18 Ιανουαρίου 2016

Μύθος και Ποιητική του «Ταξιδιού» [Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος] (Λούλης, Καββαδίας, Αντωνίου)

Από τις "Σημειώσεις" (τεύχος 23, Απρίλης 1984) του Στέφανου Ροζάνη.

H πενταετία 1931-36 ήταν η μαύρη εποχή για μας τους ναυτεργάτες... Ήταν πολύς ο πόνος, περίσσευε η οργή κείνα τα χρόνια στων βαποριών τις πλώρες. Τέτοιο κακό και οι πιο γέροι από μας, εκείνοι που δούλευαν στα βαπόρια από τον περασμένο αιώνα δεν το είχαν ξαναδεί, δεν το είχαν ξανακούσει να είχε γίνει ποτέ σε οποιοδήποτε άλλο ναυτικό του κόσμου. Απ’ όλ’ αυτά τίποτε δεν είδε ο κ. Κ[αββαδίας], τίποτε δεν μίλησε στην ποιητική ψυχή του την ευαίσθητη;... ολοένα το «βλακώδες» μαραμπού του κοίταζε; Όποιος δεν ξέρει, και όλοι σας οι στεριανοί δεν ξέρετε, διαβάζοντας τον κ. Κ. με το δίκιο του θα πιστέψει πως η ζωή μας στα βαπόρια γύρω σε τρία πράγματα φέρνει βόλτα ολοένα. Ταβέρνα - ναρκωτικά - μπουρδέλο. [Βασίλης Λούλης, «Μαραμπού», στα Άπαντα τ. Β’, σελ. 288, Κέδρος 1980].

Στο κείμενο που αποσπασματικά παραθέσαμε διατυπώνεται ένα «κατηγορώ» το οποίο, έστω κι αν σέρνει το αλλότριο βάρος μιας πολιτικής γλώσσας, ξανοίγεται, καθώς θα προσπαθήσουμε να δείξουμε, προς ένα βαθύτερο ερώτημα που υπερβαίνει τα αισθητικιστικά και τα ηθικιστικά όρια ενός βαλτωμένου ανθρωπισμού. Αν επιμέναμε να περιορίσουμε το «μήνυμα» του Λούλη σ’ αυτά τα όρια αρκούμενοι στην τυπική διαπίστωση «δεν ελήφθη», αναζητώντας και μη βρίσκοντας αντιστοιχίες και ανταποκρίσεις στην ανεκδοτολογία των προσωπικών σχέσεων μεταξύ αποστολέα και αποδέκτη — γιατί η «συνάντησή» τους έγινε κάπου ά λ λ ο υ˙ και θα δούμε πού — θα καταλήγαμε στο λάθος να «υπερασπιστούμε» τον Καββαδία μ’ έναν από τους έξης δύο τρόπους: είτε, δηλαδή, ζητώντας την απαλλαγή του από την κατηγορία εν ονόματι της «τέχνης» — όταν η ίδια η τέχνη (του) δεν ζητάει κάτι τέτοιο — είτε, αντίθετα, θηρεύοντας σε ένα ιδιαίτερο τμήμα της Καββαδιακής θεματολογίας (Λόρκα, Αντίσταση, Γκεβάρα κ.λ.π.) εκείνα τα πιστοποιητικά «πολιτικότητας» που θα στοιχειοθετούσαν μια «αποστομωτική» (και ωστόσο επιπόλαιη) απάντηση στις «εκ βαθέων», πράγματι, κατηγορίες που του απευθύνει ο Βασίλης Λούλης.

Αυτού του είδους η υπεράσπιση θα ήταν κακή επειδή ακριβώς θα ήθελε να είναι υπεράσπιση — πράγμα που θα εσήμαινε ότι αγνοείται το γεγονός πως ο «πολιτικός» Καββαδίας (δηλαδή τα συγκινησιακά φορτία και οι σημασιακές αξίες που εξυπακούονται σιωπηρώς στον άλλως καταχρηστικό και αφερέγγυο όρο «πολιτικός») δεν βρίσκονται καθόλου στη φολκλοριστικά πολιτική θεματολογία του ποιητή αλλά στο «αμαρτωλό», ακριβώς, μέρος του έργου του. Γιατί η αλήθεια της ποίησής του βρίσκεται στο «ψέμα» της˙ όχι στο ψεύτικο ψέμα, στη «φιλολογία» ενός ερωτικού εξωτισμού, όπως το επεσήμανε ο Λούλης, αλλά στο «ψέμα» εκείνο που δεν έχει πού να κρυφτεί έξω από την τέχνη: εκεί όπου ο μύθος του «ταξιδιού», συγχωνεύοντας την αφροδίσια μαγεία με την αφροδίσια αρρώστια, μετουσιώνει την αθλιότητα και τον τρόμο του μεροκάματου σε νοσταλγία, τη μυρωδιά του ψαρόλαδου σε μύρο μιας χίμαιρας. Μέσα σ’ αυτή την τέχνη το στοιχείο του «ερωτισμού», της «αμαρτίας» και της «νοσηρότητας» δεν είναι στοιχείο εκκεντρικό, υποκειμενιστικό ή απλώς «φιλολογικό»˙ δεν αποσπά το ποιητικό υποκείμενο από το «εμείς» μιας κοινότητας για να το στρέψει εναντίον της αλλά αποτελεί τη στιγμιαία εφαπτομένη του εγώ με μια ιδεατή και συνάμα υπαρκτή συντροφικότητα που μπορεί να εκφράζεται και μέσ’ από την απώλειά της — σαν ένα γλίστρημα της ψυχής στον άδη, ή στους χαμένους παραδείσους των ναυτικών:

Ο άνεμος κλαίει. Σκυλί στα λυσσιακά του.
Γεια χαρά, στεριά, κι αντίο μαστέλο.
Γλίστρησε η ψυχή μας αποκάτου
έχει και στην κόλαση μπορντέλο.

(«Fata Morganan, Τραβέρσο)

Ξαναγυρίζουμε στο θέμα μας.
Όταν ο Λούλης κατηγορεί τον Καββαδία ότι «ψεύτισε» την αλήθεια σχετικά με τη ζωή των ναυτικών δεν στηρίζει την κατηγορία του απλώς και μόνο στο γεγονός ότι ο ποιητής δεν μίλησε για τα βάσανα των συντρόφων του. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι αυτό κυρίως επικαλείται. Ωστόσο, πίσω απ’ αυτή την επαναλαμβανόμενη μομφή ακολουθεί σχεδόν πάντα ο απόηχος του βαθύτερου ερωτήματος που υπαινιχθήκαμε στην αρχή. Το ερώτημα αυτό χωρίς να ακυρώνει την ηθική ένσταση που εκφράζεται στο πρώτο επίπεδο παραπέμπει σ’ ένα δεύτερο:

Τόση ομορφιά!... Από όλη την ομορφιά που είδε ή που θα μπορούσε να ιδεί αν είχε μάτια, θάλασσες γαλανές και θάλασσες φουρτουνιασμένες και κάβοι μαύροι και πούσι και καταπράσινες στεριές και ποτάμια που προχωρούνε βαθιά στη στεριά μίλια και μίλια κατοσταριές από τη θάλασσα. Τίποτα δεν του είπανε ούτε τα φιόρδ της Βαλτικής με τις λευκές τους νύχτες το καλοκαίρι, ούτε ο συννεφιασμένος Τάμεσις, ούτε ο Παρανάς ή ο Χάντσον ή ο Σηκουάνας;

Ποιά είναι λοιπόν η «αλήθεια» του Βασίλη Λούλη; Ο ίδιος την ονομάζει: τα βάσανα τα καθημερινά του ναύτη κι οι αγώνες του με τη θάλασσα και με τον εργοδότη. Ποια είναι όμως η αλήθεια που αποτυπώνεται παράλληλα με την έγγραφή όλων εκείνων που ο ίδιος θεωρεί ως την κύρια — και «προδομένη» από τον Καββαδία — αλήθεια; Είναι η προσωπική σχέση του με ένα χώρο που η «πραγματικότητά» του είναι ακριβώς ο μύθος του: είναι η σχέση του με τη «γραφή» και με τη «θάλασσα» ως ενιαίο βίωμα.

Έτσι, έχουμε από τη μια μεριά την προσήλωση σε μια βιωμένη αλήθεια που «πρέπει» να ειπωθεί, κι από την άλλη, εν ονόματι αυτού του αξονικού χρέους (να ειπωθεί η αλήθεια) μιαν αέναη αναζήτηση του παρελθόντος χρόνου μέσω της γραφής. Η αφηγηματική μέθοδος του Λούλη ορίζεται και αυτοχαρακτηρίζεται πληρέστατα στον τίτλο ενός κειμένου του: «Βόλτα στα περασμένα». Ωστόσο ο συγγραφέας αυτών των αφηγήσεων που φεύγουνε προς τα περασμένα δεν θέλει να είναι νοσταλγός· τα βάσανα της θάλασσας προτίθεται να καταγράψει και όχι τη νοσταλγία της. Εμείς όμως, οι αναγνώστες, ξέρουμε ότι τη στιγμή που κάνει αυτή την καταγραφή η θάλασσα τον έχει ήδη ξεβράσει. Και τον έχει ξεβράσει σχετικά νέο, τριανταεφτά χρονών, σε μια ηλικία που, κανονικά, δεν ξέρει κανείς αν η ζωή του είναι ήδη πίσω ή ακόμα μπροστά. Για τον Λούλη ήτανε κιόλας μνήμη. Από εδώ και πέρα το πρόσχημα της μαρτυρίας καλύπτει την ανάγκη της αναδρομής — η διάθεση που τον κυριαρχεί δεν είναι απλώς η νοσταλγία αλλά, θα μπορούσαμε να πούμε, η νοσταλγία της νοσταλγίας. Βασανισμένα τα χρόνια της θάλασσας, αλλά χειρότερα τα χρόνια της στεριάς, μαζεύοντας ελιές και γερνώντας στη μετακατοχική Κύμη, ανάμεσα στο φευγαλέο όραμα ενός μεσοπολεμικού κομμουνισμού και στον αφανή αλλά κυρίαρχο μύθο του «ταξιδιού». Το ακόλουθο απόσπασμα από το αφήγημα «Αποκριάτικο ξημέρωμα», που αναφέρεται στην αναγκαστική αποχώρησή του (λόγω ασθενείας) από το ναυτικό επάγγελμα, δείχνει ακριβώς τη σχέση του με αυτό τον μύθο:

Οίκος Ναύτου
Ταμείον φυματικών, αδενοπαθών και καρδιοπαθών.
Αριθμός μητρώου 1253
Τριάντα εφτά χρονών.

. . . . . . . . . . . . . . . . . .

Αντίο Μπέυ μου και Φινιστέρι μου, και Ριγαλάτα μου, αντίο. Αντίο στενά δρομάκια της Αμβέρσας μου, αχ γκρίζα του Ρόττανταμ κανάλια, της Γένοβας αχ ανηφοριές κι αχ δρόμοι του Μπον-Ζαΐρ και του Ροζάριο δίχως τέλος (...). Δεν θα σας ξαναδώ ποτέ, δεν θα ξαναπεράσω. Έχετε γεια, της Ασίας και της Αμέρικας μεγάλοι ποταμοί κι αντίο της Ευρώπης μας μικρά μου ποταμάκια. Αντίο ουρανέ με τις αστροφεγγιές σου στις νότιες τις θάλασσες, αντίο καραβοφάναρα και πούσα του Βοριά, αντίο άσπροι του Ντόβερ λόφοι. Αντίο κοσμοξακουσμένε Βόσπορε και βράχε μου τρανέ του Γιβραλτάρ, αντίο, κι έχετε γεια Μπουρλίνια μου, γλαροφωλιές του 'Ατλαντικού (...) Αγάπες της ζωής μου γεια σας, δεν θα σας ξαναδώ. Έχετε γεια για πάντα. Έχετε γεια, έχετε γεια άνθρωποι των λιμανιών και των βαποριών, συνάδελφοι, θάλασσες και στεριές αντίο. Έχετε γεια για πάντα, έχετε γεια.\
(Άπαντα, τ. Β’, σελ. 130)

Το αποφασιστικό στοιχείο στη σχέση Λούλη-Καββαδία, αυτό που συμπλησιάζει τις διαφορετικές τους γλώσσες στην κοινή τους πηγή αποκαλύπτεται στον τόνο του παραπάνω αποχαιρετισμού. Η ερωτική επένδυση στον μύθο του «ταξιδιού» είναι τόσο ολοκληρωτική και αποκλειστική ώστε η απώλεια του ναυτικού επαγγέλματος να παίρνει εδώ τις διαστάσεις μιας καθολικής πτώσης. Δεν έχει σημασία (για τον ελεγειακό τόνο του αποχαιρετισμοΰ, εννοούμε) αν αυτό που χάθηκε δεν ήταν ο παράδεισος αλλά ένα κολασμένο επάγγελμα˙ η νοσταλγία της κόλασης παραμερίζει προς στιγμήν την κριτική πρόθεση του ναυτεργάτη που αντιδικεί με τη συνθήκη του επαγγέλματος του, και η γλώσσα της αντικειμενικής περιγραφής ή της παθητικής καταγγελίας αναλύεται στη γλώσσα του προσωπικού αποχαιρετισμού, της απόσπασης του προσώπου από τον εαυτό του, του ναύτη από την ιδιότητά του και από το μύθο της. Σ’ αυτό, λοιπόν, το «αντίο», που μπορεί ν’ αντηχεί τόσο μελοδραματικά, περιέχεται η «αλήθεια» που συντηρεί στον Λούλη το πάθος της γραφής του όταν έχει χαθεί πια η πηγή των παθών του — δηλαδή το επάγγελμα ή η κατάσταση, η condition, του ναύτη, απ’ όπου άντλησε εξ αρχής την κυρίαρχη αλληγορία της ζωής (του):

Είν’ ένα μπρατσεράκι ζεσαβούρωτο, ένα φτωχό καϊκάκι ρημαγμένο. Ανοίχτηκε κάποιαν αυγή ‘πό τα θολά νερά του λιμανιού της μετριότητας για το μεγάλο το ταξίδι. Για πού; Σάμπως το ‘ξερε; Ήξερε μόνο πως θα ‘ταν μεγάλο κι ωραίο το ταξίδι... Αδύνατα τα τζένια τον, λίγες οι κουμπάνιες, μα δεν πειράζει, πολύ του το κουράγιο. Το περίλαβαν οι φουρτούνες και οι άνεμοι. Φυτίλια τα πανιά, κομμάτια το τιμόνι. Κι ακόμη παραδέρνει. Μα ως πότε; Αύριο μεθαύριο πεινασμένα τα ποντίκια θ’ αρχίσουν να ροκανίζουν τα μαδέρια του...
(Λυσίκομη Εκάβη κ.α. Ιστορίες, Διογένης 1971)

Αν το θέμα της «αποτυχίας» αποθησαυρίζεται από τον Λούλη στο κέρδος του αλληγορικού του λόγου, αν δηλαδή ο Λούλης πέρασε από το «πραγματικό» βίωμα στο βίωμα της τέχνης, ο Καββαδίας ακολούθησε την αντίστροφη πορεία: το φιλολογικό (νεορομαντικό) βίωμά του ωριμάζοντας μεταλλάζει σε πουκάμισο του Νέσσου — σε βίωμα προσωπικό. Μιλώντας, δηλαδή, ο Καββαδίας την «εξωτική» του γλώσσα μιλάει τώρα πια για τούς δικούς του νεκρούς: η νεανική κομπαστική και αγοραία «εξομολογητικότητα» γίνεται λόγος «εις εαυτόν» καθώς η φιλολογία της «αμαρτίας» μεταστρέφεται στην αμαρτία (και την ένοχη) που ε ί ν α ι  η τέχνη. Ο μύθος του «καταραμένου» και του «αμαρτωλού», η φιλολογία του «κορεσμού» και η δημοφιλής «νοσηρότητα» μπορεί να έκαναν κάποτε διάσημο τον νεαρό ποιητή του Μαραμπού φορτώνοντάς του μια μοίρα που δεν ήταν η δική του˙ όμως όλο αυτό το ψέμα που το ‘σερνε ως το θάνατο του σαν τη φθαρμένη ναυτική στολή του, βουτήχτηκε χρόνια και χρόνια στην αλήθεια της θάλασσας, ποτίστηκε, μούλιασε εκεί μέσα, κι όταν ο Καββαδίας του Μαραμπού πάει να συνεχίσει τα νεανικά του ωραιολογήματα και μυθολογήματα της «αμαρτίας» και του «εξωτισμού» ακούγεται αυτό που κυρίεψε και δυνάμωσε τη φωνή του: η αλήθεια του βιώματος — έστω κι αν το δικό του βίωμα ξεκίνησε από τους αισθητικούς καθρέφτες του Ουράνη ή του Μπωντλαίρ. Η φιλολογική μανιέρα γίνεται προσωπική αλήθεια, το ναρκωτικό της εκκεντρικής μεσοπολεμικής λογοτεχνίας γίνεται η «άσπρη σκόνη» του απλοϊκού σακατεμένου σύντροφου, ένα στοιχείο κάθαρσης που εξημερώνει το αφόρητο «γεγονός» — είτε αυτό είναι το «γήρασμα του σώματος και της ψυχής» του ποιητή, είτε ο θάνατος του σύντροφου Ελπήνορα:

Να ‘χαμε να του δίναμε μια ρίζα, ένα χορτάρι,
ένα κλωνί βασιλικό τα χείλη να δροσίσει
ή να τον κοινωνούσαμε με μια τούφα χασίσι.
Θα ναρκωνόταν ο σκορπιός που μέσα του σαρτάρει.
(...)
Κοιμάται ονειρευάμενος κάμπους με χαμομήλια
Ξαναγενήκαμε μεμιάς τα ρούχα που φοράμε.
Βογκεί στα πρόσω η μηχανή και τώρα ανηφοράμε
λειψοί κάνω στό σίδερο με κουρασμένα μίλια.

(«Coco’s Islands», Τραβέρσο)

«Πάνω στο σίδερο». «Σίδερο» (ή «λαμαρίνα») είναι το πλοίο. «Λειψοί πάνω στο σίδερο με κουρασμένα μίλια». Η σύζευξη σ’ ένα στίχο μιας ανθρώπινης ιδιότητας με κάτι που ανήκει σ’ ένα πράγμα («κουρασμένα» «μίλια») παράγει ανάμεσα στον άνθρωπο και στο πράγμα (το πλοίο) μιαν αμφίδρομη κίνηση αλληλομετάθεσης ή αέναης ταλάντωσης, με αποτέλεσμα ένα στοιχειώδη ανθρωπομορφισμό, ο όποιος δεν εξαντλείται στα όρια μιας ποιητικής λειτουργικής αλλά προεκτείνει την «αλήθεια» της επιγραμματικής εκείνης φράσης από τη Βάρδια: «Τα καράβια δεν τα πάμε, μας πάνε...». Δεν πρόκειται για μια στάση μοιρολατρίας, αλλά για μια πρακτική φιλοσοφία ή τακτική επιβίωσης, ένα συνδυασμό εναντίωσης και υποταγής στα στοιχεία της φύσης, όπως περίπου εφαρμόζεται από τούς ναυτικούς όταν η κακοκαιρία τους αναγκάζει να «τραβερσώνουν» το καράβι γυρίζοντας την πλώρη κόντρα σχεδόν στον καιρό και να ταξιδεύουν έτσι («τραβερσωμένοι») ώρες ή μέρες καμιά φορά. Το γνωστό ποίημα του Δ.Ι. Αντωνίου αξιοποιεί όλες τις συμβολικές δυνατότητες που περιέχονται στη συνηθισμένη αυτή εμπειρία των ναυτικών:

Τραβερσωμένοι ας πάμε έτσι ακόμα...
Πρωτοχρονιά έξι φορές μακρι’ απ’ το σπίτι.
Λιμάνια νέα ακόμα υπάρχουνε για να μας στείλουν
(κυνηγητό του ναύλου γύρω απ’ τα δώδεκα σελίνια
απ’ το ποτάμι πάνω για το Κόντινεντ - δε θα τελειώσεις)
(...)
Τραβερσωμένοι ας πάμε έτσι ακόμα...

Δεν πρόκειται για την πορεία ενός καραβιού˙ πρόκειται για το «τραβέρσωμα» μιας ζωής ολόκληρης: «Τα καράβια δεν τα πάμε, μας πάνε». Εδώ, στην περιοχή αυτής της βιωμένης επίγνωσης ή επαγγελματικής καρτερίας συναντιούνται και οι τρεις συγγραφείς που αναφέρθηκαν στην πορεία αυτών των συλλογισμών.
Ο Αντωνίου εγγράφοντας την ιστορικά προσδιορισμένη «ταξικότητα» του επαγγέλματός του στη διαχρονικότητα της «τέχνης» του (: της ναυτοσύνης του και της γραφής του), καλύπτει όλο το διάστημα που χωρίζει το «θαλάσσιο ξύλο» από το πλεούμενο σίδερο. Έχει, δηλαδή, τη δυνατότητα να εμφανίζει το «ταξικό» εναρμονισμένο μέσα στην («αισθητική») ενότητα μιας τέχνης που εξισορροπεί την τύψη της με το βάλσαμό της, ή με το αφιόνι της, και καταργεί τα χωρίσματα μετατοπίζοντάς τα από την ιεραρχία του πληρώματος σε μια συντεχνία που διεκδικεί τη διάσταση του οικουμενικού — στη συντεχνία της τέχνης.
Ο λόγος του Βασίλη Λούλη, αντίθετα, γεννιέται από την πραγματικότητα του χωρισμού και του διαχωρισμού, είναι, ας πούμε, λόγος «ταξικός», «χωριστικός», γιατί θ έ λ ε ι να είναι ο λόγος αυτών που δεν έχουν ποτέ τον λόγο. Η διαφορά του από τον Αντωνίου είναι ότι ο τελευταίος μπορεί να αναφέρεται σε μια μαστορική της θάλασσας και να ταυτίζεται μαζί της χωρίς να προκύπτει αντινομία αισθητική ή ιδεολογική — βρίσκεται μέσα στον παλιό μύθο. Ενώ ο Λούλης διεκδικώντας την «αλήθεια» της θάλασσας αντιστρατεύεται την ενότητα του μύθου της. Η γραφή του θέλει να είναι ο λόγος των συντρόφων του. Όμως, μιλάει γι αυτούς  δ ε ν  ε ί ν α ι  αυτοί — γιατί αν ήταν δεν θα έγραφε. Έτσι, ο δικός του δεσμός με το μύθο του «ταξιδιού» είναι μεν βαθύς και βιωματικός αλλά ταυτόχρονα αμφίλογος και αμφισβητικός.

Ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο πόλους, τον Αντωνίου και τον Λούλη, ανάμεσα στη μυθική του «θαλάσσιου ξύλου» και στην «αλήθεια» του πλεούμενου σίδερου, ανάμεσα στη γέφυρα και το κατάστρωμα, κυκλοφορεί, «κρατώντας στα χεράκια της το λύχνο του Αλαδίνου», η ποίηση του Νίκου Καββαδία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: