Τις πρώτες μέρες του Ιούλη, που ο καιρός ήταν εξαιρετικά ζεστός, βράδυ καλοκαιριού, ένας νεαρός βγήκε από το μικρό του διαμέρισμα, το οποίο είχε επινοικιάσει, στο δρομάκι που έβγαζε στο συντριβάνι Κ και αργά-αργά, αναποφάσιστος πήγε κατά κει.
Απέφυγε με τρόπο τη συνάντηση με τη σπιτονοικοκυρά του, που ήταν κοντά στη σκάλα. Η σοφίτα του ήταν κάτω από τη στέγη και το σπίτι όπου έμενε ήταν πενταόροφο, κι έμοιαζε περισσότερο με ντουλάπι, παρά με πολυκατοικία. Το σπίτι που είχε νοικιάσει ήταν μια σοφίτα και η σπιτονοικοκυρά του τού πρόσφερε και γεύμα και εξυπηρέτηση από λακέδες. Ζούσε μερικά βήματα πάνω από αυτή και, κάθε φορά που έπρεπε να βγει στο δρόμο, περνούσε από την κουζίνα της σπιτονοικοκυράς του, που ήταν στο κάτω πάτωμα και ήταν εντελώς ορθάνοιχτη κι έβγαζε στη σκάλα. Και κάθε φορά που περνούσε ο νεαρός από εκεί, αισθανόταν δύσκολα και αμήχανα. Και κάθε φορά, που ήταν να συναντήσει τη σπιτονοικοκυρά, αισθανόταν ντροπή και κάπως σαν να συνοφρυωνόταν. Και κάθε φορά, που ήθελε να την παρακάμψει ή να τη συναντήσει, αισθανόταν κάτι σαν να φοβόταν.
Όχι, δεν ήταν δειλός και ανασφαλής, μάλλον το αντίθετο, αλλά για κάποιο χρονικό διάστημα ήταν σε υπερβολικά ευερέθιστη κατάσταση, που άγγιζε τα όρια της υποχονδρίας. Ήταν τόσο απορροφημένος στον εαυτό του και απομονωμένος, αποξενωμένος από όλα αυτά, που τον τρόμαζε οποιαδήποτε συνάντηση, όχι μόνο μια συνάντηση με την σπιτονοικοκυρά του.
Τον συνέθλιβε η φτώχεια. Αλλά ακόμη και μια τεταμένη κατάσταση, που είχε παύσει πρόσφατα για να το συγκρίνουμε με κάτι άλλο. Επείγουσες εργασίες του, τις είχε σταματήσει εντελώς και δεν ήθελε να ασχοληθεί με αυτές. Δεν ήταν η σπιτονοικοκυρά του, στην πραγματικότητα, που φοβόταν, ότι θα καταφερόταν εναντίον του.
Αλλά να σταθεί στη σκάλα και ν’ ακούσει όλα εκείνα τα σχόλια και τις ανοησίες, γι’ αυτόν δεν υπήρχε περίπτωση να καθίσει να τα ακούσει, καθώς όλη εκείνη τη γκρίνια για την πληρωμή του ενοικίου, όλες εκείνες τις απειλές και τα παράπονα, ο νεαρός ζητάει συγγνώμη, όχι-δεν λέει ψέματα, καλύτερα να ξεγλιστρήσει σαν γάτα από τη σκάλα και να την κάνει, χωρίς να κοιτάξει πίσω.
Εντούτοις, αυτή τη φορά ο φόβος της συνάντησης με τους πιστωτές του, τον έσπρωξε έξω στο δρόμο.
«Τι είδους δουλειά ήθελε να κάνει, που να μην του προκαλέσει την ίδια στιγμή κάποιο είδος φόβου! Σκέφτηκε με ένα παράξενο χαμόγελο στα χείλη του. – Χμ… ναι όλα αφημένα στα χέρια ενός ανθρώπου και μ’ όλο το παρελθόν που κουβαλούσε μέσα του, κι επιπλέον με τέτοια διστακτικότητα και δειλία. Είναι αξίωμα… Παράξενο πόσο οι άνθρωποι φοβούνται κάποτε! Με κάθε καινούριο βήμα, κάθε καινούρια λέξη τους, αυτοί φοβούνται περισσότερο. Μα τι λέω τώρα. Πολύ μιλάω. Αφού δεν κάνω τίποτε άλλο παρά να φλυαρώ. Ίσως εντούτοις νάναι κι έτσι: αφού η φλυαρία είναι αυτό και τίποτε άλλο. Αυτός είμαι εγώ τον τελευταίο μήνα που πέρασε, έμαθα να φλυαρώ, για πολλές μέρες καθισμένος σε μια γωνιά με τη σκέψη στα περασμένα. Γιατί να φύγω τώρα;
Είμαι ικανός να κάνω κάτι; Κι είναι στ’ αλήθεια σοβαρό αυτό; Οπωσδήποτε όχι, καθόλου σοβαρό δεν είναι. Έτσι για χάρη γούστου μόνο. Παιχνίδια! Στ’ αλήθεια, ίσως μονάχα παιχνίδια».
Έξω στο δρόμο έκανε τρομερή ζέστη, και δεν λογαριάζουμε τη ντούχνη, τα μπάζα, τον ασβέστη, τα ξύλα, τα τούβλα και τις σκόνες που το καλοκαίρι ειδικά πληθαίνουν και μαζεύονται, τόσο συνηθισμένα σε κάθε δρόμο της Πετρούπολης, για κάποιους, που δεν έχουν τη δυνατότητα να νοικιάσουν ένα σαλέ, - όλη αυτή την περίοδο δυσάρεστα κλονισμένοι, με πειραγμένα νεύρα.
Αφόρητη δυσωδία ερχόταν από τις ταβέρνες, στις οποίες στο συγκεκριμένο τμήμα της πόλης σύχναζαν πολλοί μεθυσμένοι, που συνεχώς συναντούσε κανείς, παρά την πάροδο των ημερών της εβδομάδας, η οποία ολοκλήρωνε την απεχθή δυστυχία της εικόνας, που έδινε η πόλη. Μια αίσθηση βαθιάς αηδίας άστραψε για μια στιγμή με τρόπο, που έδειχνε τη λεπτή αίσθηση του νεαρού.
Εδώ που τα λέμε, ήταν εξαιρετικά ευγενικός νέος, με ωραία σκούρα μάτια, αδηφάγα, με ανώτερο παράστημα πάνω από το συνηθισμένο, λεπτός και χαριτωμένος. Αλλά τώρα είχε πέσει σε βαθύ συλλογισμό, ίδια ή μάλλον περισσότερο, σαν ένα είδος λησμονιάς, και περπατούσε χωρίς να νιώθει τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος και χωρίς να θέλει συμβουλές.
Επιπλέον, κατά την περίσταση, ψιθύριζε κάτι από μέσα του, με τη συνήθειά του να μονολογεί, στο οποίο είχε ολοκληρωτικά παραδοθεί. Την ίδια στιγμή συνειδητοποίησε ότι οι σκέψεις του για τη δημοκρατία τον κατείχαν, μαζί με την αίσθηση της αδυναμίας του: για δεύτερη συνεχόμενη μέρα, δεν είχε φάει σχεδόν τίποτε.
В начале июля, в чрезвычайно жаркое время, под вечер, один молодой человек вышел из своей каморки, которую нанимал от жильцов в С м переулке, на улицу и медленно, как бы в нерешимости, отправился к К ну мосту.
Он благополучно избегнул встречи с своею хозяйкой на лестнице. Каморка его приходилась под самою кровлей высокого пятиэтажного дома и походила более на шкаф, чем на квартиру. Квартирная же хозяйка его, у которой он нанимал эту каморку с обедом и прислугой, поме-щалась одною лестницей ниже, в отдельной квартире, и каждый раз, при выходе на улицу, ему непременно надо было проходить мимо хозяйкиной кухни, почти всегда настежь отворенной на лестницу. И каждый раз молодой человек, проходя мимо, чувствовал какое-то болезненное и трусливое ощущение, которого стыдился и от которого морщился. Он был должен кругом хо-зяйке и боялся с нею встретиться.
Не то чтоб он был так труслив и забит, совсем даже напротив; но с некоторого времени он был в раздражительном и напряженном состоянии похожем на ипохондрию. Он до того углу-бился в себя и уединился от всех, что боялся даже всякой встречи, не только встречи с хозяйкой.
Он был задавлен бедностью; но даже стесненное положение перестало в последнее время тяготить его. Насущными делами своими он совсем перестал и не хотел заниматься. Никакой хозяйки, в сущности, он не боялся, что бы та ни замышляла против него.
Но останавливаться на лестнице, слушать всякий взор про всю эту обыденную дребедень, до которой ему нет никакого дела, все эти приставания о платеже, угрозы, жалобы, и при этом самому изворачиваться, извиняться, лгать, – нет уж, лучше проскользнуть как-нибудь кошкой по лестнице и улизнуть, чтобы никто не видал.
Впрочем, на этот раз страх встречи с своею кредиторшей даже его самого поразил по выходе на улицу.
«На какое дело хочу покуситься и в то же время каких пустяков боюсь! – подумал он с странною улыбкой. – Гм… да… все в руках человека, и все-то он мимо носу проносит, един-
ственно от одной трусости… это уж аксиома…
Любопытно, чего люди больше боятся? Нового шага, нового собственного слова они всего больше боятся… А впрочем, я слишком много болтаю. Оттого и ничего не делаю, что болтаю.
Пожалуй, впрочем, и так: оттого болтаю, что ничего не делаю. Это я в этот последний месяц выучился болтать, лежа по целым суткам в углу и думая… о царе Горохе. Ну зачем я теперь иду?
Разве я способен на это? Разве это серьезно? Совсем не серьезно. Так ради фантазии сам себя тешу; игрушки! Да, пожалуй что и игрушки!»
На улице жара стояла страшная, к тому же духота, толкотня, всюду известка, леса, кирпич, пыль и та особенная летняя вонь, столь известная каждому петербуржцу, не имеющему возможности нанять дачу, – все это разом неприятно потрясло и без того уже расстроенные нервы юноши.
Нестерпимая же вонь из распивочных, которых в этой части города особенное множество, и пьяные, поминутно попадавшиеся, несмотря на буднее время, довершили отвратительный и грустный колорит картины. Чувство глубочайшего омерзения мелькнуло на миг в тонких чертах молодого человека.
Кстати, он был замечательно хорош собою, с прекрасными темными глазами, темнорус, ростом выше среднего, тонок и строен. Но скоро он впал как бы в глубокую задумчивость, даже, вернее сказать, как бы в какое-то забытье, и пошел, уже не замечая окружающего, да и не желая его замечать.
Изредка только бормотал он что-то про себя, от своей привычки к монологам, в которой он сейчас сам себе признался. В эту же минуту он и сам сознавал, что мысли его порою мешаются и что он очень слаб: второй день как уж он почти совсем ничего не ел.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου