Περπατώντας στην κόκκινη γέφυρα της Χρυσής Πύλης
"The coldest winter I ever saw, was
the summer I spent in San Francisco."
Mark Twain
Φυσικά και δεν χρειαζόμουνα τον Mark Twain να μου το επιβεβαιώσει. Αλλά για τέτοια εποχή, αρχές Ιουλίου, δεν μπορεί να πει κανείς πως δεν κάνει ψύχρα. Αυτό βέβαια ισχύει για τα μεσημέρια, γιατί τα πρωινά και τα βράδυα το αισθάνεσαι καλά. Μερικές φορές, δεν σου ξεφεύγει, ότι εκεί που υπάρχει ήλιος το πρωί, σε λίγο αλλάζει γρήγορα ο καιρός, κι η θερμοκρασία ξαφνικά, μόλις κρυφτεί ο ήλιος, πέφτει. Το ίδιο αισθάνεσαι κάτω στη βάση των ψηλών κτιρίων, σε αντίθεση λίγο πιο κει που είναι σίγουρα κάπως ζεστότερα.
Συστάσεις δεν χρειάζονται. Ξεκινάω σχετικά νωρίς να πάω στη γέφυρα που αποτελεί και το καμάρι της πόλης. Πυκνές δόσεις ομίχλης απειλούν τον ορίζοντα. Η Χρυσή Πύλη (Golden Gate) όμως ξέρει καλά, είναι μαθημένη χρόνια τώρα. Συχνά καλύπτεται από πέπλο ομίχλης, που σκεπάζει τον ορίζοντα, όπως κι ετούτη τη στιγμή. Περπατάω στα πλάγια ρείθρα της γέφυρας με κατεύθυνση το Βορρά. Συρματοπλέγματα φυλάσσουν το αυτονόητο, αλλά όχι πάντοτε και αποτελεσματικά, αν λάβουμε υπόψιν μας τα στατιστικά στοιχεία όλων των ετών. Το κόκκινο χρώμα του σίδηρου, οι προσμίξεις των τεταρτοξειδίων του μολύβδου, σ’ όλο τους το μεγαλείο. Δεν είναι μικρό πράγμα να βάφεις και να προστατεύεις τη γέφυρα αυτή. Μόλις την τελειώσεις, πρέπει να αρχίσεις ξανά από την αρχή. Ιδιαίτερη μεταχείριση και άκρως απαραίτητη συντήρηση. Πυκνό το ρεύμα κυκλοφορίας και στις δύο κατευθύνσεις. Τα φώτα αναμμένα προληπτικά.
Προχωρώντας, η θέα στο βάθος αρχίζει να θαμπώνει. Προσπαθώ να κρατήσω με τη μηχανή μου λίγο από το μεγαλείο της στάσης στο σημείο αυτό, μερικές δεκάδες μέτρα πάνω από την θαλάσσια είσοδο του κόλπου, ατενίζοντας το μεγάλο ωκεανό. Λίγο πιο πέρα, ο φακός της μηχανής δεν δείχνει τίποτα. Νομίζω πως φαντάζει μουσκεμένος. Τον καθαρίζω με το σακάκι μου. Ξαναπροσπαθώ. Χαμένος κόπος. Σε λίγο πνίγομαι σ’ ένα σύννεφο, σε μια αντάρα ύπουλης πηχτής ομίχλης. Η ορατότητα μόλις μερικά μέτρα. Η θερμοκρασία μάλλον πως πέφτει απότομα. Ανήμπορο το σακάκι μου. Παγωμένος αέρας μπερδεύεται με την ομίχλη, κι’ αρχίζω να τουρτουρίζω.
Αυτός ήταν και ο λόγος μάλλον που δεν καταγράφεται στα ταξίδια των Ευρωπαίων εξερευνητών, που φοβόντουσαν τη μαύρη πυκνή ομίχλη και την πιθανή ύπαρξη βράχων στο σημείο αυτό. Το καλοκαίρι ειδικά, με τις πολύ ψηλές θερμοκρασίες στην κοιλάδα της Καλιφόρνιας, δημιουργούνται ισχυροί άνεμοι που έλκουν δροσερό αέρα από τον ωκεανό προς τα μέσα. Πολλές φορές παρατηρείται ρεύμα πολύ πυκνής ομίχλης στην είσοδο του κόλπου, κάτω από τη γέφυρα και τότε δημιουργεί και αποτελεί ομολογουμένως αντικείμενο-στόχο των φωτογράφων με τα κατακόκκινα μέρη της γέφυρας πάνω απ’ την αντάρα να στέκουν σαν απόκοσμα. Στις 5 Αυγούστου 1775, ο Juan De Ayala και το πλήρωμα του πλοίου του, San Carlos, ήταν οι πρώτοι Ευρωπαίοι που πέρασαν το στενό. Μέχρι τη δεκαετία του 1840, το στενό ονομαζόταν ‘Boca del Puerto de San Francisco’ (Στόμα του λιμένα του Σαν Φρανσίσκο). Λίγο πριν τα 1846 που ανακαλύφτηκε ο χρυσός στην Καλιφόρνια, η πύλη απέκτησε άλλο όνομα. Ο John C. Fermont στα απομνημονεύματά του, έγραφε: ‘O λόγος που έδωσα το όνομα Chrysopylae ή Golden Gate (Χρυσή Πύλη), στο πέρασμα αυτό, ήταν ο ίδιος για τους οποίους το Βυζάντιο ονομάστηκε Chrysoceras ή Golden Horn’.
Η ομίχλη παρ’ όλα αυτά, δεν μ’ εμποδίζει στην επιστροφή να διακρίνω το άγαλμα του ανθρώπου που σήκωσε το βάρος και την ευθύνη της κατασκευής της. Τριγύρω μικρά δέντρα, καταπράσινοι θάμνοι αμέριμνοι και συνηθισμένοι στη δροσιά που τους επισκέπτεται συχνά, κατεβαίνουν μέχρι κάτω χαμηλά, κοντά στις παραλίες του Ειρηνικού. Η ολοένα και αυξανόμενη υγρασία και ψύχρα, κάνει την περαιτέρω παραμονή εκεί, μάλλον αδύνατη.
Κάτω στις γειτονιές της πόλης, η ζωή πρέπει να είναι σίγουρα καλύτερη. Κάποτε ο δήμαρχος της πόλης, Gavin Newsom, υπεστήριζε πως ‘San Francisco can no longer afford to be a city divided between downtown and neighborhoods, with a downtown that becomes a ghost town when workers go home for the evening’ και φυσικά δεν είχε άδικο. Η επιστροφή στις κεντρικές της συνοικίες λίγο αργότερα, είναι η μεγαλύτερη απόδειξη. Οι μικροί αναδυόμενοι λόφοι παντού ξεχειλίζουν από ζωή, κι όλοι τους θυμίζουν όμορφες νοσταλγικές κινηματογραφικές στιγμές και τη νιότη μας πλημμυρισμένη από κείνες τς ταινίες.
Οι συνοικίες, οι γωνιές, τα μπαρ, αρχίζουν να κατακλύζονται από αυτοσχέδιους μουσικούς και ζευγάρια όλων των αποχρώσεων και συνδυασμών. Λίγο χαλαρή διάθεση, μαζί με καλή παρέα και μετρημένο ποτό, μέσα σε τούτους τους δρόμους, στις απίθανες γωνιές τους, δίνουν ένα απίθανο χρώμα και κέφι. Είναι αλήθεια τελικά! Όλοι οι παλιότεροι, κάτοικοι και επισκέπτες, είχαν δίκιο. Στο Σαν Φρανσίσκο τα βράδυα, είναι απερίγραπτα και μαγεμένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου