05 Αυγούστου 2016

Από τις «Συνομιλίες του Έκκερμαν με τον Γκαίτε» σε μετάφραση Νίκου Καζαντζάκη - III.

[κλείνουμε το αφιέρωμα στις «Συνομιλίες του Έκκερμαν με τον Γκαίτε» με ένα επίσης εξαιρετικό απόσπασμα:]

24 Φεβρουαρίου 1825

Εάν ήμουν ακόμη διευθυντής του θεάτρου, έλεγε ο Γκαίτε απόψε, θα έπαιζα τον Δόγη της Βενετίας του Βύρωνα. Το δράμα είναι βέβαια υπερβολικά μακροσκελές, και έπρεπε να συντομευθεί˙ άλλα δεν πρέπει και σε τίποτα να κόψει και να σβήσει˙ να πως θα έκανα: Θα παρίστανα κάθε σκηνή, συντομευμένη όμως˙ το δράμα θα μίκραινε έτσι, χωρίς να το χαλάσουνε οι μεταβολές, τουναντίον θα γινότανε πολύ ζωηρότερο και θα έκανε μεγαλύτερη εντύπωση, χωρίς να χάση τις ουσιώδεις του ομορφιές.
Η ιδέα αυτή του Γκαίτε μου έκαμε μεγάλη εντύπωση. Είδα πώς πρέπει να φέρνεται κανείς σε τέτοιες περιστάσεις που παρουσιάζονται κάθε ώρα και στιγμή στο θέατρο. Είναι αλήθεια πως η μέθοδος αυτή προϋποθέτει γερό μυαλό εις εκείνον που τη μεταχειρίζεται και μάλιστα προϋποθέτει ποιητή που να γνωρίζει πολύ καλά την τέχνη του.
Εξακολουθήσαμε να μιλούμε για τον Βύρωνα και του υπενθύμισα τη γνώμη του για το θέατρο, που εξέφρασε στις ομιλίες του με τον Μέντουεν, ότι δηλ. το θέατρο είναι εργασία αχάριστη συνάμα και δύσκολη. Ο Γκαίτε είπε:
- Χρέος έχει ο ποιητής να ακολουθήσει το δρόμο της καλαισθησίας και του ενδιαφέροντος του κοινού. Εάν το τάλαντο και το κοινό βαδίζουνε προς την ίδια διεύθυνση, τότε η επιτυχία είναι ασφαλής. Ο λόρδος Βύρων δεν επέτυχε ίσως γιατί οι ιδέες του διαφέρανε εν μέρει από τις ιδέες του κοινού. Δεν είναι καθόλου απαραίτητο να είναι κανείς μεγάλος ποιητής˙ τουναντίον ως επί το πλείστον, επειδή πολύ ολίγο υψωνόμαστε επάνω από τη μάζα του κοινού, γι’ αυτό κερδίζουμε την γενική εύνοια.
Ο Γκαίτε εξέφρασε κατόπιν τον μεγαλύτερο θαυμασμό για το εξαιρετικό τάλαντο του Βύρωνα.
- Ό,τι ονομάζω επινοητικότητα, είπε, ποτέ σε κανέναν άνθρωπο δεν μου φάνηκε μεγαλύτερη παρά στον Βύρωνα. Ο τρόπος με τον όποιον λύνει κάθε δραματικό δεσμό είναι πάντοτε ανώτερος από κάθε προσδοκία και πάντοτε υπερβαίνει τον τρόπο που σκεφτόμαστε.     
- Ο Σαίξπηρ, είπα, μου κάνει την ίδια εντύπωση, προ πάντων ο Φάλσταφ. Όταν μπερδεύεται και χάνεται στις ψευτιές του, εάν σκεφθώ πώς θα έκανα εγώ για να τον γλυτώσω, πάντοτε βλέπω κατόπιν πώς ο Σαίξπηρ υπερβαίνει καθετί που μπόρεσα να σκεφθώ. Το να λένε το ίδιο και για τον Βύρωνα τούτο είναι ο μεγαλύτερος έπαινος που μπορεί να του απονείμει κανείς. Εν τούτοις πρέπει να παραδεχθούμε ότι ο ποιητής που είναι κύριος όλου του έργου, έχει μεγάλα πλεονεκτήματα απέναντι του αναγνώστου, που πρώτη φορά βλέπει το θέμα.
Ο Γκαίτε το παραδέχθηκε και έπειτα άρχισε να επικρίνει τον Βύρωνα που ποτέ δεν προσαρμόσθηκε με τη ζωή, που ποτέ δεν φρόντισε για κανένα νόμο και πήγε τέλος να υποταχθεί στον παράλογο νόμο των τριών ενοτήτων.
- Και εξίσου με τους άλλους λίγο εννόησε την αιτία και το βάθος του νόμου. Η διαύγεια είναι η θεμελιώδης αίτια και οι τρεις ενότητες τότε μόνο έχουν σημασία όταν φθάνουνε τον σκοπό αυτό. Εάν όμως αποτελούνε εμπόδιο στη σαφήνεια τότε είναι ανόητο να τις θεωρούμε ως νόμο και να θέλουμε να τις ακολουθήσουμε. Και οι Έλληνες ακόμη, που μας μεταδώσανε τον κανόνα αυτόν, δεν τον ακολουθήσανε πάντοτε˙ στον Φαέθωνα του Ευριπίδη, και σε άλλα δράματα, ο τόπος αλλάζει˙ βλέπουμε λοιπόν ότι η καλή διατύπωση του θέματος τους είχε μεγαλύτερη αξία γι’ αυτούς από τον τυφλό σεβασμό σε νόμο που δεν είχε ποτέ καθ’ εαυτόν μεγάλη σημασία. Τα δράματα του Σαίξπηρ παραβιάζουνε την ενότητα του χρόνου και του τόπου στον ύψιστο βαθμό, είναι όμως σαφή, σαφέστατα, και οι Έλληνες θα τα θεωρούσανε γι’ αυτό άμεμπτα. Οι Γάλλοι ποιητές θελήσανε ν’ ακολουθήσουνε και στις πιο αυστηρές του συνέπειες τον νόμο αυτόν, αλλά παραμελήσανε τη σαφήνεια, ξεπλέκοντας τα δραματικά των ποιήματα όχι με την δραματική δράση, αλλά με την αφήγηση.
Μου φαίνεται πως για ν’ αντιληφθούμε τον νόμο αυτό όπως οι Έλληνες, δεν πρέπει να τον ακολουθήσουμε παρά στα πολύ λίγο πολύπλοκα θέματα που μπορούνε ν’ αναπτυχθούνε λεπτομερώς μπροστά μας κατά τον ορισμένο καιρό˙ εάν τουναντίον η δράση είναι εκτεταμένη και υπόκειται σε διάφορους τόπους, δεν υπάρχει κανένας λόγος να θέλουμε να την περικλείσουμε σ’ ένα και μόνο μέρος, αφού μάλιστα οι νεώτερες σκηνές μας μάς επιτρέπουνε εύκολα την αλλαγή των σκηνικών.
Ο Γκαίτε εξακολουθώντας να μιλεί για τον λόρδο Βύρωνα, είπε:
- Το όριο αυτό που έθετε στον εαυτόν του, υπακούοντας στις τρεις ενότητες, ταίριαζε άλλως τε και στο φυσικό του που πάντοτε έτεινε να υπερβεί κάθε φραγμό. Κρίμα να μη θελήσει επίσης να θέσει στον εαυτό του ηθικούς φραγμούς! Επειδή δεν είχε αυτή τη δύναμη, γι’ αυτό παραπλανήθηκε τόσο και μπορούμε να πούμε πολύ σωστά ότι χάθηκε γιατί του έλειπε χαλινός. Αγνοούσε περισσότερο απ’ ό,τι πρέπει τον εαυτό του. Η ζωή του αφιερωνότανε ολόκληρη στο πάθος της κάθε μέρας και δεν ζύγιζε, δεν ήξερε τι έκανε. Όλα τα ήθελε για τον εαυτόν του και τίποτα για τους άλλους, γι’ αυτό και χάθηκε και εξήγειρε τον κόσμο εναντίον του. Ευθύς στην αρχή με τους «Άγγλους Βάρδους και Σκώτους κριτικούς» πλήγωσε τους καλύτερους συγγραφείς˙ έπειτα από το έργο αυτό για να μπορέσει να ζήσει έπρεπε να υποχώρησει˙ στα επόμενα όμως έργα του εξακολούθησε τον πόλεμο και τις κατηγορίες, επιτέθηκε εναντίον του Κράτους και της Εκκλησίας. Ο τρόπος του αυτός, τίποτα να μη σέβεται, τον εξόρισε από την Αγγλία και θα τον εξόριζε με τον καιρό και απ’ όλη την Ευρώπη. Παντού του φαινότανε στενόχωρα, απολάμβανε την πιο απεριόριστη προσωπική ελευθερία, και όμως αισθανότανε τον εαυτόν του καταπιεζόμενο˙ ο κόσμος ήταν γι’ αυτόν φυλακή. Εκούσια δεν πήρε την απόφαση ν’ αναχώρηση για την Ελλάδα˙ του την επέβαλε η δυσαρμονία του με τον κόσμο. Διακηρύσσοντας ότι ήταν απαλλαγμένος από κάθε παράδοση, από κάθε πατρίδα, προξένησε τον χαμό του κι ο χαμός ενός τέτοιου όντος είναι απροσμέτρητος˙ αλλ’ εκτός τούτου, ένεκα του αέναου αναβρασμού της ψυχής του, που ήταν συνέπεια του επαναστατικού του χαρακτήρα, δεν άφησε ελεύθερο το τάλαντό του ν’ αναπτυχθεί τελείως. Το αιώνιο αυτό αίσθημα της αντίθεσης και της δυσαρέσκειας υπερβολικά έβλαψε τα έργα του, γιατί όχι μόνο η δυσφορία του ποιητή μεταβιβάζεται και στον αναγνώστη, αλλά και γιατί κάθε έργο πολεμικής είναι έργο αρνητικό και η άρνηση ισοδυναμεί με την εκμηδένιση. Εάν αποκαλέσω το κακό κακό, τι κέρδισα με τούτο; Εάν όμως κατά τύχη απεκάλεσα το καλό κακό, έσφαλα πολύ. Όποιος θέλει ωφέλιμα να επιδράσει, τίποτα ποτέ δεν πρέπει να βρίζει˙ ας μην τον ενδιαφέρει τι είναι παράλογο και ας αφιερώσει όλη του τη δραστηριότητα στη γέννηση νέων αγαθών. Δεν πρέπει να γκρεμίζουμε, πρέπει να οικοδομούμε˙ ας υψώσουμε παλάτια, όπου η ανθρωπότητα να έρχεται ν’ απολαμβάνει αγνότατες χαρές.
Ευτυχισμένος άκουα τα υπέροχα αυτά λόγια κ’ ένοιωθα να με αναζωογονούνε οι θαυμάσιες συμβουλές του. Ο Γκαίτε εξακολούθησε:
- Τον λόρδο Βύρωνα πρέπει να εξετάσουμε ως άνθρωπο, ως Άγγλο, και ως μεγάλη ιδιοφυΐα. Τα προτερήματά του τα χρωστά προ πάντων στον τίτλο του τού ανθρώπου˙ τα ελαττώματά του τα χρωστά στον τίτλο του τού Άγγλου και του πατρικίου Άγγλου˙ το δε τάλαντό του είναι ακαταμέτρητο.
Οι Άγγλοι δεν μπορούνε να έχουνε δικό τους αποκλειστικά σύστημα ιδεών˙ η αταξία και ο φανατισμός για την τάξη τους δεν τους αφήνουνε ν’ αναπτυχθούνε ολοκληρωτικά και γαλήνια˙ ως πρακτικοί άνθρωποι είναι όμως μεγάλοι. Ο λόρδος Βύρων δεν κατόρθωσε λοιπόν ποτέ να εμβαθύνει στον εαυτό του, όπως π.χ. το αποδείχνει το έμβλημά του: «Πολλά χρήματα και καμιά εξουσία από πάνω μου!», έμβλημα που το παραδέχθηκε γιατί πάρα πολλά χρήματα παραλύουνε κάθε εξουσία.
Ευθύς όμως ως αρχίσει να δημιουργεί πετυχαίνει˙ και μπορούμε να πούμε ότι γι’ αυτόν η έμπνευση αντικαθιστά τη σκέψη. Έπρεπε πάντοτε να είναι ποιητής! Γι’ αυτό και καθετί που πηγάζει από την ανθρώπινη οντότητα του και προ πάντων από την καρδιά του ήταν θαυμαστό. Γεννούσε τα έργα του όπως οι γυναίκες τα ωραία παιδιά˙ χωρίς να το συλλογίζονται και χωρίς να ξέρουνε πώς κατορθώνουνε και γίνονται ωραία. Φανερώνει τούτο μεγάλη ιδιοφυία, έμφυτη, και την ουσιωδώς ποιητική δύναμη του πουθενά δεν την συνάντησα τόσο αναπτυγμένη όσο στον Βύρωνα. Όταν έβλεπε τον αισθητό κόσμο, όταν διαπερνούσε το παρελθόν με οξύ βλέμμα, ήταν εντελώς τόσο μεγάλος όσο και ο Σαίξπηρ. Ο Σαίξπηρ όμως είναι αγνότερος και γι’ αυτό υπερτερεί τον Βύρωνα. Ο Βύρωνας το ήξερε και γι’ αυτό δεν μιλεί για τον Σαίξπηρ, αν και ολόκληρα αποσπάσματα των έργων του γνωρίζει Απέξω. Θα τον αποκήρυττε ευχαρίστως γιατί η σαιξπήρειος γαλήνη είναι γι’ αυτόν το μεγάλο εμπόδιο και ξέρει πως δεν μπορεί να το αποφύγει. Δεν αποκηρύσσει τον Ποπ, γιατί τίποτα δεν έχει να φοβηθεί από αυτόν. Τον αναφέρει και τον εγκωμιάζει τουναντίον, παντού όπου μπορεί, γιατί ξέρει πολύ καλά ότι ο Ποπ γι’ αυτόν στήριγμα μόνον είναι.
Ο Γκαίτε ανεξάντλητος μιλούσε για τον Βύρωνα και δεν χόρταινα να τον ακούω. Έπειτα από μερικές παρεκβάσεις επανέλαβε:
- Ο μεγάλος τίτλος του Άγγλου πατρικίου στάθηκε ολέθριος στον Βύρωνα, γιατί το τάλαντο παρεμποδίζεται πάντοτε από τον εξωτερικό κόσμο και ακόμη περισσότερο βέβαια όταν γεννηθεί κανείς σε τόσο υψηλές τάξεις και με τόση μεγάλη περιουσία˙ μια μέτρια τύχη είναι πολύ ευνοϊκότερη στο τάλαντο˙ γι’ αυτό και όλοι σχεδόν οι μεγάλοι καλλιτέχνες και οι μεγάλοι ποιητές βγήκανε από τις μεσαίες τάξεις. Η ροπή του Βύρωνα προς το απέραντο δεν θα μπορούσε να του καταστεί τόσο ολέθρια, εάν η γέννησή του και η περιουσία του ήταν μετριότερες˙ αλλ’ επειδή μπορούσε να εκτελέσει όλες του τις ιδιοτροπίες, παρασυρότανε ακατάπαυτα σε αδιέξοδες αμηχανίες. Και πώς να ζητήσει κανείς σεβασμό, πώς να επιβάλει όρους σε ένα που βρίσκεται τόσον
υψηλά ; Μπορούσε να εκφράσει όλες τις ιδέες που υψωνόντουσαν μέσα του και κήρυττε έτσι ατέλειωτο πόλεμο εναντίον, του κόσμου. Ξαφνιάζεται κάνεις να βλέπει πόσον τεράστιο μέρος της ζωής του ξοδεύει ένας πλούσιος και ευγενής άγγλος στις διασκεδάσεις και στις μονομαχίες. Ο λόρδος Βύρων διηγείται μόνος του πως ο πατέρας του παραπλάνησε τρεις γυναίκες. Έχετε τότε, αν μπορείτε, λογικό παιδί! Έζησε πάντα, ας το πούμε, σε φυσική κατάσταση και με τη συμπεριφορά του˙ έπρεπε κάθε μέρα να βρίσκεται σε προσωπική άμυνα˙ γι’ αυτό και κάθε μέρα γυμναζότανε στο πιστόλι. Κάθε ώρα και στιγμή περίμενε και μια πρόκληση. Δεν μπορούσε να ζήσει μόνος˙ γι’ αυτό με όλες του τις παραδοξότητες, ήταν υπερβολικά επιεικής στους συντρόφους του. Ένα βράδυ διάβασε το υπέροχο ποίημά του για τον θάνατο του στρατηγού Μουρ και οι ευγενείς φίλοι του δεν ξέρανε καλά - καλά τι να του πουν. Καθόλου δεν ταράχθηκε ο Βύρωνας, αλλά βάζει πάλι στην τσέπη του το χειρόγραφο. Για έναν ποιητή τούτο αποτελεί ανεξικακία προβάτου. Ένας άλλος θα τους έστελνε στο διάβολο.

--------------------------------------------------------

Ακολουθούνε, σε μορφή εικόνας, οι αντίστοιχες σελίδες από το πρωτότυπο βιβλίο, το οποίο μπορείτε, στη διεύθυνση αυτή: anemi.lib.uoc.gr, να το κατεβάσετε ολόκληρο.









Δεν υπάρχουν σχόλια: