ιστορία της βεβαίως για να είμαστε ειλικρινείς φαίνεται κάπως ξένη για ένα βιβλίο που ουσιαστικά έχει να κάνει με τη γήρανση και τον θάνατο των ηλικιωμένων, αφού και η πορεία της να είναι σαφέστατα διαφορετική από εκείνη ενός ηλικιωμένου ατόμου με την ίδια διάγνωση, αλλά στην πραγματικότητα πολύ χειρότερη. Της πήρε οκτώ μήνες για να πεθάνει, κατά τη διάρκεια των οποίων μηνών υποβλήθηκε σε τέσσερις κύκλους χημειοθεραπείας, ακτινοβολίας ολόκληρου του εγκεφάλου και τουλάχιστον δύο μεγάλες νοσηλείες σε εξειδικευμένο νοσοκομείο. Αλλά από την άλλη μεριά, ίσως ο συγγραφέας επέλεξε να την παρουσιάσει και αναλύσει σε αυτό το κεφάλαιο, γιατί δείχνει πόσο άσχημος μπορεί να είναι κι ένας σύγχρονος θάνατος.
Για τους περισσότερους ανθρώπους, ο θάνατος έρχεται μόνο μετά από μία μακρά ιατρική πάλη με μια τελικά συνεχώς εξελισσόμενη κατάσταση, όπως προχωρημένο καρκίνο, άνοια, νόσο του Parkinson, προοδευτική ανεπάρκεια οργάνων, συνηθέστερα της καρδιάς, ακολουθούμενη σε συχνότητα από τους πνεύμονες, τα νεφρά, το ήπαρ, ή αλλιώς απλώς από συσσώρευση πολλών προβλημάτων σε προχωρημένη ηλικία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο θάνατος είναι το μόνο βέβαιο, κι έτσι ο καθένας παλεύει με την αβεβαιότητα αυτή, με το πώς δηλαδή και πότε, να δεχθεί ότι η μάχη έχει οριστικά πλέον χαθεί. Στη περίπτωση της προαναφερθείσας νεαρής ασθενούς, η μάχη είχε χαθεί με τη διάγνωση, αλλά το ερώτημα ήρθε αμείλικτο όταν η συνέχιση της ζωής ερχόταν αντιμέτωπη με το πολύ υψηλό τίμημα στον ανεξέλεγκτο πόνο. Για τους γνωρίζοντες και εμπλεκόμενους, υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους οι επαχθείς θεραπείες συνεχίζονται ακόμα και όταν είναι ανώφελες και δημιουργούν επιπλέον στρώματα πόνου. Εν μέρει αυτό συμβαίνει γιατί οι ασθενείς και οι οικογένειές τους, απλώς δεν επιθυμούν να εγκαταλείψουν την προσπάθεια. Όλοι έχουμε ένα ισχυρό βιολογικό κίνητρο και επιτακτική ανάγκη για να επιβιώσουμε με όποιο τρόπο αυτό είναι δυνατόν. Αλλά επιπλέον, κάποιες φορές τόσο οι ασθενείς και οι οικογένειές τους, παρουσιάζουν προτάσεις και επιθυμίες μη ρεαλιστικές για το τι είναι δυνατόν να γίνει πραγματικότητα με τον συγκεκριμένο ασθενή τους, και αυτός είναι επίσης ένας σοβαρός λόγος για τον οποίο και οι ίδιοι οι γιατροί αποδεικνύονται μη ρεαλιστές. Αλλά ακόμα και όταν οι γιατροί ξέρουν πόσο ζοφερή είναι η κατάσταση και οι προοπτικές, συχνά κρατούν το μυστικό μακριά από τους ασθενείς τους. Οι περισσότεροι, λέει ο συγγραφέας του βιβλίου, είναι απρόθυμοι να δώσουν μια συγκεκριμένη πρόγνωση, ακόμη και όταν πιέζονται από τον ασθενή και τους οικείους του. Περισσότεροι από τους μισούς ογκολόγους σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης παραδέχονται ότι οι θεραπείες που συστήνουν στους καρκινοπαθείς είναι μάλλον απίθανο να ωφελήσουν.
Ωστόσο ο Gawande ξαναγυρίζει στα επαγγελματικά του. Όταν η Sara Monopoli βρέθηκε να έχει καρκίνο του θυρεοειδούς, εκτός από τον καρκίνο του πνεύμονα, σκέφτηκε ότι θα πεθάνει από τον καρκίνο του πνεύμονα, πριν ο καρκίνος του θυρεοειδούς προλάβει να προκαλέσει οποιαδήποτε προβλήματα. Τότε της έθεσε ευθέως την πιθανότητα για μια πειραματική θεραπεία η οποία θα μπορούσε ίσως να προσφέρει κάτι, γεγονός που κατά τον ίδιο ήταν καθαρή φαντασία. Ήταν πολύ ευκολότερο και γρηγορότερο να προσφέρει ακόμη μία τεχνολογική ‘λύση’ από το να μιλήσει για το θάνατο σε έναν ετοιμοθάνατο ασθενή!
Οι σημειώσεις του νοσοκομείου περιγράφουν δύσπνοια, ξηρό βήχα, αιμόπτυση και έντονη κόπωση. Εκτός από τους σωλήνες παροχέτευσης του θώρακα, η ασθενής απαιτούσε διαδικασίες παροχέτευσης της περιτοναϊκής κοιλότητας κάθε εβδομάδα ή συχνότερα για να ανακουφίσει την σοβαρή ενδοκοιλιακή πίεση από τα λίτρα του ασκιτικού υγρού που ο παρήγαγε ο καρκίνος. Το μόνο δηλαδή που μπορούσαν να κάνουν οι γιατροί, αναφέρει, ήταν να συνεχίσουν οι παθολόγοι να δίνουν ισχυρά κυτταροστατικά φάρμακα, οι χειρουργοί να αφαιρούν κάποιες μάζες από συγκεκριμένες θέσεις του σώματος ώστε να δράσει καλύτερα η χημειοθεραπεία και στο τέλος όταν η ασθενής ανέπτυξε πνευμονία, να αντιμετωπίζεται με ισχυρότατα αντιβιοτικά. Οι στατιστικές όμως εδώ είναι εκ προοιμίου, απελπιστικές. Μικρός μόνο αριθμός ασθενών μπορεί να ανακάμψει. Εδώ ο Gawande, είναι αρκούντως σαφής, αφού όπως ισχυρίζεται χτίσαμε ένα σύστημα υγείας που στοχεύει σε λίγους ασθενείς, ένα οικοδόμημα εκατομμυρίων δολαρίων για ελάχιστους. Σε κάποιο σημείο, αναφέρεται στην παρηγορητική φροντίδα και παραθέτει μια μελέτη από το Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης επί ασθενών με προχωρημένο καρκίνο, αποδεικνύοντας ότι εκείνοι που σταμάτησαν τη χημειοθεραπεία νωρίτερα και μπήκαν σε ξενώνα, παρουσίασαν λιγότερη ταλαιπωρία στο τέλος της ζωής τους και έζησαν στατιστικά περισσότερο από εκείνους που συνέχισαν τη χημειοθεραπεία.
Στο έβδομο κεφάλαιο, ο Gawande ασχολείται με τη συγκινητική ιστορία του τελικού σταδίου της ασθένειας του πατέρα του και το θάνατό του. Ο Atmaram Gawande, γιατρός ουρολόγος από το Οχάιο, πέθανε από καρκίνο στις 10 Αυγούστου 2011, σε ηλικία εβδομήντα έξι ετών, μετά από μια μακρά και δύσκολη πορεία. Στην αρχή της ασθένειάς του, ήταν όπως και η Alice Hobson ανεξάρτητος και ενεργός, επαγγελματικά και σωματικά. Σταδιακά ανέπτυξε πόνο στο λαιμό και μούδιασμα στα δάχτυλα του, συμπτώματα που παρέπεμπαν σε ‘αρθρίτιδα’. Τελικά, η εξέταση MRI του τραχήλου αποκάλυψε σπάνιο όγκο στο νωτιαίο μυελό, με αργή ανάπτυξη. Καθώς ο όγκος πίεζε τα νεύρα στον τράχηλο και γινόταν σταδιακά τετραπληγικός, αντιμετώπισε τη δύσκολη απόφαση για το αν και πότε έπρεπε να υποβληθεί στην άκρως επικίνδυνη χειρουργική επέμβαση που θα ήταν αναγκαία για την αφαίρεση ή την αποσυμπίεση από τον όγκο. Έτσι κατάφερε να ζήσει για άλλα τέσσερα χρόνια, με την αναπηρία του. Ο Atmaram Gawande επέζησε της χειρουργικής επέμβασης, αλλά ο καρκίνος δεν μπόρεσε να αφαιρεθεί εντελώς, και μετά από έξι εβδομάδες ακτινοβολίας, παρουσίασε επίμονο πόνο, ναυτία, κόπωση και απώλεια της όρεξης. Η παρακολούθηση με MRI έδειξε ότι ο καρκίνος εξακολουθεί να αυξάνεται, τώρα προς τα πάνω, στον εγκέφαλό του. Ήταν η αρχή μιας αδυσώπητης και γρήγορα κατηφορικής πορείας που ο Gawande περιέγραψε νωρίτερα ως το πρώτο από τα τρία μοντέλα της κατάρρευσης στη γεροντική ηλικία, αφού ακολούθησε σειρά πτώσεων στο πάτωμα λόγω της αδυναμίας του. Τότε είπε στο γιό του, ότι φοβάται πως θα παραλύσει, κάτι το οποίο δεν το ήθελε και ότι θα προτιμούσε να πεθάνει. Είχε τόσο αδύναμη ομιλία και μερικές φορές μπερδεμένη, κι ακόμα πρόβλημα στη λήψη και κατάποση τροφής. ‘Είχε φτάσει στη διακλάδωση του δρόμου’, γράφει ο Gawande. Του έκανε εισαγωγή σε έναν ξενώνα, όπου του χορηγούσαν κάποια αναλγητικά φάρμακα, και με την εντολή να μην σηκώνεται μόνος του. Αλλά αυτή η ανάπαυλα δεν διήρκεσε πολύ. Μέσα σε λίγους μήνες, τα ισχυρά φάρμακα για τον πόνο του πατέρα του, τον έκαναν βαρύ, ασαφή και μερικές φορές σε σχετική σύγχυση. Ένα πρωί, η γυναίκα του κι ένας γιατρός, διαπίστωσαν πως δεν μπορούσε να τον ξυπνήσει, και κάλεσαν ασθενοφόρο για να τον μεταφέρει στο νοσοκομείο, όπου του χορηγήθηκε ναλοξόνη για αντίδοτο των συνεπειών από τα καταπραϋντικά σκευάσματα και αντιβιοτικά για την πνευμονία. Η μετακίνησή του στη ΜΕΘ και η μηχανική υποστήριξη της αναπνοής, δεν έγιναν δεκτά από τον ίδιο και τους οικείους. Γύρισε στο σπίτι του, όπου και πέθανε λίγες μέρες αργότερα.
Ο Gawande συζητά παρακάτω λίγο για τον υποβοηθούμενο από τον ιατρό θάνατο (‘physician-assisted dying’), σε μερικά σημεία την ονομάζει υποβοηθούμενη αυτοκτονία (‘assisted suicide’), πρακτική η οποία το χρόνο της δημοσίευσης του βιβλίου, ήταν επιτρεπτή από νομική σκοπιά, σε πέντε πολιτείες, τουτέστιν επέτρεπε στους γιατρούς να χορηγούν στους ετοιμοθάνατους ασθενείς μια συνταγή για σχεδόν θανατηφόρα δόση βαρβιτουρικών, με αντικειμενικό σκοπό έναν ταχύτερο και σαφώς πιο ειρηνικό θάνατο. Στη συνέχεια αναρωτιέται τι θα γίνει αν αυτή η ιατρική πρακτική προεκταθεί σε άλλες ομάδες ασθενών οι οποίοι επιθυμούν την επίσπευση του θανάτου τους. Ο υπαινιγμός του, είναι σαφής! Θα μπορούσαμε να αρχίσουμε να υποκαθιστούμε τη βοήθεια σε εκείνους που πεθαίνουν, με την παρηγορητική φροντίδα τους σε έναν ξενώνα, αναφέροντας παράλληλα την εμπειρία της Ολλανδίας, όπου αρκετοί είναι αυτοί που προσφεύγουν στην ‘υποβοηθούμενη αυτοκτονία’ σε παθήσεις που βρίσκονται σε τελικό στάδιο. Σημειωτέον, ότι στην Ολλανδία συνήθως χρησιμοποιούν την ευθανασία, η οποία διαδικασία ‘περιλαμβάνει’ και το γιατρό που χορηγεί το θανατηφόρο φάρμακο, αντί της ‘υποβοηθούμενης αυτοκτονίας’, όπου ο ασθενής πρέπει να πάρει από το στόμα κάποια φάρμακα. Και συνεχίζει, ότι θα ήθελε να υποστηρίξει τη νομοθεσία για τη χορήγηση τέτοιων φαρμάκων από τους καρκινοπαθείς, αλλά θα καταστρέψουμε ολόκληρες κοινωνίες, αν εγκαταλείψουμε τη δυνατότητα βελτίωσης της ζωής των ασθενών. Αλλά τελικά ισχυρίζεται, ότι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι οι ασθενείς με το θάνατο προ των πυλών, θα πρέπει να είναι σε θέση να αποφασίζουν για τον εαυτό τους, αρκεί να είναι διανοητικά ικανοί να υποστηρίξουν τη μια ή την άλλη άποψη, αναλύοντας βεβαίως και την άποψη κάποιων άλλων συγγενών των ασθενών. Όποια και αν είναι η άποψή του για τον υποβοηθούμενο θάνατο, ο Gawande στο καινούργιο του βιβλίο μάς έδωσε μια συγκινητική και σαφή ματιά στο θέμα της γήρανσης και για το θάνατο στη σύγχρονη κοινωνία μας, και στις πολυποίκιλες βλάβες που προκαλούμε σε πολλούς συνανθρώπους μας, μετατρέποντάς το όλο θέμα σε ιατρικό πρόβλημα, παρά ανθρώπινο.
Ο Atul Gawande (1965- ) είναι Αμερικανός χειρουργός, συγγραφέας, και ερευνητής σε θέματα δημόσιας υγείας. Είναι γενικός χειρουργός με ενδιαφέρον στην ενδοκρινική χειρουργική στο Brigham and Women’s Hospital, και καθηγητής τόσο στο Τμήμα Πολιτικής και Διαχείρισης της Υγείας στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Χάρβαρντ και ακόμα της Χειρουργικής της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ. Ο Gawande γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, από γιατρούς Ινδούς γονείς μετανάστες στις Ηνωμένες Πολιτείες και μεγάλωσε στο Οχάιο, όπου μετακόμισε κάποια στιγμή η οικογένειά του. Σπούδασε σε διάφορα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, ιατρική, φιλοσοφία, πολιτική και οικονομία, ενώ πέρασε κι ένα χρόνο από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Ανακατεύτηκε με την πολιτική με το πλευρό των Δημοκρατικών και ήταν ενεργό μέλος της εκστρατείας του Κλίντον. Παράλληλα με τη βασική του εργασία ως χειρουργός, αρθρογραφεί σε γνωστά περιοδικά όπως το The New Yorker, κυρίως πάνω σε κρίσιμα θέματα υγείας και κοινωνικής ασφάλισης. Κάποια άρθρα του ελήφθησαν υπ’ όψιν και αναφέρθηκαν από τον Μπαράκ Ομπάμα κατά τη διάρκεια της προσπάθειάς του να προχωρήσει σε μεταρρύθμιση της νομοθεσίας της υγειονομικής περίθαλψης που ψηφίστηκε από το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών. Εκτός από τα εκλαϊκευμένα θέματα, ο Gawande έχει δημοσιεύσει μελέτες και δοκίμια σε θέματα που αφορούν τις στρατιωτικές τεχνικές χειρουργικής και τα λάθη στην ιατρική, σε έγκυρα περιοδικά όπως το New England Journal of Medicine.
Το πρώτο από τα βιβλία του Gawande είναι το ‘Complications: A Surgeon's Notes on an Imperfect Science’ (2002). Το δεύτερο, ‘Better: A Surgeon's Notes on Performance’, κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2007, όπου εξετάζει τις τρεις αρετές που ο Gawande θεωρεί ουσιώδους σημασίας για την επιτυχία στην ιατρική, κι ακόμα παρουσιάζει τις πολλαπλές πλευρές και απόψεις σε επίμαχα ιατρικά θέματα, όπως οι νόμοι για τα ιατρικά σφάλματα, ο ρόλος των γιατρών στην εσχάτη των ποινών, και οι διαφορές στη θεραπεία, γενικότερα, μεταξύ των νοσοκομείων. Ο Gawande κυκλοφόρησε το τρίτο του βιβλίο, ‘The Checklist Manifesto: How to Get Things Right’, το 2009 και το τέταρτο, αυτό που αναφερθήκαμε παραπάνω, το ‘Being Mortal: Medicine and What Matters in the End’ τον Οκτώβριο του 2014.
Ένα βιβλίο που προσφέρει ευκαιρίες για διάλογο, αλλά το σπουδαιότερο για λήψη κάποιων επιτέλους αποφάσεων σε κρίσιμα ζητήματα κακοήθων νόσων τελικού σταδίου, πέρα από κάποιες ιατρικές, ατομικές, οικογενειακές, νομικές και κοινωνικές στρεβλώσεις και δυσλειτουργίες που δυστυχώς ταλαιπωρούν μεγάλα ποσοστά συνανθρώπων μας.
Βιβλιογραφία
- Moore Jane: What Sir Luke Fildes' 1887 painting The Doctor can teach us about the practice of medicine today. Br J Gen Pract. 2008; 58(548): 210–213.
- Gawande Atul: ‘Being Mortal: Medicine and What Matters in the End’ τον Οκτώβριο του 2014. Profile Books. 2014. London. UK.
Εδώ κατεβάστε το σε μορφή ebook (pdf) διανθισμένο με φωτογραφίες του συγγραφεά και εικόνες πινάκων ζωγραφικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου