Από τις "Σημειώσεις" (τεύχος 73, Ιούνης 2011)
των εκδ. Έρασμος.
ΜΕΡΟΣ 3
6. Η Ανάσταση
ΕΛΛΗΝΕΣ: Από τις απαρχές μέχρι την πτώση της ελληνικής
φιλοσοφίας, από τους προσωκρατικούς μέχρι τη Νέα Ακαδημία και τον Πλωτίνο,
είναι γενικά αποδεκτή η ανάσταση της Ψυχής από το Σώμα, ενώ στους χριστιανούς
βεβαιώνεται η ανάσταση της ψυχής με το Σώμα. Οι Έλληνες πίστευαν ότι μετά το
θάνατο το σώμα διαλύεται και τα στοιχεία που αποτελούν την ψυχή επιστρέφουν στο
αθάνατο Σύμπαν, ενώ η ανθρώπινη ταυτότητα καταστρέφεται.
Η ελληνική φιλοσοφία ακόμα και στις πιο ιδεαλιστικές της αποκλίσεις και παρ’
όλες τις ανατολικές επιδράσεις που διαμόρφωσαν το κλίμα της στους ελληνιστικούς
χρόνους και τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, δεν εγκατέλειψε τις διαδικασίες
του ορθού λόγου. Μεστόν αβελτηρίας πράγμα
το της αναστάσεως θα διατυπώσει ο Πορφύριος και θα συνεχίσει με παρρησία: «Δεν τα μπορεί όλα ο θεός. δεν μπορεί να κάνει
ώστε να μην έχει γεννηθεί ο Όμηρος και να μην έχει γίνει η άλωση της Τροίας….
ούτε θα μπορούσε να γίνει ποτέ κακός ο Θεός, ακόμα και να το ήθελε... Οι
πράξεις του και η θέλησή του δεν καθορίζονται από το τι μπορεί, αλλά είναι
σύμφωνες με τη διατήρηση της αρμονίας και τη διαφύλαξη της φυσικής τάξης του
κόσμου» [Πορφύριος: «Κατά Χριστιανών». Μτφρ. Γ. Αβραμίδης, εκδ. «Θύραθεν»,
σελ. 135 και 107].
Στο μύθο της «ανάστασης»
οι Έλληνες αντέδρασαν με πολλή ειρωνεία. Όταν οι Αθηναίοι άκουσαν τον απόστολο
Παύλο να τους μιλά για την ανάσταση των νεκρών, τον αποδοκίμασαν με τη φράση: «έ, τότε λοιπόν θα μας τα ξαναπείς» [Πράξεις
των Αποστόλων, 17, 32].
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ: Σώμα και Ψυχή θα αναστηθούν στη Δευτέρα
Παρουσία, προκειμένου να διασωθεί η ανθρώπινη ταυτότητα. Το περιούσιο πλάσμα
του Θεού θα εξακολουθεί να υπάρχει και μετά θάνατον. Βασική υπόσχεση του
χριστιανισμού είναι στην πραγματικότητα η διάσωση της ανθρώπινης ταυτότητας, εκείνης
που ορίζεται πλήρως με την ψυχή και το σώμα. Η διαβεβαίωση αυτή ικανοποιούσε απόλυτα
τις προσδοκίες των απλών ανθρώπων και η άθλια ύπαρξή τους θα αποκτούσε μία
στοιχειώδη δικαίωση, δεδομένου ότι οι αγριότητες των εκάστοτε κατακτητών και τα
κοινωνικά και ηθικά αδιέξοδα, είχαν μηδενίσει το ίδιο το καθεστώς της ζωής. Η
άποψη των Ελλήνων για ανάσταση της Ψυχής από το Σώμα, ήταν μια υπόσχεση «μισή»
αλλά και δύσκολη για πλήθη που δεν διέθεταν κατάλληλη παιδεία, ενώ η
χριστιανική υπόσχεση της ανάστασης του Σώματος απαιτούσε κάτι πολύ απλό, αυτό
που αναζητούσαν οι άνθρωποι και προϋπέθεταν οι θρησκείες: την Πίστη. Ο απόστολος
είναι σαφής: «Αν ο Χριστός δεν
αναστήθηκε, η πίστη σας είναι μάταιη» (Προς Κορινθ. Α. 15, 17), με άλλα
λόγια η ελπίδα για την αιωνιότητά σας προϋποθέτει την πίστη πως ο Χριστός αναστήθηκε
ολόκληρος, με την Ψυχή και το Σώμα. και η ανάσταση αυτή διέθετε - όπως
τονίστηκε στην αρχή - την άμεση μαρτυρία των Μαθητών.
7. Η πίστη
ΕΛΛΗΝΕΣ: Η πίστη ως δογματική προϋπόθεση αναιρεί τον ορθό
λόγο, ενώ ως νοητικό επακόλουθο βεβαιώνει τη διαλεκτική πορεία που προηγήθηκε. Η
διάκριση αυτή είναι απαραίτητη προκειμένου να κατανοήσουμε τους Έλληνες όταν
χρησιμοποιούν τη λέξη (π.χ. Πορφύριος, Πρόκλος, Πλωτίνος κ.λ.π) [21.
Διαφωτιστική η σημείωση που παραθέτει ο Dodds στη σελ. 190 όπου καταγράφεται η
γνώμη του καθηγητή Armstrong σύμφωνα με την οποία: «η πίστις του Πρόκλου δεν είναι η χριστιανική πίστη, αλλά η πλατωνική
σκέψη και ορθολογική πεποίθηση» (Βλ. Dodds, ό.π.).]. Η «Πίστη» όμως των
χριστιανών αντιτίθεται στη «σωφροσύνη» του Σωκράτη, στη «φρόνηση» του Πλάτωνα,
στη «λογική» του Αριστοτέλη, στον «νήφοντα λογισμό» του Επίκουρου, στην
«Ειμαρμένη» των Στωικών, αντιτίθεται ακόμα και στην «εποχή» του Πύρρωνα, διότι
στο σκεπτικιστή αυτόν φιλόσοφο η αμφισβήτηση της λογικής προέρχεται από τις
εγγενείς αντιθέσεις της και όχι από την κατάργησή της [Με τον κεντρικό συλλογισμό του Πύρρωνα: Παντί λόγω λόγος αντίκειται, εισάγεται
στην πραγματικότητα μια κριτική στάση για τη δυνατότητα της Γνώσης, γι’ αυτό
και κατηγορούσε ο Ηλείος αυτός στοχαστής τόσο τους Στωικούς όσο και τους
Επικούρειους ότι δογματίζουν. Ο Σέξτος που διέσωσε τη διδασκαλία του, σαν
γιατρός που ήταν θα μπορούσε να διαπιστώσει στην καθημερινή πρακτική της
επιστήμης του την «ισοσθένεια του λόγου» που είχε διατυπώσει ο πρώτος
θεωρητικός της Σκεπτικής φιλοσοφίας. Σύμφωνα με τον ίδιο, «εποχή» σημαίνει: «δεν
έχω τίποτα να πω επί του προκειμένου, ούτε να πιστέψω ούτε όχι» (Σέξτος
Εμπειρικός, Πυρρώνιοι Ύποτυπώσεις, Α, 19)]. Έτσι λοιπόν, από τη στιγμή που
-σύμφωνα με τους χριστιανούς - η «ανάσταση της ψυχής με το σώμα» βεβαιώνεται
μέσω της πίστης, η σωφροσύνη των Ελλήνων εγκαταλείπεται, και όπως θα δούμε στη
συνέχεια η εγκατάλειψη αυτή θα έχει τις συνέπειές της. Ο Κέλσος θεωρεί «απεχθείς
και αδύνατες» τις δοξασίες αυτές σύμφωνα με τις όποιες «...το υπόλοιπο της ανθρωπότητας θα ψηθεί και μόνο οι χριστιανοί θα
αναστηθούν», ο Ιουλιανός κατηγορεί τους χριστιανούς ότι «...εκμεταλλεύτηκαν το ανόητο και παιδαριώδες
εκείνο κομμάτι της ψυχής που του αρέσει το παραμύθι (φιλομύθω) και αναβάθμισαν
την τερατολογία σε πίστη αλήθειας». Ο Πορφύριος ισχυρίζεται πως «μόνον άρρωστες ψυχές έχουν ανάγκη από τη
χριστιανική πίστη», κ.λ.π. κ.λ.π - η αντίδραση των Ελλήνων υπήρξε καθολική.
Ακόμα και οι παραινέσεις των μοραλιστών φιλοσόφων της εποχής των Αυτοκρατόρων,
όσο και αν συμπίπτουν με τα χριστιανικά ρήματα, προέρχονται δίχως αμφιβολία από
τη στερεότητα της Σωφροσύνης των Ελλήνων.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ: Η «Πίστη» είναι η πρώτη και κύρια χριστιανική
αρετή (όπως και κάθε θρησκείας), και αντικαθιστά τη Φρόνηση των Ελλήνων. Οι
άλλες αρετές της χριστιανοσύνης, η «ελπίδα» και η «αγάπη» οικοδομούνται πάνω
στο θεμέλιο της Πίστης, εκεί όπου με το πρόσχημα της επιφοίτησης
δικαιολογούνται ακραίες διατυπώσεις, όπως αυτές του Τερτυλλιανού: «ο υιός του Θεού απέθανε˙ τούτο είναι πιστευτόν
διότι είναι ακατανόητον. Ετάφη και πάλιν ανέστη˙ τούτο είναι βέβαιον διότι
είναι αδύνατον». Η πλήρης διάλυση της λογικής είναι κατόρθωμα που
επιτυγχάνεται μόνο μέσα στο ανεξιχνίαστο οικοδόμημα της Πίστης [Ανάλογα σχήματα
διανοητικής σύγχυσης θα συναντήσουμε στον Ιωάννη (ΧΙΙ-25), στον Λουκά
(XVII-33), αλλά και στον Ματθαίο (XVI-25): ως
γάρ αν θέλει την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν... Για όλα αυτά και
πολλά άλλα παρόμοια ο Πορφύριος παρατηρεί: «...είναι τόσο πολύς ο κυκεώνας των ασυναρτησιών, που οι ίδιες οι φράσεις
έχουν κηρύξει πόλεμο η μία στην άλλη» (Πορφύριος: Κατά Χριστιανών, δ.π.,
σελ. 79).]. Διότι τους χριστιανούς ενδιέφερε περισσότερο, ο εντυπωσιασμός και
λιγότερο το επιχείρημα, οι δε ηγέτες της εκκλησίας εγνώριζαν ότι τις θρησκείες
δεν τις συντηρούν οι αμφιβολίες των σκεπτομένων, αλλά οι βεβαιότητες των
πιστών. Ο Ωριγένης, άνθρωπος με αξιόλογη ελληνική παιδεία, θα απαντήσει με
απροσδόκητη ειλικρίνεια: «την αποδεχόμαστε
(την πίστη δηλ.) ως χρήσιμη για τα πλήθη». Εντούτοις, για όσο διάστημα οι
χριστιανοί βρισκόντουσαν υπό διωγμόν, η Πίστη αρκούσε να συγκρατεί τις
χριστιανικές κοινότητες συμπαγείς, αλλά από τη στιγμή που έπαψαν οι διωγμοί, η περιφρονημένη
«Φρόνηση» των Ελλήνων άρχισε να φυτρώνει στο ταπεινό αλλά και χέρσο τοπίο της
Πίστης, μαζί της όμως άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες αιρέσεις. και τότε η
«πίστη» από ανεξέλεγκτη αρετή μεταμορφώθηκε σε μαύρο λεπίδι, ενώ οι ποταμοί του
αίματος από τις διαμάχες μεταξύ των αιρέσεων ήταν αδύνατο να χωρέσουν στην
κοίτη των δακρύων που είχαν προηγουμένως σχηματίσει οι διωγμοί. Παρ’ όλες τις
φωνές που ακούστηκαν στο μεταξύ, ο Λόγος των Ελλήνων θα ξαναβρεί τη συνέχεια
του τον 13ο αιώνα, όταν ο Θωμάς ο Ακινάτης θα υιοθετήσει τη θεολογική μέθοδο
του Πρόκλου και τη λογική του Αριστοτέλη, προκειμένου να θέσει τον θεμέλιο λίθο
της χριστιανικής φιλοσοφίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου