16 Νοεμβρίου 2015

Friedrich Nietzsche - Η χάλκινη σιωπή: "Επίμετρο Α" από το "Tάδε έφη Zαρατούστρα" [μετ. Άρης Δικταίος]


Η ΧΑΛΚΙΝΗ ΣΙΩΠΗ

1

Πέντε αυτιά - και μέσα τους κανένας ήχος!
Βουβός έγινε ό κόσμος...

Με το αυτί της περιέργειας μου ακρουμαζόμουν:
Πέντε φορές το αγκίστρι μου έριξα μακριά μου,
πέντε φορές δεν έπιασα κανένα ψάρι. - —
Ακρουμαζόμουν, - απάντηση το δίχτυ μου
δεν το τσιμπούσε.
Με το αυτί ακρουμαζόμουν του έρωτά μου.

2

Πέρα από τον Βορρά, πέρα απ’ τους πάγους,
πέρα απ’ το σήμερα, πέραν του θανάτου,
παραμερισμένη
η ευτυχία μας, η ζωή μας!
Ούτε στη γη,
μήτε στο νερό ακόμα
μπορείς, τον δρόμο
προς τους Υπερβόρειους να βρεις:
για μας έτσι προφήτευε ένα σοφό στόμα.



Τα Ύψη τα έχω συνηθίσει 
τόσο, που πια δε με τραβούνε
Ψηλά τα μάτια δε σηκώνω˙ 
είμαι ένας που χαμηλοβλέπει,
ένας, που πρέπει να ευλογήσει:
όσοι ευλογούν χαμηλά βλέπουν...»



Όλα τα έδωσα, ό,τι είχα
χτήματα κι αγαθά:
δεν μου έμεινε παρά εσύ,
ω μεγάλη ελπίδα!

5

Ερείπια αστεριών:
μ’ αυτά τα ερείπια έχτισα έναν κόσμο.



Ω ευτυχία μου του Υπερπέραν!
Ό,τι η ευτυχία μου σήμερα είναι
ρίχνει στο φως της ίσκιους.



Αυτό το ιλαρό βάθος!
Ό,τι αστέρι λεγόταν,
£χει γίνει ίνα στίγμα.



Όχι πως έχεις τα είδωλα γκρεμίσει:
πως τον ειδωλολάτρη γκρέμισες εντός σου,
να το θάρρος σου ποιό 'ταν.



Οι μεγάλοι άντρες παν λοξά και τα ποτάμια,
λοξά, μα στον σκοπό τους:
το μεγαλύτερο θάρρος τους είναι
πως δεν τρομάζουν μπρός στους λοξούς δρόμους.

10 

Αυτή ‘ναι τώρα η θέλησή μου:
κι αφότου η θέλησή μου αυτή ‘ναι,
όλα μου πάνε κατ’ ευχήν. -
Η τελευταία σοφία μου ήταν τούτη:
ήθελα αυτό που πρέπει:
και βίασα κάθε «πρέπει», ώστε από τότε
κανένα «πρέπει» πια για μένα δεν υπάρχει...

11

Τι γίνεται; Η θάλασσα πέφτει;
Όχι, η στεριά μου μεγαλώνει! 
Μια Φλόγα νέα την ανυψώνει!

12

Ω κύματα, ω παραξενιά γιομάτα,
που μουρμουρίζετε οργισμένα, -
με μένα είστε οργισμένα;
Με το κουπί μου, στο κεφάλι
την τρέλα σας χτυπώ. Τη βάρκα τούτη, —
μα εσείς προς την αθανασία την οδηγείτε!

13 

Η σοφία μου με τον ήλιο συγκρινόταν:
ήθελα να ‘μουν η χαρά του,
μα τον έχω θαμπώσει:
της σοφίας μου ο ήλιος, από τούτες
τις νυχτερίδες
έβγαλε τα μάτια...

14 

Το σύννεφο της θύελλας ακόμη βουίζει
πλην κρέμεται ήδη
μαρμαίροντας, ήρεμο, βαρύ,
του Ζαρατούστρα πλούτος πάνω απ’ τα χωράφια.

15 

Πνοή πνέει ξένη και με υγραίνει:
είμαι καθρέφτης που θα θαμπώσει έτσι;

16 

Στο συνωστισμό οφείλεις να γυρίσεις:
ισιώνεις και σκληραίνεις στον συνωστισμό.
Η μοναξιά μαλακώνει... 
η μοναξιά διαφθείρει...

17 

Να εξαπατάς - 
στον πόλεμο αυτό είναι όλο. Της αλεπούς το δέρμα,
ο πιο σκληρός θώρακάς μου είναι.

18 

Ως και λύκος ακόμη ήρθε για μάρτυράς μου,
κ’ είπε: «κι από τους λύκους εμάς πιο καλά ακόμη ουρλιάζεις.»

19

Αν σας αγαπώ, τάχα;...
Έτσι ως ο καβαλάρης το άλογό του:
γιατί τον οδηγεί προς τον σκοπό του.

20

ό,τι κανείς δεν έχει,
μα το έχει ανάγκη, οφείλει
να το αρπάζει: όπως έχω
την καλή μου συνείδηση πάρει.

21

Η αλήθεια - —
μια γυναίκα, τίποτα πιο καλό:
επίβουλη στη ντραπαλότητά της:
Τι πιο πολύ θα προτιμούσε,
δε θέλει να το ξέρει,
το κρύβει από το δάχτυλό της πίσω...
Σε τι υποκύπτει; στη βία μόνο! 
Λοιπόν, βιάζετέ την,
ω οι πιο σοφοί, και σκληροί να είστε!
Να την βιάζετε πρέπει, την ντροπαλήν αλήθεια... 
Για την ευτυχία της έχει
τον βιασμόν ανάγκη –
- μια γυναίκα είναι, τίποτα πιο καλό όχι!

22

Να που στέκουν εδώ,
oι γρανιτένιες γάτες οι βαριές,
οι άξιες των πρωτόγονων καιρών:
αχ! πώς να τις γκρεμίσεις, λοιπόν, θες;

23 

Ευπροσήγορος απέναντι σ’ άνθρωπο και τύχη,
μια κηλίδα του ήλιου
σε χειμωνιάτικες πλαγιές.

24 

Μάντεψε, των αινιγμάτων φίλε:
πού βρίσκεται τώρα η αρετή μου;
Έφυγε τρέχοντας μακριά μου,
την δολιότητα εφοβήβη 
των αγκιστριών και των διχτυών μου.

25 

Ό οίχτος του είναι σκληρός,
το ερωτικό του αγκάλιασμα συντρίβει:
μη δίνεις σ’ έναν γίγαντα το χέρι!

26

Λέτε ότι είναι ό Θεός σας,
ένας Θεός της αγάπης;
Η τύψη, τότε, η τύψη, 
του Θεού ένα δάγκωμα είναι,
δάγκωμα της αγάπης;

27 

Η σκέψη μου, ζεστή ακόμα,
ρευστή, σκοτεινή, λάβα:
μα κάθε λάβα χτίζει
γύρω της ένα τείχος,
κάθε σκέψη, στο τέλος,
πνίγεται από τους «νόμους».

28 

Νέα φωνή πια όταν δε μιλούσε,
κάνατε από παλιές λέξεις
ένα νόμο:
όπου παγώνει η ζωή, υψώνεται ό νόμος.

29 

Ό,τι κατοικεί γυρωθέ σας,
γοργά θα κατοικήσει εντός σας:
κι από κοντά έρχεται η συνήθεια 
όπου καιρόν πολύ καθίσεις,
εκεί γεννιούνται τα ήθη.

30 

Είσαι δυνατός;
δυνατός σαν γάιδαρος, σαν Θεός δυνατός;
Είσαι περήφανος;
περήφανος αρκετά, που να μη ντρέπεσαι για τη ματαιοδοξία σου;

31

Κοίτα μακριά! πίσω μην κοιτάζεις!
θα βουλιάξεις
αν πάντα ως τα βάθη των πραγμάτων πηγαίνεις.

32

Μη μου οργίζεστε, που με πήρεν ο ύπνος:
είχα κουραστεί μόνο, δεν είχα πεθάνει. 
Άσκημα ηχούσεν η φωνή μου;
Μα ροχαλητά και ρουθουνιάσματα μόνον
ήταν: η μουσική ενός κουρασμένου,
κι όχι ένα καλωσόρισμα του θανάτου.

33 

Το ύψιστο τούτο εμπόδιο,
των σκέψεων τη σκέψη τούτη,
ποιος, τάχα, τη δημιούργησε;
Η ίδια η ζωή δημιούργησε
το εμπόδιο το ύψιστό της:
πάνω απ’ την ίδια της την σκέψη
πηδά πια τώρα.

34 

Ανεβαίνετε,
είναι αλήθεια ότι ανεβαίνετε,
ω υπέροχοι άνθρωποι;
Δεν είστε, με το συμπάθιο,
της μπάλας όμοιοι, προς το Άνω πιεσμένοι
- απ’ ό,τι κατώτερο έχετε εντός σας;...
Τον εαυτό σας δε φεύγατε, ω Ανεβαίνοντες;

35 

Στην άβυσσο ρίξε ό,τι βαρύ έχεις!
Άνθρωπε, ξέχνα! Άνθρωπε, ξέχνα!
Θεία είναι της λησμονιάς η Τέχνη!
Θέλεις να πετάξεις;
Θέλεις να γίνεις o οικείος του Ύψους;
Στη θάλασσα ό,τι πιο βαρύ έχεις ρίξε!
Εδώ ‘ναι η θάλασσα, στη θάλασσα ρίξου
Θεία είναι της λησμονιάς η Τέχνη!

36 

Τον ριψοκίνδυνο
φυλάξου μην προειδοποιήσεις!
Μόνο για την προειδοποίησή σου 
θα τρέξει σ’ όλες τις αβύσσους.

37 

Πού πήγε; Ποιός ξέρει!
Μα βέβαιον είναι ότι έχει δύσει.
Στο έρημο διάστημα έσβησε ένα αστέρι; 
Το διάστημα ερημώθη τώρα...

38 

Γιατί άραγε από το ύψος του εγκρεμίστη;
τι τον παραπλάνησε τάχα;
Ο οίχτος για κάθε τι που χαμηλά ‘ταν
τον παραπλάνησεν: εκεί κείτεται τώρα
συντριμμένος, άχρηστος , ψυχρός.

39 

Κιόλας γυρίζει απροσδόκητα στον εαυτό του, 
κουράστηκε κιόλας,
κιόλας τους δρόμους απ’ όπου πέρασε, γυρεύει –
κι ωστόσο, τώρα στερνά ακόμα, 
κάθε τι απαραβίαστον άγαπούσε!

40 

Κρυφά από τη φλόγα του ρεύει, 
όχι για την πίστη του, αλλά
μάλλον γιατί δεν εύρισκε πια 
το θάρρος σε τίποτα να μη πιστεύει.

41 

Μόνο αυτό σώζει από τον πόνο -
διάλεξε τώρα:
τον γρήγορο θάνατο
ή την πολύχρονη αγάπη.

42 

Μικροί άνθρωποι, 
έμπιστοι, ειλικρινείς,
μα χαμηλές πόρτες:
δεν τις περνά παρά το Χαμηλό μονάχα!

43 

Θες να τους πιάσεις;
Πες τους, όπως
σε παραπλανημένα αρνιά:
«Τον δρόμο σας, ω, τον δρόμο σας,
τον έχετε χάσει!»
Ακολουθούν εκείνον
που έτσι τους κολακεύει.
«Πώς; είχαμε έναν δρόμο;»
συλλογούνται κρυφά:
«Φαίνεται, αλήθεια, πως είχαμε έναν δρόμο!»

44 

Ράθυμα μάτια,
που αγαπούν σπάνια:
μ’ αν αγαπήσουν, απαστράπτουν
σαν μεταλλείο χρυσού,
όπου ένας δράκος φρουρεί
τους Θησαυρούς της αγάπης...

45 

Ένα αποφασιστικό μάτι 
καλοκαλυμμένο:
σπάνια φωτεινό, -
τιμά αυτόν, που γι’ αυτόν ανοίγει.

46 

Θέλεις να πιάσεις αγκάθια;
Πείρα ακριβά πληρωμένη
για τα δάχτυλα σου!
Μάλλον μαχαίρι δίκοπο να πιάσεις!

47 

Ανήσυχοι σαν άτια:
μη κι ο ίδιος μας ο ίσκιος δεν διστάζει
για το πάνω ή το κάτω;
Πρέπει να μας οδηγήσουν μες στον ήλιο,
πάνω στον ήλιο (...)

48 

Όταν ο μέγας φόβος κυριαρχήσει
τον ερημίτην, όταν ο ερημίτης
τρέχει και τρέχει δίχως
να ξέρει κι ο ίδιος που πηγαίνει,
όταν ανεμικές μουγκρίζουν πίσωθέ του,
όταν η αστραπή σφαδάζει πάνωθέ του,
όταν η σπηλιά του τον τρομάζει με φαντάσματα (...)

49 

Είσαι τόσο περίεργος; Πόσο; 
Μπορείς πίσω από τη γωνιά να κοιτάξεις;
Για να δει έτσι κανείς πρέπει να ‘χει
μάτια και πίσω απ’ το κεφάλι ακόμα.

50 

Κιόλας δυσαρεστείται, 
ζωηρά τεντώνει 
τον αγκώνα,
η φωνή του ξινίζει,
το μάτι του κοιτάζει ξινισμένο (...)

51 

«Ακόμη κι ο καπνός σε κάτι χρησιμεύει»,
λέει ό βεδουίνος, λέω κι εγώ: ω 
καπνέ, δεν αναγγέλλεις, τάχα, 
σ’ αυτόν που είναι στο δρόμο
το φιλόξενο τζάκι;

52 

Ένας κουρασμένος οδοιπόρος, 
που με σκληρά γαυγίσματα ένας 
σκύλος τον υποδέχεται...

53 

Είσαι εύθραυστος; Τότε 
από τα παιδικά χέρια φυλάξου!
Το παιδί δε μπορεί να ζήσει 
αν τίποτα δε σπάζει...

54 

Σκεφτήκαμε άσκημα ο ένας για τον άλλο;...
Μας χώριζεν απόσταση μεγάλη, βλέπεις!
Πλην τώρα πια, σε τούτη την μικρότατη καλύβα
φυλακισμένοι από την ίδια μοίρα,
πώς θα μπορούσαμε εχθροί να είμαστε ακόμα;
Βέβαια που πρέπει ν’ αγαπούμε,
όταν να δραπετέψουμε δεν το μπορούμε...

55 

Μόνον αυτός που μπορεί να λησμονήσει
μπορεί και καλός να παραμείνει.
Παιδιά που έχουνε μνήμη και θυμούνται
τη μομφή, την επίπληξη, την τιμωρία,
κρυψίνοα και μνησίκακα κ’ επίβουλά ‘ναι...

56 

Αναμασούν χαλίκια,
με την κοιλιά πεσμένοι
μπρος σε στρογγυλά πραματάκια˙
ό,τι δεν πέφτει προσκυνούνε, - —
αυτοί οι στερνοί λάτρεις του Θεού,
οι πιστοί οι στέρνοι τούτοι!

57

Ω, αυτοί οι ποιητές!
Άτια βαρβάτα μεταξύ τους
που χρεμετίζουν με γουρουνίσιο τρόπο!

58 

Σε ποιόν ταιριάζει το κάλλος;
Όχι στον άντρα:
κρύβει τον άντρα το κάλλος,
πλην λίγο αξίζει ένας κρυμμένος άντρας.
Αστόλιστος, λοιπόν, προχώρει...

59 

«Αγάπα τον εχθρό σου,
άφησε τον ληστή να σε ληστέψει»:
η γυναίκα το ακούει και το κάνει.

60 

Τις μεγάλες σου σκέψεις,
που έρχονται απ’ την καρδιά, 
κι όλες σου τις μικρές
- έρχονται απ’ το κεφάλι - —
δεν τις σκέφτηκες άσκημα τάχα;

61

Πολύν καιρό κάθισε μέσα στο κλουβί
αυτός ο δραπέτης! 
Πολύν καιρό φοβήθηκε 
έναν ραβδούχο!
Τώρα τον δρόμο τον πάει φοβισμένος:
όλα τον κάνουν να τρέμει,
ακόμα κι ο ίσκιος μιας βέργας 
τον κάνει να τρέμει.

62

Ρέει γάλα
στις ψυχές τους˙ κάτι
πιο πολύ ακόμα: το πνεύμα τους είναι
τυρόγαλο!

63

Είναι κάβουρες˙ απέναντί των 
συμπάθεια δεν τρέφω:
αν τους πιάσεις, δαγκώνουν, 
αν τους αφήσεις, κάνουν πίσω.

64 

Σοφός σε παλιά πράματα, 
μια δουλειά νεκροθάφτη,
μια ζωή ανάμεσα σε φέρετρο και περιτρίμματα

65 

Η νόηση τους παρανόηση ‘ναι,
το αστείο τους ψελλίζει και μωρολογεί.

66 

Αδέκαστος σ’ αυτό επιμένει,
πιο πολλήν αίσθηση του δίκιου
έχοντας στου αριστερού ποδιού του 
τον δάχτυλο, απ’ όση εγώ ‘χω μέσα
σ’ όλο μου το κεφάλι. Τέρας
αρετής, στα ολόλευκα ντυμένο.

67

Αλήθειες, που ακόμα κανένα
χαμόγελο δεν έχει χρυσώσει, 
πράσινες και στυφές αλήθειες 
κι ανυπόμονες με τριγυρίζουν.

68

Μια ψυχή χιονισμένη 
που τον νοτιά προτρέπει.

69 

Ένα σπιθιριστό και χορευτικό ρυάκι
που το φυλακίζει σκολιά 
κοίτη από βράχια: σε μαύρες 
ανάμεσα πέτρες ασπαίρει 
η αδημονία του και λάμπει.

70 

«Στην κόλαση πάει που τον δρόμο σου παίρνει;»
«Ε, λοιπόν, το δράμα που, στην Κόλασή μου, φέρνει, 
με καλά ρητά θα πλακοστρώσω.»

Δεν υπάρχουν σχόλια: