Οι Τάφοι.
Παρά τον κόλπον της Γενούης
Μόλις εν νέφος κυανούν το βλέμμα διακρίνει
Να στίζει του ορίζοντος ακτήν μεμακρυσμένην,
Σαπφείου κύμα μυστικούς ψιθυρισμούς αφήνει,
Και έρχεται να συντριβεί εις πέτραν μαυρισμένην.
Αφθόνως εις τους πρόποδας μακράς γραμμής ορέων,
Τάπης μυρσίνης και ροδής το έδαφος στολίζει,
Και ζέφυρος από της γης του Λαμαρτίνου πνέων,
Της πεύκης της Ιταλικής την κορυφήν λικνίζει.
Και όταν σχίζει πένθιμος η Φοίβη τας σκοτίας,
Όπου των βράχων η μακρά γωνία καταβαίνει,
Το φως της το αμφίβολον μετά μελαγχολίας,
Εις μάρμαρα και εις σταυρούς μνημείων ολισθαίνει.
Τι είσθε σεις, ω άγνωστοι νεκροί, την ευτυχίαν
Εδέχθειτε ως έπαθλον τών επί της γης αγώνων,
Ή μη ωχροί κατάδικοι, με πάσχουσαν καρδίαν,
Εδώ ανεζητήσατε ανάπαυλαν των πόνων;
Και τώρα τι εγίνατε, εσίγησαν οι στόνοι;
Είν’ ελευθέρα η ψυχή εντός των Ηλυσίων;
Μη είσθε τ’ άνθη των αγρών, αυτή η ανεμώνη
Ήτις βλαστάνει πένθιμος της λάρνακος πλησίον;
Πλην άφες λύρα, τους νεκρούς, κοιμώνται εν ειρήνη·
Εάν ο χους δεν έγινε πυλών αθανασίας,
Αν εις σκορίον η ψυχή τας πτέρυγας αφήνει,
Εκεί το κύμα έσπασε της λύπης, της πικρίας.
Κοιμώνται· είναι σκοτεινή πλην ελαφρά η κλίνη,
Και μόνον υπό των πεύκων τας δροσεράς θολίας,
Ο πλάνης, τ’ όνομα τινός ζητών να διακρίνει,
Ξέει την κόνιν των πετρών μετ’ αδιαφορίας.
Κοιμώνται· φύεται χλωρόν το κλήμα εις το χώμα,
Και όταν έλθει ο χειμών μετά τριγμού αγρίου,
Εις τας ερήμους πλάκας των, εις χιονώδες στρώμα,
Λεπτά τα ίχνη φαίνονται γυμνόποδος παιδίου.
Και όταν πάλι μαύρη νυξ την κόμην της σκορπίζει,
Ως φόρον εις του λύχνου των την αμυδράν ακτίνα,
Ο αλιεύς μ’ εν άσμα του γλυκύ τους βαυκαλίζει,
Προσπλέων τα απότομα παράλια εκείνα.
(1872)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου