Από τις "Σημειώσεις" (τεύχος 73, Ιούνης 2011) των εκδ. Έρασμος.
ΜΕΡΟΣ 2
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ: Παρ’ όλο που ο υλικός Κόσμος είναι
δημιούργημα του θεού, η υποβάθμισή του είναι εμφανής σε όλη τη διάρκεια της
χριστιανικής θεολογίας. Τα αίτια της κοινωνικής αποσύνθεσης και της ηθικής
διαφθοράς αναζητούνται από τους χριστιανούς στον υλικό Κόσμο και τα φυσικά αγαθά,
και όχι στην περιοχή της ανθρώπινης ευθύνης. Την ίδια εποχή που διατυπώνεται
από τον Πλωτίνο το φιλοσοφικό θεώρημα για την αφθαρσία του Κόσμου,
καλλιεργείται αντίστοιχα από επιφανείς θεωρητικούς του χριστιανικού δόγματος
όπως ο Ωριγένης, μια επίμονη καταστροφολογία η οποία και θα επαναλαμβάνεται σε εποχές
κοινωνικής ανασφάλειας προκειμένου να ερμηνεύσει την έλευση κάθε φυσικής
καταστροφής ως αποτέλεσμα θείας Δίκης: «Αυτή
η πελώρια και υπέροχη δημιουργία του κόσμου... πρέπει αναγκαστικά πριν την
αποσάθρωση της να εξασθενεί συνεχώς. Έτσι, η γη θα τραντάζεται συχνότερα από
σεισμούς και η ατμόσφαιρα θα γίνει μολυσμένη, γεννώντας μια μεταδοτική
κακοήθεια...» [Βλ. σημ. 34 στο: Dodds: Εθνικοί
και χριστιανοί σε μια εποχή αγωνίας, μτφρ. Κ. Αντυπας, εκδ.
«Αλεξάνδρεια»/95]. Στη συνέχεια, το Σώμα περιγράφεται ως «φυλακή της ψυχής», «ρυπαρός
σάκος από περιττώματα και ούρα» ή ακόμα: «τάφος που κουβαλάμε μαζί μας». Ο Τερτυλλιανός, αφού δεχθεί την
άποψη του Παύλου πως: «Το σώμα είναι ο ναός του θεού», θα συνεχίσει λέγοντας
ότι «...το σώμα παρεμποδίζει, συγχέει,
και κηλιδώνει την ψυχή» ενώ ένας Πατέρας της ερήμου θα δηλώσει ευθέως: «το σκοτώνω γιατί με σκοτώνει». δεν
είμαστε βέβαιοι αν επηρέασε τον Ωριγένη η σκληρή υπόδειξη του ευαγγελιστή ότι υπάρχουν
... ευνούχοι οίτινες εύνούχισαν εαυτούς
διά την βασιλείαν των ουρανών (Ματθ. κεφ. 19, 12), σίγουρα όμως η υποθήκη
του Παύλου πως ο άγαμος μεριμνά τα του Κυρίου, ο δε γαμήσας μεριμνά τα του
κόσμου (Προς Κορινθ. Α, 7, 32-33), είχε τις επιπτώσεις της στον κοινωνικό βίο,
όπου πλήθος αναχωρητές, στυλίτες άγιοι, αυτομαστιγούμενοι μοναχοί κ.λ.π. θα
διεκδικούσαν μια θέση εις τα δεξιά του Πατρός. Μετά την επικράτηση του
χριστιανισμού, τους μάρτυρες του Ιπποδρόμου των Ρωμαίων θα αντικαθιστούσαν οι
εθελοντές τιμωροί του Σώματος. Αρκετοί Πατέρες της εκκλησίας, και κυρίως
εκείνοι που διέθεταν ελληνική παιδεία όπως ο Χρυσόστομος, ο Μ. Βασίλειος, ο Γρηγόριος
κ.ά., χαρακτήρισαν τις ακρότητες αυτές ως «επιδεικτικές», αλλά η επίσημη
Εκκλησία τις απεδέχθη τελικά διότι εντυπωσίαζαν τα πλήθη και τα προσηλύτιζαν
ταχύτερα από τους λόγους.
ΜΕΡΟΣ 2
3. Η Δημιουργία
ΕΛΛΗΝΕΣ: Στην ελληνική φιλοσοφία δεν είναι αποδεκτή η
Δημιουργία. τον κόσμο αυτό: ...ου τις θεών ούδ’ ανθρώπων εποίησεν, αλλ’ ην αεί
και εστίν και εσταί ... (Ηράκλειτος). «Γιατί αν γεννήθηκε» - θα συνεχίσει ο
Μέλισσος — «πρέπει αναγκαστικά να μην ήταν πριν γεννηθεί. Αλλά αν δεν ήταν, δεν
θα μπορούσε να γεννηθεί από το μηδέν». (Προσωκρατικοί, απ. 525). Όπως έλεγαν
και οι Στωικοί: «τίποτα δεν γεννιέται από το τίποτα», ενώ αργότερα ο Διογένης ο
Οινοανδεύς θα αναρωτηθεί με χιούμορ: «Αν ο θεός εδημιούργησε τον Κόσμο για να
κατοικήσει, θα ήθελα να ξέρω που διέμενε προηγουμένως». Συνοψίζοντας ο Πλωτίνος
θα διατυπώσει με σοβαρότητα το φιλοσοφικό του συμπέρασμα με πρωτοτυπία αλλά και
βάθος που ξαφνιάζουν: «Το ότι ο Κόσμος δεν έχει αρχή, τούτο αποτελεί και
απόδειξη της αιωνιότητας του» [Πλωτίνος: Β, 1,4. Ο Σαλλούστιος θα αιτιολογήσει
ως έξης την άποψη αυτή του Πλωτίνου: Κάθε τι που δημιουργείται, καταστρέφεται,
αφήνοντας έτσι να αννοηθεί ότι κάθε τι που δεν δημιουργείται, δεν είναι δυνατόν
να καταστραφεί. Σαλούστιος (Σεκ.): Περί θεών και κόσμου, XII. Την άποψη αυτή
έχει προηγουμένως διατυπώσει ο Μέλισσος: «αρχήν τε και τέλος έχον ουδέν ούτε
αίδιον ούτε άπειρον εστίν». Ακόμα και στην ορφική κοσμογονία, η Φύση ονομάζεται
«α-πάτωρ»].
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ: Η δημιουργία του Κόσμου είναι αποδεκτή έτσι
όπως περιγράφεται στο βιβλίο της Γένεσης. Ωστόσο η ποιητική αυτή περιγραφή όπου
οι εικόνες ενισχύουν τη φαντασία και οι λέξεις τροφοδοτούν το θρησκευτικό
συναίσθημα, δεν ανήκει στο χώρο της φιλοσοφίας κατά τον ίδιο τρόπο που δεν
ανήκει η Θεογονία του Ησιόδου. Η εβραϊκή μυθολογία κατέχει ικανή έκταση στη
χριστιανική θεολογία και συνεργεί κατά μέγα μέρος στις αντιφάσεις των Ευαγγελίων
οι όποιες ονομάστηκαν προφητείες ή παραβολές, ακριβώς για να μην αμφισβητηθεί η
εγκυρότητά τους.
4. Η θεϊκή παρέμβαση
ΕΛΛΗΝΕΣ: Ο θεός δεν συμμετέχει στα ανθρώπινα, όπως
συμβαίνει ακριβώς και στις Κοσμικές λειτουργίες (Νόμους). Σύμφωνα με τους
Στωικούς, η θεϊκή Πρόνοια είναι αποτέλεσμα της τάξης του Κόσμου και περιέχεται
στην «Ειμαρμένη» ( = λόγος καθ’ ον ο
Κόσμος διεξάγεται), μια αδιάσπαστη αλυσίδα από φυσικά αίτια και αντίστοιχα αποτελέσματα
που προάγουν τον Κόσμο ανεξάρτητα από τις ανθρώπινες επιθυμίες. Για τον
Επίκουρο, επίσης, η πεποίθηση πως οι θεοί παρεμβαίνουν, είναι ανίερη δοξασία
των πολλών που προσβάλλει τη θεϊκή μακαριότητα [Επίκουρος: Προς Μενοικέα: 123. Η άποψη αυτή του Επίκουρου ήταν επόμενο να
συναντήσει την έντονη αντίδραση και του παλαιού και του νεότερου ιερατείου
διότι από τη στιγμή που αρνείται τον μεσολαβητικό του ρόλο, ουσιαστικά το
καταργεί. Κάτι παρόμοιο θα ισχυριστεί αργότερα και ο Πορφύριος (του οποίου τα έργα
καταστράφηκαν όπως του Επίκουρου): «Το να επιθυμούν οι άνθρωποι να θέσουν στην
υπηρεσία τους τούς θεούς, είναι βλασφημία».], ενώ ο Πλωτίνος με τη φράση: «πρέπει να έρθουν οι θεοί σε μένα και όχι εγώ
σ’ αυτούς», υπονοεί τη βελτίωση του ανθρώπου με την προσωπική προσπάθεια
και όχι με τη θεϊκή παρέμβαση. Η σχέση δηλαδή του ανθρώπου με το θεό, είναι
πλέον σχέση αρετής και πνευματικής αναβάθμισης: «Θα τιμήσεις καλύτερα το θεό, αν με το θεό εξομοιώσεις τη σκέψη σου»
[...τιμήσεις μεν άριστα τον θεόν, όταν τω
θεώ την σεαυτής διάνοιαν ομοιώσεις (Πορφ. Προς Μαρκέλαν, 16)]. Βέβαια, η επίκληση
και η λατρεία των θεών δεν απορρίπτεται, αντίθετα ενισχύεται με την άποψη πως:
«οι θεοί δεν κερδίζουν τίποτα από μας, αντίθετα εμείς κερδίζουμε με την επαφή
που επιδιώκουμε μαζί τους» [Σαλλούστιος, ό.π., XV].
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ: Η προσδοκία της θεϊκής παρέμβασης είναι η
κύρια επιδίωξη της λατρείας. Οφείλουμε να λατρεύουμε τον Θεό αν θέλουμε να
πραγματοποιηθούν οι επιθυμίες μας, μάλιστα με τα ίδια τα λόγια του Ιησού
διατυπώνεται το κείμενο της Κυριακής Προσευχής. Η ευαγγελική ρήση: «εντός ημών εστίν ο Θεός» η οποία
συμπίπτει σχεδόν με το απόφθεγμα του Πλωτίνου: «τα πάντα εντός μας» (πάντα είσω), περιέπεσε στην αφάνεια, ενώ
η φράση: εν εκκλησίαις ευλογείτε τον Θεόν,
σταδιοδρόμησε περισσότερο διότι υπηρετούσε καλύτερα τις πνευματικές και υλικές
ανάγκες του δόγματος. Μέσα στον «οίκο του θεού» βεβαιώνεται με ένα πλήθος
τελετουργικά συμφραζόμενα το ενδιαφέρον ενός Θεού που έφτασε στο σημείο να
θυσιάσει τον μονογενή του υιό για χάρη των ανθρώπων. Στην απλοϊκή παρατήρηση
του Κέλσου: «πώς ο θεός μετά από μία αιωνιότητα
οκνηρίας σκέφτηκε τους ανθρώπους ενώ προηγουμένως δεν ενδιαφερόταν», ο Ωριγένης
αναγκάζεται να παραδεχτεί ότι «σε κάθε
γενεά η σοφία του Θεού κατέρχεται εις τας άγιας ψυχάς και τας ψυχάς των
Προφητών».
5. Ο υλικός Κόσμος
ΕΛΛΗΝΕΣ: Ύλη είναι η
ανώλεθρος ιδιότητα του άπειρου από την οποία έγιναν οι ουρανοί και οι κόσμοι
(Αναξίμανδρος, απ. 101 - Kirk). Αλλάζει μορφές, αλλά στο σύνολο δεν αυξάνει
ούτε μειώνεται και επομένως δεν γερνά [...ουτ’
αν αύξοιτο ούτε φθίνει ου τοινυν ουδέ γηράσκει (Πλωτ. Β - 1, 3). Ο Πλωτίνος
έτσι, δέχεται το συμπέρασμα του Αναξαγόρα: Τίποτα
δεν γίνεται ούτε χάνεται, αλλά συντίθεται και προκύπτει από πράγματα που
υπάρχουν (Αναξαγόρας, Προσωκρ. απ. 469)]. Ο διαχωρισμός του Κόσμου σε
επίγειο και ουράνιο και κατά συνέπεια η διχοτόμηση του ανθρώπου σε Σώμα και
Ψυχή, έρχεται από τα βάθη της προϊστορίας και διατρέχει ολόκληρη την αρχαιότητα.
Με τον Αριστοτέλη η Ψυχή ορίζεται ως η τελική κατακύρωση της ανθρώπινης
υπόστασης (εντελέχεια) το δε ανώτερο
μέρος της Ψυχής, ο θεωρητικός νους, δεν ακολουθεί το Σώμα στο θάνατο και τη
διάλυση [Αριστοτέλης, Περί Ψυχής II, 2, 413β, 24]. Κάτι τέτοιο δεν το αποδέχονται
οι πρώτοι Στωικοί (Κλεάνθης, Χρύσιππος) αλλά και ο Επίκουρος [«...Όσοι λένε πως
είναι ασώματη η Ψυχή αερολογούν ("ματάζουσιν"), γιατί αν ήταν
ασώματη: ...ουδέν γαρ αν εδύνατο ποιείν
ούτε πασχείν» (Έπικ. Έπιστ. I, 67)], οι όποιοι τονίζουν την υλική υπόσταση
της Ψυχής, όπου μετά το θάνατο και τη διάλυση του Σώματος αυτή επιστρέφει και
ενώνεται με τα αθάνατα στοιχεία του Σύμπαντος, άποψη που αργότερα θα υιοθετήσει
και ο Πλωτίνος [Όσο και αν θα φανεί παράξενο, η άποψη αυτή του Πλωτίνου
αποτελεί ευθεία θεωρητική συνέχεια εκείνης του Δημόκριτου: εκβαίνει (δηλ. η
ψυχή) του σώματος, εν δε τω εκβαίνειν διαφορείται και διαλύεται (Στοβ. Άνθ. 16)].
Γενικά στους Έλληνες, Σώμα και Ψυχή δεν αντιδικούν αλλά συνυπάρχουν και αλληλοσυμπληρώνονται. Με την
περιφρόνηση του σώματος - και όχι την αντιδικία - συμφωνούν οι Κυνικοί, εν
μέρει οι Στωικοί και οι περισσότεροι νεοπλατωνικοί, μάλιστα ο Πλωτίνος - όπως ιστορεί ο Πορφύριος - ντρεπόταν που είχε
σώμα (...αισχυνομένω ότι εν σώματι είη).
Βέβαια και ο άγιος Αντώνιος κοκκίνιζε από ντροπή κάθε φορά που επρόκειτο να
φάει, δεν θα πρέπει όμως να μας διαφεύγει η διαφορά ανάμεσα στην περιφρόνηση
και την αντιδικία. Εξάλλου καθώς παρατηρεί και ο Πορφύριος: «ο αμαρτωλός δεν πρέπει να κατηγορεί το σώμα
του αλλά την ψυχή του» (Πρός Μάρκ., 29).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου