Από τις
"Σημειώσεις" (τεύχος 24, Νοέμβρης 1984) του Στέφανου Ροζάνη.
Ο νεοελληνικός
κριτικός λόγος έχει θεμελιωθεί πάνω στα ράκη του σολωμικού έργου, όπως η νεοελληνική
ταυτότητα έχει υφανθεί πάνω στις σπασμένες πέτρες της Κνωσσού και των Μυκηνών.
Μ’ όλα ταύτα, ο Διάλογος, αυτή η παθητική
αντιπαράθεση της λαβωματιάς του πολεμάρχου στο λόγιο «τραύμα» (άμε να βρεις τους πολεμάρχους, ψηλάφησέ τους
τες λαβωματιές και πες τους ότι πρέπει να τες λεν τραύματα) και της φλόγας
του στόματος στην παγωνιά της γραμματικής σοφίας, αυτή η συνάντηση δυο
μονομάχων της γλώσσας πάνω από το γιαλό της Ζακύνθου με φόντο τα κανόνια του
Μεσολογγίου, προκάλεσε πάντα (να παράξενο μούδιασμα, — ένα ναι, βέβαια, μα έχω πια διαλέξει υπασπιστή όπως θα έλεγε ο Οθέλλος,
σα να εμάγκωνε την κίνηση προς το κείμενο η γνωστή ευερεθιστότητα του Σολωμού (Έχω εύκολο το χείλο...).
Ένας ποιητής πού
έπρεπε να βασανίσει τον εαυτό του για να μιλήσει ελληνικά (Γνωρίζεις τα Ελληνικά, κύριε; Τα εσπούδαξες από μικρός;) και που τα
βάσανά του φαίνονται όχι τόσο στα ποιήματά του, που δεν ήθελε άλλωστε να μας αφήσει,
όσο στα σχόλια και τα γράμματά του, που ήθελε δεν ήθελε που τα πήραμε. Ένας
σοφός που του πονεί κι εκείνου η ψυχή για την αλήθεια, όσο και για τη δόξα, και,
που αν ήτανε να κλονιστεί η πίστη του στα λόγια του Πλάτωνος, κάλλιο θα είχε να
τρελαινότουν (μα δεν είναι τάχα μέσα στη γλώσσα που τρελαίνονται οι άνθρωποι των
δυο χιλιάδων τελευταίων χρόνων της ελληνικής Ιστορίας; — Μια τρέλα όπου έχει τα φαινόμενα της φρονιμάδας).
Κι ένας φίλος, μισοπρόθυμος μάρτυρας του καυγά, γιατί το μυαλό του είναι
γυρισμένο κατά το Μοριά, γιατί θαρρεί πως όλοι δεν έχουνε κανέναν άλλο σκοπό,
παρά να πιάσουν τα κουπιά και να κατέβουνε να πολεμήσουνε τους Τούρκους (Και τόσο σου τρέμουν τα μέλη, όπου φαίνεται
πως ετοιμάζεσαι να πας εκεί πέρα να πολεμήσεις...).
Τι προκαλεί,
λοιπόν, τις εκρήξεις οργής του Σολωμού, αυτής της αγωνιώδους εκκρεμότητας ανάμεσα
στο ειπωμένο και το ανείπωτο, μέσα στον «Διάλογο»; Τι παράγει την εντύπωση μιας
σχεδόν «τεχνητής», όπως θα λέγαμε σήμερα, «όξυνσης», που ο Σοφολογιότατος (όχι
και τόσο σοφός, είναι αλήθεια, όσο κωμικά μεγαλόπρεπος) βρίσκεται σε αδυναμία
να παρακολουθήσει; Εάν αφαιρεθούν οι
εκρήξεις του Σολωμού οι οποίαι φαίνονται άτοποι και σήμερον, άδικοι καθώς
είναι, ο «Διάλογος» δεν είναι βέβαια εν έργον που γεννά πλέον αντίδρασιν. Αι
θέσεις του Ποιητού.... ουδένα συντηρητικόν εις το γλωσσικόν ζήτημα ή γλωσσολόγον,
ουδένα σοφολογιότατον σημερινόν δηλαδή θα εσκανδάλιζον, γράφει & Ν. Β.
Τωμαδάκης [Διονύσιος Σολωμός, επιμέλεια Ν.Β. Τωμαδάκη. Βασική Βιβλιοθήκη, «Aετός»,
Αθήναι, 1954]. Κι όμως, κι ο σοφολογιότατος σκανδαλίζεται από τας θέσεις του
ποιητού και τρέχει να ξαναπεί κι άλλου πως η γλώσσα των ρωμιών είναι διεφθαρμένη, κι ο ποιητής, που
νιώθει να του αφανίζουν τη γλώσσα, τους πιο περιπαθείς ήχους της παιδικής του ηλικίας,
θυμώνει. Μήπως γιατί αυτός ο ετερόφωτος κόρακας,
που του πιάνει με το στανιό κουβέντα, θέλει να λέει το μάτι ομμάτιον και το κρεβάτι
κραββάτιον; Όχι επειδή λέει το μάτι όπως θέλει, μα επειδή απαιτεί ΝΑ ΤΟ ΛΕΜΕ όπως
εκείνος θέλει.
Ανάμεσα στον ποιητή,
που ο αγώνας του ήταν πώς ν’ αποφεύγει να μεταφράζει από τα ιταλικά, και τον δάσκαλο,
που η μανία του ήταν να διορθώνει τις λέξεις με τα σχήματα των αρχαίων (αυτός κι οι όμοιοι του θέλουν να γράφουμε
μίαν γλώσσα, η οποία μήτε ομιλιέται, μήτε άλλες φορές εμιλήθηκε, μήτε θέλει
ποτέ ομιληθεί), υπήρχε ένα βαθύ χάσμα, — αν το σκεφθείς καλά το ίδιο χάσμα
που μας καταπίνει μέχρι σήμερα, χωρίς να γεμίζει ποτέ με άνθη.
Ο πρώτος είχε μια
δίψα, αν μου επιτρέπεται η γλωσσολογική έκφραση, «περιγραφική», τον έκαιγε τόσο
η σκιά του Ομήρου όσο κι η σκιά του δούλου του απ’ τη Γαστούνη, το πατερό όσο
και το πάτερο, η ματία όσο κι η ματιά, το αμέριμνον στόμα, οι αυτοκίνητες
θύρες, ο αστρώδης αιθέρας, τα επιτύμβια κλαδιά. Υποτάσσεται στη σημαίνουσα
αλυσίδα της γλώσσας, περιγράφει, αποθησαυρίζει, κι όπου αισθάνεται «αρκετός»
δοκιμάζει να κυριέψει. Αποτέλεσμα,
... εχάθη
αίμα αθώο χριστιανικό,
που φωνάζει από τα βάθη
της νυκτός: να ‘κδικηθώ.
Ο σοφολογιότατος
φλογίζονταν από ένα πάθος «κανονιστικό». Είχε σκύψει χρόνια στα θρανία τη ράχη
του, είχε σπουδάσει την «παλαιά» δια
το κοινόν όφελος της παλιάς πατρίδος, κι έπρεπε οι έλληνές του να συλλογίζονται
καλά, πράγμα που σήμαινε να μεταχειρίζονται τις «ορθές λέξεις» και τα σωστά, κατ’ αναλογίαν των αρχαίων, σχήματα. Η επιχειρηματολογία
του, όση τον αφήνει ο εξαγριωμένος ποιητής να αναπτύξει, είναι απλή: με τα λόγια
του λαού (Πάντα τον λαόν μου βγάνεις έξω
δια διδάσκαλο, λέει), δεν μπορεί κανείς να χτίσει συλλογισμούς, παρά στο φτωχικό
επίπεδο των στοχασμών του λαού. Λοιπόν, πρέπει
να τρέξουμε εις τες μορφές των Ελληνικών λέξεων, και να πάρουμε όσες ημπορούμε,
και κάποιες από τες δικές μας, όπου δεν είχαν οι παλαιοί, να τες σύρουμε ‘ς την
παλαιά μορφή. ΠΡΕΠΕΙ, μα την αγάπην του Ελικώνος! Κι όσο για τους στοχασμούς
του λαού, έμεναν φυσικά άναυδοι μπροστά στην κανονιστική βέργα.
Στόμα, λέει, Ιακώβ,
χείρες δε Κοραή... Ο Διάλογος γράφτηκε (και κλείστηκε σ’ ένα συρτάρι) το 1824.
Πενήντα χρόνια «ούτως ειπείν» ελεύθερου ελληνικού βίου αργότερα, το 1874, να πώς
σκέφτεται ο σοφολογιότατος (και σας διαβεβαιώ ότι δεν έχω καθόλου την όρεξη να
τον ειρωνευτώ, αυτός «γνωρίζει τα ελληνικά», τα «εσπούδαξε από μικρός», έχει
επί τέλους ζήσει την τυραννία μιας γλώσσας που κατάντησε σχεδόν αφασική, γιατί
δεν ήξερε παρά να λέει τη φουφού «φουφού», και τώρα κάποιοι παράξενοι άνθρωποι
—έτσι τους ονομάζει ο Σεφέρης, λίγο παράξενος κι αυτός όταν συλλαμβάνει τον Κάλβο
«άφωνο»— της υπαγορεύουν να τη λέει φυσοτρυπίνη: Οι τέσσαρες φίλοι εκάθηντο πέριξ μιας φυσοτρυπίνης, — οι τέσσαρες
φίλοι ήταν οι τρεις σωματοφύλακες). Σήμερον...
χάρις εις αυτήν την θείαν τω όντι γλώσσαν... απολαμβάνομεν, υπό την αιγίδα του
θρόνου, τελεσφόρους τους καρπούς της ελευθερίας˙ [Σ’ αυτή τη γλώσσα]
ευρίσκεται γραμμένον το Ευαγγέλιον, η κρηπίς της θρησκείας μας... Απ’ αυτήν ελπίζομεν
‘να ρυθμίσωμεν και πλουτίσωμεν και αυτήν την οποίαν λαλούμεν. Πρέπει, λοιπόν,
να προσλάβωμεν την έξη της αρχαίας ελληνικής. Αλλά ποτέ, λέγεις, δεν θα φθάσωμεν
εις την εντέλειαν του Πλατωνικού και Δημοσθενικού χαρακτήρος. Σύμφημι, δια
χάριν σου˙ δεν συμπεραίνω όμως εκ τούτου ότι δεν πρέπει ’να μη σκοπεύωμεν ούτε
προς τον χαρακτήρα του Στράβωνος και Πλουτάρχου, ή του Βασιλείου και Χρυσοστόμου˙
και, τέλος πάντων, ποιος με βεβαιώνει ότι, μετά πεντήκοντα, εκατόν, εκατόν
πεντήκοντα έτη, δεν θα κατορθωθεί και αυτό το σήμερον ακατόρθωτον νομιζόμενον
έργον;... Διατί λοιπόν τόση μικροψυχία; Διατί... καθώς έλεγεν ο Δημοσθένης, ‘να
συμπεριλαμβάνω εις το αυτό της καταδίκης ψήφισμα και τους απογόνους μου [Σκαρλάτου
Δ. του Βυζαντίου, Λεξικόν της καθ’ ημάς Ελληνικής Διαλέκτου, μεθηρμηνευμένης εις
το Αρχαίον Ελληνικόν και το Γαλλικόν, Εκδ. Ανδρέας Κορομηλάς. Εν Αθήναις και
Κωνστ/πόλει.].
Πενήντα, εκατό, εκατόν
πενήντα χρόνια μετά... Μέσα στα πρώτα πενήντα χρόνια, ο γλωσσολόγος Γιάννης
Ψυχάρης, που του κάθονταν στο στομάχι η ιδέα της νεκρανάστασης της γλώσσας όσο
και του κοραϊκού ιστορικού «συμβιβασμού», τσακώνονταν με τους πάντες
(συμπεριλαμβανομένου του Παλαμά), χλεύαζε τους γλωσσαμύντορες, γκρίνιαζε με τον
Παπαδιαμάντη, γκρίνιαζε ακόμη και με τη σύνταξη του Σολωμού, — για κείνη λόγου
χάρη τη στροφή της Αγνώριστης, όπου
η αυγούλα
λεπτή βροχούλα
στέρνει δροσιάς.
Πώς γίνεται,
έλεγε, να «στέρνει» η αυγούλα βροχούλα, και μάλιστα δροσιάς; Σε ποιόνε τη στέρνει
(αυτή η αμετάβατη), ο Σολωμός σίγουρα θα ήθελε να γράψει «σπέρνει». Κάτι δεν πάει
καλά με το χειρόγραφο στο μέρος αυτό. Κι ύστερα, τι πάει να πει «βροχούλα
δροσιάς»; Με ποιό τρόπο μετασχηματίζεται το ρωμαίικο «βροχούλα δροσιά» σε
γενική της ποιότητας; [Μεγάλη
Ρωμαίικη Επιστημονική Γραμματική, Αθήνα, 1935.]
Ήταν κι εκείνοι
οι «γλαυκότατοι ουρανοί» του Σολωμού,
κι οι «νεανίσκοι» (πόσο μακριά από τη
Χίο τα Επτάνησα!), κι η «χρεία», κι η
«ξηρά», και τ’ άλλο τ’ ανυπόφορο, για
τ’ αυτιά του Ψυχάρη, το «τερπνόν»,
που ομοιοκαταληκτεί με τον Ααρών:
Ακλουθάει την αρμονία
η αδελφή του Ααρών,
η Προφήτισσα Μαρία
μ’ ένα τύμπανο τερπνόν.
Μα εμείς δεν είπαμε
κανένα ΠΡΕΠΕΙ στη γλώσσα, μου φαίνεται πως διαμαρτύρεται από τα βάθη του τάφου
του (ή, αν θέλετε, από τα βάθη της νεοελληνικής νυκτός) ο Σολωμός. Εγώ φωνάζω
μόνο (κι όσο περνούν τα χρόνια θα φωνάζω, θα το δείτε, δυνατότερα) για να μαζωχθεί
ο λαός της Ελλάδας όλης και να τον ακούσει ο Σοφολογιότατος ΠΩΣ ΟΜΙΛΕΙ... Εν τούτοις, μπροστά στον Ψυχάρη, που
βεβαίωνε πως άκουγε μόνο άδολα τη γλώσσα να μιλάει, μα δεν άντεχε και στον πειρασμό
να της «υπαγορεύσει» πώς θα μιλάει, έμπαιναν δυο μεγάλα ΠΡΕΠΕΙ (και τα δυο
πολιτικά, έλεγε, όμως ας μη βιαστούμε να τον αγαπήσουμε: Δεν εννοούσε, αυτό που
εννοούμε). « Ό,τι πολέμα να κάμει ο στρατός
για τα φυσικά σύνορα, θέλει η γλώσσα να το κάμει για τα σύνορα τα νοερά. Πρέπει
και τα δυο τους να παν πολύ μακριά, να πάρουν πιότερο τόπο. Μαζί θα προκόψουν
καμιά μέρα». «Ομπρός, λοιπό, τα παιδιά˙
ορμήστε, παλληκάρια, στο κριάς, στο πετσί! Χτυπάτε, όσο μπορείτε...» [Το
Ταξίδι μου].
Δεν ξέρω, πόσο
μακριά θα μπορούσε να οδηγήσει τα εθνικά πεπρωμένα ο «Ορφές» και πόσο θ’ άφηνε
πίσω του τα σύνορα του « Ορφέως». Δεν ξέρω ακόμη αν το «αρφάβητο» θα ήταν σε
θέση να διεκδικήσει περισσότερο ζωτικό χώρο για τη ρωμιοσύνη απ’ ό,τι το «αλφάβητο»
(αυτό που έφερνε στα βάθη της Ασίας ο ελληνισμός του Καβάφη δεν ήταν, εν πάση
περιπτώσει, το χακί). Ξέρω μόνο πως για να πούνε τα παλληκάρια του Ψυχάρη
«πούπετις» το «πουθενά», έστω και εν τη ελπίδι να γιγαντώσουν έτσι τα σύνορά
τους τα νοερά, θα έπρεπε ανυπερθέτως να επέμβει ο στρατός.
Εκατό χρόνια μετά
το Σκαρλάτο εκ Βυζαντίου, εκατόν πενήντα χρόνια μετά το Διάλογο του Σολωμού, σε μιαν υπερευαίσθητη εποχή που καταγγέλλει σαν
εξουσιαστική τη χτεσινή επαναστατική γλωσσολογία, που δυσφορεί ακόμη και με τον
Saussure για την «κανονιστική»
διάθεση την οποία υποτίθεται πως εμπνέει, που διψάει για την περιγραφή της
φυσικής γλώσσας, «όπως μιλιέται», και τρέχει στους δρόμους της πολιτείας και του
χωρίου για να πιάσει το «Parole»
με το μαγνητόφωνο στο χέρι, εμείς εννοούμε να «κανονίζουμε» ακόμη με την ψευδεπίγραφη
ιδεολογική φορά μας τη γλώσσα, να προστάζουμε στα σχολειά μας, ακόμη και στις γραφομηχανές
μας, την «αυθεντικά» δημοτική χρήση της.
Μα δεν πρέπει να ξεγελιόμαστε.
Αυτή η αυθεντικά (;) δημοτική χρήση, ο «καταπιόνας» που, διακινδυνεύοντας τόσο
βάναυσους συνειρμούς, θέλει να εκτοπίσει τον καθωσπρεπισμό του «φάρυγγα»
(μέχρις ότου χάσουμε τ’ αχνάρια της «φαρυγγίτιδας»), η «μάζωξη» που μαζικοποιεί
και τα τελευταία απομεινάρια ανεξαρτησίας γνώμης της «συνέλευσης», η λέξη
«συναδέλφισσα» κι η λέξη «επιστημόνισσα» (δεν λέμε ακόμη «προέδρισσα»: δεν μας
έχει ίσως χρειαστεί προς το παρόν σε μεγάλη κλίμακα το σημαίνον), εκείνο το μονολιθικό
αναφορικό «που», το όποιο συχνά δεν αναφέρεται πουθενά με σταθερότητα,
οδηγώντας σε μια τρέλα αμφιβολίας τις προτάσεις μας (και μαζί τους κάθε
απόπειρα ερμηνείας στα δημόσια έγγραφα), — αυτή η αυθεντικά δημοτική χρήση δεν είναι
«φυσική γλώσσα», δεν είναι τα «χωριάτικα κάθε χωριού» του Ψυχάρη, ο τρόπος που
φανερώνει η γλώσσα τούς θησαυρούς της. Δεν είναι η γλώσσα που απελευθερώνει τα αισθήματα
και τα νοήματά μας, είναι η ολοκληρωτική γλώσσα που τα δυναστεύει, που δεν τα απωθεί
απλώς, μα τα αποκλείει. Δεν είναι η γλώσσα όπως μιλιέται, είναι η γλώσσα όπως
«υποβάλλεται», — από ένα κατά βάθος «λογιώτατο» πνεύμα, που δεν του αρκεί να εξουθενώσει
μόνο τη συνείδησή μας, αλλά και το ασυνείδητό μας, και που διαδηλώνει μόνο
(γιατί δεν του στοιχίζει τίποτα) σ’ όλες τις κλίσεις πού διαθέτει τον λαϊκισμό
και τον φιλελευθερισμό του.
Αυτή η γλώσσα δεν
ταξιδεύει, δεν περιπλέει την ελληνική εμπειρία, όπως κάποτε, για λίγους νομάδες
που αντίκριζαν για πρώτη φορά τη θάλασσα, άρχισε να περιπλέει το Αιγαίο εκείνο
το υγρά κέλευθα. Αυτή η γλώσσα δεν ερωτεύεται,
δεν πενθεί, δεν πονάει. Εικονικά μόνο είμαστε οι νομοθέτες της (για να μη παρεξηγούμαι,
πιστεύω πως είμαστε, αντίθετα, οι νομοθέτες των «χαλιαρντών»). Αύτη η γλώσσα
δεν αντλεί απ’ τις ανάβρες της ψυχής και δεν αρδεύει την ψυχή. Δεν φέρει τον φέροντα
σαν ένα όχημα ελευθερίας, «φέρεται» στον φέροντα (ένα φέροντα εκμηδενισμένο απ’
την κατανάλωση, τη μικροαστική πειθαρχία και τη μαζικότητα), όπως φέρνουν την «καλημέρα»
στα κλουβιά οι παπαγάλοι. Οι Εσκιμώοι, λέει, έχουν κάπου πέντε λέξεις για το χιόνι.
Εμείς, με τόση θάλασσα να μας περιτριγυρίζει, πόσες λέξεις κρατήσαμε για να διαβάζουμε,
δεν σου λέω τα Λόγια της Πλώρης, μα τον ίδιο τον συνομήλικό μας, τον «μπάρμπα Νικόλα»
τον Καββαδία;
Πεντακόσιες
δραχμές, — «πληρωτέες με την εμφάνιση»... Ενάντια στο σοφολογιότατο και τον καθαρολόγο,
το ίδιο αυταρχικοί με το σοφολογιότατο και τον καθαρολόγο, οι έλληνες του 1984,
στα σχολικά μας βιβλία, στις αφίσες που καταπίνουν τις νύχτες η μια την άλλη,
στα πανό που κατακυριεύουν τα σταυροδρόμια μας, στις εφημερίδες, τα ραδιόφωνα,
την τηλεόρασή μας, αναιρούμε βάναυσα την ελαστικότητα του γλωσσικού μας οργάνου,
τσαλαπατάμε την ετυμολογία του, υπαγορεύοντας στα ελληνικά μας μια νέα, συχνά
αποκρουστική, «καθαρότητα». Καίμε τη γλώσσα μας, όπως και με τα δάση μας.
Ο εκ Βυζαντίου
Σκαρλάτος παρατηρούσε πικρά: Όταν προ
είκοσι δύο αιώνων ο δαιμόνιος Πλάτων επροφήτευε της Σικελίας την εκβαρβάρωσιν,
ίσως ούτε του ‘περνούσεν από τον νουν ότι και αυτοί ‘του οι συμπολίται θα χρειασθούν
ποτέ λεξικόν δια ‘να εννοήσουν τους διάλογους του. Μα ζει την Μεγάλη Ιδέα
και ελπίζει, όπως δεν έλπιζε πια μερικές δεκαετίες αργότερα, ακριβώς επειδή δεν
ζούσε παρά την Μεγάλη Ιδέα, ο Περικλής Γιαννόπουλος: Είναι λοιπόν έξω πάσης ελπίδος και πιθανότητος το ‘να καταντήσουν, μετά
τρεις, τέσσαρας, πέντε, τις οίδε πόσους, αιώνας, όλα τα λεξικά μας, αν όχι παντάπασι
περιττά, τουλάχιστον όμως όχι και άφευκτα;
Στον βαθμό που θα
μπορούσε κανείς να διακινδυνεύσει σήμερα μιαν ανάλογη προφητεία (χωρίς να έχει βέβαια
τα διαπιστευτήρια του λογιότατου πόθου), σε μια ή δυο γενιές θα χρειάζονται λεξικά
για να κατανοηθούν τα σημαίνοντα και η σύνταξη μιας πεθαμένης γλώσσας την οποία
κάποτε οι άνθρωποι επιθυμούσαν και στην οποία ο Κάλβος και ο Σολωμός, ο Παπαδιαμάντης,
ακόμη κι ο Σεφέρης κι ο Ελύτης, ονειρεύονταν.
«Λοίγια έργα», λέει ο Δίας στη Θέτιδα, -
άσχημη δουλειά, θα κάνεις να τσακωθώ με την Ήρα. «Ότε μ’ εχθροδοπήσαι εφήσεις Ήρη...». Κι ο αρχαίος σχολιαστής
σημειώνει: «Άπαξ λεγόμενον», η έκφραση
συναντιέται μόνο μια φορά, «Ου γαρ χρη
κλοτοπεύειν ενθάδ’ εόντας» λέει μετά ο Αχιλλέας, μη καθόμαστε εδώ πέρα να κλώθουμε
μαλλί, μη ξοδευόμαστε φλυαρώντας, ενώ μας περιμένει η μάχη. Και αυτό «άπαξ
λεγόμενον». Αμέτρητα χρόνια μετά, ανέτειλαν μια μέρα στον ορίζοντα του Ιονίου
τα «θαλάσσια ξύλα» του Κάλβου (αγαπούσε
κι αυτός τα τυπικά επίθετα, σαν τους χαλκοχίτωνες
αχαιούς και τους ειλίποδες έλικες
βόες του Ομήρου), άπαξ λεγόμενα. Η ναυς
των ονείρων του Παπαδιαμάντη ερωτεύθηκε άπαξ, όσο ξέρω τουλάχιστο, ένα
γυμνό κορμί που κολυμπούσε στο κύμα της Σκιάθου: Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα... Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν
αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας,
τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος
της σελήνης. Διέβλεπα την όσφυν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας,
τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον
της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας τας ριπάς
και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον
εις το κύμα˙ ήτον νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς
των ονείρων...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου