09 Απριλίου 2016

Nicanor Parra [Τάσος Πορφύρης]

Από τις "Σημειώσεις" (τεύχος 74, Δεκέμβρης 2011) των εκδ. Έρασμος.

Nicanor Parra

Στoν ποιητή Βασίλη Καραβίτη [ο ίδιος έχει μεταφράσει τους ποιητές Χέρμπερτ, Μιλότς, Ρουζόβιτς, Κάρποβιτς. Συνέχισε με τις ποιήτριες Βισουάβα Σιμπόρσκα (1923- ) και το βιβλίο Mια ποιητική διαδρομή (Μετάφραση, Σχόλια, Επίμετρο, εκδόσεις Σοκόλη, 2003) και το 2009 με την ποιήτρια Άννα Καμιένσκα (1920-1986) μεταφράζοντας ποιήματα της με τίτλο Ξαφνιάσματα, εκδόσεις «Μελάνι». Συγκρατώ έναν ορισμό της ποίησης από την Α.Κ.: «H ποίηση είναι ένα φάρμακο εναντίον της ευκολίας και του κατακλυσμού των λέξεων» (όπου π., σελ 101)] οφείλουμε τη γνωριμία με τον Χιλιανό ποιητή Nicanor Parra (1914). Αυτό συνέβη το 1973 όταν στο περιοδικό του Ντίνου Χριστιανόπουλου Διαγώνιος (4ο τεύχος), ο Βασίλης Καραβίτης δημοσιεύει μεταφράσεις πέντε ποιημάτων του Ν.Ρ. συνοδεύοντάς τες με μια μικρή εισαγωγή στο έργο του. Τα ποιήματα είναι τα «Νεκροί», «Μετονομασία», «Ζητιάνος», «Χρόνος» και «Πάτερ Υμών». Τα ίδια ποιήματα αναδημοσιεύτηκαν στη Διαγώνιο το 1975 (24ο τεύχος) και στη συνέχεια εντάχθηκαν στη μεταφραστική του εργασία Συγκομιδή, σύγχρονοι ξένοι ποιητές, εκδόσεις «Γνώση», 1988.

Στο περιοδικό Υδρία του Σωκράτη Σκαρτσή (τεύχος 14/1974-1975), δημοσιεύεται προλογικό και κριτικογραφικό σημείωμα για τον Nicanor Parra από τον ποιητή Χρήστο Τσιάμη, όπως και μετάφραση εφτά ποιημάτων του.

Στο περιοδικό Η λέξη (τεύχος 17/1982) δημοσιεύονται τέσσερα ποιήματα του Ν.Ρ. μεταφρασμένα από τον ποιητή Αργύρη Χιόνη.

Στο περιοδικό Τομές (τεύχος 92/1984) δημοσιεύεται μικρή εισαγωγή για την ποίηση του Ν.Ρ. και μετάφραση του ποιήματος «Μανιφέστο» από τον ποιητή και μεταφραστή Νίκο Σπάνια. Στην εισαγωγή του ο Νίκος Σπάνιας αναφέρει
ότι πριν από 23 χρόνια μετάφρασε το ποίημα: «Παίρνω πίσω ό,τι έχω πει» χωρίς να θυμάται που και πότε το δημοσίευσε. Αργότερα το συμπεριέλαβε στο βιβλίο του Μετάφραση.

Στην Ποιητική ανθολογία της Λατινικής Αμερικής (εκδόσεις «Σιδέρης», 1974), ο Γ. Χουρμουζιάδης μετάφρασε το ποίημα του Ν.Ρ. «Αυτοβιογραφία».

Στο βιβλίο του Ρήγα Καππάτου Nicanor Parra, ποιήματα και αντιποιήματα (εκδόσεις «Γλάρος», 1985 και «Εκάτη», 2002) μεταφράζονται από τον Ρ.Κ. τριάντα έξι ποιήματα.
Στο περιοδικό Φηγός (τεύχος 16/2005) δημοσιεύονται είκοσι δυο ποιήματα του Ν.Ρ. σε δική μου μετάφραση.

Το 2008 από τις εκδόσεις «Γαβριηλίδης» κυκλοφορούν μεταφράσεις ποιημάτων του Ν.Ρ. από τον ποιητή Αργύρη Χιόνη, με τίτλο Ποιήματα επειγούσης ανάγκης σε δίγλωσση έκδοση.

«Η πίκρα του ποιητή»
Οι δύο τελευταίοι στίχοι του ποιήματος: Με τη μεγαλύτερη πίκρα του κόσμου / παίρνω πίσω ότι έχω πει, εκφράζουν μια σπαρακτική ομολογία αποτυχίας στην πολιορκία του ανέκφραστου και μια διάθεση παραίτησης από καθετί που θα μπορούσε να μας βάλει στο παιχνίδι της επικοινωνίας. Ακόμα και το αίμα δεν μπορούσε να απαλύνει την καλή του διάθεση απέναντι στις λέξεις που τελικά τον εκδικήθηκαν. Αυτά από τη μεριά του ποιητή.

Από τη μεριά του αναγνώστη θα μπορούσαμε να πούμε πως λίγες φορές ποίηση, σαν του Ν.Ρ., έφερε άνω-κάτω τη «νοικοκυρεμένη», τακτοποιημένη ποίηση σε φόρμες και στερεότυπα, μη εξαιρώντας και τις μανιέρες της «μοντέρνας» ποίησης όπου δήθεν δημιουργοί βρήκαν μια βολική στέγη για την «παραγωγή» τους. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως ο τίτλος της πλέον ενδιαφέρουσας συλλογής του ήταν: Ποιήματα και αντιποιήματα.

Απ’ την αρχή της ποιητικής δημιουργίας του Ν.Ρ. ως το τελευταίο του ποίημα - που μνημονεύσαμε παραπάνω - ακολουθείται ένας «δρόμος, ένας πηγαιμός για την Ιθάκη» με ένα σωρό ασκήσεις αυτογνωσίας σε ένα πεδίο αναλώσεως των δυνάμεων του στη γραφή ποιημάτων. Έτσι άρχισε να γράφει, και τα αντιποιήματα βρίσκονταν σε συνεχή αντιπαλότητα με τα ποιήματα, υψώνοντας το ανάστημά τους, διεκδικώντας τον ζωτικό τους χώρο στο ποιητικό πεδίο.

«Έχει τον τρόπο να μας πείθει να διαβάζουμε σαν ποίηση, πράγματα που πριν δεν διαβάζονταν σαν ποίηση», αναφέρει ο συμπατριώτης του Κάρλος Ρικόν.

Αν το Κρεμλίνο δεν διακόπτει τις σχέσεις του με την Αμερική
Αν το Λουξεμβούργο δεν διακόπτει τις σχέσεις του με την Αμερική
Γιατί διάολε να το κάνω εγώ
Κάποιος θα ‘πρεπε να ‘χει την καλοσύνη να μου πει
ΤΙί διάολο περιμένετε από μέναααα!

«Αν ο Πάπας δεν διακόπτει τις σχέσης του με την Αμερική»

Αγόρασε ένα εντομοκτόνο ξαράχνιασε το ταβάνι
Πλύνε τα παράθυρα τα γεμάτα μυγοφτύσματα
Ξεσκόνισε τα έπιπλα και κυρίως απάλλαξέ με απ’ αυτά
Τα περιστέρια όλη ώρα βρομίζουν το αυτοκίνητό μου
Που στο διάολο έβαλες τα σπίρτα;

«Πόσες φορές πρέπει να το πω;»

Αυτά τα αντιποιήματα, προσπάθειες για αποφυγή κάθε ευπρεπούς ποιητικής έκφρασης, δηλαδή χωρίς παραδεκτούς τρόπους συμπεριφοράς, ήταν ο μόνος τρόπος να ξεμπροστιάσει ό,τι παραδεκτό γραφόταν μέχρι τότε. Από την άλλη, δεν μπορούσε μέσα στην αντιποίησή του εμφορούμενος από ανατρεπτική διάθεση να «κρύψει» το ποιητικό του ταλέντο ώστε να αποδυναμώσει τους αντιπάλους του από κάθε προσπάθεια να διαγράψουν την ποίησή του ή να μειώσουν το μέγεθος της ποιητικής προσφοράς του.

Κοίταξε αυτό το ανθρώπινο ποδάρι πού κρέμεται από τον ουρανό
Σαν ένα δέντρο που μεγαλώνει προς τα κάτω
Αυτό το τρομερό ποδάρι που αρμενίζει στο κενό
Ελάχιστα φωτισμένο από το φως
Και τον αέρα της λησμονιάς.

«Τοπίο»

Κι όταν έγραφε:

/.../ στον καναπέ στην άκρη της αβύσσου

«Γυναίκα»

και

/.../ Εγώ ο Νιζίνσκι στο χείλος της αβύσσου...

«Εγώ ο αμαρτωλός»

βρισκόταν στην ίδια θέση απ’ όπου ο Μεγάλος Φλωρεντινός ατένιζε έναν κόσμο στερημένο από φώς:

Κι ήμουν στ’ αλήθεια στης Αβύσσου την άκρη
Που όλους τους πόνους τους μαζεύει
Κι όλη τη θλίψη και το δάκρυ...

«Κόλαση, άσμα IV»

(σελ. 73 στίχος 7, μετάφραση Ανδρέας Ριζιώτης, εκδόσεις «Τυπωθήτω»

«Ζήτω ο Στάλιν»
Αυτοί οι πουτάνας γιοί δεν μ’ άφησαν
Ούτε το σακάκι μου να πάρω
Χωρίς καμιά προειδοποίηση μ’ άρπαξαν
Κι άρχισαν να με ταλανίζουν ένας τους
Με χτύπησε με τον υποκόπανο του ντουφεκιού του
Ένας άλλος μπάσταρδος μ’ έφτυσε
Αλλά δεν έχασα την υπομονή μου
Τέλος μ’ έριξαν σ’ ένα περιπολικό
Και μ’ οδήγησαν σ’ έναν εγκαταλειμμένο δρόμο
Κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό και μου ‘παν
Εντάξει είσαι λεύτερος

Ήξερα τι εννοούσαν μ’ αυτό
Φονιάδες!
Αυτό έπρεπε να ‘χα φωνάξει
Αλλά πέθανα κραυγάζοντας
Ζήτω ο Στάλιν

[«...Τι να απαντήσω εκ μέρους σου στην Κεντρική Επιτροπή;
- Ότι όλη μου η ζωή έως σήμερα ανήκε στο Κόμμα. Όσο άρρωστο και ξεφτιλισμένο κι αν είναι το Κόμμα μας. Ότι η σκέψη και η συνείδηση μου δεν υπάρχουν εκτός Κόμματος. Ότι είμαι πιστός στο Κόμμα όπως κι αν είναι αυτό, ό,τι κι αν κάνει. Ότι αν πρέπει να πεθάνω, να με πατήσει το Κόμμα μου, εντάξει δέχομαι... αλλά προειδοποιώ τους αγύρτες που μας σκοτώνουν, πως σκοτώνουν το Κόμμα...».
Βίκτωρ Σερζ: Υπόθεση Τουλάγεφ, μετάφραση: Τιτίκα Δημητρούλια, εκδόσεις SCRIPTA, Αθήνα 2007, σ. 208.]

Ένα ποίημα-θρίαμβος για την εξουδετέρωση των αντιπάλων με συνοπτικές διαδικασίες, μια έκπτωση τους στο σημείο αφανισμού, από τους έκπτωτους της ανθρωπιάς.

Θύτες και θύματα στην αρπάγη μιας ιστορικής φάσης όπου στις δέλτους του Δούναι και Λαβείν της φιλοξενούνται όλοι εκ περιτροπής. Θυμηθείτε παρελάσεις της ετοιμοπόλεμης πια Γερμανίας το 1939 μ’ ένα λαό που επευφημούσε τον ηγέτη του κλαίγοντας. Αργότερα τον ίδιο ηγέτη να «επιθεωρεί» μια ομάδα παιδιών μπροστά στο κρησφύγετο του γνωρίζοντας το τέλος του, κι ανάμεσα σ’ όλ’ αυτά την υπόδουλη Ευρώπη, την καμένη Ρωσία, την αφανισμένη Γερμανία. Κι αργότερα Ναγκασάκι, Χιροσίμα, Βιετνάμ, Ιράκ, Γκουαντανάμο με αφεντικό από την άλλη μεριά του Ατλαντικού. Αυτές είναι ορισμένες από τις «δυναμικές» φάσεις της Ιστορίας που τα έργα της ευρίσκονται αδιάλειπτα «εν προόδω».

Εδώ να σημειώσω τη λιτή αφήγηση, την οικονομία του ποιήματος στην επιλογή των στίχων που δεν αναλίσκονται σε αναγνωρίσιμα στοιχεία αλλά εκρήγνυνται βαθιά στα υπόγεια της ύπαρξης μας. Κι όπως και στο δημοτικό τραγούδι η «κυριαρχία» του ρήματος το περιορίζει στ’ απολύτως αναγκαία πλαίσια της αυστηρότητας και της λιτότητας δηλαδή στο ποιητικό ζητούμενο.

Στο ποίημα «Η μέθοδος των τριών» που ακολουθεί, υπάρχει ένας σαφής προβληματισμός για τις παλινδρομήσεις και τις μελλοντικές εκπλήξεις της Ιστορίας, όπως αναφέρεται ρητά στους δύο τελευταίους στίχους του ποιήματος:

Χωρίς να υπολογίσουμε τα είκοσι
Εκατομμύρια χαμένους πόσους νομίζετε
Ότι ξεπάστρεψε ο Στάλιν;
Τα μνημεία κοστίζουν
Να γκρεμίσουμε αυτές τις τσιμεντόμαζες;
Και μόνο η μεταφορά του νεκρού από το
Μαυσωλείο σ’ έναν κοινό τάφο
Πρέπει να κοστίζει μια περιουσία
Και πόσο νομίζεις θα ξοδέψουμε επαναφέροντας
Αυτά τα ιερά αγάλματα στη θέση τους;

Σχετικά με τη μετάφραση της ποίησης, ο Βασίλης Καραβίτης αναφέρει για τα ποιήματα της Άννας Καμιένσκα: Ξαφνιάσματα (εκδόσεις «Μελάνι», 2009, σελ 22) μεταξύ άλλων: «Στη μετάφραση της ποίησης, ποίηση είναι ό,τι διασώζεται και επιβιώνει σ’ αυτήν».

Θα συμπλήρωνα και ό,τι προστίθεται από τους εμπλεκόμενους μεταφραστές, από το εάν και πόσο ποιητές είναι. Θα ‘θελα να πω ότι, όταν μεταφράζω Ν. Parra από τους Γκίνσμπεργκ, Φερλιγκέττι, Ουίλλιαμ Κάρλος Ουίλλιαμς κ.α., θέλω να πιστεύω ότι πλησιάζω κάπως την ποίηση του Ν.Ρ. και από την περιπλάνηση μου στις πολύ ενδιαφέρουσες και χρήσιμες μεταφραστικές τους δοκιμές. Και, για να γίνω πιο συγκεκριμένος, διαφορετικά θα μετάφραζα το ποίημα «Ερωτική συνομιλία» αν βασιζόμουν μονάχα στο ποίημα του Ν.Ρ. και διαφορετικά το μεταφράζω έχοντας κατά νου τη μετάφραση του ίδιου ποιήματος από τον Κάρλος Ουίλλιαμς:

Την αράξαμε εδώ μιαν ολόκληρη ώρα
Αλλά πάντα καταλήγουμε στην παλιά απάντηση
Θέλεις να με μουρλάνεις με τα καλαμπούρια σου
Αλλά τα ξέρω όλα απ’ έξω
Δεν σ’ αρέσει το στόμα μου; τα μάτια μου;
-Ποιός είπε το αντίθετο
-Τότε γιατί δεν τα φιλάς;
-Τι σε κάνει να νομίζεις ότι δεν θα το κάνω;
-Τι γνώμη έχεις για τα μπούτια μου τα βυζιά μου
-Τι εννοείς; Πως δεν τα γουστάρω;
-Τότε γιατί δεν το δείχνεις; Πασπάτεψέ τα
Μια και σου δίνεται η ευκαιρία
-Δεν μ’ αρέσει να μου το επιβάλλουν
-Τότε γιατί μ’ έκανες να ξεντυθώ;
-Δεν σου ‘πα εγώ να τσιτσιδωθείς
Το ‘κανες από μόνη σου
Κοίτα, βάλε το ρούχα σου πριν μπουκάρει ο άντρας σου
Στο σπίτι κόψε τη λογοδιάρροια και ντύσου
πριν αριβάρει ο άντρας σου.

Η άποψη-στίχος «στην ποίηση όλα επιτρέπονται» είναι
μια άποψη που αφορά υποθέτω σε μια ποίηση, γενικότερα χωρίς περιορισμούς, δεσμεύσεις κτλ., που στοιχειοθετούν την περιοχή της. Από αυτή την άποψη νομίζω πως η ανωτέρω δήλωση ίσως απευθύνεται και σε όσους θεωρούν ότι μπορούν να πουν τα πάντα χωρίς να μπορούν να διακρίνουν ότι υπάρχουν κάποια σημεία πού δεν γίνεται να παραβιάσουν χωρίς συνέπειες. Κι έτσι η ποίηση ξεμπερδεύει μαζί τους. Οπότε ο παραπάνω στίχος αποδεικνύεται μια καλοστημένη παγίδα για επίδοξους ποιητές: χωρίς κανόνες δεν γράφεται ποίηση, τουλάχιστον ποίηση άξια λόγου.

Ένας σωστός τρόπος αντιμετώπισης της αντιποίησης του Ν.Ρ. είναι ότι ο ποιητής έφερε άνω-κάτω τα κριτήρια για την ποίηση εδράζοντάς τα στην πεποίθηση πως ποίηση είναι και ό,τι μέχρι τότε δεν ήταν. Κοντολογίς το κέρδος από την ποίηση του Ν.Ρ. είναι ότι οι αναγνώστες της πιάνουν μαζί της καθημερινή κουβέντα. Τη διαβάζουν και λένε: «Ε, ρε γαμώ το, αυτό θα μπορούσα να το ‘χα γράψει κι εγώ! Είναι τόσο απλό». Όμως γνωρίζουμε ότι κανένας άλλος δεν μπόρεσε να το γράψει όπως ο Ν.Ρ., γιατί η κατάκτηση του απλού δεν είναι διόλου απλή υπόθεση.

Είναι αλήθεια πως ο Ν.Ρ. φαίνεται να μην υπολήπτεται τόσο τη Χιλή που κατάντησε μια μεγάλη σβουνιά τριγυρισμένη από στρατιώτες, παπάδες κι επιμορφωτές / που την καπνίζουν ρουφώντας την με χάλκινους υδροσωλήνες. Δεν σέβεται ούτε την πρωτεύουσά της, το Σαντιάγο, πιστεύοντας ότι η πόλη και ο λαός υπάρχουν μολονότι έχει αποδειχτεί / ότι ο λαός ακόμα δεν γεννήθηκε και δεν θα ‘χει γεννηθεί / πριν από το θάνατό του και ότι το Σαντιάγο της Χιλής / είναι μια έρημος / νομίζουμε ότι είμαστε μια χώρα / η αλήθεια είναι πως είμαστε / μόλις και μετά βίας ένα τοπίο. («Χιλή»).

Ό Χόρχε Λουίς Μπόρχες γράφει για τη χώρα του: «Το Μπουένος Άιρες δεν είναι απλώς μια πόλη, μα μια χώρα
και πρέπει να βρει την ποίηση, τη ζωγραφική. τη μουσική που είναι αντάξιες της μεγαλοσύνης του». Πολλές άλλες πόλεις έχουν «υπάρξει» διά της ποιητικοποιήσεως, έχουν γίνει λογοτεχνία, όπως η Λισσαβόνα του Πεσόα, το Δουβλίνο του Τζόυς, τα Γιάννενα του Χατζή, η Χαλκίδα του Σκαρίμπα, για να περιοριστούμε σε ορισμένες.

Κάνει εντύπωση πως ο Ν. Parra δεν επικαλείται τη νομπελίστα Γκαμπριέλλα Μιστράλ ή τον Πάμπλο Νερούδα για να υπερασπιστεί την αξιοπρέπεια της χώρας του. Η πρόθεση «αντί» φαίνεται να χρησιμοποιείται από τον Ν.Ρ. όχι μόνο για την ποίησή του αλλά γενικότερα για κάθε μορφή πολιτισμού στη χώρα του, φτάνοντας στο σημείο να αμφιβάλλει για την ύπαρξη του˙ διαγράφοντάς τον.

Εδώ να αναφέρω και το έξης γεγονός: όταν ο Πάμπλο Νερούδα συνάντησε τη Δανάη Στρατηγοπούλου - τη γνωστή μας αισθαντική τραγουδίστρια που δίδασκε ένα φεγγάρι στο Σαντιάγο νεοελληνική λογοτεχνία -, σε συζήτηση μαζί της, της είπε: «Α, εσείς έχετε τον Ρίτσο˙ τα γράφει «όλα!».
Έπαινος ή ψόγος;

Αναφέρω εδώ μερικούς στίχους του Ν.Ρ. από τη «Διακήρυξη»:

/.../ Για τους παλιότερους / η ποίηση ήταν ένα είδος πολυτελείας / για μας ωστόσο / πρώτης ανάγκης είδος είναι / : αδύνατο χωρίς αύτη να ζήσουμε /.../

και παρακάτω

/.../ ο μικροαστός δεν αντιδρά / παρά μονάχα όταν θίγεται η κοιλιά του / σιγά μην τρομάξει με τα ποιήματα...

Αυτό πού ο Πατρίκιος είπε κομψά: «Κανένας στίχος δεν κινητοποιεί τις μάζες / κανένας στίχος δεν ανατρέπει καθεστώτα».

Άλλοι δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς ποίηση κι άλλοι τη λοιδορούν όπως κάποιος άξεστος βλαχοδή

Δεν υπάρχουν σχόλια: