«Όταν βρέθηκαν ξανά μαζί, κανείς δεν μπορούσε να μιλήσει. Όλοι έγραφαν μακροσκελή σημειώματα, έπειτα τα χέρια τους σχημάτιζαν αιματώδη σημεία, όλοι επιδίδονταν με πάθος στην ανάγνωση, τα στόματά τους αποκτούσαν τη γεωμετρία της κραυγής. Δεν υπήρχαν ήχοι και οι φωνές είχαν πια τελειώσει, όπως οι άνθρωποι και οι εποχές. Οι παλαιότεροι διατηρούσαν ακόμα τη μνήμη κάποιων φωνηέντων, μερικών μελωδιών, οι ήχοι συνιστούσαν πια, δίχως αμφιβολία ένα στοιχείο ενδιαφέροντος αρχαιολογικού, καθώς συμβαίνει με τις σπαρμένες σαρκοφάγους στις συνοικίες της Ελευσίνας ή του νεότερου Ιλίου, με τα μυστήρια και τη μνήμη τειχών κατεστραμμένων, Τρώων κυνηγημένων.»
Εξετάζοντας κανείς τον εθνικό ή εθνολογικό χαρακτήρα ενός λαού ή ενός τόπου, δεν μπορεί να μην σταθεί ιδιαίτερα και με περίσσια προσοχή απέναντι στο ζήτημα της γλώσσας. Ετούτη συνιστά, δίχως άλλο ένα από τα πιο καίρια στοιχεία για τη διαμόρφωση της «εθνικής προσωπικότητας» ενός λαού. Μαζί με την ιστορική μνήμη, τη διατήρηση των κομβικών αναφορών από την πορεία του έθνους, αποτελούν τους βασικούς πυλώνες, πάνω στους οποίους στηρίζεται το παρόν ενός λαού και στήνονται οι σκαλωσιές του μέλλοντος. Η γλώσσα δεν κουβαλά μονάχα τις μνήμες και τα κατορθώματα ενός έθνους, μα είναι ένας ζωντανός οργανισμός, ένα κατόρθωμα του ανθρώπινου γένους και για τούτο αξίζει μια υψηλή μεταχείριση, ανάλογη της σημασίας της. Η γλώσσα ανασαίνει, μεταλλάσσεται, ενσωματώνει όλες τις εποχές και όλους τους χρόνους μέσα της, κυριαρχεί και επικρατεί πάνω στα πράγματα, στέκει πάντα ψηλότερα. Δεν συνιστά ένα επικοινωνιακό μέσο, το πλέον απόλυτο, το μόνο. Η γλώσσα είναι οι άνθρωποι, η ιστορία, οι θύμησες. Η γλώσσα γερνά, φθείρεται, ανανεώνεται, υποβαθμίζεται, λειτουργεί αυτόνομα και τρέφεται από τον ίδιο της τον εαυτό. Ο οργανισμός της γλώσσας αποτελεί έναν αιώνιο οργανισμό, ικανό να αναγεννιέται από τις στάχτες του και να παραδίδεται στη φωτιά. Είναι ένα μέσον και ως τέτοιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον άνθρωπο. Όσες προσπάθειες και αν κάνει να την τιθασεύσει, να ελέγχει την πορεία της, δεν κατορθώνει παρά να επισημαίνει τις λειτουργίες και τα χαρακτηριστικά της. Στέκει πάντα σιωπηλός ο άνθρωπος όταν η γλώσσα πεθαίνει και έκθαμβος, όταν ανασύρει από το παρελθόν την ουσιαστική δυναμική της, εκείνη που την καθιστά υψηλή και σπουδαία.
Μελετώντας κανείς το κείμενο του Σολωμού, δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει αφενός τη διαχρονικότητά του και αφετέρου να θαυμάσει την πρωτοπορία του δημιουργού. Ετούτη δεν αφορά φυσικά την αναγέννηση της γλώσσας, τη στείρα ανανέωση των μέσων της. Πρόκειται για κάτι πιο σπουδαίο. Μες στην ταραχώδη κινητικότητα της γλώσσας, στον καθρέφτη της, ο Σολωμός διαβλέπει το στέρεο έδαφος για την αναστύλωση του έθνους. Η αιρετική, αυτή για την εποχή του σκέψη, θα στελεχωθεί πάνω στην παράδοση της γλώσσας, τη μήτρα της που δεν είναι άλλη από τη «φωνητική γλώσσα.» Ο δημιουργός, πνεύμα διορατικό, εντοπίζει σε μια κρίσιμη στιγμή του γένους, εκείνη την κατεύθυνση που μπορεί να δώσει η γλώσσα και ταυτόχρονα το τοπίο, το οποίο θα μπορεί να αποκαλυφθεί στο τέλος αυτής της διαδρομής. Με αναφορές στον Όμηρο, ο οποίος κατά πολλούς έδωσε τα έπη του με τρόπο προφορικό, ακολουθώντας την παράδοση της εποχής, αλλά και πραγματοποιώντας αναφορές στην προφορικότητα του σωκρατικού, φιλοσοφικού λόγου, ο Σολωμός τάσσεται υπέρ εκείνου του στοιχείου, που παρεξηγημένα θα ονομαστεί «λαϊκό», αλλά το οποίο δεν συνιστά παρά την πηγή που θρέφει όλα τα «γεννήματα.» Η στροφή στη λαϊκή παράδοση, η εμπιστοσύνη απέναντι στην αισθητική και το αισθητήριο του απλού ανθρώπου, αποτελούν τη βάση για την ανάσυρση της λησμονημένης, εθνικής ταυτότητας. Ιδωμένο ίσως από μια σκοπιά εξειδικευμένη, η συγκεκριμένη παραδοχή δεν παύει να συνιστά μια αλήθεια αναντίρρητη. Απέχοντας περισσότερο από έναν αιώνα από τη γέννηση ενός φαινομένου, του οποίου ακόμα δεν έχουμε εκτιμήσει τη δυναμική του, ο Σολωμός αντιτάσσεται άθελά του απέναντι στα ελιτίστικα βουλεύματα της παγκοσμιοποίησης. Ανιχνεύοντας τα πολιτιστικά της ερείσματα, αποστρέφεται τη στείρα γνώση, εκείνη που εκφέρεται με τους νέους, γλωσσικούς όρους και διαβλέπει στο δυτικό τρόπο σκέψης, εκείνα τα στοιχεία τα οποία μπορούν να απομακρύνουν το λαό από τη μήτρα της καταγωγής του, μπορούν να κλονίσουν και να αλλοιώσουν τα στεγανά της ελληνικότητας. Δεν πρόκειται φυσικά για μια τάση ηθελημένης περιφρόνησης ή καλλιεργημένης τυφλότητας. Η ελληνικότητα, με την παγκοσμιότητα της γλώσσας της, φέρει ένα στοιχείο συγκλονιστικό. Εκείνο της οικουμενικότητας και ως εκ τούτου αποτελεί το αντίπαλο δέος για τη σκοταδιστική Δύση του φημισμένου, Δομινικανού μοναχού. Και δεν πρέπει να λησμονηθεί πως δρα ενωτικά και συνιστά ένα καύχημα για τον απλό άνθρωπο, για τον απαίδευτο, ο οποίος όμως κουβαλά μέσα του τα αποσπάσματα της Οδύσσειας και το δημιουργικό πνεύμα της ομηρικής εκφοράς. Ο Σολωμός επισημαίνει τη σημασία της γλώσσας για μια ακόμα κρίσιμη στιγμή στην πορεία του ελληνισμού. Ετούτο πράττει και προσδίδει στο «Διάλογό» του ένα χαρακτήρα αιώνιο, ατομικό και ελληνικό μαζί. Η προαναφερθείσα ευρύτητα παρουσιάζει λοιπόν μια αξιοθαύμαστη ελαστικότητα. Μιλά για το κοινό ύφος, εκείνο που χαρακτηρίζει τα αβαθή της ελληνικής ψυχής. Και έτσι η γλώσσα γίνεται σύμβολο, εμβατήριο, κίνητρο και λύτρωση. Γλώσσα και παράδοση, αποτελούν ένα ενιαίο, ειδικό βάρος για τον διαρκώς «ελεύθερο πολιορκημένο.»
Το κείμενο του «Διαλόγου» αναφέρεται στο γλωσσικό ζήτημα, μα στην πραγματικότητα είναι μια εκ βαθέων δήλωση του ίδιου του Σολωμού, μια επιβεβαίωση εκείνης της προσωπικότητας που συνταράχθηκε από την πτώση της πόλεως του Μεσολογγίου και στάθηκε με δέος εμπρός στη δυστυχία των αδελφών του. Ήδη από την αρχή του έργου, ο Σολωμός αποδεικνύει πως στέκει πέρα από τη στείρα πραγματικότητα της εποχής του, εκείνη που ήδη προετοίμαζε ένα μέλλον δυτικοτραφές για το εύκολο και αμόρφωτο «ραγιά.» Ο δημιουργός κατατάσσει το δυνάστη στην ίδια θέση με τον «σοφό», εκείνον που προσδοκά την πτώση, όχι για να κοινωνήσει την αφορμή για αναγέννηση μα για να επιβάλλει ένα άλλο, ιδιόμορφο σκοτάδι, ξεκάθαρα πνευματικό και για τούτο τραγικά απροσπέλαστο. Ο Σολωμός, με το φωτεινό του πνεύμα, στέκει εμπρός από την εποχή του και φαντάζει αιρετικός, όταν απαιτεί να ορίσει ο λαός την κατεύθυνση της σκέψης, να καταστήσει ο ίδιος, ως απόλυτος δικαιούχος τον οδικό χάρτη των επιλογών του. Δεν μπορεί να δεχτεί ο Σολωμός πως η γλώσσα ως επινόηση ολοκληρώνεται με τη χάραξη των σημείων, με το σχηματισμό των λέξεων. Για τον Ζακυνθινό, το γλωσσικό ζήτημα αποτελεί ένα δευτερεύον κίνητρο και τούτο γιατί φαίνεται ξεκάθαρο πως ένα τέτοιο πνεύμα δεν θα μπορούσε να αρκεστεί στο προφανές. Δεν αποδέχεται την απαξίωση της οξυδέρκειας, της πολύχρονης αισθητικής του Έλληνα. Η φωνητική γλώσσα, η οποία καλλιεργήθηκε στο παρελθόν, δεν συνεπάγεται τη μεταστροφή προς το παρελθόν, αλλά την αναζήτηση σε αυτό όλων εκείνων των δυνάμεων που σχηματοποιούν το «ελληνικό.» Ο εχθρός της ελληνικής ψυχής υπάρχει, για το Σολωμό ανάμεσα σε εκείνους που εποφθαλμιούν τη θέση των ταγών. Η προτροπή, η παρότρυνση, είναι μερικές από τις εκφράσεις μια στρεβλής συμπαράστασης απέναντι σε όσους μάχονται για την ελευθερία του πνεύματος. Η παράδοση αρκεί για να ζεστάνει την παγωμένη καρδιά. Η γλώσσα, όπως μιλιέται και εκφέρεται στις πόλεις και τα χωριά αρκεί για να τραγουδήσει τους νεκρούς, τους ήρωες, τα ανδραγαθήματα μιας «χούφτας» ανθρώπων.
Χρήζει ιδιαίτερης αναφοράς λοιπόν τούτο το κείμενο του Διονυσίου Σολωμού. Η συνεισφορά του κρίνεται προφανής. Με ένα ταξίδι στην πορεία του ελληνικού στοιχείου και μια άμεση, λογοτεχνική τεχνική, ο μεγάλος δημιουργός μπορεί και τελικά κατορθώνει να καταστήσει ένα ζήτημα τεχνικό σε μέγιστο, εθνικό προβληματισμό, επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα όχι μόνο να επιχειρηματολογήσει μα και να εμψυχώσει την αδύναμη, τη φοβισμένη και τραγική ψυχή. Για τούτο και μόνο, πέρα από τη γλώσσα και την αισθητική της, ο «Διάλογος» αποτελεί ένα κείμενο- πυξίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου